Ηλίας Ζάικος: Ο Έλληνας απόστολος των Blues αφηγείται στην Parallaxi

Ο ιδρυτής των Blues Wire μιλά για τη διαδρομή του στη μουσική, τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος αλλά και το σήμερα

Χάρης Δημαράς
ηλίας-ζάικος-ο-έλληνας-απόστολος-των-blues-1330852
Χάρης Δημαράς

Ένα σπουργίτι ερχόταν στο τραπέζι μας και τσιμπούσε ψίχουλα από ένα μπισκοτάκι.

Περπατούσε όμως για αρκετή ώρα μπροστά μας, σαν να ήθελε να ακούσει κι αυτό μερικές από τις ιστορίες του Ηλία Ζάικου.

Του ανθρώπου που είναι συνώνυμο της blues μουσικής στην Ελλάδα, που επί 4 δεκαετίες, αρχικά με τους Blues Gang και στη συνέχεια με τους θρυλικούς Blues Wire έγραψε την δική του ιστορία στην μουσική και μας έκανε να γουστάρουμε κι εμείς είτε ακούγοντάς τον από το σπίτι, είτε, ακόμη καλύτερα, σε κάποιο από τα αμέτρητα live τους.

Η κουβέντα με τον Ηλία «έφυγε» νεράκι. Αν τα λόγια είχαν ύλη και το σπουργίτι στο τραπέζι μας τσιμπούσε μερικά από αυτά, σίγουρα θα έφτιαχνε μια φωλιά γεμάτη από τζαμάρισμα, blues μουσική, ξεφάντωμα, εμπειρίες, νύχτα, πάθος, αγάπη και… πολύ καπνό.

Ζάικος

Τα πρώτα ερεθίσματα και η σπασμένη κιθάρα

«Από μικρό με έτρωγαν τα ρούχα μου με την τέχνη. Ζωγράφιζα, έδωσα στην Σχολή Καλών Τεχνών το ‘79 στην Αθήνα, είχα ταλέντο, όχι επειδή το λέω εγώ, αλλά οι ζωγράφοι. Ήταν όμως ένα χτύπημα, γιατί είμαι λίγο πνεύμα αντιλογίας και αντιδραστικός και το ότι, τουλάχιστον τότε, το να έχεις μέσον στην Καλών Τεχνών ήταν πασιφανές με χίλιους τρόπους, με αποκαρδίωσε.

Γι΄αυτό και δεν ξανακατέβηκα να δώσω, ενώ είχα την υπόσχεση του φροντιστηριάρχη τότε ότι αν πήγαινα του χρόνου και τα έσκαγα θα περνούσα. Δεν πήγα.

Έζησα όμως την Πλάκα στον τελευταίο χρόνο που ήταν στα ντουζένια της. Αλητεύοντας στην Πλάκα εκείνο το χρόνο, είδα όλα τα γκρουπ, τα οποία είναι σε ιστορικά βιβλία, δηλαδή Vavoura band, Sharp Ties εν τη γενέσει τους, SOS Band, Σπυριδούλα και ένα κάρο σχήματα της εποχής. Ήταν μία περίοδος που θυμάμαι έντονα, γιατί με χάραξε.

Έμεινα 10 μήνες. Πρόλαβα το Jazz Club του Μπαράκου τελευταία χρονιά.

Εκεί άρχιζα να παίζω κιθάρα, υπήρχε μια σπασμένη κιθάρα στο σπίτι που έμενα, του ξαδέρφου μου και άρχισα να γρατζουνάω. Τη μουσική τη γούσταρα από πιο πριν.

Μέχρι τα 16 μου ήμουν τελείως του ελληνικού ρεπερτορίου και δεν άκουγα καν ξένη μουσική. ‘Ακουγα ρεμπέτικα, λαϊκά που άκουγαν στο σπίτι ο μπαμπάς και η μαμά, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Μπέλλου και τα δημοτικά στα πανηγύρια του τόπου μας, ορεινή Φλώρινα, χάλκινα και τέτοια. Βατοχώρι, Μπρέζνιτσα, δέκα χιλιόμετρα από τα αλβανικά σύνορα, λίγο μετά τις Πρέσπες. Στη Θεσσαλονίκη μέναμε στο κέντρο και έπαιζα μπάλα στο Διοικητήριο, στα Μάρμαρα.

«Από τα 16 και μετά άρχισα να ακούω ξένα, από συμμαθητές και φίλους που προσπαθούσαν να με μπάσουν στον κόσμο του φλερτ μέσα από το μπλουζ, αλλά του μπλουζ με τα βερμούτ (γέλια). Κριστόφ, Τζο Ντασέν, τέτοια πράγματα.

Εκείνη την εποχή δόθηκε η οικονομική δυνατότητα στους γονείς μου να μου πάρουν το πρώτο πικάπ με ηχεία. Οι πρώτοι δίσκοι που πήρα ήταν ένας του Μπάρι Γουάιτ, το Love to Love You Baby της Ντόνα Σάμερ, μια συλλογή χίπι της Eurovision, Κριστόφ, Τζο Ντασέν.

Όμως ο επόμενος δίσκος που αγόρασα ήταν το A Trick of a Tale των Genesis. Μιλάμε για… χάος! (γέλια). Τι έγινε τώρα; Εγώ ήμουν συμμαθητής και φίλος με δύο εξαιρετικούς μουσικούς. Ο ένας δεν ευτύχησε να κάνει καριέρα, ο Κώστας ο Μπίσκας ή Βίγλης το παρατσούκλι του. 

Ζάικος

Μεγάλο ταλέντο, αλλά εκεί έμεινε. Είχε κάποιες συνεργασίες και με το Ζερβουδάκη και τους Nemo. Ο άλλος ο κολλητός μου ήταν ο Πάνος ο Τόλιος, ο ντράμερ που έπαιξε και στους Blues Gang.

Ο Πάνος για μένα είναι από τους κορυφαίους ντράμερ που έχουν υπάρξει στην Ελλάδα. Μπορεί να μην ήξερε το blues όπως το ξέρει ο Αλέξης ο Αποστολάκης για παράδειγμα, αλλά η αισθητική του ήταν μοναδική.

Ο Πάνος όμως είχε σε αντίθεση με μένα που ήμουν λίγο αφελής και ρομαντικός, ήθελε να την κάνει να πιαστεί, γι΄ αυτό και πήγε στην Αθήνα, έπαιξε με την Αλεξίου, με το Σαββόπουλο, έκανε καριέρα αξιοπρόσεκτη σε εργασιακό επίπεδο.

Αυτοί οι δύο και οι Nemo ως γκρουπ ήταν μεγάλες επιρροές για μένα. Κάθε μέρα βρισκόμασταν στο υπόγειο του μαγαζιού του πατέρα του Λευτέρη Τσαφαρίδη, που έπαιζε κιθάρα στους Nemo.

Είχε μαγαζί με στρώματα. Στο υπόγειο αυτού του μαγαζιού είχαν μηχανήματα, σαν ένα μικρό στούντιο της εποχής, έκαναν πρόβες και εγώ εκτελούσα χρέη roadie. Δηλαδή βοηθού, κουβαλούσα μηχανήματα, κολλούσα αφίσες, πήγαινα μαζί τους.

Επειδή ο Πάνος ήταν ο πιο κολλητός μου φίλος εκείνη την εποχή, θέλησα να μάθω να παίζω τύμπανα και τα κατάφερνα, οπότε πιστεύω πως αν ασχολιόμουν με τα τύμπανα θα γινόμουν ένας επαρκής μπλουζ ντράμερ.

Στην κιθάρα στράφηκα επειδή ήθελα να γράψω δικά μου τραγούδια. Δεν ονειρεύτηκα τον εαυτό μου guitar herο. Ο λόγος που έπιασα την κιθάρα ήταν αυτός.

Την έπιασα γύρω στα 20. Γυρνάω από την Αθήνα, εκείνη την εποχή γνωρίστηκα με το Σωτήρη το Ζήση που είμαστε μαζί μέχρι σήμερα και με το Νίκο τον Ντουνούση. Ο Νίκος είναι πιο μικρός από μένα, έπαιζε μουσική από πιο νωρίς, σε γκρουπ.

Με το Σωτήρη όμως βρήκα μια αδερφή ψυχή και είχε τη διάθεση να με βοηθήσει. Δεν το έβρισκες αυτό, μουσικούς που να παίζουν blues δεν έβρισκες. Ο δρόμος αυτός αποδείχθηκε μοναχικός και σκληρός, διότι για αρκετούς ασχολιόμουν με… χαζομάρες».

Σταρόβας, Blues Gang και Blues Wire

Με το Σωτήρη λοιπόν ξεκινήσαμε οι δύο μας σε μια σοφίτα πάνω από το σπίτι του να γρατζουνάμε. Εκεί έγιναν τα πρώτα βήματα και γυρέψαμε κάποιον ντράμερ για να γίνει πιο ζωντανός ο ήχος. μετά ήρθε και ο Σταρόβας.

Η μητέρα του έμενε στην πολυκατοικία που έμεναν οι δικοί μου και γνωριστήκαμε και θήτευσε στους Blues Gang. Παίξαμε αρκετές συναυλίες μαζί. Ήταν κιθαρισταράς μεγάλος. Αλλά ήταν από αυτούς που διοχετεύει το ταλέντο του σε πολλά πράγματα και μετά δύσκολα το συγκρατεί σε ένα από αυτά.

Κι εγώ προσπάθησα να κάνω κι άλλα πράγματα, αλλά στα μάτια του κόσμου πάντα ήμουν ο μπλουζίστας. Αφού κάναμε τους δύο δίσκους και τον μίνι δίσκο live στο Αγροτικόν του Παπάζογλου ως Blues Gang κάποια στιγμή στην Αθήνα παίζαμε στο Ροντέο και είχαμε κάποιες έντονες διαφωνίες μεταξύ μας. Τα γνωστά.

Ζάικος
Ηχογραφώντας στο Αγροτικόν του Νίκου Παπάζογλου (με το Γιώργο Τσακαλίδη)

Εγώ με την αφέλεια που με διακατείχε και με διακατέχει ακόμη, πίστεψα ότι αφού θα αλλάξουν δύο μέλη στο γκρουπ, θα πρέπει να αλλάξουμε και το όνομα. Να γυρίσουμε σελίδα. Έτσι γεννήθηκαν οι Blues Wire, δεν ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν βήματα επόμενα στην πορεία ενός γκρουπ (σ.σ. με Νίκο Ντουνούση, Σωτήρη Ζήση, Αλέξανδρο Αποστολάκη, Γιώργο Μπαντούκ Αποστολάκη, Γιώργο Δημητριάδη).

Η εποχή της δόξας

«Μέχρι τότε ήταν ανέκδοτο να παίζεις blues στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν πρέπει να πω η εποχή της δόξας, δεν το βλέπω έτσι. Μαθητές είμαστε, ακόμη και τώρα. Η απήχηση που λες υπήρχε και φαίνεται ακόμη, όταν παίζουμε στο Κύτταρο στην Αθήνα. Τα πρώτα χρόνια δεν το πίστευα αυτό που ζούσα. Βλέπαμε τον κόσμο στα μαγαζιά και μου φώναζαν κιόλας ‘Ηλία’ και κόντευα να βουρκώσω. Έλεγα από πού έρχεται όλο αυτό το ενδιαφέρον και η αγάπη; Πίστευα ότι δεν μου αξίζει όλο αυτό. Φυσικά και το ευχαριστιέμαι και το αποζητάω. Και μου λείπει τώρα. Και θα ‘θελα και καμιά συναυλία παραπάνω. Να πεις ότι είμαστε ακριβοί ή φίρμες;

Ζάικος Αυτό που με θλίβει καμιά φορά είναι ότι κάποιοι μας χαρακτηρίζουν χωρίς να μας ξέρουν. Που μας λένε αλαζόνες ή υπερφίαλους. Πότε ήρθες να μας γνωρίσεις και έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; Αυτό έρχεται κυρίως από το διαδίκτυο.

Είχα πει κάποτε σε μια συνέντευξη ότι οι Blues Wire είναι το κατεστημένο του περιθωρίου, με την έννοια ότι εμείς κάναμε κάτι που δεν το μολύναμε και δεν το νοθεύσαμε. Για τους πιτσιρικάδες, είμαστε κατεστημένο, άνθρωποι που μπορεί να έχουμε ξεπουληθεί στο σύστημα. Τις τσέπες μας αν τις ρωτήσεις, είμαστε μαζί με τους πιο καταφρονεμένους. Είμαστε σε ένα περιθώριο, όπου όμως η κοινότητα του περιθωρίου μας βλέπει ότι γίναμε και καλά μη μου άπτου, ενώ το πραγματικό σύστημα μας έχει στην απ’έξω μονίμως».

Οι βραδιές στο θρυλικό Παραρλάμα

«Το Παραρλάμα ήταν μια ευτυχής συγκυρία, οι άνθρωποι που βρεθήκαμε ήμασταν μια ωραία παρέα. Η αιτία της δημιουργίας ήταν… για να βγάλουμε τον χειμώνα του ’86. Υπήρχε αυτό το μαγαζάκι που το είχε η ξαδέλφη κάποιου γνωστού στην παρέα (Βελισσαρίου με Βυζαντίου). Ο χώρος υπήρχε και λειτουργούσε με έναν πιο έντεχνο τρόπο, έκαναν εκθέσεις φωτογραφίας, βραδιές ποίησης, είχες την αίσθηση ότι ήταν ένα μπαράκι, είχε ένα πιο ελιτίστικο χαρακτήρα όπως θυμάμαι και έπειτα έκλεισε.

Αλλά οι δύο άνθρωποι που ήταν καταλύτες ήταν ο Γιώργος ο Τσακαλίδης, ο οποίος είχε την σχέση με την μουσική, σε αυτό μέσα βάζω και εμάς, εμείς είχαμε τότε σχέσεις με τον Γιώργο γιατί ηχογραφούσαμε και από την άλλη ήταν ο Στεφανίδης ο Νίκος ο οποίος είχε το άλλο κομμάτι, δούλευε ως μπάρμαν στο Λούκι Λουκ, ήξερε από ποτά και ουσιαστικά όλοι μαζί έτσι συζητώντας τι θα κάνουμε, το αρχίσαμε.

Ζάικος
Με τον Ron Abrams σε μία από τις αξέχαστες βραδιές

Αυτό έγινε το ‘86, εμείς είχαμε σχηματιστεί το ’83 και σκέψου δεν υπήρχαν κινητά, ήταν εντελώς διαφορετικές οι εποχές. Μέχρι τότε παίζαμε κυρίως σε κάποιες εκδηλώσεις και φεστιβάλ που είχαν είτε έναν πολιτικό χαρακτήρα, (Ρήγας Φεραίος του ΚΚΕ εσωτερικού, ΠΑΣΟΚ, και διάφορες άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις). Ακόμα και σήμερα όσοι ζούμε έχουμε πάρα πολύ καλές σχέσεις.

Αυτό δείχνει για να ευλογήσω και λίγο τα γένια μου και το τι παιδιά ήμασταν τότε, δεν ήμασταν σκατόπαιδα, ήμασταν εντάξει τύποι.

Έγινε για έναν χειμώνα, αλλά άρχισε να έρχεται και κόσμος οπότε λέγαμε πάμε και την άλλη χρονιά. Ήταν μια μέθεξη, βέβαια. Κάθε εποχή έχει τα δικά της χούγια, τα δικά της στέκια, τους δικούς της ανθρώπους, αλλάζουν τα πράγματα.

Το πηγαίναμε μέχρι αργά, εκτός από την περίοδο του Παπαθεμελή (γέλια). Εντάξει, δεν ήμασταν σκυλάδικο, προσπαθούσαμε να κρατάμε ισορροπίες».

Ζάικος

Μεγάλες συνεργασίες, τα αστεία σκηνικά και ο Παπάζογλου

Τα περιστατικά που ζήσαμε ήταν πολλά, το να θυμηθεί κανείς. Εκεί πρωτοπαίξαμε με αυθεντικούς blues ανθρώπους, να παίζεις με την Katie Webster ας πούμε… Σκέψου ότι η Katie έπαιζε στο κλαμπ του Jack Ruby, που είναι αυτός που σκότωσε τον Lee Harvey Oswald, δηλαδή τώρα μιλάμε για τρελά πράγματα.

Απωθημένα για συνεργασίες; Δεν ξέρω. Δεν είχα ποτέ είδωλα. Ήρωες όμως είχα. Ήρωας για μένα είναι ο Mike Bloomfield. Το πνεύμα του με ευλογούσε κάθε φορά που έπαιζα. Στα όνειρά μου έχω παίξει με το Musdy Waters, τον Clapton, πολλούς. Με τον Winter επίσης.

Οι συνεργασίες προέκυπταν με γράμματα και τηλέφωνα, δηλαδή είχε βρεθεί ένας Αυστριακός, ο οποίος ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έπαιζε κιθάρα τραγουδούσε και πέρασε από το μαγαζί, παίξαμε και έτσι έγινε σύσταση και επαφές. Ξαφνικά άρχισε να δημιουργείται ένας κύκλος επαφών κυρίως στα Βαλκάνια και πιο βόρεια στην Αυστρία και στην Ουγγαρία. Στην Ουγγαρία είχαμε το πρώτο μας live στο εξωτερικό το 90′ μας κάλεσαν σε ένα τριήμερο φεστιβάλ, παίξαμε την πρώτη μέρα και έρχεται ο μάνατζερ την επόμενη, δεν μας περίμεναν τόσο καλούς. «Μπορείτε να παίξετε και σήμερα;», μας ρωτούν και λέμε φυσικά. Και έρχεται και την επόμενη και μας λέει μπορείτε να παίξετε και στο κλείσιμο μαζί με τον ‘Champion Jack’ Dupree; Ήταν μοναδικό.

Ένα αστείο σκηνικό στο Παραρλάμα ήταν όταν ένα βράδυ που παίζαμε και μπήκε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ήρθε μπροστά στο πάλκο με τη νυχτικιά, είχε κατέβει από τον τρίτο και αρχίζει και κουνάει το δάχτυλο, διαμαρτυρόταν για την φασαρία!

Αυτός ήταν και ο λόγος που έκλεισε το Παραρλάμα και μετεξελίχθηκε στον Μύλο, ψάχνοντας χώρο για να στεγαστεί. 100 άτομα είχε μέσα και άλλα τόσα και παραπάνω από έξω.

Ωραίο ήταν αυτό που θυμάμαι, είχαμε κάνει ένα αποχαιρετιστήριο διήμερο πριν το κλείσιμο του Παραρλάμα και ήρθε και το ηχογράφησε ο Νίκος ο Παπάζογλου με τον οποίο είχαμε πολύ καλές σχέσεις και είχαμε τζαμάρει πολλές φορές.

Είχε έρθει έτσι με την τρέλα που κουβαλούσε την ηχοληπτική. Παίζανε ντράμερς, παίζανε 4 πνευστά, και ο Danny Hayes ο τρομπετίστας ο αμερικάνος, έχει καθοριστική σημασία στη μουσική σκηνή στη Θεσσαλονίκη. Όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα».

Ο Μύλος ήταν μια ηφαιστειακή έκρηξη

«Ο Μύλος ήταν λάβα, μια ηφαιστειακή έκρηξη, όποιος έμπαινε μέσα έβγαινε με εγκαύματα, αυτά που γινόταν στον Μύλο ήταν από άλλο πλανήτη για τα δεδομένα της εποχής. Θα σου πω ένα πράγμα που μας είχε πει ένας Αμερικάνος από κάποιο σχήμα που ήταν στο Μύλο. Μπήκε μέσα και είχε έκπληξη στο πρόσωπο με τον κόσμο που έβλεπε, την πολυποικιλία την οπτική και μουσική… Λέει: ‘Ένας τέτοιος χώρος στην Αμερική, πρέπει να έχει εκ του νόμου σερίφη, όταν ο αριθμός των ανθρώπων ξεπερνά το όριο της χωρητικότητας’.

Σκέψου: Ο Μύλος θα έπρεπε να έχει σερίφη (γέλια). Έχω να πω πάντως για τον Μύλο, ότι τα περιστατικά βίας, σε σχέση με τον τόσο κόσμο, ήταν ελάχιστα στα τόσα χρόνια, να απορείς που δεν σκοτώθηκε κανείς εκεί μέσα.

Ζάικος
Blues Wire με Γιώργο Μπαντούκ Αποστολάκη

Εκείνη η περίοδος πάντως ήταν η καλύτερη για μας Από το ‘85 μέχρι το ‘95 που παίξαμε στο Παραρλάμα και στο Μύλο. Ήταν εποχές που παίζαμε σχεδόν καθημερινά και οι αμοιβές ήταν καλύτερες. Μην φανταστείς κάτι τρομερό. Ήταν οι εποχές που όλοι στο γκρουπ καταφέραμε να πάρουμε ένα αυτοκίνητο. Που γνωρίσαμε συντρόφους και κάναμε οικογένεια και όνειρα για μια ζωή, που δεν ήρθε βέβαια, αλλά ΟΚ….

Ζήσαμε πράγματα ανεκτίμητα, που είναι πάνω από τα χρήματα.

Τι να πω. Συνοδέψαμε στο πάλκο τον Lousiana Red, τον Hammond, το Lurrie Bell και πόσους ακόμη. Αμέτρητες συνεργασίες. Έχουμε ανοίξει σε φεστιβάλ για τεράστια ονόματα. Αυτά δεν αξιολογούνται. Με το Red παίζαμε σχεδόν επί 20 χρόνια και αναπτύχθηκε ένας βαθύς δεσμός.

Ζάικος
Με τον Luisiana Red

Θα σου πω κάτι που θυμάμαι από το Μύλο και το λέω πρώτη φορά. Παίζαμε στο Μύλο και κάποια στιγμή έπαιζε ένας σπουδαίος μπασίστας, ο Ντάριλ Τζόουνς. Πιάσαμε την κουβέντα. Έστριβε ένα τσιγάρο. Μιλούσαμε και μου λέει ‘γίνονται συζητήσεις για να με πάρουν μπασίστα στους Rolling Stones!’. Μπορεί να ήμουν από τους πρώτους στον κόσμο που το έμαθα!

Το τέλος μιας εποχής

«Με ρωτάς γιατί έκλεισε ο Μύλος. Εμάς μας έκαιγε να παίξουμε τη μουσική μας, να ταξιδέψουμε. Αυτό που σκέφτομαι είναι ότι υπάρχουν κύκλοι, που καθορίζονται από τους ανθρώπους. Ήταν μια ομάδα ανθρώπων που ήξεραν καλά τη νύχτα, οπότε κάποια στιγμή θέλησαν να κάνουν κάτι άλλο. Ένιωσαν την ανάγκη αλλαγών. Και βέβαια είναι και ο κόσμος που δεν θα έλεγα ότι κουράστηκε, απλά είχε πολλές επιλογές. Ο Μύλος έδειξε πράγματα με αυτό που ήταν. Μετά από αυτό, γέμισε ο κόσμος μαγαζιά. Να και το ένα, να και το άλλο, να τα Λαδάδικα, το ΦΙΞ, οπότε ο κόσμος άρχισε να μοιράζεται.

Επίσης η Θεσσαλονίκη σε μεγάλο βαθμό είναι και σκυλούπολη, οπότε άλλαξε σε κάποια μαγαζιά και το ρεπορτόριο. Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ. Έχω ζήσει τη ζωή μου με ορίζοντα τριμήνου, ούτε καν εξαμήνου. Ποτέ δεν κάνω σχέδια για του χρόνου. Γιατί το βρίσκω ματαιοπονία. Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου.

Δεν είχαμε ποτέ μάνατζερ. Εγώ ήθελα κάποιον που θα τα έπαιρνε πίσω πολλαπλάσια. Εμείς ήμασταν μια περίπτωση εξαντρίκ για τα παγκόσμια δεδομένα. Greeks play the blues. Δηλαδή τι; Έλληνες που φοράνε φουστανέλες και τσαρούχια; Είναι λίγο φολκλόρ στα μάτια του κόσμου. Αυτό όμως, το ότι είσαι Έλληνας και παίζεις blues θα μπορούσε να το πάρει ένας άνθρωπος και να το διαχειριστεί και να βγάλει χρήμα. Αν υπήρχε κάποιος που θα είχε ενδιαφέρον για αυτή τη μουσική και την μπάντα, θα γινόταν. Εγώ δεν κυνηγώ την ευκαιρία, τα περιμένω στο πιάτο. Καλώς, κακώς έτσι είμαι.

Θα σου πω ένα παράδειγμα: Πριν χρόνια παίξαμε μαζί με την Άνα Πόποβιτς, που είναι διάσημη στην μπλουζ ροκ. Τότε ήταν 17 χρονών. Της είπα ότι αν δεν κάνεις μαλακίες στη ζωή σου, δεν μπλέξεις με ναρκωτικά, σε 2 με 3 χρόνια θα είσαι τοπ. Όπως και έγινε. Μπορώ να διακρίνω για τους άλλους, αλλά για τον εαυτό μου δεν το έκανα. Τι να σου πω: Η Γουέμπστερ μου είχε πει: Θέλω να έρθεις στην Αμερική να ηχογραφήσουμε μαζί. Δεν το κυνήγησα.

Θα μπορούσα να πάρω τηλέφωνο, να επικοινωνήσω. Η Μπελ μου είχε πει επίσης: Ελα στο Σικάγο να σε φιλοξενήσω. Μου έτυχαν πολλά. Δεν το κυνηγάω γιατί θεωρώ ηλιθιωδώς έναν τύπο ενοχής, ότι θα εκμεταλλευτώ τη δημοφιλία του άλλου για να φανώ. Ηλίθιο. Για τον εαυτό μου είμαι άθλιος μάνατζερ».

Ζάικος
Blues με την Angela Brown

Οι Blues Wire σήμερα

«Είναι σε μια φάση… δύο βήματα πριν από το ΚΑΠΗ (γέλια). Καλά είμαστε. Οι τελευταίες συναυλίες πήγαν πάρα πολύ καλά. Έχουμε τα προβλήματά μας, εγώ με το ισχίο μου. Πολλές φορές παίζουμε με το Νίκο τον Ντουνούση. Μαζευτήκαμε και στο Κύτταρο και θυμόμαστε τα παλιά. Είμαστε τρεις (μαζί με το Σωτήρη Ζήση και τη Νίκη Γουρζουλίδου). Είναι βάρος για μένα, με την έννοια ότι καλούμαι να τραγουδήσω να παίξω τα σόλο, να μην είναι κουραστικός ο ήχος στο αυτί, να κάνω το σόου και είναι πολλές οι ευθύνες.

Ζάικος
Το σήμερα των Blues Wire: Μαζί με το Σωτήρη Ζήση και τη Νίκη Γουρζουλίδου

Θα πω κάτι που είχε πει ο Γκρεγκ Όλμαν, των Allman Brothers Band. Τον ρώτησαν: Πώς τα καταφέρνεις να παίζεις σε αυτή την ηλικία; Όπως κάθε άνθρωπος, αρρωσταίνουμε πονάμε, αλλά όταν ανεβαίνεις στο πάλκο, είναι αλλιώς. Είναι, είπε: The Land of no pain. Η ατάκα αυτή μου καρφώθηκε στον εγκέφαλο και το έκανα τραγούδι. Και είναι η αλήθεια. Οι ρεμπέτες, οι αυθεντικοί καλλιτέχνες θα σου πουν το ίδιο πράγμα. Από τη στιγμή που θα ανέβεις στο πάλκο, αλλάζουν όλα.

Το blues το θεωρώ μια μοναχική μουσική. Δεν έχει ημερομηνία λήξης. Στο blues δεν έχει μεγάλωσα και πρέπει να αποσυρθώ. Είναι διαχρονικό».

Επαναστάτης καλλιτέχνης

«Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι ένας εν δυνάμει επαναστάτης. Γιατί ασχολούμενος με την τέχνη το κάνει για να εξυψωθεί, για να γίνει ένας καλύτερος άνθρωπος, να νιώσει πιο πλήρης, πιο χρήσιμος, πιο ουσιαστικός. Κοιτάς προς την ελευθερία, προς την ισότητα, προς την αλληλεγγύη. Άρα πρέπει ο καλλιτέχνης να δείχνει με το δάχτυλο προς τα εκεί που πιστεύει ότι βρίσκεται μια καλύτερη ζωή, το καλό. Ο καλλιτέχνης δεν είναι κάποιος υπάλληλος. Εφόσον αυτό που έχει μέσα του τον καταπιέζει κάποια στιγμή ίσως το έργο του τον αποκαλύψει. Στο βιβλίο μου (Ντόμπρα blues) έχω μια φράση που μ’ άρεσε πολύ.

Ζάικος

Γράφω στο τέλος μιας παραγράφου «τέχνη εγκυμονούσα, πόνος γεννήτωρ»

Ο πόνος πάντα γεννάει το συναίσθημα που δίνει έμπνευση, αφορμή και δημιουργία. Όταν είσαι χαρούμενος κατακλύζεσαι από αυτό το αίσθημα, δυσκολεύεσαι να γράψεις κάτι, να το αφήσεις στην άκρη και να το περιγράψεις, νιώθεις ηλίθιος, δηλαδή να περιγράψεις τι; Την αμόλυντη, αβίαστη χαρά που σε διακατέχει; Όχι, θα χαρείς. Δεν θα καθίσεις να γράψεις πέντε στίχους, μια μελωδία.

Το ίδιο μου συνέβη ας πούμε όταν γεννήθηκε η κόρη μου και ήθελα να γράψω ένα νανούρισμα και λέω κάθεσαι ρε μαλάκα και γράφεις για τον καθένα, κάθε παπαριά και δεν θα γράψεις για αυτό που είναι ένα τόσο μοναδικό γεγονός της ζωής σου. Ξεκινούσα, προσπαθούσα, έκανα σχέδια, προσχέδια, δεν έγραψα τίποτα, γιατί το ίδιο το συναίσθημα όπως μιλούσε μέσα μου στην ψυχή, ξεπερνούσε κάθε μου δημιουργική διάθεση να μιλήσω για αυτό.

Carry the torch

«Ο κυρίαρχος λόγος να ασχολείσαι με κάτι που αγαπάς και το πιστεύεις είναι το «carry the torch» που λέμε, να κουβαλάς δηλαδή την λαμπάδα, να μεταλαμπαδεύεις κάτι και να νιώθεις σαν απόστολος αυτού του πράγματος. Αυτός είναι ο κύριος λόγος να ασχολείσαι με κάτι που δεν είναι δικό σου, όπως είναι το μπλουζ. Μου ακούγεται βαρύ να πω ότι είμαι απόστολος του blues, αλλά με ενδιαφέρει. Να πω ότι το μπλουζ αν και πολλές φορές ερμηνεύεται ως μια μουσική επανάστασης και αντίστασης, δεν είναι έτσι ακριβώς.

Το blues ξεκίνησε πιο πολύ ως το ξεφάντωμα του Σαββατόβραδου, το ότι έχουμε μερικές ώρες ελευθερίας από τα χωράφια, τις φυτείες, τις αλυσίδες, τη σκλαβιά κτλ και έχουμε την ευκαιρία να μεθύσουμε, να φλερτάρουμε, να ερωτευτούμε, να μαλώσουμε όλα αυτά που κάνουν οι άνθρωποι με άλλους τρόπους υπό άλλες συνθήκες. Βασικά είναι ερωτικό, όπως κάθε τι που πηγάζει από τον λαό.

Το μπλουζ πρέπει να αντιμετωπιστεί ως λαϊκή μουσική είναι η μουσική των μαύρων Αμερικάνων, μιας φυλής που δημιουργήθηκε αργότερα στον χρόνο και απέκτησε δικά της χαρακτηριστικά. Ήρθε για να μείνει κατά την άποψή μου. Δεν θα φύγει, θα μεταλλάσσεται, θα αλλάζει μορφή, θεματολογία και τα λοιπά αλλά θα υπάρχει για πάντα».

Ζάικος
Ο Johnny Mars
Ζάικος
Lurrie Bell

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα