Μουσική

Γιώργος Ζαμπέτας… Και η βροχή έπεφτε στρέιτ θρου

Ενώ γεννήθηκε στο Μεταξουργείο με καταγωγή από την Κύθνο, έγραψε και το πιο διάσημο τραγούδι για τον Λευκό τον Πύργο - Η ζωή και τα μεγάλα τραγούδια του

Parallaxi
γιώργος-ζαμπέτας-και-η-βροχή-έπεφτε-σ-1131300
Parallaxi

Ο Γιώργος Ζαμπέτας πέθανε 32 χρόνια πριν, στις 10 Μαρτίου του 1992, αλλά η μουσική και το έργο του, δεν θα πεθάνουν ποτέ. Βάφτισε “Σίτι” το Αιγάλεω και στιγμάτισε με το μπουζούκι του το νεότερο ελληνικό, λαϊκό τραγούδι. Αν υπάρχουν Έλληνες καλλιτέχνες για τους οποίους μπορείς να πει κανείς “τέτοιοι συνθέτες και ερμηνευτές δεν βγαίνουν πια”, ναι, ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι ανάμεσα τους.

Πηγαίος, χιουμορίστας, αυθόρμητος, λαϊκός και πάνω απ’ όλα εργάτης. Ατελείωτες πρόβες και ώρες παιξίματος μέχρι να υιοθετήσει το δικό του στυλ και να το αφήσει στην ιστορία, παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ακόμα και ο Μάνος Χατζιδάκις ζήτησε τη συνδρομή του για την ολοκλήρωση των έργων του. “Ωραίος ο Μανόλης, την καταλάβαινε τη φάρα μας. Και δεν πέρασε δίσκος ή τραγούδι που να μη βάλει τ’ όνομά μου. Σολίστ Γιώργος Ζαμπέτας”, έλεγε ο ίδιος.

Με νησιώτικη καταγωγή –από την Κύθνο– γεννήθηκε στο Μεταξουργείο στις 25 Ιανουαρίου του 1925. Και εδώ προκύπτει το πρώτο αξιοσημείωτο. Ο πατέρας του, ήταν ο Μιχάλης Ζαμπέτας, κουρέας και μητέρα του η Μαρίκα Μωραΐτη, ανιψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής. Από τα μικρά του, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη μουσική, αφού παράλληλα με την απασχόλησή του στο κουρείο του πατέρα του ως βοηθός, «σκάρωνε» κρυφά στο μπουζούκι τις πρώτες του μελωδίες. Οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, συνάρπαζε τον νεαρό Γιώργο Ζαμπέτα και τον βοηθούσε στις συνθέσεις του, σύμφωνα με όσα ο ίδιος αναφέρει στην αυτοβιογραφία του. Μάλιστα το 1932, σε ηλικία μόλις 7 ετών κερδίζει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της Α’ δημοτικού, παίζοντας το πρώτο του τραγούδι σε σχολικό διαγωνισμό.

Παρά τις αντιδράσεις ο μικρός Γιώργος συνέχισε με απόλυτη προσήλωση να υπηρετεί τη μεγάλη του αγάπη, ενώ η γνωριμία του το 1938 με το Βασίλη Τσιτσάνη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα διαδρομή του.

Το 1940 η οικογένεια Ζαμπέτα μετακόμισε στο Αιγάλεω (Ιερά Οδό 309 και Σαλαμίνος 1) και από τη στιγμή εκείνη ο Ζαμπέτας απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, της οποίας εμπνεύστηκε και χάρισε το προσωνύμιο «Σίτι», κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Βρετανία.

Στα 1942 και κάτω από συνθήκες ανέχειας λόγω της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα, με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια.

Ο Γιώργος Ζαμπέτας υπηρετεί τη θητεία του, στην αεροπορία. Και εκείνη την περίοδο, γνωρίζει την Αργυρώ ή Ρούλα όπως ήταν το χαϊδευτικό της. Η Αργυρώ ήταν φίλη με τις αδερφές του Ζαμπέτα καθώς μένανε στην ίδια γειτονιά. Ο Ζαμπέτας φλέρταρε την μικρή Αργυρώ έντονα, αλλά υπήρχαν δυο προβλήματα: Πρώτον, η μητέρα της δεν ήθελε η κόρη της να έχει επαφές με ανθρώπους της νύχτας. Δεύτερον, η Αργυρώ ήταν μόλις 15 χρονών. Και ένα βράδυ που εκείνη και ο Ζαμπέτας είχαν πάει σε ένα κουτούκι, συνέβη το μοιραίο. Μόλις το έμαθε η μητέρα, άστραψε και βρόντηξε. Και κατήγγειλε τον Ζαμπέτα, που πέρασε Αεροδικείο και «έφαγε» 4 μήνες πειθαρχικό. Φυσικά η συνέχεια υπήρξε η αναμενόμενη: Το ζευγάρι παντρεύτηκε και έμειναν μαζί ως το τέλος. Μάλιστα εκείνος δεν είχε πρόβλημα να λέει ότι κουμάντο στα οικονομικά, έκανε η Ρούλα. Και μάλλον σώθηκαν, γιατί ο Ζαμπέτας ήταν large στο θέμα χρημάτων.

Οι λαμπρές συνεργασίες, τα κέντρα διασκέδασης και το η μεγάλη οθόνη

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 ο Ζαμπέτας γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές, όπως οι Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα…»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α. Έκδηλο ήταν από τότε το ταλέντο και το εκπληκτικό του παίξιμο, ωστόσο ακόμη δεν είχε κατασταλάξει στο πασίγνωστο ιδιαίτερο στυλ, που τον καθιέρωσε σαν έναν μοναδικό «σόουμαν» στο χώρο.

Οι συνεργασίες τους είναι με μεγάλους μουσικούς, Μπάτη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστο, Τσιτσάνη κ.ά. Το ’52 ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι «Σαν σήμερα, σαν σήμερα» με τον Τσαουσάκη, αλλά «χαλασμός κόσμου» γίνεται το ’54 με το «Αφήνω γεια», σε στίχους Βίρβου και ερμηνευτή τον Καζαντζίδη. Ακολουθούν πολλά τραγούδια.

Η επιτυχία του κορυφώνεται τη δεκαετία ’60-’70. Ξεχωριστό κεφάλαιο στην καριέρα του υπήρξε η συνεργασία του ως σολίστ με τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Πλέσσα, Μαμαγκάκη, Κουγιουμτζή, Μαρκόπουλο κ.ά.

Παράλληλα εκείνη την εποχή τα τραγούδια του γνωρίζουν τεράστια επιτυχία καθώς πραγματοποιεί εμφανίσεις στα σπουδαιότερα λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό (Ευρώπη και Αμερική) συμμετέχοντας σε περισσότερες από 100 ταινίες του ακμάζοντα εκείνο τον καιρό Ελληνικού Κινηματογράφου.

Δημιουργίες του όπως «Τα δειλινά», «Τα ξημερώματα», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ» κ.ά. παρέμειναν αξεπέραστες και τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος.

Όταν ο Ζαμπέτας πήγε στις Κάννες

Μάιος 1960. Η Ελλάδα εκπροσωπείται στο Φεστιβάλ με το Ποτέ την Κυριακή. Και ο Σπύρος Μερκούρης σκέφτεται το προφανές: Πώς είναι δυνατόν μια ταινία που «μυρίζει» Ελλάδα να μην έχει ένα ανάλογο γλέντι. Τελευταία στιγμή –αυτό και αν είναι ελληνικό φαινόμενο– διοργανώνεται ελληνικό γλέντι με αρχηγό τον κορυφαίο. «Της πουτάνας έγινε! Δεν ματαλέγεται αυτό το γλέντι! Μ’ έχει πιάσει το πατριωτικό μου κάργα και λέω τώρα μπαγάσηδες θα σας πάρουμε τους κοντυλοφόρους κι αύριο θα γίνει της τρελής!

»Σ’ αυτά τα γαλλικά τα μαγαζιά, κοινώς να πούμε τις σάλες, το γλέντι δεν κρατάει παραπάνω από τις εντεκάμισι, δώδεκα, βία δωδεκάμισι πρέπει να ‘χουνε σφουγγαρίσει κιόλας. Στη δεξίωση τη δικιά μας είχε πάει ώρα εφτάμισι το πρωί, είχε βγει ο ήλιος και δεν είχε φύγει ούτε ένας. Και να ληφθεί υπόψη ότι από τις δωδεκάμισι έπαιζα μόνος μου, τελείως μόνος. Εν τέλει, να μην τα πολυλογώ, παίξε τραγούδα, παίξε τραγούδα, ο Τζούλι από κάτω, η Μελίνα γονατιστή, ο αδελφός της ο Σπύρος, βέβαια ο Πίπης… ο Μανώλης (σ.σ. Χατζιδάκις) είχε παρκάρει σε μία καρέκλα και σπαστά και πού έπινε κι ένα χάπι. Όπου να πούμε, κατά τις 7:30 η ώρα το πρωί απόκανα δεν μπορούσα, δεν άντεξα. Λέω, παιδιά τελειώσαμε!».

Τα παραπάνω τα έγραψε ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του.

Που σαι Θανάση…Μάλιστα κύριε

Το 1973 ηχογραφείται το τραγούδι «Μάλιστα Κύριε», σε στίχους του Αλέκου Καγιάντα, που τους είχε γράψει όσο βρισκόταν στη Γερμανία, από όπου και τους είχε στείλει στον Ζαμπέτα.

Αυτός ήταν και ο λόγος που πρόσεξε ο Ζαμπέτας τον συγκεκριμένο φάκελο: «Βάστα, ρε, να πούμε. Ποιος ξέρει ποια τύχη και ποια μοίρα τον έριξε στο Μόναχο;».

Τη φράση «Μάλιστα, κύριε» την προσέθεσε ο Ζαμπέτας, επειδή το τραγούδι χωρίς αυτήν του φαινόταν λειψό. Αποφάσισε, μάλιστα, να το πει ο ίδιος. Άλλωστε, το συγκεκριμένο τραγούδι υπήρξε πολύ προσωπικό γι’ αυτόν, μοιάζει να το απηύθυνε, ουσιαστικά, στον ίδιο του τον εαυτό.

Κάπως έτσι προέκυψε και το «Πού ‘σαι, Θανάση», πάλι πίσω στο 1972. Το είχε γράψει κατά την απουσία του Ζαμπέτα στην Αμερική, επειδή του έλειπε. Για χάρη της ρίμας, όμως, δεν έβαλε το όνομα «Γιώργος».

Ο Ζαμπέτας, μόλις έμαθε ότι ο αγαπημένος του φίλος και συνεργάτης είχε σβήσει, γύρισε άρον-άρον.

Η μητέρα του Βασιλειάδη του έδωσε έναν φάκελο που είχε μέσα τους στίχους. Ο ένας υπήρξε το γούρι του άλλου, έτσι έλεγαν μεταξύ τους – «Ήθελα να σ’ αντάμωνα/η γρουσουζιά να σπάσει». Την ίδια κιόλας μέρα, ο Ζαμπέτας συνέθεσε τη μουσική και η κόρη του θυμάται ότι, στο τέλος, «το μπουζούκι γυάλιζε, υγραμένο από τα δάκρυα που είχαν στάξει στην ξύλινή του επιφάνεια».

«Κύριε Ζαμπέτα, τον αράπη»

Υπάρχουν δυο πτυχές του Γιώργου Ζαμπέτα. Η μία του σπουδαίου λαϊκού συνθέτη, που έγραψε σπουδαία τραγούδια. Που καθιέρωσε μεγάλους ερμηνευτές όπως ο Δημήτρης Μητροπάνος –που τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του– η Βίκυ Μοσχολιού αλλά και η άτυχη Μανταλένα. Η τραγουδίστρια που ανακάλυψε ο ίδιος και που χώρισαν οι δρόμοι τους, το 1974, ύστερα από ένα καυγά. Οι ατυχίες στην προσωπική της ζωή και τα προβλήματα υγείας που προέκυψαν στην πορεία, της στέρησαν τη μεγάλη καριέρα που ο Ζαμπέτας πίστευε ότι άξιζε να κάνει («έφυγε» ξαφνικά στα 41 της).

«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που εάν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!», είχε δηλώσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον συνθέτη.

Και αυτή ήταν η άλλη πλευρά του Ζαμπέτα. Ο έξω καρδιά, ο άνθρωπος που είχε περάσει από 100 περίπου ταινίες, που κάνει τραγούδια που τα λες και σατυρικά. Δίπλα στα «1000 περιστέρια», ο «Αράπης».

Οι παραστάσεις σάτιρας και το τέλος της διαδρομής

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, όταν τα ήθη αρχίζουν να αλλάζουν, ο Ζαμπέτας κάνει στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σόου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κ.λ.π. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.

Δεκαετία του ’80 αρχίζει η παρακμή του είδους αυτού, με τον Γιώργο Ζαμπέτα να αντιμετωπίζει προβλήματα στις συνεργασίες του αφού η εποχή δεν αναγνωρίζει πια τις αξίες του παρελθόντος. Δυστυχώς, ο ίδιος δεν βρίσκεται μόνο στη δύση της καριέρας, αλλά και της ζωής του.

Τα προβλήματα με την υγεία του εμφανή και τον δυσκολεύουν καλλιτεχνικά.  Σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του Κατερίνας σε συνέντευξή της το 2017, λίγοι μόνο του συμπαραστέκονται. Ανάμεσα τους ο Μητσιάς, ο Ξενοφών Φιλέρης, η Μάρθα Βούρτση.

Στις αρχές του 1992,  μπήκε στο νοσοκομείο με τη διάγνωση του καρκίνου στα οστά σε προχωρημένη κατάσταση. Αφησε την τελευταία του πνοή από καρκίνο, στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992. Ήταν 67 ετών. Ο Δήμος Αιγάλεω τίμησε δις εν ζωή το μεγάλο συνθέτη σε εκδηλώσεις που διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1988 και το Σεπτέμβριο του 1990, ενώ και μια πλατεία της πόλης πλησίον του σπιτιού του φέρει το όνομά του.

Για τέλος, το πιο διάσημο τραγούδι για τον Λευκό Πύργο, το χρωστάμε στον Γιώργο Ζαμπέτα και στον Ξενοφώντα Φιλέρη που έγραψε τους στίχους!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα