Μουσική

Γκιντίκι σημαίνει απόλυτη ελευθερία, μουσική, χορός και ευτυχία

Η μπάντα που σπάει τα καθιερωμένα στα live και προκαλεί χαμό, μιλά στην Parallaxi

Χάρης Δημαράς
γκιντίκι-σημαίνει-απόλυτη-ελευθερία-1214149
Χάρης Δημαράς

Η συναυλία με τους Γκιντίκι είναι ένα βίωμα, στο οποίο η ίδια η μπάντα σε καλεί να συμμετάσχεις, μακριά από τα καθιερωμένα, χωρίς συμβάσεις, αγκαλιάζοντας και χορεύοντας με φίλους και αγνώστους, συμμετέχοντας σε μια διονυσιακή μέθεξη, εξυψώνοντάς σε, σε άλλα επίπεδα επικοινωνίας, αίσθησης και νόησης.

Πάνω απ΄όλα την αισθάνεσαι ως μια συνάντηση ψυχών που έχουν ανάγκη να ταξιδέψουν μουσικά στο παρελθόν, ίσως και στο μέλλον, να φτιάξουν κάτι μαζί, έστω για μερικά λεπτά, να μπουν σε μια κατάσταση ελευθερίας και συλλογικότητας.

«Το πιο σημαντικό για μας είναι να νιώσει ο κόσμος την ελευθερία του ‘θα χορέψω όπως θέλω, θα ντυθώ όπως θέλω, θα δηλώνω ό,τι φύλο θέλω. Δεν χωρά σε δικό μας live η ύπαρξη ατσαλάκωτων και ανελεύθερων ανθρώπων. Κι εμείς οι ίδιοι επιζητούμε την απόλυτη ελευθερία, ξέρουμε ότι μπορεί να παίζουμε λάθος, αλλά το γουστάρουμε». 

Ο Κωσταντής Παπακωνσταντίνου, μέλος του συγκροτήματος που ειδικά μετά τον καιρό της πανδημίας προκαλεί χαμό σε συναυλίες και live, αποτυπώνει με τον πιο άμεσο τρόπο αυτό που ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας αισθάνονται.

Μπάντα είπαμε; Ναι. Οι Γκιντίκι πια είναι μία μπάντα ιδιαίτερα δημοφιλής, όμως ξεκίνησε και παραμένει ως μία παρέα και παραμένει ως τέτοια. Κι αυτό δεν το λέμε τυπικά. Αρκεί να τους παρακολουθήσεις, ή να συζητήσεις μαζί τους.

Εκτός από τον Κωσταντή, είναι ο Τάσος Κοφοδήμος, με τον οποίο γνωρίζονται από παιδιά στη Λάρισα, ο Κωνσταντίνος Λάζος και ο Θοδωρής Σιούτης.

Τέσσερις φίλοι, που ταξιδεύουν σε όλη την Ελλάδα και προσφέρουν απλόχερα τη χαρά μέσα από τη μουσική τους.

Αυτή ξεκίνησε από τους δρόμους, τις ταβέρνες, από γλέντια και εξελίχθηκε σιγά σιγά σε κάτι διαφορετικό για να φτάσει σε αυτό που είναι σήμερα.

Τραγούδια μέσα από την παράδοση, παιγμένα μουσικά με έναν πιο ελεύθερο, δικό τους τρόπο, που αρέσει τόσο πολύ ώστε να δίνει το έναυσμα στο κοινό να ξεκινά έναν ατέλειωτο χορό. Κάθε συναυλία τους είναι μία ατέλειωτη αγκαλιά ανθρώπων που κινούνται σε ρυθμούς από ικαρώτικο, ηπειρώτικα, μπεράτια, μακεδονίτικα, θρακιώτικα, μπάλους, νησιώτικα, καλαματιανό. Μία αυτόματη σύνδεση με το συλλογικό ασυνείδητο.

«Απλά παίζουμε τις μουσικές που μας αρέσουν»

«Δεν επιτελούμε κάποιο έργο. Το μόνο που κάνουμε είναι να παίζουμε τις μουσικές όπως μας αρέσουν. Τις περισσότερες φορές όταν ακούμε ένα κομμάτι και μας αρέσει, δεν το ξανακούμε καθόλου, βάζουμε τη φαντασία μας για να βγει όπως είναι να βγει, χωρίς να επηρεαστούμε. Στόχος είναι να παίξουμε τις μουσικές όπως θέλουμε», συμπληρώνει ο Κωσταντής.

