Ο Γιώργος Δούσος μας ταξιδεύει με τον δίσκο του Serres

Ένας δίσκος βασισμένος στο φλάουτο ικανός να σε ταξιδέψει σε αναμνήσεις και μέρη που -ίσως- έχεις ξεχάσει.

Εύα Καβάζη
ο-γιώργος-δούσος-μας-ταξιδεύει-με-τον-δ-730693
Εύα Καβάζη
Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιώργος Ελιανός

35 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα νοσταλγίας θα μπορούσε να είναι ο εναλλακτικός τίτλος του προσωπικού δίσκου του Γιώργου Δούσου. Ένας δίσκος βασισμένος στο φλάουτο ικανός να σε ταξιδέψει σε αναμνήσεις και μέρη που -ίσως- έχεις ξεχάσει. Δέκα συνθέσεις στήνουν τις «Serres», το πρώτο προσωπικό του album γεμάτο ιστορίες που μας έχουν διαμορφώσει.

Όπως εξηγεί ο καλλιτέχνης ο δίσκος αποτελεί μία αφήγηση, μία ιστορία, με την επιλογή του φλάουτου ως βασικό μουσικό όργανο να κρίνεται αναγκαία λόγω της τρομερής γοητείας και τις μεγάλες εκφραστικές ικανότητες που παρέχει ο ήχος του. Η Parallaxi μίλησε με τον Γιώργο Δούσο για τον δίσκο του «Serres» βασισμένο σε φλάουτο, την έμπνευση και τα επόμενα καλλιτεχνικά βήματα.

Πώς σας ήρθε η ιδέα για τον δίσκο σας;

Ήθελα καιρό να δουλέψω ένα σόλο πρότζεκτ αλλά δεν ήμουν σίγουρος για την κατεύθυνση. Τελικά το άλμπουμ αυτό προέκυψε πολύ φυσικά. Το 2019, για τις ανάγκες της παράστασης “Silence speaks” των Hippo με τον αυστραλό χορογράφο Tony Yap, είχα δουλέψει με ένα loop station για την μουσική, και τότε συνειδητοποίησα ότι μπορούν να δημιουργηθούν ολοκληρωμένα κομμάτια μόνο με το φλάουτο. Στην συνέχεια άρχισα να πειραματίζομαι στο σπίτι, πιο πολύ για εξάσκηση με το loop station, όταν σε κάποια φάση είδα ότι έχω στα χέρια μου αρκετό υλικό που μπορεί να γίνει ένα άλμπουμ. Δεν κάθισα να το σκεφτώ πολύ. Με βοήθησαν φίλοι με τον εξοπλισμό, πήγα στο χωριό, και μετά από δύο εβδομάδες, το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου ήταν έτοιμο. Οι καθοριστικές πινελιές βέβαια ήταν του Θάνου Καζαντζή στην μίξη και του Χρήστου Μέγα στο mastering που έκαναν καταπληκτική δουλειά και τους ευχαριστώ πολύ.

Ποιο κομμάτι από τα δέκα ξεχωρίζετε μέσα στον δίσκο;

Θα πω δύο. Το πρώτο και το τελευταίο του δίσκου. Το “Serres” ήταν το πρώτο που ολοκλήρωσα και με βοήθησε πολύ να καταλάβω την κατεύθυνση αλλά και τα εργαλεία που είχα στην διάθεση μου για να δημιουργηθεί αυτό το άλμπουμ. Το “Hionohori” έχει κάτι ιδιαίτερο που μου αρέσει όταν το ακούω. Του έδωσα το όνομα του χωριού μου, στο οποίο είχα πάει για να ηχογραφήσω το άλμπουμ και έχει για μένα ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου.

Τι θέλατε να μεταφέρετε στον ακροατή μέσω του δίσκου “Serres”; Ποιες τεχνικές χρησιμοποιήθηκαν;

Προσπάθησα να δημιουργήσω μια αφήγηση, να πω μια ιστορία κατά κάποιον τρόπο. Οπότε θα ήθελα πολύ αυτός που θα το ακούσει να νιώσει κάτι παρόμοιο. Ο ήχος του φλάουτου επίσης έχει μια τρομερή γοητεία και μεγάλες εκφραστικές δυνατότητες. Βέβαια όταν παίζει στην πολύ ψηλή περιοχή, μπορεί να σε τρελάνει. Κυρίαρχο ρόλο στην ενορχήστρωση έπαιξαν οι λούπες, οι επαναλήψεις δηλαδή μικρών μελωδικών ή ρυθμικών μοτίβων που δημιουργούσαν μια βάση ηχητική και αρμονική, πάνω στην οποία αναπτύσσονταν αυτοσχεδιαστικές μελωδίες. Επίσης χρησιμοποίησα κάποιες σύγχρονες τεχνικές του οργάνου, που εξερευνήθηκαν κυρίως τον 20ο αιώνα στην σύγχρονη μουσική, για να δημιουργήσω κρουστούς και άλλους ήχους που χρειαζόμουνα για να έχει ολοκληρωμένη ενορχήστρωση το κάθε κομμάτι. Είχα βέβαια μεγάλη αγωνία όσο καιρό δούλευα γιατί δεν ήξερα αν αυτό που άκουγα, μπορεί να αφορά και να γοητεύσει κάποιον άλλο.

Πέραν του τόπου γεννήσεως σας, τι ιδιαίτερο έχουν οι Σέρρες για εσάς;

Καλό φαγητό σίγουρα! Πρόσφατα ήρθα σε επαφή με τα βιβλία του Sebald και εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο που χρησιμοποιεί την μνήμη. Ένιωσα ότι η μνήμη είναι ένα εργαλείο που μας βοηθάει να κατανοήσουμε το παρόν και τον κόσμο. Έτσι προσπάθησα και εγώ να ξαναπροσεγγίσω την πόλη που μεγάλωσα. Τα ονόματα από διάφορες περιοχές στην πόλη δημιουργούσαν μια ολόκληρη μυθολογία μέσα στο παιδικό μου μυαλό και προσπάθησα να ξαναβρώ αυτές τις συνδέσεις και να κατανοήσω την επίδραση τους.

Πώς αποφασίσατε να βασιστείτε εξ ολοκλήρου στο φλάουτο;

Δεν το σκέφτηκα από την αρχή αλλά θα έλεγε ότι προέκυψε. Βασανίστηκα αρκετά στην ιδέα να συμμετέχουν και άλλοι μουσικοί ή να χρησιμοποιήσω άλλα όργανα αλλά τελικά υπερίσχυσε η αγάπη μου για το φλάουτο και επίσης, λόγω της καραντίνας δεν μπορούσα να βρεθώ εύκολα με άλλους για τις απαραίτητες πρόβες. Με το φλάουτο ήταν και ένα απωθημένο μου, γιατί στις περισσότερες μπάντες που συμμετείχα ανά τα χρόνια, όταν πρότεινα το φλάουτο στις ενορχηστρώσεις, μου το σνόμπαραν κάπως και ήθελα να κάνω έναν δίσκο κόντρα σε όλον αυτό τον σνομπισμό. Αφού ολοκληρώθηκε σκέφτηκα ότι είναι και ένας φόρος τιμής, γιατί έχω αφιερώσει πολλές ώρες μελετώντας φλάουτο, και όλος αυτός ο χρόνος έχει σχηματίσει έναν τόπο στον οποίο έχω κατοικήσει, έχω ζήσει και έχω νιώσει πολλά και έντονα συναισθήματα. Ο δίσκος είναι αφιερωμένος στον δάσκαλο μου τον Νικολό Δημόπουλο που του χρωστάω πάρα πολλά, αλλά και στους γονείς μου που ότι παράλογο τους ζητούσα, σε σχέση με την μουσική βέβαια, μου κάναν πάντα το χατίρι. Επίσης θέλω να αναφέρω ότι τελικά υπάρχει μια συνεργασία στο άλμπουμ. Όταν πήγα να γράψω μπάσο φλάουτο στο στούντιο Fly στην Αθήνα με τον Φώτη Παπαθεωδόρου και τον Δημήτρη Κλωνή, στο τέλος ενός κομματιού που ένιωθα ότι κάτι έλειπε, πρότεινε ο Δημήτρης να “παίξει” body percussion, να βάλει κρουστούς ήχους δηλαδή χρησιμοποιώντας το σώμα του. Η ιδέα ήταν καταπληκτική και η εκτέλεση ακόμα περισσότερο!

Πώς νιώθετε μετά την κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού σας δίσκου, τι να περιμένουμε στο μέλλον;

Νιώθω καταπληκτικά! Μου άρεσε πάρα πολύ η διαδικασία και το αποτέλεσμα, και μου άνοιξε την όρεξη να συνεχίσω. Στο παρελθόν με τους Δάρνακες είχαμε βγάλει τρία άλμπουμ. Αλλά εκεί η δουλειά ήταν διαφορετική. Είμασταν ομάδα, συζητούσαμε πολύ και το αποτέλεσμα κουβαλούσε όλη αυτήν την διαδικασία και την ποικιλία απόψεων. Τώρα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Το οποίο βέβαια είχε και τα καλά του αλλά και τα κακά του. Από την μια μπορούσα να κάνω ότι ήθελα, από την άλλη όταν υπήρχαν διλήμματα ή δυσκολίες, έπρεπε μόνος μου να βγάλω την άκρη, και μερικές φορές αυτό ήταν επίπονο. Το καινούριο πρότζεκτ που ετοιμάζω όμως, θα είναι με συνεργασίες. Άλλωστε είναι πιο όμορφο να δουλεύεις με άλλους.

Λίγα λόγια για τον Γιώργο Δούσο

Ο Γιώργος Δούσος είναι συνθέτης και πολυοργανίστας. Σπούδασε κλασικό φλάουτο στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με καθηγητή τον Ν. Δημόπουλο και για ένα χρόνο στο Conservatorium Van Amsterdam με καθηγήτρια την Abbie De Quant, παραδοσιακό κλαρίνο στις Σέρρες με τον Σ. Βασδέκη και στο Ωδείο Αθηνών με τον Α. Αρκαδόπουλο, μουσικολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, και σύνθεση με τον Κ. Σελαμσή. Ως μουσικός έχει συνεργαστεί με την Μ. Κάνα, την Μ. Ασλανίδου, τον Μ. Χατζηγιάννη και με το Εθνικό θέατρο στις παραστάσεις Οπερέτα, Πλούτος, Ικέτιδες. Είναι ιδρυτικό μέλος στα σχήματα Δάρνακες, Rom Royale, Federación tres και Messier 51. Ως συνθέτης έχει γράψει μουσική για παραστάσεις στο Εθνικό θέατρο, στο Κρατικό θέατρο και σε ανεξάρτητες παραγωγές και έχει κυκλοφορήσει δύο προσωπικά άλμπουμ. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα