Γιάννος Αιόλου: «Πάνω και πέρα από όλα, το ζητούμενο είναι η πραγματική συγκίνηση»
Ο σημαντικός συνθέτης του "Τανγκό των Χριστουγέννων", του "Solino" και άλλων ταινιών μιλάει στην Parallaxi για τα 18 «Tangos του Μαγικού Ρεαλισμού» που παρουσιάζει την Κυριακή στο κοινό της Θεσσαλονίκης
Με 5 διεθνή βραβεία και δεκάδες εξαιρετικές κριτικές και παρουσιάσεις σε περιοδικά και ραδιόφωνα της Αγγλίας, Γαλλίας, Αμερικής, Αργεντινής και Μεξικού και μετά την παρουσίαση του στην Αθήνα, το έργο «Tangos του Μαγικού Ρεαλισμού» του Γιάννου Αιόλου παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη με τους εξαιρετικούς μουσικούς Quarto, The Chamber Orchestra of Sofia, την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024, στο ΡΑΔΙΟ ΣΙΤΥ στις 21.00
Ο σημαντικός έλληνας συνθέτης, έχει γράψει τραγούδια και ορχηστρικά έργα, έχει συνθέσει για τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση και τον μοντέρνο χορό. Στις μεγάλες στιγμές του, τα soundtrack των ταινιών “Solino” του Fatih Akin, “The Diary Of A Times Square Thief” και “One Fine Day” του Klaas Bense, και “Το Τανγκό Των Χριστουγέννων” του Νίκου Κουτελιδάκη, μεταξύ άλλων, με το «Μια στιγμή για πάντα» ερμηνευμένο από τον Γιώργο Νταλάρα να είναι από τα πλέον αγαπημένα τραγούδια αυτής της εποχής των Χριστουγέννων λόγω της ταινίας και όχι μόνο.
Αν έπρεπε να αναζητήσετε την αρχή αλλά και την αφορμή για να ασχοληθείτε με τη μουσική, ποιο θα λέγατε πως ήταν το κομβικό γεγονός ή πρόσωπο στη ζωή σας;
Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησε η σχέση μου με την μουσική. Σε πολύ μικρή ηλικία, πριν τα σχολικά χρόνια θυμάμαι να σκαρώνω μελωδίες και να τις τραγουδώ διαρκώς για να μην τις ξεχάσω γιατί φυσικά δεν ήξερα να γράφω ούτε είχα κασετόφωνα να τις ηχογραφώ. Τότε θεωρούσα αυτό ότι ήταν φυσικό για όλους τους ανθρώπους, και όλα τα παιδιά. Μετά πέρασα πολλά χρόνια όπου οι φίλοι μου με θεωρούσαν από ιδιόρρυθμο ως ‘τυχερό’, προικισμένο από ταλέντο (λιγότεροι το δεύτερο). Για μένα όμως δεν υπήρξε μια ‘στιγμή εκκίνησης’ σε όλο αυτό. Ήταν πάντα αυτό που είμαι, σαν να σκέφτομαι, να βλέπω, να αναπνέω.
Τι είναι μουσική για εσάς;
Η μουσική είναι φτιαγμένη από το υλικό του σύμπαντος. Εμπεριέχει την κοσμική δομή και γλώσσα, οπότε η μουσική είναι ένας τρόπος να συνδιαλέγομαι, να συμμετέχω στην πραγματική συμπαντική ζωή, την ουσιαστική. Άλλοι την ονομάζουν εσωτερική ζωή, άλλοι πνευματική, άλλη ένωση με το Θεό ή με το σύμπαν, εγώ πιστεύω ότι είναι η μόνη πραγματική ‘ένωση’ με αυτό το υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Αυτή η συγκίνηση, η μέθεξη που αισθάνομαι όταν είμαι μέσα στη μουσική μου, και που προσπαθώ να νοιώσει όποιος μετέχει σε αυτή – σε όποιο βαθμό συμβαίνει – είναι και ο λόγος που συνεχίζω ό, τι κάνω.
Πώς προέκυψε η ιδέα των 18 ορχηστρικών τάνγκο, και ποια τα στάδια που χρειάστηκαν από εσάς ώστε να φτάσουν στη μορφή που κυκλοφόρησαν και θα ακούσουμε ζωντανά την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024;
Η διαδρομή που κατέληξε στο παρόν έργο ξεκίνησε με την πρόταση να συνθέσω την μουσική της ταινίας ‘Το Τανγκό των Χριστουγέννων’. Η καταδικασμένη ερωτική ιστορία της ταινίας του Τανγκό των Χριστουγέννων βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη, στον Έβρο του 1970, ήταν ο καμβάς για να συνθέσω Τάνγκο, με μπόλικο γκρίζο του Χειμώνα, χακί του στρατού, την θλίψη της επαρχίας, και να ανακαλύπτω έναν νέο μουσικό κόσμο πέρα από το φολκλόρ της Αργεντινής. Έπρεπε να δημιουργήσω μια μουσική γλώσσα πιο προσωπική, ενταγμένη στην ταινία και αυτό μου έδωσε την αφετηρία του πειραματισμού. Αυτό μετά την εποχή της ταινίας συνεχίστηκε για πάνω από 10 χρόνια, και οδήγησε στα Tangos του Μαγικού Ρεαλισμού.
Πώς συνδέεται η μουσική σας με τον μαγικό ρεαλισμό;
Ο Μαγικός Ρεαλισμός, για όσους ενδεχομένως δεν γνωρίζουν είναι ένα λογοτεχνικό και εικαστικό κίνημα με κύριο εκπρόσωπο (και επιρροή για μένα ) τον Μπόρχες όπου σε φαινομενικά ρεαλιστικά περιβάλλοντα ενσωματώνονται φανταστικά στοιχεία και χαρακτήρες με ένα τρόπο διαφορετικό από τον σουρεαλισμό ή την φανταστική λογοτεχνία. Για μένα η αντιστοίχιση υπήρξε στην χώρα της ‘τονικότητας’. Η τονικότητα του κάθε μουσικού έργου είναι η αρχική πραγματικότητα και η αλλαγή της (το φανταστικό στοιχείο) με τρόπο ανεπαίσθητο (έτσι ώστε να ενσωματώνεται αμιγώς στο πραγματικό) κάνει το σύμπαν να αλλάζει, σε ένα σύμπαν μαγικού ρεαλισμού, δίνοντας οπτικές που δεν θα είχα σκεφθεί αλλιώς. Αυτή λοιπόν η πολύ προσεκτική ‘πολυτονία’ που προσπαθεί να ‘πλατύνει’ το πραγματικό μουσικό σύμπαν μένοντας όσο το δυνατό ανεπαίσθητη έγινε ένας τρόπος μουσικής γραφής που ερευνώ έκτοτε, και με μαγεύει όσο την σμιλεύω. Για να μην τρομάξω όμως τους ενδεχομένως αμύητους στα μουσικά πράγματα, λέω ότι δεν χρειάζεται τίποτα από αυτά να είναι γνωστά ή κατανοητά ως ‘μέθοδος’ από το κοινό. Απεναντίας, θα έλεγα ότι όσο πιο ανοιχτό και χωρίς προσδοκίες είναι το κοινό τόσο πιο πολύ θα απολαύσει το μουσικό ταξίδι. Γιατί πάνω και πέρα από όλα το ζητούμενο είναι η ‘πραγματική συγκίνηση’, η έννοια του ‘συμπάσχω’ όπως έλεγε ο Τόμας Μαν. Αυτή είναι η διαδικασία συμμετοχής και ακρόασης, να γίνουμε ‘ένα’ αυτή τη δεδομένη στιγμή που ζωντανά παρουσιάζεται και ερμηνεύεται ένα έργο. Μακάρι να το νιώσει το κοινό στις 22 Δεκεμβρίου.
Γνωρίζω πως αυτό το άλμπουμ κέρδισε σημαντικά βραβεία μέχρι τώρα σε διεθνείς διαγωνισμούς. Πώς λειτουργούν για εσάς ως καλλιτέχνη τα βραβεία γενικότερα;
Τα βραβεία πάντα χαροποιούν, πάντα υποστηρίζουν την ματαιοδοξία μας. Αποτελούν και μια ‘ιστορία’ να αφηγηθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οπότε βοηθούν πολλές φορές στο να ασχοληθούν κάποιοι με το έργο μας. Δεν είναι κάτι περισσότερο. Ο καθένας μας, όσο μετριόφρων ή Νάρκισσος κι αν είναι, μέσα του ξέρει την πραγματική του αξία, δεν αλλάζει αυτό με την εικόνα των άλλων για εμάς. Με ενδιαφέρει η πραγματική σχέση με τους ακροατές, με συγκινεί μια ουσιαστική κουβέντα, όταν καταλαβαίνω ότι αφουγκράζονται οι άνθρωποι την ψυχή μου, με νοιάζει να έχουμε ‘κοινές’ στιγμές, όταν η προσωπική ιστορία ζωής του καθενός μας μπολιάζεται με την μουσική μου, όταν της επιτρέπουν χώρο στη μέρα τους, στις ιδιαίτερες στιγμές τους, στα ονειροπολήσεις τους ή τις θύμησες τους. Αυτά είναι τα πραγματικά βραβεία. Μακάρι να τα ήξερα αν παίρνω κάποια από ανθρώπους στο κοινό εκεί έξω, γιατί αυτά είναι τα πιο βαριά.
Τι είναι για εσάς η κάθε φορά που πρέπει μία έμπνευση σας να την παρουσιάσετε μπροστά στο κοινό; – Υπάρχουν διαφορετικά συναισθήματα από την στιγμή δημιουργίας ή το στούντιο;
Εννοείται. Η δημιουργία έχει πολλές διαφορετικές φάσεις, με τεράστιες αλλαγές. Η φάση της σύνθεσης είναι μια σκληρή, δύσκολη γέννα, όπου περπατά κανείς στο σκοτάδι, χωρίς να ξέρει που πάει και τι σημαίνει όλο αυτό. Εναλλάσσεται με εποχές αποχής, με αναστοχασμό, με διορθώσεις, πόνο και αμφισβήτηση, που διακόπτεται σπάνια από ένα αίσθημα ολοκλήρωσης που σου δίνει κουράγιο για την επόμενη μέρα. Η διαδικασία της ηχογράφησης στο studio, με τις πρόβες και τους μουσικούς, απέχει συνήθως μήνες ή και χρόνια από τη στιγμή ‘γέννας’ κάθε μέρους του έργου. Άρα, έχουμε μια νέα σχέση με το έργο την οποία διαμορφώνει η πραγματικότητα των νέων ανθρώπων που συμμετέχουν. Είναι σαν το παιδί να πηγαίνει σχολείο, να του χαράζεις ένα δρόμο για να ενηλικιωθεί, να βγει στη ζωή. Η παρουσίαση του έργου στο κοινό είναι μια εντελώς άλλη: εδώ πια το παιδί έχει μεγαλώσει, έχει προσωπικότητα από μόνο του, αποκτά σχέσεις με το κοινό χωρίς τη συμμετοχή σου. Εγώ συχνά διευθύνω τις παρουσιάσεις του (όχι πάντα γιατί θέλω κάποιες φορές να τεστάρω τα έργα μου στα χέρια άλλων μαέστρων), και εκεί, συμμετέχω στην παρουσίασή τους όπου πια έχω τον ρόλο του μαέστρου που κατευθύνει την ορχήστρα προσπαθώντας όσο γίνεται να έρθω σε επαφή με εκείνο το περασμένο παρελθόν της εποχής της σύνθεσης. Όταν αυτό επιτυγχάνεται, είναι μαγικό για μένα, και μάλλον φαίνεται και στο κοινό, δεν μπορώ να το κρύψω. Κάθε φορά όμως είναι διαφορετικά, διαφορετικό κοινό, διαφορετική ενέργεια, διαφορετικό έργο…
Το «Τανγκό των Χριστουγέννων» αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο και αυτές τις μέρες ειδικά το «Μια στιγμή για πάντα» ακούγεται πάντα. Πώς ήταν εκείνη η εποχή που γράψατε τη μουσική για την ταινία και πώς νιώθετε για αυτή την αγάπη του κοινού;
Γοητεύτηκα, μαγεύτηκα, ερωτεύτηκα, και μετά την μεγάλη επιτυχία του soundtrack και του τραγουδιού σε στίχους Ελένης Ζιώγα που ερμήνευσε μοναδικά ο Γιώργος Νταλάρας, δούλευα κρυφά και παράλληλα με ό, τι άλλο έγραφα, για πάνω από μια δεκαετία, μια προσωπική γραφή που επιχειρώ μέσα στη φόρμα των Τάνγκος, έξω από τα στεγανά του φολκλόρ, έξω από την μορφή που είχε δώσει ο Piazzola, σε μια πιο σύγχρονη και κινηματογραφική, δική μου γλώσσα. Ομολογώ ότι αυτή η διαδρομή με άλλαξε και ως συνθέτη και ως άνθρωπο. Όποιος είναι δημιουργός και ‘εκτίθεται΄ μέσω του έργου του στο κοινό ξέρει καλά ότι η αποδοχή είναι κάτι που ποτέ δεν γνωρίζεις αν θα έρθει , πότε και πώς, πόσο μάλιστα το ‘γιατί’. Έχω γράψει πολλά έργα όμως τυχαίνει αυτό που με έκανε γνωστό στην Ευρώπη και κυρίως στις Γερμανόφωνες χώρες αλλά και αυτό που με έκανε γνωστό στο Ελληνικό κοινό να είναι 2 ταινίες, μια Γερμανική και μια Ελληνική, το Solino του πολύ σημαντικού Γερμανού σκηνοθέτη Fatih Akin και το Τανγκό του Χριστουγέννων του Νίκου Κουτελιδάκη. Αυτό συμβαίνει φυσικά γιατί οι ταινίες είναι ένας τρόπος να φτάνει η μουσική στο κοινό, που με άλλους τρόπους είναι πιο δύσκολο και φτάνει σε λιγότερο, πιο ειδικό κοινό που ενδιαφέρεται και ψάχνει. Είναι για μένα χαρά να με ανακαλύπτει το κοινό σιγά-σιγά, ακόμη και μετά από σχεδόν 25 χρόνια μουσική πορεία μέσω κάποιων έργων που είναι πιο διάσημα, και κατόπιν, από τις ψηφιακές πλατφόρμες να ανακαλύπτει και όλα τα άλλα έργα μου. Έτσι μπορεί να με γνωρίσει πιο καλά, σε όποιο βαθμό ενδιαφέρει τον καθένα να με γνωρίσει.
Είστε υπερ ή κατά της εύκολης πλέον διάδοσης της μουσικής μέσω ιντερνετ;
Τώρα πια με το διαδίκτυο η μουσική μου έχει ακροατές σε 134 χώρες, από ό,τι με ενημερώνουν αυτές οι πλατφόρμες. Με την παραδοσιακή διανομή των φυσικών CDs, η μουσική μου κυκλοφορούσε σε 8-10 χώρες, και αισθανόμουν και τυχερός. Καμιά φορά ακούω ότι κάποιοι φοβούνται, ότι ο κόσμος νομίζει ότι η μουσική επειδή είναι εύκολο να την βρει είναι και ‘λιγότερης αξίας’. Εγώ δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι αυτοί που βλέπουν τη μουσική μικρής αξίας δεν θα καταλάβαιναν την αξία της έτσι κι αλλιώς. Αυτό που έχει αλλάξει φυσικά είναι η αμοιβή μας που είναι σίγουρα πολύ λιγότερη/ανά φορά εκτέλεσης, αλλά αυτό αν εξαιρέσεις ότι κάνει δύσκολο τον βιοπορισμό του δημιουργού, δεν έχει αντίκτυπο στη ζωή του έργου. Έχει βγάλει εκτός βέβαια τις δισκογραφικές εταιρίες του 60-70-80-90. Σε αυτό όμως φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης οι ίδιες οι εταιρίες. Είναι όμως μια μεγάλη συζήτηση που κανείς δεν κάνει αφενός γιατί δεν θέλει να γίνει δυσάρεστος αφετέρου γιατί είναι πια χυμένο γάλα… και δεν μαζεύεται…
Καταλαβαίνω πως συχνά κινείστε σε διαφορετικά είδη μουσικής, μπλέκοντας τα πολλές φορές, όπως εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν και οι θεματικές σας, όπως ας πούμε το οπτικοακουστικό αφιέρωμα για τα 100 χρόνια μνήμης από την Μικρασιατική Καταστροφή, που παρουσιάσατε στην 86η ΔΕΘ . Σας αρέσει να αναζητάτε γύρω και μέσα σας καινούριους δρόμους;
Η μουσική είναι μία. Η μήτρα και το χωνευτήρι είναι η ανθρώπινη ψυχή. Τα ιδιώματα, τα στυλ είναι σημεία αναφοράς για να μας καθοδηγούν ως πλαίσια τα οποία πρέπει να διευρύνουμε, να ξεπερνούμε. Η μουσική μου συχνά έχει ‘καταγωγή’. Ο κινηματογράφος είναι μια συμβολική τέχνη όπου πρέπει να υπονοηθούν πολλά μέσα σε λίγο χρόνο, να υπογραμμιστούν συναισθήματα που αλλιώς δεν μπορεί να τα αφηγηθεί ο λόγος, η κίνηση, το φως. Και γιαυτό πολλές φορές χρησιμοποιούμε γνωστά στυλ όπως τα Τάνγκος ή τα Βαλς για τα τοποθετήσουμε τη μουσική σε ένα πλαίσιο χρόνου, ατμόσφαιρας, ταυτότητας. Μετά την μεγάλη επιτυχία του soundtrack Solino που έκανα για τον Fatih Akin, όπου η ιστορία ήταν Ιταλών μεταναστών, και έπρεπε να κάνω bel canto και μεσογειακά waltz, μου ζητούνταν να κάνω παραλλαγές αυτής της ‘επιτυχίας’ και έκανα τα soundtracks ‘Ένας Ήρωας στη Ρώμη’ και τη ‘Χειμωνιάτικη Νοσταλγία’ με μεγάλη απήχηση στο μουσικό κοινό. Εκείνη ακριβώς την εποχή όταν πια το είχα εξαντλήσει μέσα μου αυτό το είδος, έρχεται η πρόταση για Τάνγκος. Το 2022 έπρεπε να μιλήσω με τη γλώσσα της Μικράς Ασίας, και το έκανα με ένα τρόπο κινηματογραφικό, σύνθετο αρμονικά όχι ‘τροπικό’ (με τους Ανατολίτικους τρόπους εννοώ για όσους γνωρίζουν). Αυτό μου δίνει την δυνατότητα να φέρω ένα στυλ του χθες στο σήμερα, στην μουσική γλώσσα που μιλούν σε όλο τον κόσμο, σε κάθε χώρα, και που είναι σύμφωνος με τις τεχνικές μου και την εκφραστική μου παλέτα.
Πώς εξηγείται τη στενή και αμφίδρομη σχέση σας με τη Θεσσαλονίκη;
Τα έφερε έτσι η ζωή μου κι έζησα σε αρκετά κράτη και πόλεις. Τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια έχω κάνει ‘πόλη μου’ την Θεσσαλονίκη. Είμαι πια πεπεισμένος ότι είναι σχεδόν αδύνατο για μένα να ζω σε μια τεράστια μεγαλούπολη χωρίς να χάνω την καθαρή σκέψη μου, τα σημεία εστίασης – και εννοώ στην επίπτωση της καθημερινότητας. Ούτε βέβαια σε ένα πολύ μικρό τόπο γιατί εκεί αισθάνομαι να είμαι υπό παρακολούθηση διαρκώς. Η Θεσσαλονίκη έχει την ιδεατή ισορροπία, είναι εξαιρετικά όμορφη, μεγάλη αλλά και μικρή, θνητή αλλά και αιώνια, η πόλη του εσωτερικού μονόλογου που έλεγε ο ποιητής Γιώργος Ιωάννου, κι επειδή όλη η διαδικασία του έργου μου δεν είναι άλλη από ένα εσωτερικό μονόλογο, μάλλον είναι η ουσιαστική πατρίδα μου.
*Δέκα χρόνια μετά την μεγάλη επιτυχία του «Tango των Χριστουγέννων» και έχοντας αφιερώσει το διάστημα αυτό στη δημιουργία μιας προσωπικής μουσικής γλώσσας για ένα «Tango del Mondo», ένα πιο παγκόσμιο από το Αργεντίνικο, που είναι μπολιασμένο με την Ευρωπαϊκή Κουλτούρα, την Συμφωνική, την κινηματογραφική σύγχρονη μουσική γλώσσα, ο Γιάννος Αιόλου καταθέτει ένα έργο ώριμο, μεστό, άμεσο, συγκινησιακά φορτισμένο, με αφετηρία την αρχή όλων: τον Μαγικό Ρεαλισμό. Συνθέτει τα «Tangos του Μαγικού Ρεαλισμού», εμπνευσμένα από το κίνημα του Μαγικού Ρεαλισμού της Λατινικής Αμερικής, που στη λογοτεχνία εκφράστηκε μέσα από το έργο του Χόρχε Λουΐς Μπόρχες, του Μαρκές, της Ιζαμπέλα Αλιέντε, ενώ στη ζωγραφική μέσα από το έργο της Φρίντα Κάλο, αλλά και πολλών άλλων καλλιτεχνών | Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024 | Ώρα: 21.00 | Συντελεστές: QUARTO – The Chamber Orchestra of Sofia, Διευθύνει ο Γιάννος Αιόλου, Πιάνο: Θάνος Μαργέτης, Ακορντεόν: Δημήτρης Αραμπατζής, Χορεύουν Τάνγκο ο Gabriel Marino και η Βάσια Θανοπούλου, Φωτισμοί: Δήμητρα Αλουτζανίδου, Ήχος: Γιάννης Μαυρίδης Cue Studio
Προμηθευτείτε τα εισιτήρια της βραδιάς: https://www.
Περισσότερα για τον Γιάννο Αιόλου στο : https://eolou.com/