«Η φιλοσοφία είναι ότι προσεγγίζουμε τη μουσική με τα δικά μας ακούσματα, με τη δική μας αισθητική και με μια ελευθερία, χωρίς να βάζουμε όρια σε αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Διαλέγουμε κομμάτια που μας αρέσουν από το παραδοσιακό ρεπορτόριο της Ελλάδας και απλά βρίσκουμε τρόπο να εκφράζουμε πρώτα απ’ όλα εμάς, παικτικά και αισθητικά, βάζοντας ο καθένας τις δικές του ιδέες. Κι αυτό που παρατηρούμε είναι ότι αυτή η μουσική από εκεί που ακούγονταν στα χωριά με τα αντίστοιχα βιώματα, καταφέρει και ακούγεται και στην πόλη, από νεότερους ανθρώπους κι αυτό να δημιουργεί μια συνέχεια», προσθέτει ο Θοδωρής.

«Όταν ξεκινήσαμε μεγάλο μέρος του προγράμματος ήταν ρεμπέτικα, στην πορεία υπερκάλυψαν το πρόγραμμα τα παραδοσιακά τραγούδια. Έμεινε έτσι και μας άρεσε πιο πολύ, βρήκαμε εκεί κάτι πιο ενδιαφέρον να μεταπλάσουμε», λέει με τη σειρά του ο Τάσος.

«Ξεκινήσαμε από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης και μέσα από τη διάδραση με τον κόσμο, ήρθαμε αντιμέτωποι με την ελικιρίνεια του δρόμου.  Στήνονταν μικρά γλέντια στο δρόμο, οπότε από την αρχή είχαμε μια τέτοια επαφή με τον κόσμο», επισημαίνει ο Κωνσταντίνος.

Γκιντίκι

Πώς γεννήθηκαν και τι σημαίνει

Οι Γκιντίκι πρωτοεμφανίστηκαν το 2014, ήταν μια παρέα που απλά ξεκίνησε να παίζει μουσική χωρίς αρχικά την σκέψη δημιουργίας μπάντας. Σε αυτήν ήταν οι Φίλιππος Φασούλας και Χριστόφορος Αλεξίου, που στην πορεία αποχώρησαν. Παρέμειναν οι Τάσος Κοδοφήμος (λαούτο, τραγούδι), Κωσταντής Παπακωνσταντίνου (κρουστά), Κωνσταντίνος Λάζος (κιθάρα, γκάιντα, κλαρίνο, φωνή) και στη συνέχεια προστέθηκε ο Θοδωρής Σιούτης (βιολί, φωνή). Πολλές φορές συμμετέχει και ο Αλέξανδρος Καρλής στο κοντραμπάσο.

Αν αναρωτιέστε τι σημαίνει η λέξη Γκιντίκι, θα πρέπει να πάμε… πολύ πίσω. Η λέξη έχει περσική προέλευση, που όμως συνεχίστηκε στους Σελτζούκους Τούρκους. Στα τουρκικά πλέον σημαίνει «ρωγμή», αλλά και «προγούλι». Είναι όμως και η ονομασία ενός μικρού βουνού στη Λάρισα, απ’ όπου η καταγωγή του Τάσου και του Κωσταντή.

Ωστόσο, το όνομα δεν επιλέχθηκε λόγω εντοπιότητας, αλλά τυχαία, μέσα από μια κουβέντα της παρέας.

«Η επιλογή του ονόματος αποδεικνύει πως δεν είχαμε ιδιαίτερες προσδοκίες όταν φτιάχναμε την μπάντα. Ίσως επιλέγαμε άλλο όνομα, αν ξέραμε τι θα ακολουθούσε σήμερα. Αλλά είναι κι αυτό στο πλαίσιο ότι δεν μας ένοιαζε ιδιαίτερα. Τώρα το αγαπάω όμως το όνομα», λέει ο Κωσταντής χαμογελώντας.

Για όλους εμάς, όμως, σημαίνει πλέον κάτι άλλο: Ελευθερία και ευτυχία.

Και παράδοση, ασφαλώς. Μία κλωστή που μας συνδέει με τη μουσική συνέχεια της χώρας, των ανθρώπων, των προγόνων μας. Που όμως, όπως λέει, ο Κωνσταντίνος, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και εκφράζει την εκάστοτε κοινωνία.

«Δεν είναι παράδοση, είναι παραλαβή»

Η παράδοση όμως συνάντησε τους Γκιντίκι ή αυτοί την παράδοση;

«Καμία παράδοση δε σε συναντά. Η παράδοση είναι εκεί και περιμένει να τη συναντήσεις. Απλά πρέπει να ωριμάσεις, να νιώσεις έτοιμος, κάπως έτσι το αντιλαμβάνομαι. Ούτε εμείς είχαμε τόσα βιώματα, εμένα ο πατέρας μου άκουγε κάποια παραδοσιακά, εμένα δεν μου άρεσαν.  Προσπάθησε πολύ να με βάλει να ακούσω, ποτέ δεν άκουγα, ιδιαίτερα τα κλαρίνα το απεχθανόμουν. Ούτε σε πανηγύρια έχω πάει. Κάποια στιγμή όμως πέτυχα την παράδοση μπροστά μου με τον κατάλληλο τρόπο και ένιωσα ότι χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου», επισημαίνει ο Κωσταντής, συνεχίζοντας:

«Όπως κι άλλες μπάντες φυσικά, έτσι κι εμείς προσεγγίσαμε τη μουσική αυτή γιατί ανακαλύψαμε τις μελωδίες, τους στίχους και τους ρυθμούς, βγάζοντας τα φίλτρα που δεν μας άρεσαν αισθητικά. Αυτό το πράγμα αντίστοιχα περνάει και στον κόσμο που έχει ίδια αντίληψη με μας. Έχουν έρθει άνθρωποι και μας έχουν πει ότι έτσι όπως τα παίζετε τα τραγούδια μας φανερώθηκαν οι στίχοι ή οι μελωδίες, που δεν τα είχαμε προσέξει πριν».

Θ: «Δεν  θεωρώ πως υπάρχει σωστό ή λάθος. Και τη δική μας προσέγγιση κάποιος μπορει να τη θεωρεί λάθος. Είναι ανοριοθέτητο αυτό. Δεν είμαστε ιστορικοί. Παίζουμε για να περάσουμε εμείς καλά και ο κόσμος».

Ξεκαθαρίζεται βέβαια ότι μιλάμε περισσότερο για τη συνάντηση της παράδοσης με τους κατοίκους της πόλης, διότι στα χωριά πάντοτε η σύνδεση ήταν πιο ισχυρή.

«Είναι παραλαβή, δεν είναι παράδοση», σημειώνει έξυπνα ο Κωνσταντίνος, κάνοντας και ένα… λογοπαίγνιο. Κατέχει δικαιωματικά τον τίτλο «το πειραχτήρι» της παρέας και λέει με νόημα: «Δεν θεωρώ την παράδοση κάτι ιερό. Ιερός είναι μόνο ο σεβασμός προς τον άνθρωπο, τη φύση και τα ζώα», συμφωνεί και ο Κωσταντής. 

«Αν διασκεδάσεις με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει πισωγύρισμα πια»

Πώς εξηγείται όμως αυτή η στροφή των παιδιών της πόλης προς την παράδοση και γιατί αυτό δε συνέβη παλαιότερα;

Ο Τάσος λέει: «Παλαιότερα μουσική αυτή χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας, παράλληλα, υπήρχε και η είσοδος της ξένης μουσικής τις δεκατίες του ’60 και του ’70, με την παγκόσμια βιομηχανίας της ροκ αρχικά και της ποπ αργότερα. Ο πατέρας μου να φανταστείς είχε βινύλια από Doors, Pink Floyd και ο άνθρωπος είναι από χωριό, αλλά του άρεσε αυτή η μουσική τότε ως νέος.

Ο Θοδωρής προσθέτει: «Ήταν η εποχή που μεσουρανούσαν τα λαϊκά. Υπήρχε και μια ξενομανία ως απόρροια της φούσκας της οικονομικής ανόδου, ίσως αισθάνονταν πως δεν χρειάζονταν την παράδοση».

Ο Κωσταντής το συμπυκνώνει:

«Είναι πολυπαραγοντικό το ζήτημα. Παλαιότερα αυτή η μουσική δεν ακουγόταν στον εναλλακτικό χώρο. Είχε συνδεθεί και με τη χούντα και γενικά είναι αυτό που είπαν και τα παιδιά, υπήρχε μια οικονομική άνοδος της χώρας, είχαμε την τάση να στραφούμε προς τη Δύση χάνοντας τις ρίζες.

Μετά όταν η οικονομική κατάσταση έφτασε στα τάρταρα, συνειδητοποιήσαμε τι γίνεται. Ήρθαν πολλοί καλλιτέχνες που μας το έδωσαν στο… πιάτο και το απογύμνωσαν από την αισθητική που δεν μας άρεσε. Σε ένα κομμάτι του κόσμου η αισθητική των πανηγυριών τους απομάκρυνε από αυτή τη μουσική. Και χωρίς αυτή την αισθητική αρχίσαμε να βλέπουμε την ομορφιά. Χωρίς βέβαια να το κρίνω, απλά εμένα οι echo φωνές τα κλαρίνα και τα πλήκτρα ποτέ δεν μου άρεσαν ως αισθητική.

Ειδικά στη Λάρισα κιόλας το παράκαναν. Στην Ήπειρο όμως ήταν λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Και γι΄αυτό τα πρώτα παραδοσιακά που τραγουδήσαμε ήταν από την Ήπειρο, επειδή κάποιοι σπουδάσαμε στα Γιάννενα και κάποια παιδιά είναι από τα Γιάννενα κλπ.

Επίσης νομίζω ότι υπήρχε μια περίοδος της επιστροφής στη φύση και στα χωριά, θεωρώ ότι κι αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο συνδυαστικά.

Και τελευταίο θεωρώ ότι όταν ανακάλυψαν οι νέοι της πόλης αυτό το είδος της διασκέδασης, ότι πιανόμαστε όλοι αγκαλιά και χορεύουμε, πιστεύω ότι κάτι τους έκανε και δεν θέλουν να ξαναγυρίσουν στο μοναδικό χορό.

Σε συνδυασμό και με τον κόβιντ έφτασε στο αποκορύφωμα.

Αν διασκεδάσεις με αυτόν τον τρόπο, δεν υπάρχει πισωγύρισμα πια. Αν μάθεις να πιάνεσαι με γνωστούς και αγνώστους και να χορεύετε και να χαμογελάτε με την ψυχή σας, πώς μπορείς να γυρίσεις πάλι στο πριν;».

«Σε χωριό της Ικαρίας βίωσα τι σημαίνει ικαριώτικος»

Οι ίδιοι όμως πώς το βιώνουν; Έχουν χορέψει ποτέ;

Ο Τάσος και ο Θοδωρής έχει τύχει να χορέψουν. Ο Κωσταντής όχι.

«Εμείς είμαστε κομπλεξικοί, δε χορεύουμε (γέλια). Πολύ θα το ήθελα να σου πω την αλήθεια. Ζηλεύω τους ανθρώπους που χορεύουν και πιο πολύ ζηλεύω αυτούς που δεν ξέρουν και χορεύουν. Είναι απελευθερωμένοι και δεν είναι ατσαλάκωτοι».

Ο Θοδωρής θυμάται για τον ικαριώτικο:

«Στην Ικαρία βίωσα τι σημαίνει ικαριώτικος και μάλιστα σε πανηγύρι με λίγο κόσμο, σε απομακρυσμένο χωριό. Κάτι διαφορετικό από την Ικαρία που έχουμε συνηθίσει. Κάτι αρχέγονο. Έχει να κάνει και με το βίωμα».

Και ο Τάσος λέει:

«Η συναυλία με το χορό είναι αλληλένδετη. Αν δεν χορεύουν μπορεί να πεις ότι κάτι δεν γίνεται καλά από μας…»

«Από την άλλη βέβαια μας έχει τύχει σε Live να έχουν χορέψει λίγο αλλά να παίρνω φοβερό vibe. Και στο εξωτερικό μας έχει τύχει που δεν ήξεραν να χορεύουν, αλλά και στην Ελλάδα, αλλά ήταν πολύ ωραία», σημειώνει ο Κωσταντής.

«Τα Live μας πάνε καλά πλέον γιατί ο κόσμος που έρχεται είναι συνειδητοποιημένος για το τι έρχεται να ακούσει. Ξέρουν όλοι ότι θα χορέψουν και τι θα ακούσουν. Έχει τύχει βέβαια να μη χορέψουν πολύ και να είναι μια μέτρια βραδιά και να μην μπορούμε να πάρουμε τα πάνω μας κι εμείς γιατί κι εμείς χρειαζόμαστε το boost από τον κόσμο. Από την άλλη έχει τύχει να είμαστε πολύ κουρασμένοι και να μας ανεβάσει η διάθεση του κόσμου και ο χορός».

Η διαδικασία επιλογής των τραγουδιών

Πώς ανακαλύπτουν όμως οι Γκιντίκι τα τραγούδια και πώς επιλέγουν ποια θα παίξουν; Γιατί τον Αφούση, τον Ικαριώτικο, τη Νεραντζιά;

«Αυτό που θέλουμε είναι οι στίχοι και η μουσική να μας αρέσουν, να έχουν να πουν κάτι. Πρέπει να υπάρχει βέβαια σύμπλευση μεταξύ μας. Αποφασίζουμε κοινά, αν κάτι δεν μας αρέσει, δε θα το παίξουμε», τονίζει ο Τάσος.

«Το βασικό είναι να μας κάνει το κλικ με το που το ακούσαμε και να το φανταστούμε. Μπορεί να μας αρέσει με το που το ακούσουμε, αλλά μπορεί και να μην μας αρέσει, αλλά να το φανταστούμε. Αν δεν υπάρχει κάτι κοινό, απορρίπτεται».

Πρέπει οι στίχοι τρων τραγουδιών αυτών να σημαίνουν κάτι; Να περνούν κάποιο μήνυμα ή να έχουν έναν συμβολισμό κοινωνικά ή πολιτικά;

Τη δύσκολη απάντηση αναλαμβάνει ο Κωσταντής:

«Πολλές φορές δεν ασχολούμαστε με αυτό, αν και θα έπρεπε. Όταν ασχολείσαι με την παράδοση, μπλέκεις σε διάφορες περιπέτειες, π.χ. κάποιοι στίχοι μπορεί να μην μας εκφράζουν, αλλά να εξέφραζαν εκείνη την εποχή. Τι κάνεις σε αυτή την περίπτωση; Κι εδώ είναι ένα δίλημμα. Στα ‘Δόντια Πυκνά’ π.χ. λέει στην τελευταία στροφή ‘η σκύλα η πεθερά σου θέλει μαχαίρωμα ως το ξημέρωμα’ και με τόσες γυναικοκτονίες δεν ένιωθα καθόλου καλά να πω κάτι τέτοιο, οπότε την τελευταία στροφή δεν τη λέγαμε.

Αλλά και σε άλλα κομμάτια, ακόμη και στη ‘Θοδώρα’ π.χ. που λέμε ‘Μην το φουσκώνεις το φουστάνι σου, μου κακοφαίνεται’. Κατάλαβες. Υπάρχουν πραγματάκια… Κάποια έχουν και μερικά θρησκευτικά λόγια, ενώ εμείς δεν είμαστε θρησκευόμενοι. Αλλά αυτό δεν μας ενοχλεί να σου πω την αληθεια, το βλέπουμε λαογραφικά. Σεβόμαστε τους άλλους σε αυτό».

Ο Τάσος σημειώνει ότι υπάρχει ακόμη μεγάλη δεξαμενή έρευνας.

«Η παράδοση είναι ανεξάντλητη. Υπάρχουν περιοχές της Ελλάδας που δεν γνωρίζουμε, τόσο καλά θέλει έρευνα. Μας στέλνουν πολλές φορές, παιδιά ακούστε αυτό ή βγάλτε αυτό».

«Υπάρχουν πολύ ωραία τρaγούδια, αλλά δεν μας κάνουν κλικ πολλά. Με την έρευνα ασχολούμαστε πιο πολύ από ποτέ, γιατί μέχρι τώρα ουσιαστικά κι εμείς ακούγαμε αυτά που άκουγε όλος ο κόσμος, τα δουλέψαμε και τώρα είμαστε σε διαδικασία να ψαχτούμε περισσότερα και να ξετρυπώσουμε», σημειώνει για το θέμα ο Κωσταντής και ο Κωνσταντίνος ολοκληρώνει: «Υφολογικά το σχήμα διαμόρφωσε χαρακτήρα με βάση τη διάδραση, επειδή παίζαμε σε μαγαζιά και με βάση τις αντιδράσεις και το feedback με τον κόσμο».

Δεκάχρονα γενέθλια στην πιο δημιουργική φάση

Οι Γκιντίκι κλείνουν φέτος δέκα χρόνια ύπαρξης και βρίσκονται, όπως λένε, στην πιο δημιουργική τους φάση.

«Ξεκινήσαμε μια παρέα να παίζουμε μουσική, δεν είχαμε ούτε βλέψεις, ούτε τίποτα, ούτε να παίζουμε σε stage. Ίσως αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να πάει καλά. Αν το έχεις άγχος από την αρχή, μιζεριάζεις. Δεν περιμέναμε με το Γκιντίκι ότι θα κάνουμε κάτι, πραγματικά, δεν είχαμε προσδοκίες. Στην πορεία καταλάβαμε ότι το θέλει ο κόσμος». 

Στα τελευταία δύο χρόνια έχουν προχωρήσει σε δύο δίσκους.

«Κάθε δίσκος είναι μια αποτύπωση, μιας φάσης στην οποία βρίσκεται η μπάντα. Ακούγοντας τον πρώτο και τον δεύτερο δίσκο, ακούς κάτι διαφορετικό. Βάζουμε νέα πραγματα, νέες ιδέες και έτσι θέλουμε να συνεχίσουμε να πειραματιζόμαστε, να βρούμε νέα κομμάτια και να τα φέρουμε στα μέτρα μας.

Εμείς μεγαλώσαμε ως σχήμα μέσα στην ταβέρνα, με τα θετικά και τα αρνητικά που έχει αυτό. Στην ταβέρνα χάνεις τη μουσικότητα, δεν δουλεύεις με λεπτομέρεια. Στο δεύτερο δίσκο δημιουργήθηκε η ανάγκη να προσθέσουμε περισσότερη μουσικότητα. Τα πρώτα 8 χρόνια πηγαίναμε στον αυτόματο και τα 2 τελευταία δουλεύουμε ως μπάντα και το βλέπουμε από διαφορετική οπτική».

Όσο για τα… επόμενα δέκα χρόνια;

«Μας αρέσει η έρευνα, το να το αποτυπώνουμε αυτό και δισκογραφικά, επίσης να παίζουμε σε Live εντός κι εκτός Ελλάδας. Όλα είναι πιθανά, έχουμε σκεφτεί διάφορα, η φαντασία μας οργιάζει για το τι μπορούμε να παίξουμε και τι μπορούμε να κάνουμε».

Η απόλυτη ελευθερία

Αυτό που αισθάνεται κάποιος παρακολουθώντας μία συναυλία των Γκιντίκι είναι το αίσθημα της ανόθευτης ελευθερίας.

«Εμείς θέλουμε να υπάρχει απόλυτη ελευθερία και σε μας, δεν μας αφορά αν για κάποιους παίζουμε ένα κομμάτι ‘λάθος’. Το ξέρουμε ότι μπορεί να το παίζουμε ‘λάθος’ και το γουστάρουμε. Ακόμη πιο σημαντικό για μας είναι να νιώσει ο κόσμος την ελευθερία, το θα χορέψω όπως θέλω, θα ντυθώ όπως θέλω, θα δηλώνω ό,τι φύλο θέλω. Δεν χωρά σε δικό μας live να υπάρχουν ατσαλάκωτοι και ανελεύθεροι άνθρωποι.

Αν δω ότι κάποιος κοροϊδεύει άλλον για το πώς χορεύει, δε νομίζω ότι ταιριάζει στη συναυλία μας. Όπως είμαστε κι εμείς ελεύθεροι, με τα λάθη μας. Γελάμε κι εμείς με τα λάθη μας. Απολαμβάνουμε με την ψυχή μας. Όταν κάνουμε λάθη διασκεδάζουμε απίστευτα», μας λέει ο Κωσταντής. 

Το στοιχείο του τρολαρίσματος είναι έντονο στις συναυλίες τους.

«Και την ώρα του Live γίνεται πλάκα μεταξύ μας, με στόχο να μπερδέψει ο ένας τον άλλον. Μας αρέσει ο χαβαλές. Δεν θέλουμε να ξεφτιλίσουμε την παράδοση. Γιατί και η παράδοση τι ήταν; Διασκέδαση ήταν. Οι στίχοι χαβαλετζίδικοι ήταν πολλές φορές. Κι εμείς γελάμε με την ψυχή μας. Απολαμβάνω να βλέπω τις αντιδράσεις του κόσμου, όταν από Ζαχαρούλα πρέπει να χορέψουν…  Μάικλ Τζάκσον.

Ετσι είχε γίνει στη Γερμανία σε μια συναυλία και η αντίδραση  του πρωτοχορευτή ήταν επική».

Οι αξέχαστες στιγμές και τα αρνητικά σχόλια

Στα δέκα χρόνια ύπαρξης της μπάντας υπάρχουν πολλές δυνατές στιγμές που ξεχωρίζουν.

Θυμούνται μερικές:

«Στο εξωτερικό σε πολλές συναυλίες παίζαμε τραγούδια για την ξενιτιά και πολλοί έκλαιγαν. Εδώ διασκεδάζουν περισσότερο. Εκτός Ελλάδας όμως τους φέρνει μνήμες και αναμνήσεις.

Παίξαμε στη Γερμανία με Κούρδους μουσικούς και παίζαμε τα ίδια κομμάτια με την μπάντα τους, αλλά σε άλλη γλώσσα. Ήταν εκπληκτικό.

Επίσης στην Κέρκυρα σε μία συναυλία χόρευαν Ιρανοί το δικό τους χορό ακούγοντας τα τραγούδια μας και έμπαιναν και Έλληνες απο πίσω». Η μουσική άλλωστε δεν έχει σύνορα.

Θυμούνται και τη στιγμή της γνωριμίας με το νυν μέλος των Γκιντίκι, Θοδωρή Σιούτη:

Ήταν όταν έπαιξαν στην Κρήτη και ο Θοδωρής είχε ξεμείνει εκεί.  Πήγε να τους ακούσει, γιατί τους άκουγε και ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και μέσα στα… μεθύσια περίσσεψαν κάτι όργανα. «Να παίξω λίγο;», ρώτησε ο Θοδωρής και από εκεί ξεκίνησε η γνωριμία, που συνεχίστηκε τυχαία στο πλοίο της επιστροφής και «εκεί έδεσε το γλυκό».

Και φυσικά αναμνήσεις από την πρώτη περιοδεία, στην οποία δεν είχαν προνοήσει για διαμονή οι διοργανωτές και κοιμόντουσαν σε μπιτσόμπαρα, με αποτέλεσμα να τους κυνηγούν ακόμη και αγέλες σκύλων!

Ένα θέμα που έχει ενδιαφέρον είναι τα αρνητικά σχόλια που δέχονται και το κατά πόσο τους επηρεάζουν.

«Τα σχόλια τα αρνητικά είναι μία παράδοση για μας και μας διασκεδάζουν πολύ, ιδίως αν είναι αρνητικά. Δεν μας αγγίζουν καθόλου», λέει αρχικά ο Κωσταντής και συνεχίζει με κάτι ιδιαίτερα σημαντικό και από κοινωνιολογικής πλευράς:

«Αυτό που μας αγγίζει και μας ξενερώνει είναι το μίσος που βλέπουμε πάρα πολλές φορές προς τον κόσμο που έρχεται στις συναυλίες μας. Το μίσος για το κοινό, από διάφορες πλευρές του πολιτικού φάσματος. Από ακροδεξιούς φασίστες φιλελεύθερους το ‘βρωμιάρηδες, άπλυτοι’, αλλά και από την αριστερή πλευρά ‘εσείς φταίτε, οι φασαίοι που φτάσαμε σε αυτό το σημείο’.

Βγαίνει μίσος για τον κόσμο που γελάει και χορεύει με την ψυχή του, για ανθρώπους που χορεύουν σαν παιδάκια. Λένε ‘ψοφήστε τώρα, σεξιστικά και προσβλητικά σχόλια. Αυτό μου καταστρέφει τη μαγεία».

Είμαστε όμως στην εποχή του ατομικισμού και των σόσιαλ μίντια που οδηγούν στο εύκολο σχόλιο και την αποξένωση; Και πώς όλα αυτά συνάδουν με την εικόνα του αγκαλιάσματος στις συναυλίες;

«Ο καθένας γράφει μόνος του στον καναπέ και αισθάνεται ότι μπορεί να σχολιάσει τα πάντα. Υπάρχει ατομικισμός, αλλά συγχρόνως αυτός ο ατομικισμός δημιουργεί και την μεγάλη ανάγκη για τη συλλογικότητα και όλο αυτό δίνει  μια ισορροπία», προσθέτει ο Τάσος και ο Κωσταντής συμπληρώνει:

«Μουσικά φτάσαμε στον πεντακάθαρο ψηφιακό ήχο, αλλά επιστρέφουμε και πάλι στον πιο ζεστό αναλογικό ήχο. Άρχισαν να μπαίνουν αναλογικά μηχανήματα ξανά, επειδή υπάρχει μοναδικότητα στα πάντα, γι΄αυτό υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για το συλλογικό».  

Γκιντίκι

Η μουσική που ενώνει

Στους Γκιντίκι αρέσουν πολύ οι συνεργασίες, έχουν κάνει πολλές ήδη και θα συνεχίσουν. Μία από αυτές ήταν και με τον Εισβολέα, ο οποίος θεωρητικά ανήκει σε άλλο είδος μουσικής.

Τελικά έχουν καταργηθεί αυτά τα όρια;

«Παλαιότερα υπήρχε πιο έντονα ένα κοινωνικό αποτύπωμα, αισθανόσουν μέσω τους είδους μουσικής ότι κάπου ανήκεις. Πλέον βλέπεις πιο εύκολα ροκά να χορεύει παραδοσιακά. Μετά τον Παυλίδη μπορεί να χορέψει και παραδοσιακά.

Υπάρχουν άνθρωποι που ακούνε διαφορετική μουσική από μας και έρχονται στα Live μας. Εμείς ταιριάζουμε σε κάποια άλλα Live, γιατί κι εμείς δεν τα παίζουμε αμιγώς παραδοσιακά». 

Τι σημαίνει ΓΚΙΝΤΙΚΙ για τον καθένα και με τι μουσική μεγάλωσε;

Κωσταντής: «Όταν τελειώνω ένα Live και είμαι στο βαν, που είμαι με τους φίλους μου και είμαι ευτυχισμένος. Μεγάλωσα με τρύπες και ελληνικό ροκ».

Τάσος: «Ευτυχία. Βλέπουμε να προχωρά το ταξίδι μας. Εγώ μεγάλωσα με ροκ, με  Θανάση, Μάλαμα».

Θοδωρής: «Με Θανάση, Αγγελάκα, αλλά και κλασική μουσική λόγω βιολιού».

Ο Θοδωρής μεγάλωσε ακούγοντας Γκιντίκι… λέει ο Κωσταντής και πέφτει γέλιο.

Κωνσταντίνος: «Ειλικρίνεια, ελευθερία, παρέα, χιλιόμετρα. Από ροκ μέχρι μέταλ».

Οι Γκιντίκι δε φοβούνται τη νομοτέλεια. Ότι όπως όλες οι μπάντες που κάποια στιγμή διασπάστηκαν, το ίδιο θα συμβεί και στους ίδιους «Εμείς δεν είμαστε μπάντα. Είμαστε τυχεροί. Κάνουμε το όνειρο κάθε μουσικού πραγματικότητα. Έχουμε μια μπάντα με φίλους. Αυτό που ξεκινάμε από παιδάκια και κάνουμε αυτό που ονειρευόμαστε. Μπορεί εμείς να βαρεθούμε, αλλά η παρέα αυτήδε θα σταματήσει». 

Τάσος Κοφοδήμος, Κωνσταντίνος Λάζος, Θοδωρής Σιούτης και Κωσταντής Παπακωνσταντίνου

Οι Γκιντίκι ειναι οι:

Τάσος Κοφοδήμος – λαούτο, φωνή

Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου – κρουστά 

Θοδωρής Σιούτης – βιολί , φωνή

Κωνσταντίνος Λάζος – κλαρίνο , φωνή

Απόψε το βράδυ (12/9) παίζουν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΚΝΕ στη Θεσσαλονίκη, στο στρατόπεδο Καρατάσιου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα