Γιώργος Δημητριάδης: O άνθρωπος που δεν του χαρίστηκε τίποτε
Μια εκ βαθέων εξομολόγηση με αφορμή την κυκλοφορία του soundtrack των θερινών μας λυτρωτικών εξορμήσεων.
Στον Γιώργο Δημητριάδη δεν χαρίστηκε τίποτε. Και αυτό είναι καταφανές. Το αντιλαμβάνεσαι, το νιώθεις, το βλέπεις. Απ’ την αδιάκοπη προσπάθεια και τη μουσική πορεία του που φτάνει στα μάτια και τα αυτιά μας επί δεκαετίες. Από τα βήματα εκείνα, που αν ξεκινήσω τώρα να απαριθμώ μάλλον κάποιο θα μου ξεφύγει, μιας και αυτά είναι πάμπολλα και κανένα λιγότερο αξιοσημείωτο από τα άλλα.
Ακόμη, από τις απαντήσεις που ο ίδιος ο καλλιτέχνης έδωσε κατά καιρούς σε συνεντεύξεις για διάφορα θέματα, οι οποίες μας φανέρωσαν έναν άνθρωπο δουλεμένο πνευματικά και πάντα έτοιμο να αντιμετωπίσει τη ζωή κατά πρόσωπο.
Γι’ αυτό και τον λατρεύει το σταθερό κοινό του εδώ και χρόνια. Διότι εκτός από το άστρο και τις (πιο τρυφερές) μελωδίες που κατάφερε να χαρίσει απλόχερα, πάλεψε γι’ αυτά που αξίζει, πάντα προσγειωμένος στη γη και μακριά από δημόσιες σχέσεις.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που πολλοί τον συγκαταλέγουν συχνά σε μια «σπάνια κατηγορία δημιουργών».
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την πρόσφατη κυκλοφορία της νέας του μουσικής δουλειάς, αποτελούν, αισθάνομαι, αρκετά καλούς λόγους ώστε να αποσπάσω και να παραθέσω σήμερα μερικά λόγια του.
Λόγια που ο αγαπημένος τραγουδοποιός μοιράστηκε μαζί μου το δίχως άλλο για την πορεία με μηδέν ροδοπέταλα, τη Θεσσαλονίκη, το νέο ξεχωριστό τραγούδι του «Μου λείπεις τόσο».
Λόγια και σκέψεις του επίσης για τον έρωτα, την πανδημία, του συνωμοσιολόγους, την πανκ, τις μεγάλες επιτυχίες, τις σουρεάλ καταστάσεις που έζησε στο παρελθόν και άλλα πολλά.
«Πήρα το καπελάκι μου και κατέβηκα στην Αθήνα. Έπρεπε να εξασφαλίζω τα προς το ζην»
«Από πολύ νωρίς εργαζόμουν κάνοντας μαθήματα Αγγλικών όταν ακόμα ήμουν φοιτητής έχοντας βέβαια αρχίσει να μπλέκομαι ευχάριστα φυσικά με ροκ μπάντες στη Θεσσαλονίκη. Συνέχισα έτσι κι όταν άφησα την πατρίδα μου, πήρα το καπελάκι μου και κατέβηκα στην Αθήνα. Έπρεπε να εξασφαλίζω τα προς το ζην, νοίκι, φαί, ηλεκτρικό, νερό, τηλέφωνο». Αυτά απαντά για αρχή ο κύριος Δημητριάδης σε ερώτηση για τη δυσκολία της μετάβασης από τη διδασκαλία στη μουσική και συνεχίζει:
«Ξέρετε τώρα, αυτά τα… ’πεζά’ που όμως σε σμιλεύουν και σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα να παλεύεις να ζήσεις πρώτα για να μπορείς μετά να παίζεις τη μουσική που αγαπάς χωρίς να σκοτώνεις αυτό ακριβώς που αγαπάς. Χρειάστηκε δρόμος πολύς και αντίστοιχα πολλή σκέψη για να πάρω την απόφαση να σταματήσω και να αφοσιωθώ αποκλειστικά 24/7 στη μουσική και αυτό ήταν όταν κατάλαβα πως πλέον μπορούσα να βγάζω χρήματα από αυτό που ήθελα να κάνω και να είμαι».
Κουβαλώντας για χρόνια μια πίκρα
Όσο για την απόφαση να αφήσει τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα, δεν δείχνει να έχει μετανιώσει. Ίσα ίσα λέει το εξής αφοπλιστικό:
«Όχι η μετάνοια δεν έχει κανένα νόημα εφόσον δεν επιστρέφεις εκεί που ξεκίνησες. Θα είχε εάν με οδηγούσε στην επιστροφή κάτι που δεν συνέβη».
Και παρότι τονίζει πως «Η πόλη που μεγάλωσα πάντα υπάρχει μέσα μου εξάλλου. Ένα κομμάτι της ιστορίας μου εκεί μέσα στην δική της τοτινή ιστορία βρίσκεται μέσα στην ψυχή μου», παραδέχεται κιόλας:
«Αυτός που ήμουν εκεί, έτσι όπως ήμουν, αυτά που διεκδικούσα, αυτά που έψαχνα, τα προβλήματα με την οικογένειά μου, η έλλειψη μίας συναισθηματικής σχέσης τότε, οι ανούσιες επαφές και οι χωρίς αποτέλεσμα μουσικές απόπειρες και εν τέλει η δική μου περιφερόμενη θολή εικόνα στους δρόμους της, ένα πράγμα ακόμα βουβό και άφατο που ήμουν στο πλαίσιο των δρόμων της, των στεκιών της, όλο αυτό φούσκωσε σαν ασκός που πήγε να με πνίξει, να με τρελλάνει. Έπρεπε να φύγω όπως κι έφυγα κουβαλώντας μέσα μου όμως για χρόνια μία πίκρα. Είχα αφήσει μία πόλη που αγαπούσα τελικά. Τίποτα δεν είναι μαύρο ή άσπρο».
https://www.youtube.com/watch?v=i2PFGXLe3z4
«Είμαι εκεί και δεν είμαι και καμιά φορά αυτό με συνθλίβει»
Από τη Θεσσαλονίκη ο κύριος Δημητριάδης έχει να θυμάται την παραλία, τον Θερμαϊκό, τη βόλτα με το αργό βήμα μέχρι το λιμάνι χαζεύοντας απέναντι τον Όλυμπο είτε νωρίς το πρωί είτε εκεί κοντά στο σούρουπο. Τις γωνίες της στους δρόμους όπου σχεδόν σε κάθε μια γωνία έχει, όπως λέει χαρακτηριστικά, «την εντύπωση πως θα πεταχτεί κάποια γνωστή φυσιογνωμία ή ακόμα κι ο παλιότερος εαυτός» του.
«Είδατε; Αυτό που σας λέω τώρα είναι μάλλον όνειρο γιατί όταν ανεβαίνω επάνω ενώ το παρόν της γύρω μου κοχλάζει νιώθω πως περπατώ μέσα σε μία φούσκα από άλλο χωρόχρονο. Είμαι εκεί και δεν είμαι και καμιά φορά αυτό με συνθλίβει, τόσος χρόνος πίσω μαζεμένος, δύσκολο να τον διαχειριστείς. Ωστόσο η μνήμη ενέχει και πόνο μαζί με αγάπη όμως κι εν τέλει αποδοχή. Συνειδητοποιώ πως δεν ζω το παρόν της αλλά βλέπω συνέχεια παντού το δικό μου παρελθόν. Σε όλα αυτά μέσα είναι και τα πρόσωπα φυσικά γιατί τα πρόσωπα είναι που κάνουν μία πόλη. Οι φίλοι, οι δικοί μας άνθρωποι, οι δικές μας ρίζες με τις κοινές ιστορίες και σε μερικές περιπτώσεις πορείες στη ζωή», συμπληρώνει και πραγματικά συγκινεί.
Το soundtrack των θερινών μας λυτρωτικών εξορμήσεων
Τις γλυκόπικρες αναμνήσεις του παρελθόντος στην πόλη, διαδέχονται τα λεγόμενα για το «Μου λείπεις τόσο». Για το νέο αυτό τραγούδι, που όπως όλα δείχνουν θα αποτελέσει το soundtrack των θερινών μας λυτρωτικών εξορμήσεων, ο κ. Δημητριάδης αναφέρει:
«Πέρυσι στα μέσα του Μαρτίου, περίοδος της πρώτης καραντίνας, η κατάσταση πρωτοφανής, αναπάντεχη με ανάγλυφη στα πρόσωπα όλων μας την απορία πώς στην ευχή άξαφνα η όποια μας καθημερινότητα με τα πάνω της και τα κάτω της, με τα συν και τα πλην της, είχε αναιρεθεί, είχε συρρικνωθεί μέσα σε συγκεκριμένα τετραγωνικά βρίσκοντας μας ανέτοιμους όπως κάθε κρίση και πολλώ δε μάλλον όπως αυτή η υγειονομική που παρόμοιά της γενιές επί γενεών δεν είχαν γνωρίσει και βιώσει από τις αρχές του περασμένου 20ου αιώνα. Ξαφνικά όλοι και όλα απόμακρα. Μέσα σε λίγες ημέρες ζωή δωματίων, χωλ, σαλονιού και λίγης ώρας λεγόμενου προαυλισμού εν είδει περιπάτου μετά σκύλου ή άνευ. Ημέρες και ώρες εγκλεισμού και αναπόφευκτης περισυλλογής έχοντας συνέχεια μπροστά μας έναν καθρέφτη που χωρίς να το θες έπρεπε να βουτήξεις μέσα του να δεις, να βρεις ποια είναι αυτά που στ’ αλήθεια έχεις χάσει, τι απ΄όλα αυτά που θεωρούσες δεδομένα αξίζει πραγματικά. Αλλά για να έβρισκες τις απαντήσεις θα έπρεπε πρώτα να αντέξεις ποιόν άλλον μα τον ίδιο σου τον εαυτό, να κάνεις παρέα μαζί του δίνοντας του επιτέλους την ευκαιρία του περισσότερου χρόνου συμβίωσης μαζί του. Μία δοκιμασία που σου επιβλήθηκε, απόδειξη πως στην ουσία δεν ελέγχεις το σύμπαν παρά μονάχα εσένα τον ίδιο που ωστόσο αυτό κι αν θέλει δουλειά. Αλήθεια, πόσο αξίζει τώρα μία απλή βόλτα με ένα φιλικό πρόσωπο, μία αγκαλιά, ένα φιλί, ένα χαμόγελο πάνω σε ένα πρόσωπο ολόκληρο χωρίς μάσκα! Η ευκαιρία ήταν ο ίδιος μας ο εαυτός που μάς έλειπε τόσο και αναγκαστήκαμε να τον ξαναβρούμε μέσα σε αυτή την πανδημία αλλά χωρίς τον Άλλον είμαστε απλά σκιές γιατί είμαστε κοινωνία, είμαστε οι Άλλοι. Ο λαβύρινθος με τους καθρέφτες έχει έξοδο και η πρώτη πόρτα είναι αυτή που πρέπει να ανοίξουμε μέσα μας πρώτα αφήνοντας πίσω μας αυτά που δεν αξίζουν και παίρνοντας μαζί μας τα βασικά και τα όσα μας καινούργια έξω στη νέα μας ελευθερία, έξω στο φως. Κάθομαι τώρα προσπαθώντας να αποδώσω όσα διαδραματίστηκαν στην ψυχή μου όλο αυτό το διάστημα με αφορμή αυτό το νέο μου single που μέσα σε 4 λεπτά αποπειράται να δώσει κυρίως σε μένα την ελπίδα, την αισιοδοξία γιατί αυτή η ανάγκη με οδήγησε να το γράψω. Στην πορεία συναντήθηκα με έναν άνθρωπο της νέας γενιάς, τον νέο συνθέτη, τραγουδοποιό Κώστα Μπουντούρη που ανέλαβε την μουσική παραγωγή κι ενορχήστρωση, ηχογράφηση και μίξη δίνοντας έτσι το πρόσωπο στο νέο μου τραγούδι με την φρέσκια του ματιά.
Όμως κι αν όλα τώρα μοιάζουνε χαμένα
Αυτά που είχαμε για πάντα δεδομένα
Πόσο αξίζουν ξανά
Για μια καινούργια αρχή, μια καλύτερη ζωή…».
«Ο έρωτας είναι η πιο γλυκιά χίμαιρα με ένα ταμείο βαρύ στη συνέχεια»
Τελικά, είναι δυνατόν ο έρωτας να πάψει να μας ενδιαφέρει καθώς μεγαλώνουμε, είναι η επόμενη ερώτηση που ένιωσα την ανάγκη να θέσω στον κ. Δημητριάδη με αφορμή το νέο του ερωτικό τραγούδι.
«Έτσι φαίνεται, ακούγεται, έτσι είναι από την μία όψη του, όπως και δεν είναι μονάχα μονοδιάστατα ερωτικό», αποκρίνεται.
«Ήταν η ανάγκη μου να ανταμώσω, να βρεθώ, να αντικρίσω,να αγκαλιάσω,να σμίξω. Ο στίχος ‘σε θέλω τόσο’ σίγουρα σημαίνει κυριολεκτικά αυτό που καταλαβαίνουμε, όμως μπορεί και να σημαίνει σε θέλω εδώ δίπλα μου, θέλω βρεθώ εκεί κοντά σου, μου λείπει η φυσική σου παρουσία. Ποτέ και τίποτε δεν είναι αδύνατον με την έννοια πως ο έρωτας μπορεί και οφείλει να αφορά και σε άλλα πράγματα μέσα στη σύντομη μας ζωή. Το τραγούδι μου εκφράζει την ανάγκη που έχω να αγαπώ, να φωτίζομαι μέσα μου μακριά από την μαύρη τρύπα του τυφλού μίσους των ημερών μας που είναι η μήτρα χιλιάδων μικρών φασισμών με ποικίλα χρώματα κι αφετηρίες. Η αγάπη δεν έχει σχέση με το θυμικό. Ο έρωτας είναι η πιο γλυκιά χίμαιρα με ένα ταμείο βαρύ στη συνέχεια, αναπόφευκτο σαν τον θάνατο που επιβεβαιώνει τη ζωή. Ο έρωτας ποτέ δεν ενδιαφέρει, δεν είναι θέμα αστρονομίας που έχει ενδιαφέρον, είναι ένα βίωμα, ένα λαχείο είναι που κληρώνει τυχερούς αριθμούς στη χάση και στη φέξη. Το τραγούδι μου εγώ το νιώθω ως ένα συναισθηματικό ξέσπασμα μπροστά στο μέγεθος της απουσίας των άλλων που για μένα δεν είναι η κόλαση αλλά η πραγματική ανθρώπινη διάσταση μας, η επικοινωνία».
«Να ζούμε το τώρα μας έχοντας όμως την επίγνωση κάποιες στιγμές πως τίποτα ούτε εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε δεδομένοι»
Χωρίς πολυπλοκότητες και καμία πρόθεση να αποτυπώσει «υψηλές» ιδέες, ο τραγουδοποιός μιλά στο νέο του τραγούδι με έμπνευση και σαφήνεια για την αξία όλων όσων θεωρούμε δεδομένα και την αντιλαμβανόμαστε συνήθως όταν ένα γεγονός, τα ανατρέπει και τα μετατρέπει σε ζητούμενα. Άραγε, ο ίδιος έχει θεωρήσει ανά τα χρόνια ανθρώπους ή πράγματα δεδομένα;
«Κοιτάξτε είναι αδύνατον μέσα στην ροή της καθημερινότητας μας να μην περνά η πραγματικότητα με τα τόσα της συμβαίνοντα σαν ένα τοπίο έξω από το παράθυρο ενός τραίνου την ώρα που εμείς διαβάζουμε ένα βιβλίο απορροφημένοι είτε κοιτάμε το αστραπιαία εναλλασσόμενο σκηνικό βυθισμένοι σε δικές σκέψεις. Κάποιες φορές δυστυχώς αυτό μας το θυμίζει ο θάνατος αγαπημένων μας προσώπων. Όμως μιας και μεγαλώνοντας βιώνουμε αναπόφευκτα απώλειες αρχίζουμε και συνειδητοποιούμε κάποια πράγματα. Τώρα έχουμε την πανδημία να μας το θυμίζει.Όλα είναι ανθρώπινα. Από τη μία ωφέλιμο ψυχικά είναι να ζούμε το τώρα μας έχοντας όμως την επίγνωση κάποιες στιγμές πως τίποτα ούτε εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε δεδομένοι. Νομίζω είναι ένας καλό οδηγός για τις πράξεις μας μέσα στην ζωή που μας απομένει», αναφέρει ο τραγουδοποιός.
Περί πανδημίας, στερήσεων και φόβου
«Είναι ένας χρόνος που τώρα δύσκολα περνάει κι είναι στιγμές που ο φόβος μας νικάει», ακούγεται να λέει ο κύριος Δημητριάδης στο νέο του τραγούδι. Οι στίχοι δημιουργούν την απορία εάν ο τελευταίος στερήθηκε αγαπημένα του πρόσωπα εν μέσω πανδημίας και δευτερευόντως εάν τον κυρίευσε ο φόβος.
«Ευτυχώς τα πολύ κοντινά μου πρόσωπα όχι, δεν τα στερήθηκα», αναφέρει. Μολαταύτα σημειώνει «Πεθύμησα φίλους, φίλες, συγγενείς, κουβέντες από κοντά, εξόδους σε αγαπημένα μέρη, πεθύμησα τον κόσμο έξω στους δρόμους, στις πλατείες να ζει όπως ο καθένας την δική του καθημερινότητα με τα καλά της και τα κακά της. Αυτή η ιστορία ελπίζω όμως να μας έκανε λίγο πιο σοφούς σχετικά με το ποια και πόσα αξίζουν πραγματικά μέσα σε αυτό που λέμε κανονικότητα δηλαδή την αυτονόητη ελευθερία της κίνησης μας,την δραστηριότητα μας την κοινωνική. Μείναμε ίσως λίγο παραπάνω από όσο αντέχει ένας άνθρωπος με τον εαυτό μας, ζοριστήκαμε μερικοί,βγήκαν στην επιφάνεια πράγματα δυσάρεστα που τα κάλυπτε η σκόνη των ημερών μας.Ας είναι για καλό όμως.Ο φόβος αν δεν με κυρίευσε από την μία με προστάτευσε όμως από την άλλη μέχρι τώρα».
«Ο κόσμος σε έναν βαθμό είναι φυσιολογικό να επηρεάζεται από τις συνεχείς γνωμοδοτήσεις αδαών τυχοδιωκτών»
Για τις διάφορες συνωμοσιολογίες που ακούστηκαν όλο αυτό το διάστημα, ο μουσικός σχολιάζει:
«Σε αυτήν την άνευ προηγουμένου κατάσταση πολιορκίας από έναν δαιμόνιο, αόρατο εχθρό, αντιμετωπίζοντας ένα πράγμα πρωτόγνωρο κι αδιανόητο κάποιοι άνθρωποι κυρίως εξαιτίας ενός κρυμμένου πανικού κυρίως επιδόθηκαν σε ερμηνείες που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Δυστυχώς αυτόν τον πανικό σπεύδουν να εκμεταλλευτούν επιτήδειες προσωπικότητες ενδεδυμένες έναν ψευτοεπιστημονισμό από την μία και από την άλλη άλλες επενδύσεις με σύμμαχο την πανδημία για πολιτικά οφέλη κάτι που είναι χυδαίο εξ ορισμού. Ο κόσμος σε έναν βαθμό είναι φυσιολογικό να επηρεάζεται από τις συνεχείς γνωμοδοτήσεις αδαών τυχοδιωκτών που επιζητούν αναγνώριση. Είμαστε στον 21ο αιώνα παρέα με μία καλπάζουσα τεχνολογία αλλά και μία καλπάζουσα ανασφάλεια. Δεν θέλω να το πάω παραπέρα ωστόσο θα κλείσω λέγοντας πως αυτό ακριβώς είναι που με προβληματίζει. Αυτή η ανασφάλεια είναι μία πιθανή μήτρα φασισμού, ολοκληρωτισμού που πάντα έδινε εύκολες ερμηνείες σε πολύπλοκα ζητήματα. Αυτός ο κόσμος δυστυχώς μπορεί να γίνει το θύμα επίδοξων σωτήρων και μετά με τη σειρά του κι αυτό να γίνει θύτης».
Το «Κάνε Κάτι» και η ιστορία του
Και από την πανδημία η κουβέντα οδεύει με μία μίνι ερώτηση στο «Κάνε Κάτι». Το κομμάτι που άγγιξε πολλές ψυχές και που ακούσαμε και μέσα από την ταινία «Πέντε Λεπτά Ακόμα» έχει και αυτό την ιστορία του. Και σίγουρα αξίζει να ειπωθεί:
«Είχα γράψει την μουσική, την βασική ιδέα ωστόσο είχα κολλήσει με τον στίχο, δεν μπορούσα να γράψω κάτι λες κι αυτό το κάτι είχε κλειδωθεί πίσω από τη βαριά πόρτα θησαυροφυλακίου. Η μελωδία μου άρεσε πολύ και όταν είδα και απόειδα πρότεινα στον καλό μου φίλο κι ενίοτε στιχουργικό συνεργάτη Σταμάτη Πανταζόπουλο να κάτσει να γράψει κάτι. Είχαμε κάνει και διάφορες κουβέντες για τις ζωές μας πρώτα και ίσως να του είπα ‘Κάνε Κάτι’ βρε Σταμάτη κι εκεί ξεκλείδωσε η ιδέα. Όχι από ό,τι θυμάμαι δεν είχε γραφτεί για την ταινία αλλά όταν το άκουσαν τους άρεσε πολύ και το συμπεριέλαβαν στο soundtrack της», είναι τα λόγια του κ. Δημητριάδη για το συγκεκριμένο άσμα.
Punk attack
Όταν ο Γιώργος Δημητριάδης ξεκίνησε να συμμετέχει σε μπάντες στη Θεσσαλονίκη, ζούσαν την πανκ σαν μουσική πραγματικότητα, μου λέει και με εκπλήσσει για ακόμα μία φορά ευχάριστα.
«Αυτό ακούγαμε, αυτό μας άρεσε, αυτό μας πρίζωνε. Ήμασταν 20ρηδες που αυτή τη νέα τάση στη ροκ την νιώθαμε δική μας, που ήταν δηλαδή».
Μια πορεία μακριά απ’ το «κλουβί» των μεγάλων επιτυχιών
Σε ερώτηση για τα τραγούδια «Σαν να μην πέρασε μια μέρα» και «Όσα μου χεις χαρίσει», που βεβαίως του έχει γίνει άπειρες φορές, ο ταλαντούχος Γιώργος Δημητριάδης σήμερα λέει τα εξής:
«Αισθάνομαι χαρούμενος και ευτυχισμένος που έγραψα τέτοια τραγούδια. Είναι δύο υπέροχα κομμάτια. Όμως δεν ήθελα να επαναλαμβάνομαι. Δεν κλείστηκα εκεί. Οι μεγάλες επιτυχίες είναι και παγίδες μαζί».
Την επιτυχία, δε, των εν λόγω τραγουδιών φαίνεται να την αντιμετωπίζει ως απρόσμενη και συνάμα ευχάριστη έκπληξη, με βάση όσα λέει.
«Δεν το περιμέναμε πως θα έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις. Ούτε γνώριζα πως τελικά κάποια από αυτά θα έμπαιναν στην κατηγορία των κλασσικών τραγουδιών του ελληνικού τραγουδιού. Τώρα βέβαια αισθάνομαι και μία δικαίωση. Προσωπική υπόθεση αυτό», προσθέτει.
Σουρεάλ σκηνικά προ δεκαετιών
Καθώς ο συνεντευξιαζόμενος απορρίπτει το σενάριο περί συνεργασίας του στο παρελθόν με τη Μαίρη Λίντα, αποκαλύπτει ταυτόχρονα και ένα στ’ αλήθεια σουρεάλ σκηνικό:
«Δεν συνεργάστηκα με την σπουδαία τραγουδίστρια και σπουδαία κυρία. Απλώς έτυχε για λόγους βιοπορισμού να έχουμε πάει με τα παιδιά από την μπάντα σε ένα λαϊκό μαγαζί με μένα να παίζω κόνγκας και να τραγουδάω ροκ πριν βγουν τα μεγάλα ονόματα της εποχής στην πίστα. Σουρεάλ σκηνικά».
Ξεχωριστές στιγμές με εξίσου σπουδαίες προσωπικότητες
Σε επίπεδο στιχουργικό ο κ. Δημητριάδης ξεχωρίζει τη συνεργασία του με τον Κώστα Λειβαδά πριν πολλά χρόνια. Στο παρελθόν δισκογραφικά πάντα έχει συνεργαστεί με τον Μανώλη Φάμελλο, τον Στάθη Δρογώση.
«Τον περασμένο Μάρτιο έλαβα πρόσκληση από τον Νίκο Πορτοκάλογλου για το Μουσικό Κουτί που ήταν μία πολύ ξεχωριστή στιγμή σε μία όντως πολύ καλή μουσική αμιγώς εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης», αναφέρει, καθώς και ότι: «Πριν ξεκινήσω την δισκογραφία μου τέλη δεκαετίας ’80 είχα την τύχη να βρεθώ στο πλευρό του Διονύση Σαββόπουλου και μετά από δύο χρόνια ενώ πάλευα να βρω μιαν άκρη με κάποια δισκογραφική εταιρία εκεί το 1991 βρέθηκα τραγουδιστής των Απροσάρμοστων αφού είχε πεθάνει ο Παύλος Σιδηρόπουλος έναν χρόνο πριν».
Σινεφίλ
Φυσικά, η αγάπη του δημιουργού (και) για τον κινηματογράφο είναι γνωστή. Σε σχετική ερώτηση αποκαλύπτει πως τελευταία παρακολούθησε τη γερμανική ταινία “Don’t Look Away”, αλλά και τις σειρές “Serpent”, ”The Outsider”, “Caliphate”.
«Άλλες φορές ήρεμος κι άλλες πάλι έξαλλος»
«Διαβάζοντας, βλέποντας, περπατώντας, παίζοντας, διαρκώς σκεπτόμενος, άλλες φορές ήρεμος κι άλλες πάλι έξαλλος, άλλες φορές στη μέση, κάποιες ημέρες λιακάδα, κάποιες μέρες συννεφιές, κάποιες άλλες πάλι στη μέση, κάποιες ώρες γράφοντας , μιλώντας και κάποιες σιωπώντας για μέρες». Έτσι μαθαίνω πως περνά το χρόνο του ο κ. Δημητριάδης.
Νέο project εν εξελίξει
Για τους φαν, σημειώνεται πως ο Γιώργος Δημητριάδης έχει ήδη αρχίσει να συζητά το νέο project του, αλλά προσώρας δεν μπορεί να γίνει κάτι παραπάνω γνωστό.
Εμείς αναμένουμε με χαρά οποιοδήποτε μουσικό του νέο και με ανυπομονησία εμφανίσεις του εν μέσω θέρους!
*To νέο τραγούδι του Γ. Δημητριάδη με τίτλο “Μου λείπεις τόσο” συνοδεύεται από ένα πρωτοποριακό music video που έχει σκηνοθετήσει ο Νίκος Γώγος της Ngvisuals.gr και έχει επενδυθεί με animated lyrics από τον Αντώνη Κατσικάρη του Stoodio.gr. Κυκλοφορεί ψηφιακά από το Ogdoo Music Group και είναι διαθέσιμο σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.