Η ανάρτηση για το ελληνικό τραγούδι που έγινε viral
Μια στιγμή που ξύπνησε κάτι μέσα μας σε μια ούτως ή άλλως εμβληματική συναυλία
Τα social media συζητούν από το βράδυ της Τετάρτης για τους Teketzides, τους 16χρονους που μοιράστηκαν τη σκηνή με τον Γιώργο Νταλάρα στη συναυλία – αφιέρωμα για τον Μίκη Θεοδωράκη.
Ακολουθεί η ανάρτηση του «Κυκλοθυμικός» για το ελληνικό τραγούδι που έγινε viral.
Δεν πιστεύω πια στο ελληνικό τραγούδι. Πιστεύω πως ένας ένας οι κύκλοι του κλείνουν κι ας πετροβολούν μόνο το «έντεχνο», που λόγω της αυταρέσκειας του στα 90s έγινε κι ο εύκολος στόχος. Υπάρχει πια λαϊκό, ροκ, παραδοσιακό, ποπ, πανκ; Όλα έχουν γίνει χυμός ντομάτας και καταλήγουν στο ίδιο καζάνι.
Ακούς ραδιόφωνα και δεν καταλαβαίνεις ποια είναι η διαφορά του ενός σταθμού από τον άλλον, playlists, εκπομπές με δώρα, χορηγοί, διαφημίσεις, προσκλήσεις, ένας να κάνει τον αστείο, άλλος να κάνει τον «υστερικό», κάτι τρίβιαλ ουρανοκατέβατα, γνωστές φωνές από το YouTube, από την τηλεόραση, από το τραγούδι, κτλ. που κάνουν εκπομπές χωρίς λόγο ύπαρξης περιμένοντας από τον ακροατή να ακούσει κάτι οικείο και να μείνει μέχρι να φτάσει στη δουλειά του, μέχρι να γυρίσει το παιδί από το φροντιστήριο, μέχρι να τελειώσει ένα μποτιλιάρισμα στην Κηφισίας. Άντε ο ένας σταθμός να παίξει 50 φορές την ημέρα το καινούργιο τραγούδι του Οικονομόπουλου κι ο άλλος την Φανή του Καζούλη. Δεν υπάρχει καν μια συσχέτιση, μια ταυτότητα, ένα μήνυμα.
Τα ίδια και χειρότερα κι οι δισκογραφικές που πλέον χωρίς τους δίσκους και τα CD, με τη μουσική να κυκλοφορεί ελεύθερα ή έστω πολύ φτηνά σε τόσες πλατφόρμες είναι ένα μεγάλο Ναγκασάκι, ένας ξενιστής που αφού σκότωσε το σώμα που μόλυνε, αργοπεθαίνει από την πείνα. Στην ίδια μοίρα λίγο πολύ κι όσοι διοργανώνουν μεγάλα μουσικά events, συναυλίες, φεστιβάλ. Δείτε τη διαφορά της χτεσινής συναυλίας στο Καλλιμάρμαρο ή του φεστιβάλ της ΚΝΕ που το διοργανώνει ένα κόμμα σε σύγκριση με τα πανάκριβα χάλια των «επαγγελματιών».
Πόσο δύσκολα βγαίνει ένα ωραίο τραγούδι πια; Μόνο διασκευές και νοσταλγία. Κι αυτό δεν αφορά ένας είδος. Λες κι έχουν ειπωθεί όλα και πια δεν έχουμε τίποτα νέο να πούμε. Άλλοι λένε δεν έχουμε φωνές, άλλοι λένε δεν έχουμε δημιουργούς, ούτε μουσικούς ούτε στιχουργούς, άλλοι λένε δεν παράγει η κοινωνία πλέον ταλαντούχους ανθρώπους, φταίει η συνολική παρακμή.
Φταίνε κι αυτά, μα πάνω από όλα, τουλάχιστον για εμένα, φταίει ότι το τραγούδι έπαψε να είναι «συντεχνία», με όσα κακά αυτό περιλαμβάνει. Πλέον οι καλλιτέχνες δεν είναι ένας αυτόνομος πλανήτης, έστω με τις παραξενιές τους, τα κολλήματά τους, τις «αυλές» τους. Δεν έχουν λυμένα τα χέρια τους, δεν έχουν την εξουσία στο περιβάλλον που δημιουργούν κι εμπνέονται. Πλέον το όλο σύστημα έχει γίνει περίπλοκο, μαθηματικό, πολυεθνικό. Δε διαφέρει το τραγούδι από οποιοδήποτε άλλο προϊόν μια παγκόσμιας εταιρίας. Οι ίδιοι άνθρωποι είναι που γυρίζουν στα ίδια γραφεία κι αποφασίζουν σε τι χρώμα μπουκάλι πρέπει να βάλουν το γάλα, ποιο τραγούδι να παίξει στο σταθμό, τι ύφος να έχει το επόμενο τραγούδι του τάδε καλλιτέχνη, αν πρέπει να βάλουμε αντρική ή γυναικεία φωνή στην επόμενη διαφήμιση για πιστωτικές κάρτες.
Προσέξτε η τέχνη που πρέπει να δείχνει τον δρόμο, να τον ανοίγει, να τραβάει την κοινωνία από το μανίκι και να της δείχνει την ζωή και τις εξελίξεις της πλέον είναι σκαλωμένη σε έναν κυκεώνα στατιστικών που αφορούν τις παρούσες προτιμήσεις στοχευμένων δειγμάτων κι ακολουθεί σαν επαίτης αυτό που της λένε. Πλήρης ευνουχισμός δηλαδή, κατάργηση του ρόλου της. Γιατί πια η τέχνη δεν έχει βασικό σκοπό την έκφραση, την ατομική και τη λαϊκή, αλλά το κέρδος. Κι οργανώνεται με βάση μόνο αυτό το σκοπό και δεν την νοιάζει αν σε λίγα χρόνια δεν υπάρχει πια τέχνη, αν δεν έχει λόγο ύπαρξης. Μόλις εξαντληθούν οι διασκευές, μόλις πεθάνουν κι οι τελευταίοι του παλιού κόσμου, αν ενισχυθεί κι άλλο το ΑΙ μπορεί να μην χρειάζονται πια κι οι δημιουργοί, να μην χρειάζεται το συλλογικό στο μεταβολισμό και στην αλληλεπίδρασή μας μαζί της. Να μοιάζει με αυνανισμό η ακρόαση τραγουδιών, ο καθένας στο δωμάτιό του, ο καθένας με μια ψηφιακή ηχητική ψευδαίσθηση αλγοριθμικών ταχυδακτυλουργικών κόλπων .
Αυτό ανατράπηκε έστω για λίγο χτες στο Καλλιμάρμαρο, αυτό ξύπνησε κάτι μέσα μας σε μια συναυλία έτσι κι αλλιώς εμβληματική. Ο Γιώργος Ντάλαρας δημιουργήθηκε μέσα σε μια άλλη εποχή. Σε μια εποχή που ο Ρασούλης έφερνε δυο αδέρφια και τα ζεστά τους ποτά να αλλάξουν μια για πάντα τον ελληνικό ήχο, σε μια εποχή που ο Μίκης Θεοδωράκης έβαζε τον Μπιθικώτση να του πει τον Επιτάφιο κάνοντας ακόμα και τον Ρίτσο να φρίξει και τον Χατζιδάκι να του κόψει την καλημέρα αλλάζοντας οριστικά την μοίρα του μπουζουκιού, του πρόσφυγα, την παιδεία του προλετάριου σε συνθήκες καταστροφής, σε μια εποχή που ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσίαζε στο ραδιόφωνο του το υβρεολόγιο του Τζιμάκου κι έβαζε όλα τα παιδιά του στον Σείριο. Τελευταίος κρατούσε την πόρτα ανοιχτή ο Θάνος Μικρούτσικος. Πλέον μόνο η ραπ σκηνή είναι αυτοκέφαλη κι αυτόνομη για αυτό και γεννάει καινούργια σύμπαντα ωσάν κουνέλα ξεφτιλίζοντας όλα τα αφηγήματα του συστήματος, των πολυεθνικών και των χαρτογιακάδων. Κανένας από τα δημιουργήματα των στατιστικών τους δε μπορεί να γειωθεί με την κοινωνία όπως ο Λεξ, οι Κοινοί Θνητοί, οι Social Waste, o Bloody Hawk. Κανείς δε μπορεί να γεμίσει στάδια όπως αυτοί.
Η αλεπού ο Νταλάρας που καλώς ή κακώς έχει αναδείξει τη μισή μουσική σκηνή που ξέρουμε άκουσε από έναν φίλο του για μια μπάντα 16ήδων που παίζει Θεοδωράκη στην Ερμού. Δεν έστειλε ατζέντηδες, δεν έστησε στατιστικές. Κατέβηκε ο ίδιος κάτω στο κέντρο και τους άκουσε. Του άρεσαν και τους πήρε από το χέρι τους ανέβασε στην πιο καυτή σκηνή των τελευταίων 10 χρόνων τουλάχιστον με 50 χιλιάδες κόσμο ακροατήριο, τους παρουσίασε ισότιμα σαν συναδέλφους και τους άφησε να ρολάρουν πάνω σε ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Γιατί έτσι γίνεται. Γιατί ο Νταλάρας που κι αν έχει ακούσει πόσο «επιχειρηματίας» είναι ξέρει καλύτερα από τους μανατζαραίους πώς γίνεται η δουλειά. Κι οι Teketzides στιγμάτισαν την βραδιά, την έδωσαν έναν συμβολισμό, μια συνέχεια στο έργο και στην κληρονομιά του Θεοδωράκη, ξεδίψασαν έναν κόσμο που βαρέθηκε να νιώθει έρμαιο στατιστικών.
Κι αυτό καμία στατιστική δε θα σας το δείξει, αυτό θέλει να κατέβετε κάτω, να καταλάβετε την κοινωνία πριν ξεκινήσετε να την μετράτε.