Ο Γιάννος Αιόλου φέρνει όρκους και επιθυμίες στο Γενί Τζαμί
Λίγες μέρες πριν από την πρώτη επίσημη παρουσίαση του νέου έργου του στην Θεσσαλονίκη, ο Γιάννος Αιόλου μιλά για την αφετηρία της μουσικής του, την έμπνευση, την δημιουργία, για το δικό του “Δάσος των Όρκων”.
Ο Γιάννος Αιόλου, ο πολυβραβευμένος και πολυεπίπεδος συνθέτης που άφησε το όνομά του χαραγμένο στην μνήμη μας με την μαγευτική μουσική του για το αγαπημένο όλων ‘Τανγκό των Χριστουγέννων’, τώρα δίνει στους Θεσσαλονικείς την ευκαιρία να γνωρίσουν για πρώτη φορά το νέο μουσικό του έργο, “Το Δάσος των Όρκων”, σε δύο ανοιχτές συναυλίες στο Γενί Τζαμί, την Πέμπτη 21 και το Σάββατο 23 Μαρτίου.
Εκτός του ‘Τανγκό των Χριστουγέννων’, για το οποίο έλαβε το Βραβείο Καλύτερης Κινηματογραφικής Μουσικής από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου το 2012, ο Γιάννος Αιόλου είναι γνωστός από την μουσική του στις ταινίες ‘Ένας Ήρωας στη Ρώμη’, ‘Solino’, ‘Χειμωνιάτικη Νοσταλγία’, ‘The Diary of a Times Square Thief’, καθώς και για τις συνεργασίες του με σκηνοθέτες όπως ο κορυφαίος Fatih Akin.
Τώρα, με το αναγνωρίσιμο κινηματογραφικό του ύφος, συνθέτει ένα νέο έργο για τον εσωτερικό μας κόσμο, για το Δάσος της Ψυχής μας, το Δάσος των Όρκων. Σε μια μουσική αφήγηση όπου οι ήχοι γίνονται σκέψεις, ιδέες, μορφές, μνήμες και όνειρα, ο Γιάννος Αιόλου αξιοποιεί την ευθραυστότητα αλλά και την ένταση ενός σεξτέτου εγχόρδων για να μας ταξιδέψει. Χρησιμοποιεί τον Όρκο ως τον φορέα των πιο κρυφών και δυνατών συναισθημάτων μας, και τη φωτογραφία προσώπων καθημερινών ανθρώπων γύρω από το τέλος του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της απελευθέρωσης από την Γερμανική κατοχή, ως τον φορέα πολλών εκ των Όρκων από ένα ατέλειωτο ανθρώπινο δάσος.
Κι αυτό καθώς “Το Δάσος των Όρκων” παρουσιάζεται σε συναυλιακή μορφή, όπου στο background της μουσικής θα προβάλλονται σπάνιες φωτογραφίες της Απελευθέρωσης από το Αρχείο του Μουσείου Φωτογραφίας «Χρήστος Καλεμκερής» του Δήμου Καλαμαριάς. Άνθρωποι στα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ του σκοταδιού του πολέμου και του φωτός της ημέρας της Απελευθέρωσης, σε εικόνες γεμάτες όρκους, επιθυμίες, υποσχέσεις, ευχές, φόβο και λύτρωση.
Λίγες μέρες πριν από την πρώτη επίσημη παρουσίαση του έργου στην Θεσσαλονίκη, ο Γιάννος Αιόλου μιλά για την αφετηρία της μουσικής του, την έμπνευση, την δημιουργία, για το δικό του “Δάσος των Όρκων”.
Το νέο σας έργο «La Forêt des Vœux | Το Δάσος των Όρκων», που θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο Γενί Τζαμί, έχει σαν κεντρικό του άξονα τον “όρκο” ως τον φορέα των πιο κρυφών και δυνατών συναισθημάτων μας. Ποιο είναι αυτό το εσωτερικό “δάσος” που αποτέλεσε για σας έμπνευση και αφετηρία του έργου και ποιες οι έννοιες που επιθυμεί να εκφράσει η νέα αυτή σύνθεση;
Το Δάσος των Όρκων είναι το δάσος που έχει ο καθένας μέσα μας. Στα Γαλλικά, η λέξη ‘Vœux’ σημαίνει ‘Όρκος’ αλλά και ‘Ευχή’. Μέσα μας σχηματίζεται, με τα χρόνια, ένας εσωτερικός κόσμος, που αποτελείται από επιθυμίες, όνειρα, υποσχέσεις προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους, όρκους είτε με την έννοια της επίκλησης στον Θεό, αλλά και προς ξεχωριστούς για εμάς ανθρώπους, κλπ. Πολλοί από αυτούς τους όρκους ζουν στο φως, και άλλοι στοιχειώνουν τους φόβους μας. Αυτό το Δάσος, που είναι στην ουσία ο εσωτερικός μας κόσμος, είναι ο ‘φυσικός’ χώρος με τον οποίο θα έπρεπε να έχουμε καθημερινή επικοινωνία, αλλά που οι πιο πολλοί φοβόμαστε να τον πλησιάσουμε. Όπως ο σύγχρονος άνθρωπος ‘φοβάται’ τα φυσικά, τα πραγματικά δάση. Τα βλέπουμε μονάχα σαν σύμβολα. Λέμε: το δάσος! Είναι εκεί, το ξέρω, ονομάζεται ‘έτσι’, είναι μεγάλο, μαγικό… Δεν γνωρίζουμε όμως πραγματικά το ‘δάσος’, δεν μπορούμε να πλησιάσουμε χωρίς να φοβηθούμε, σίγουρα λίγοι θα διανυκτερεύαμε εκεί με άνεση. Έτσι κάπως νομίζουμε ότι ‘γνωρίζουμε’ και τον εσωτερικό μας κόσμο, το δάσος μέσα μας, όπου φοβόμαστε ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με σκοτεινές γωνιές, κλαδιά που φοβόμαστε ότι θα πνίξουν την χαρά μας… Αντί να εξερευνούμε όσο πιο καλά μπορούμε αυτόν τον εσωτερικό μας κόσμο, οι πιο πολλοί τον αποφεύγουμε. Είναι ένας κόσμος που κάποιοι προσπαθούμε να φτάσουμε μέσω διαλογισμού ή προσευχής, αλλά και μέσω της τέχνης, μέσω της μουσικής. Μην με ρωτήσετε φυσικά αν έχω φτάσει εκεί. Φυσικά δεν ‘ζω’ εκεί. Όμως η τέχνη, η μουσική εν προκειμένω, μπορεί να αποτελέσει έναν ‘ήλιο’, ή έστω έναν μικρό φακό, που θα μας βοηθήσει να κάνουμε τις διαδρομές στο εσωτερικό μας δάσος κάπως λιγότερο τρομακτικές, και σιγά – σιγά ίσως μας χαρίζει έναν πιο οικείο, πιο γνώριμο εσωτερικό κόσμο.
Το «Δάσος των Όρκων» θα πλαισιωθεί από την προβολή στο υπόβαθρο ιστορικών φωτογραφιών ανθρώπων από το τέλος του Α’ και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της απελευθέρωσης. Πώς συνδέεται για σας νοερά το έργο με την περίοδο και τα πρόσωπα αυτά;
Οι φωτογραφίες ανήκουν στην συλλογή του φωτογραφικού μουσείου ‘Χρήστου Καλεμκερή΄ του Δήμου Καλαμαριάς και είναι εξαιρετικές. Είναι σπάνιες, επιλεγμένες μία προς μία. Η απελευθέρωση είναι μια έννοια τόσο μεγαλειώδης και τόσο ‘άπιαστη’. Σαν να ήξεραν όσοι την ονόμασαν έτσι ότι μιλούσαν για κάτι άπιαστο, όπως για παράδειγμα η ευτυχία. Φαντάζεστε να ονομάζαμε μια ιστορική εποχή ‘η εποχή της ευτυχίας;’ Οι φωτογραφίες αυτές, όταν κανείς τις δει με προσοχή, θα νιώσει όλο αυτό για το οποίο μιλάω: μια εποχή που οι άνθρωποι κάνουν όνειρα για το αύριο που ξημερώνει, θα δει τον φόβο τους για το άγνωστο, μια λύτρωση και μια δύναμη, αλλά και μια ανησυχία. Αυτοί οι άνθρωποι στις φωτογραφίες έχουν βγει από την κόλαση. Πόλεμος, κατοχή, υποδούλωση. Αυτό είναι γραμμένο στα μάτια τους, όπως και η λαχτάρα, ο έρωτας για ζωή. Η κάθε φωτογραφία περιέχει πολλές ιστορίες. Έχουμε προσπαθήσει με τον συνεργάτη μου, τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μουρτζόπουλο, να ‘μπούμε’ στον φωτογραφικό χώρο και χρόνο, να πλησιάσουμε πιο κοντά από όσο θα μπορούσε κανείς να πλησιάσει με μια επίσκεψη σε μια συμβατική έκθεση. Οι φωτογραφική προβολή δεν είναι μια απλή παράθεση φωτογραφιών. Οι φωτογραφίες έχουν δουλευτεί πολύ και αφηγούνται σιωπηλά πολλές ιστορίες. Και σας ομολογώ ότι ήταν και για εμάς μια μεγάλη έκπληξη. Έχοντας δουλέψει χρόνια σε πολλά ντοκιμαντέρ, όπου οι φωτογραφίες αρχείου έχουν σημαντικό ρόλο στην πληροφορία που μεταφέρει το ‘είδος ντοκιμαντέρ’, σας λέω ότι είναι σαν ένα νέο είδος να ‘γεννιέται’, το λέω αστειευόμενος εν μέρη… Είναι ένα είδος ‘συναισθηματικού ιστορικού ντοκιμαντέρ’ όπου δεν σου λέμε τίποτα από πληροφορία, κι όμως παίρνεις τόσα πολλά, γιατί είναι σαν να έχεις μια βιωματική πληροφόρηση. Όταν βλέπεις τους στρατιώτες, σχεδόν κατεστραμμένους, να κοιτούν τον άγνωστο για τους πιο πολλούς τότε φωτογραφικό φακό με μάτια ανεπιτήδευτα, τα μικρά παιδιά με τα πύρινα μάτια, τα κτίρια που λέγανε σπίτια τους… θες δεν θες, παίρνεις μια ισχυρή δόση της εποχής. Αυτοί οι όρκοι αυτών των απλών ανθρώπων που στοιβάζονταν στους δρόμους των πόλεων για να υποδεχτούν τον νικηφόρο στρατό, να πανηγυρίσουν, να γλεντήσουν, να ονειρευτούν, διαγράφονται στις φωτογραφίες, και αποτελούν ένα ανθρώπινο δάσος, ένα πλήθος ψυχών που εύχονται, ορκίζονται, ονειρεύονται, έτοιμοι να διαψευστούν όπως όλοι μας την επόμενη το πρωί… ακόμη κι αν έχουν μόλις ζήσει πολλές τραγωδίες. Είναι άνθρωποι στα όρια της αντοχής τους, της ύπαρξής τους. Δεν θα μπορούσα να βρω ένα καλύτερο ‘σύμβολο’ για το Δάσος των Όρκων.
Ποια είναι η δική σας τελετουργία σύνθεσης ενός νέου έργου; Γίνεται τελικά πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να δημιουργείς με τον χρόνο; Θα λέγατε ότι είναι μια οργανική διαδικασία;
Είναι μια απόλυτα οργανική διαδικασία πια. Είναι όμως πιο δύσκολο με το χρόνο. Ξεκινάς μικρό παιδί, προσπαθώντας να δεις αν μπορείς. Μετά προσπαθείς να μετρήσεις πόσο καλός μπορεί να είσαι σε σχέση με τους άλλους. Όταν σοβαρεύει λίγο το πράγμα, προσπαθείς να δεις ‘γιατί το κάνεις όλο αυτό’. Όταν αρχίζουν οι πραγματικές δυσκολίες σκέφτεσαι ακόμη και να το παρατήσεις και θες να δεις αν αυτό που σε κρατά είναι απλά πείσμα και ξεροκεφαλιά. Αφού πειστείς ότι δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, προσπαθείς να βρεις την εσωτερική σου προσωπική φωνή και το στίγμα σου, που να είναι ξεχωριστό από όλους τους άλλους δημιουργούς, γιατί χωρίς αυτό δεν είσαι τίποτα. Κι όταν το βρεις και το χορτάσεις, το πιο δύσκολο είναι να το χάσεις… Γιατί πρέπει να το χάσεις. Δεν πρέπει να σε ελέγχει αυτό. Κι όταν το καταφέρεις κι αυτό, μετά δεν σου μένουν και πολλά περιθώρια για παιχνίδια… Πρέπει να βουτήξεις κάθε φορά και πιο βαθιά, γιατί αλλιώς δεν αντέχεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου. Όλα αποκτούν σημασία για μένα μέσω της διαδικασίας -ανέφικτης πολλές φορές- του να φτάσω κάπου πιο βαθιά, να αισθανθώ πιο πολλά, να γίνω πιο πολλά, να βιώσω πιο πολλά, όχι απλά νοητικά ή σωματικά, αλλά συναισθηματικά. Η μουσική είναι μια κατάσταση VR (Virtual Reality), μια εικονική πραγματικότητα που υπάρχει εδώ και πολλούς αιώνες. Μπορεί να σε κάνει να ‘υπάρξεις’ κάπου σε έναν άλλο χώρο και χρόνο με την μεγαλύτερη ‘αληθοφάνεια’, με τον μεγαλύτερο βαθμό συγκίνησης. Γι’ αυτό και ένας κινηματογράφος χωρίς μουσική δεν θα μπορούσε να πείσει κανέναν. Σε αυτή την Emotional Reality λοιπόν, κάθε φορά, όταν μπαίνω, προσπαθώ να ζω καινούριες περιπέτειες, πιο ουσιαστικές την κάθε φορά. Και το να προσπαθείς να ξεπερνάς τα όρια της φαντασίας σου, που είναι πολύ πιο ψηλά από τα όρια της γνώσης, της τεχνικής, της αισθητικής, είναι εξαντλητικό. Αλλά δεν ξέρω και κάτι πιο πολύτιμο. Αναδιπλώνει την ίδια τη ζωή, φτιάχνει άπειρες εκφάνσεις της ίδιας της ζωής, είναι σαν να ζεις εκατομμύρια φορές. Και τι πιο πολύτιμο από την ίδια τη ζωή;
Έχετε συνεργαστεί με κορυφαίους δημιουργούς για την σύνθεση μουσικής για ταινίες όπως το “Τανγκό των Χριστουγέννων” και το “Solino” του Φατίχ Ακίν. Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά της σύνθεσης για το σινεμά και της συγγραφής ενός καθαρά προσωπικού έργου; Τι σας χαρίζει από δημιουργικής άποψης το καθένα;
Είναι πολύ διαφορετικά, αλλά και στο βάθος ίδια. Ένας συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής πρέπει να μπορεί να συνθέσει σε πολλά διαφορετικά στυλ. Αυτό είναι προαπαιτούμενο. Για να σας βοηθήσω να το καταλάβετε, είναι σαν τη διαφορά ενός ενδυματολόγου και ενός μόδιστρου υψηλής ραπτικής. Αν παρακολουθήσετε ας πούμε το έργο της Milena Canonero, που έχει κάνει εξαιρετική δουλειά σε ταινίες εποχής, αλλά και σύγχρονες, θα δείτε ότι δεν την περιορίζει η φόρμα, το στυλ, η εποχή. Μπορεί και εκφράζεται μέσα από πολλά στυλ και ό,τι δεις φέρει το προσωπικό της στίγμα. Αυτό είναι προαπαιτούμενο για κάποιον στη θέση της. Όμως από έναν οίκο μόδας για παράδειγμα, περιμένει κανείς ένα συγκεκριμένο στυλ, μια συνεχιζόμενη παράδοση, με κάποια στοιχεία ανανέωσης κάθε χρόνο, αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο. Ένας συνθέτης όταν δουλεύει για μια ταινία, πρέπει να λάβει υπόψιν του πολλά πράγματα, να γνωρίζει πολύ καλά τα μουσικά ιδιώματα, ώστε να μπορεί να τα αποδώσει με ένα δικό του τρόπο, και πάνω από όλα φυσικά να υποστηρίξει την συναισθηματική αφήγηση της ταινίας. Τις πιο πολλές φορές, επειδή η μουσική είναι το τελευταίο (χρονικά) κομμάτι του παζλ μιας ταινίας, ο σκηνοθέτης έρχεται με μια λίστα από επιθυμίες που θα ‘λύσουν’ προβλήματα στις σκηνές του: για παράδειγμα μια σκηνή βγήκε πολύ γλυκερή ή άνευρη, και η μουσική πρέπει να την μεταμορφώσει. Αυτή είναι μια εξίσωση με πολλούς παράγοντες, και καλείσαι ‘βιωματικά’, συναισθηματικά, να ‘μπεις σε αυτή την κατάσταση’, να ‘γίνεις η σκηνή’, να μην την παρακολουθείς απλά, και να την αφηγηθείς με την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής.
Όταν γράφεις ένα έργο προσωπικό, δεν έχεις όλους αυτούς τους εξωτερικούς παράγοντες. Είσαι πολύ πιο ελεύθερος. Μην με ρωτήσετε ποιο είναι πιο εύκολο. Έχει να κάνει με τις αφορμές που σου δίνει η κάθε πράξη. Αν νιώσω ότι μια ταινία μου δίνει μια αφορμή να εξερευνήσω ένα ‘μέρος’ μέσα μου που δεν το ξέρω, να με κάνει να θέλω να ‘πάω κάπου’, τότε έχω κάθε λόγο να πέσω με τα μούτρα στη δουλειά. Αλλιώς, μπορεί να είναι φυλακή. Αντιθέτως, όταν κάνω μια δουλειά προσωπική, ξεκινώ από ήχους και μουσικές που γράφω πολλές φορές χωρίς να γνωρίζω γιατί. Και αφού γράψω κάμποσο, προσπαθώ να καταλάβω γιατί γράφω ό,τι γράφω, πού θέλω να πάω και πώς, και αν το βρω αρκετά ενδιαφέρον, αν δεν έχω ξαναπάει εκεί, ή τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο, μέσω αυτής της διαδρομής, τότε θα συνεχίσω, και όταν ολοκληρωθεί το έργο θα το παρουσιάσω. Αυτό που κάνουμε εμείς, οι συνθέτες ορχηστρικής κινηματογραφικής μουσικής, πολλές φορές ονομάζεται προγραμματική μουσική, δηλαδή μια μουσική αφηγηματική, που προσπαθεί να περιγράψει συγκεκριμένες ιδέες, συναισθήματα κλπ. Για μένα ο όρος δεν θα έπρεπε να υπάρχει, γιατί όλες οι μουσικές θα έπρεπε να είναι ‘προγραμματικές’. Όμως αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι στον κινηματογράφο, η μουσική δανείζεται το όχημα της υπόθεσης της ταινίας, και αυτό το όχημα την κάνει κάπως πιο εύκολη στην αποκωδικοποίησή της, για τον αμύητο ακροατή. Καμιά φορά δίνει άλλοθι και στον συνθέτη να γράψει με τρόπους που αλλιώς μπορεί να μην τολμούσε. Όμως σε ένα αμιγώς προσωπικό ορχηστρικό έργο, είναι πιο δύσκολο να καταλάβει ο ακροατής τους κώδικες του συνθέτη. Είναι σαν ένα ζωγραφικό έργο που όταν έχει κάποια ρεαλιστική φόρμα, ακόμη κι αν είναι υπερρεαλιστική, είναι πιο εύκολο να την αποκωδικοποιήσουμε από ένα έργο απόλυτα αφηρημένης ζωγραφικής. Είναι σαν τη διαφορά του πεζού από τον ποιητικό λόγο. Το πεζό -ο κινηματογράφος δηλαδή- είναι πιο άμεσο. Η ποίηση -το προσωπικό έργο- είναι πολυεπίπεδη, σου αφήνει περιθώρια να ταυτίσεις εσύ τις σκεπτομορφές και τα συναισθήματά σου στο κείμενο. Γι’ αυτό, όταν γράφω ένα προσωπικό μουσικό έργο, προσπαθώ να χρησιμοποιώ σύμβολα, οδηγούς, σημεία ώστε ο ακροατής να ακολουθεί ένα μονοπάτι από μια συγκεκριμένη αφετηρία. Μετά είναι μόνος του. Για παράδειγμα, όταν ακούει κανείς τα νυχτερινά του Σοπέν, μπορεί να φαντάζεται κάθε είδους νύχτα που ο ίδιος εμπνέεται. Όμως, και μόνο με τον τίτλο, ο δημιουργός τους μας έδωσε μια αφετηρία. Έτσι λοιπόν, όταν γράφω κάτι εκτός κινηματογράφου, προσπαθώ να δώσω ένα συμβολικό εργαλείο αποκωδικοποίησης, μια ιστορία, ένα κείμενο, ζωγραφικές, μια σειρά από φωτογραφίες, κάτι… που να δίνει το έναυσμα στον ακροατή να αποσαφηνίσει το συναισθηματικό υπόβαθρο των όσων προσπαθώ να του περιγράψω μουσικά. Κι αν καταφέρει να μπει στο ταξίδι και να συγκινηθεί, τότε άξιζε όλο αυτό και για μένα. Όμως κάθε φορά που νομίζω ότι κάτι έχω πει, κάθε φορά λέω πως το επόμενο έργο είναι αυτό που θα καταφέρω πιο πολλά… Μπορεί επί ματαίω, αλλά πρέπει πάντα να προσπαθώ. Ξανά και ξανά.
Έχετε βραβευτεί, μεταξύ άλλων διακρίσεων, με το Βραβείο Καλύτερης Κινηματογραφικής Μουσικής από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Αναγνωρίζεται η συμφωνική μουσική σήμερα στην Ελλάδα όσο θα έπρεπε κι έχει τη θέση που της αρμόζει;
Η Μεσόγειος έχει μια πολύ δυνατή παράδοση τραγουδοποιίας. Οι μουσικές σχεδόν πάντα αφηγούνται μικρές ιστορίες μέσα από στίχους. Και είναι πολύ καλό. Απλά οι στίχοι τις πιο πολλές φορές έχουν το καλό ότι είναι κατανοητοί, αλλά και το κακό ότι είναι σχετικά περιορισμένοι, δηλαδή μιλούν για κάτι που μπορεί να μην είναι ακριβώς η δική μας ιστορία, ή να μην ταυτιζόμαστε. Στην Ανατολική Μεσόγειο, δεν είχαμε μεγάλη παράδοση της ορχηστρικής μουσικής. Όμως, ξέρετε η κινηματογραφική μουσική έχει πολλούς πιστούς ακροατές στην Ελλάδα, πολύ περισσότερους αναλογικά από άλλες χώρες, κάτι που είναι πολύ ενθαρρυντικό. Με ρωτάτε όμως να απαντήσω σε ένα θέμα πολυδιάστατο: Ποια είναι η θέση της τέχνης σήμερα στην σύγχρονη κοινωνία; Ποια είναι η θέση της γλυπτικής, της ζωγραφικής; Της ποίησης; Ποια η θέση αλλά και η χρησιμότητα της μουσικής; Έχω γράψει και ένα άρθρο στο προσωπικό μου blog, περίπου μισό χρόνο πριν, για τον ίδιο λόγο. Αν το δείτε ιστορικά, η ορχηστρική μουσική ήταν η μουσική των ευγενών, των πλουσίων. Η ελαφριά όπερα, κάτι σαν το μιούζικαλ ή το θέατρο των μπουλουκιών, ήταν το θέαμα του λαού, όπου κυρίως προσπαθούσε να περάσει καλά, κάποιες φορές σατιρίζοντας την ίδια την κοινωνία, και κάποιες έχοντας και κάτι ωφέλιμο για την ψυχή και το μυαλό του. Αργότερα, οι μουσικές εξέφραζαν ανάγκες κοινωνικές: να πάνε οι άνθρωποι να χορέψουν, να κοινωνικοποιηθούν, ή να τραγουδηθούν τα πάθη του, όπως στα ρεμπέτικα, τα μπλουζ, τα φλαμένκο, τα φάντος, το τάνγκο ή λαϊκά αιτήματα εξεγέρσεων, όπως το πολιτικό τραγούδι στην εποχή της επταετίας στην Ελλάδα. Στον κινηματογράφο, η μουσική χρειάζεται για να είναι ο συναισθηματικός καταλύτης, η κόλλα που θα δώσει συνοχή στις σκηνές, που θα κάνει αληθοφανείς τις καταστάσεις. Η ορχηστρική μουσική όμως; Ποιον ρόλο έχει πια; Να πηγαίνει μια ‘λόγια’ μερίδα του κόσμου να ακούει κάτι, που άλλες φορές καταλαβαίνει και άλλες όχι, μόνο και μόνο για να έχει μια ψευδαίσθηση μεγαλείου; Δεν νομίζω. Τουλάχιστον εγώ δεν θα ήθελα να είμαι μέρος αυτού. Η τέχνη, και πρωτίστως η μουσική, έχει σκοπό την ευαισθητοποίησή μας. Έχει ως σκοπό να ‘εκγυμνάσει’, αν μπορώ να το πω, τους συναισθηματικούς μας ‘μύες’, να συγκινούνται, να δονούνται πιο εύκολα, πιο δυνατά, με έναν τρόπο που να μην μας τρομάζει όταν συμβαίνει, και που να μας κάνει πιο ολοκληρωμένους, αφού θα μπορούμε πιο εύκολα να αποδεχόμαστε τον εσωτερικό συγκινησιακό μας κόσμο. Δεν βλέπω κανένα άλλο λόγο ύπαρξης των καλλιτεχνών. Στο βαθμό που οι κοινωνίες μας θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν ότι ένας άνθρωπος γίνεται πιο ολοκληρωμένος όχι μόνο μέσα της νοητικής του ανάπτυξης, αλλά και της συναισθηματικής του, θα αρχίσει και η σκεπτόμενη μουσική, η ορχηστρική μουσική, που φέρει μεγάλα συγκινησιακά φορτία και μας ωθεί σε μια ελεγχόμενη, αλλά τόσο απαραίτητη ενδοσκόπηση, να αποκτά μεγαλύτερο ρόλο και διείσδυση στην κοινωνία.
Υπάρχουν, από τη δική σας εμπειρία, οι κατάλληλες συνθήκες σήμερα στην χώρα μας για την εξέλιξη της πρωτότυπης συμφωνικής μουσικής; Υπάρχει μέλλον για αυτήν εδώ;
Υπάρχουν. Στις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρώ ότι όλο και πιο πολλά νέα παιδιά σπουδάζουν στο εξωτερικό, γίνονται πια καλοί μουσικοί, έχουν έρθει και πολλοί καλοί δάσκαλοι από άλλες χώρες που διδάσκουν στην χώρα μας, και φυσικά υπάρχει πια η τεχνολογία που φέρνει όλα τα ακούσματα δίπλα μας. Μπορούν να γίνουν θαύματα, μικρά ή μεγάλα, πολύ πιο γρήγορα από όσο νομίζουμε. Πριν από κάποια χρόνια, στη Λατινική Αμερική, υπήρξαν προγράμματα που μάθαιναν στα παιδιά του δημοτικού και του γυμνασίου μουσική για να τα αποτρέψουν από την παραβατικότητα, και μέσα σε 1-2 δεκαετίες έχουν εξελιχθεί σε εξαιρετικούς μουσικούς. Χώρες μικρές, χωρίς την μουσική παράδοση της κεντρικής Ευρώπης, έχουν εξελιχθεί μουσικά, όπως η Ισλανδία ή η Εσθονία. Μπορεί και η Ελλάδα, και βλέπω την αλλαγή που ήδη συντελείται. Η Μεσόγειος έχει ανθρώπους που μπορούν και θέλουν να συγκινούνται. Απλά πρέπει να μάθουμε ότι η συγκίνηση δεν είναι μόνο ξέσπασμα. Είναι μεγαλειώδης στιγμή. Μας ανοίγει στην απέραντη δύναμη του σύμπαντος, μας καλυτερεύει, μας αναπτύσσει, μας ενώνει, και μας δίνει έναν μεγεθυντικό φακό για να δούμε μέσα μας. Αυτή η συγκινησιακή αλήθεια δεν μπορεί παρά να είναι το μέλλον.
Τι επιδιώκετε εσείς να αποτυπώνει στον ακροατή η μουσική σας; Να φέρνει στην επιφάνεια τον εσωτερικό κόσμο, να προκαλεί την συναισθηματική ταύτιση, το δέος;
Είμαι από αυτούς που, όπως καταλάβατε, πιστεύει στη συγκίνηση μέσω του έργου. Και όταν ένας άνθρωπος συγκινείται, στην ουσία, όπως λέει η λέξη, ‘κινείται’ – βαίνει προς μια άλλη κατάσταση. Δεν με ενδιαφέρει μόνο η νοητική κατανόηση ή η διδακτική δύναμη που μπορεί να έχουν έργα λόγου, π.χ. το θέατρο ή τα βιβλία. Με ενδιαφέρει πρωτίστως η συναισθηματική σαφήνεια ενός έργου. Και η ‘μετάβαση’ από μια κατάσταση συγκινησιακή σε μια άλλη. Αυτό που προσπαθώ να δώσω στους ακροατές μου είναι ένα ταξίδι μέσα τους, που να μπορούν να αντέξουν, και ίσως να επιθυμήσουν να κάνουν ξανά και ξανά. Όπως είπα και προηγουμένως, πιστεύω ότι σήμερα ο κυρίαρχος λόγος ύπαρξης της τέχνης είναι η συγκίνηση, η εκγύμναση του ψυχικού μας κόσμου.
Έχετε συνθέσει για τον κινηματογράφο, το θέατρο, για κλασικά σύνολα αλλά και για τραγουδιστές, ενώ από έργο σε έργο και project σε project, η μουσική σας παρουσιάζει μια εναλλαγή σε στυλ και τεχνοτροπίες. Πώς θα χαρακτηρίζατε εσείς την μουσική σας ταυτότητα και τι βρίσκεται στο επίκεντρό της; Ο κοινός παρονομαστής της συγγραφικής πορείας που κρατάτε σε κάθε έργο σας, και κατά συνέπεια στο «Δάσος των Όρκων»;
Η φόρμα είναι κομμάτι της τεχνικής, της ‘μουσικής γλώσσας’ που χρησιμοποιούμε για να παράξουμε μουσική. Οι φθόγγοι είναι πάντα 7, τα ημιτόνια πάντα 12, αλλά η ποικιλία του τί μπορούμε να κάνουμε με αυτά είναι άπειρη. Η φόρμα, το στυλ, είναι πολλές φορές μια σύμβαση μεταξύ του δημιουργού και του κοινού. Όταν ακούς ένα βαλς, ξέρεις πώς να το κρίνεις και τι να περιμένεις, ένα τάνγκο, το ίδιο. Η προσπάθεια στις αρχές και στα μέσα του 20ου αιώνα να απελευθερωθούμε από την φόρμα έφερε μεταξύ άλλων και την ατονική μουσική, όπου επιχειρείται εκτός από τη φόρμα πολλές φορές να αμφισβητούνται και οι θεμελιώδεις νόμοι της αρμονίας, πράγμα που με χαρά βλέπω σιγά-σιγά να εγκαταλείπεται. Όμως η φόρμα είναι παρούσα ακόμη κι όταν προσπαθείς να την αποφύγεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση του να νομίζεις ότι μπορείς να είσαι ελεύθερος να δημιουργήσεις όταν προσπαθείς μονίμως να μην αποκτήσεις φόρμα, γιατί πολλές φορές δεν θα κάνεις πράγματα που θα ήθελες, μόνο και μόνο για να αποφύγεις φορμαλιστικές επιλογές. Η δική μου θέση είναι ότι η φόρμα πρέπει να χρησιμοποιείται δημιουργικά, όταν και όπου είναι χρήσιμη. Δεν είναι ούτε κακή ούτε καλή. Υπάρχουν έργα μου που είναι μινιμαλιστικά, άλλα που είναι εξπρεσιονιστικά, άλλα που είναι νεορομαντικά, άλλα που εκ πρώτης όψεως είναι βασισμένα στην παράδοση του μπελ κάντο ή της παραδοσιακής μουσικής. Ένας από τους λόγους που στράφηκα στον κινηματογράφο είναι και αυτός: αισθανόμουν ότι μπορούσα να δουλέψω το υλικό μου μέσα από διάφορα στυλ, όμως να κρατήσω σταθερό τον στόχο μου, που είναι η σαφήνεια της συναισθηματικής αφήγησης. Υπήρχε μια εποχή, που επειδή είχα κάνει επιτυχημένα τους ήχους του ιταλικού μπελ κάντο, μου ζητούσαν να κάνω διαρκώς κάτι αντίστοιχο. Άλλωστε γι’ αυτό με επέλεξε και ο Φατίχ Ακίν, ένας Γερμανός σκηνοθέτης Τουρκικής καταγωγής, να του γράψω την μουσική για μια ταινία του, που αφορούσε σε μια ιστορία Ιταλών μεταναστών, ενώ εγώ είμαι Έλληνας. Το φαινόμενο type casting με κουράζει όμως. Δεν ήθελα να γίνει το ίδιο μετά την επιτυχία του ‘Τανγκό των Χριστουγέννων’, γι΄ αυτό και δεν συνέχισα να κάνω έργα Τάνγκο. Φέτος είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που γράφω ένα έργο Τάνγκο, αλλά αυτό είναι κομμάτι μιας άλλης συνέντευξης. Όμως όποιος ακούσει το έργο μου θα αναγνωρίσει -πιστεύω- την προσωπική μου ‘φωνή’, πέρα και πάνω από την κάθε φόρμα. Αυτή η προσωπική γραφή που προανέφερα είναι ο τρόπος που μετουσιώνεται μέσα μου το κάθε στυλ, και είναι επιθυμητό, αλλά πρέπει να είναι ταυτόχρονα ελεγχόμενο… Πρέπει να μπορείς να χρησιμοποιείς τη φόρμα και όχι να σε καθορίζει.
Ποιος είναι ο “όρκος” που πήρατε όταν ξεκινούσατε και ποιος είναι ο “όρκος” σας για το μέλλον;
Αν και αισθάνομαι ότι έχω καταπατήσει όλους τους όρκους στη ζωή μου, γι’ αυτό και χρειάστηκε να τους ξανακάνω πολλές φορές, νομίζω ότι σας απάντησα ήδη. Να προσπαθώ ξανά και ξανά, είναι ο όρκος μου. Κάθε φορά που γλιστράω στην σιγουριά, τον καταπατάω. Μετά πάλι ξαναπροσπαθώ και ξαναορκίζομαι να μην ξαναλυγίσω. Χωρίς μεγάλη επιτυχία τις πιο πολλές φορές. Κάθε φορά εύχομαι να μπορώ να δω και πιο βαθιά μέσα στο Δάσος των Όρκων μου, μήπως και δεν φοβηθώ τόσο την άλλη φορά. Όμως, ακόμη κι όταν φοβάσαι, είναι σημαντικό να ‘πας’, να κάνεις το βήμα προς το άγνωστο. Κυρίως όταν φοβάσαι.
Πληροφορίες εκδήλωσης:
Πέμπτη 21 & Σάββατο 23 Μαρτίου 2019 Γενί Τζαμί Θεσσαλονίκης Ώρα: 20:30 Είσοδος ελεύθερη, με σειρά προτεραιότητας
Βρείτε το Facebook Event ΕΔΩ