Να το πω, να μην το πω: Ο Αφούσης και η μαντινάδα που δεν σβήνει

Η ιστορία πίσω από το τραγούδι που σιγοτραγουδάς τα καλοκαίρια στα γλέντια

Μαρία Συμεωνίδου
να-το-πω-να-μην-το-πω-ο-αφούσης-και-η-μαντ-1323841
Μαρία Συμεωνίδου

Κάποτε στο νησί της Κάσου ζούσε ο Αφούσης – ή Αντράς, όπως θέλετε πείτε τον.

Η ζωή του ακροβατεί μεταξύ αλήθειας και θρύλων και αυτό γιατί ο Αφούσης δεν άφησε πίσω του γραφές. Μόνο μνήμες, ιστορίες και στίχους που ψιθυρίζονται ακόμα από στόμα σε στόμα ή καλύτερα τραγουδιούνται.

Που λέτε ο Αντρέας Μαγκιώρος (όπως τον έλεγαν σύμφωνα με πραγματική μαρτυρία) έζησε στα μέσα του 1800. Κάποια στιγμή έφυγε από την Κάσο για ένα ταξίδι σε συγγενείς στη Κρήτη το οποίο του άλλαξε τη ζωή… κυριολεκτικά. Κουβάλησε στις πλάτες του ένα θλιβερό φορτίο – είδε, λένε, τον πατέρα του να σφάζεται από Τούρκους μπροστά στα μάτια του στην Κρήτη. Από τότε, κάτι μέσα του άλλαξε.

Ο Αντράς ήταν ένας μορφωμένος διανοούμενος που δίδασκε στη Κάσο και πέρασε και κάποια χρόνια και από τη Σητεία ως εκπαιδευτικός. Σιγά σιγά όμως άρχισαν όλοι να αντιλαμβάνονται ότι δεν είχε την διαύγεια πλέον να συνεχίσει, κάτι που και ο ίδιος ήξερε. Έτσι, ξεκίνησε με τον καιρό εκτός από εσωτερικά να αλλάζει και εξωτερικά…Τον έβλεπαν να περιφέρεται στους δρόμους ξυπόλυτος, με ένα τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι και πουκάμισο ξεκούμπωτο. Κρατούσε πάντα ένα καλάθι στο χέρι, και στο πλευρό του δεν έλειπε ποτέ ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής. Το σπίτι του ήταν μια σπηλιά. Στο κεφάλι του, έξι-εφτά καπέλα μαζί – σημάδι απλά μιας δικής του… μόδας.

Αυτή η νέα αλλόκοτη θα έλεγε κανείς εμφάνιση δεν ήταν κάτι που τρόμαζε τους συγχωριανούς του αντίθετα,  τους γνώριζε όλους με το όνομά τους, και όταν έπεφτε κρασί στο τραπέζι, τον καλούσαν να μπει στην παρέα. Έφτιαχνε ιστορίες, γέμιζε τον τόπο με στίχους και γέλια, έλεγε «Εγώ, Αφούσης, παλλαρός;…» Και σε όποιον τον ρωτούσε ποιος είναι, απαντούσε πάντα
«Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι…Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…» 

Η μορφή του Αφούση δεν περιορίστηκε ποτέ μόνο στο παρελθόν και στην ηθογραφία του νησιού της Κάσου. Από στόμα σε στόμα, από τραπέζι σε τραπέζι και από μαντινάδα σε τραγούδι, η παρουσία του ταξίδεψε μέσα στον χρόνο και κάποια στιγμή έφτασε και συνδέθηκε άρρηκτα με έναν σύγχρονο μουσικό, τον Καίσαρα Κική.

Σε κάποιο φεστιβάλ, σε κάποιο γλέντι ή πανηγύρι, ακόμα και με μια κιθάρα σε κάποιο κάμπινγκ με την παρέα, ο αφούσης είναι πλέον απαραίτητο στοιχείο…

Η ταύτιση αυτή του Κίκη με το τραγούδι δεν ήταν τυχαία. Ο ίδιος μεγάλωσε ακούγοντας ιστορίες για τον Αφούση, τον «τρελό του χωριού» που ήταν η ψυχή των γλεντιών της Κάσου. Από παιδί πήγαινε στις γιορτές μόνο και μόνο για να ακούσει τον «Αφούση» το τραγούδι αυτό ή καλύτερα την αυτοσχέδια μαντινάδα – κι όταν τελείωνε μόνο, έφευγε για να παίξει, ήταν μια μαγεία για αυτόν.

Μεγαλώνοντας, πήρε μαζί του αυτή την ανάμνηση και στη Θεσσαλονίκη και το 2018 το έδωσε απλόχερα σε μια διασκευή που αγαπήθηκε τόσο μουσικά όσο και για την άγνωστη μέχρι τότε ιστορία του.

Στο πρώτο του μουσικό παίξιμο αυτού του τραγουδιού, ένιωσε πως δεν μπορούσε να ξεκινήσει χωρίς να «πει» τον Αφούση. Και έτσι έγινε – το τραγούδι, φτιαγμένο πάνω σε μαντινάδες του ίδιου του Αντρά, πήρε ξανά ζωή. Άλλοτε προσαρμοζόταν ανάλογα με την παρέα, άλλοτε ακολουθούσε τις πιο γνωστές, σταθερές πια, στροφές. Το κοινό ανταποκρίθηκε αμέσως, όχι μόνο με κέφι, αλλά και με συγκίνηση.

Ένα παπόρι έρχεται, να το πω να μη το πω Κι είναι κοντά ν΄αράξει Και φέρνει της αγάπης μου, παλλαρέ παλλαρα-Αντρά, Ποκάμισο ν’ αλλάξει. Εγέρασά και δε μπορώ, να το πω να μη το πω τις νύχτες να γυρίζω Και τις ψηλομελαχρινές παλλαρέ δυο τρεις φορές να τις καλησπερίζω Βάλε φωθιά στο λύχνο σου να το πω να μην το πω να φέξει η κάμαρή σου Αντράς, κερά μου στέκεται να το πω να μην το πω ομπρός εις την αυλή σου Βρε Αφούση βρε Αντρα παλλαρέ παλλαρα-Αντρά

Για τον Καίσαρα Κική, αυτή η διάδοση του τραγουδιού δεν ήταν απλώς φόρος τιμής, αλλά και μια προσωπική δικαίωση: να μεταφέρει κάτι που τον συντρόφευε από παιδί σε ένα ευρύτερο κοινό, κρατώντας ζωντανό τον τοπικό θρύλο.

Ο ίδιος ο Καίσαρας Κίκης αναφέρει σε παλαιότερη συνέντευξή του σχετικά με το τραγούδι, την ύπαρξη ενός παλιού βιβλίου με τίτλο «Ο Αφούσης ή Αντράς», που εκδόθηκε το 1924 στην Αίγυπτο, τότε που πολλοί Κασιώτες ζούσαν εκεί, δουλεύοντας στο άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ. Το παρατσούκλι «Αφούσης» φέρεται να έχει ρωσική επιρροή – καθώς λέγεται πως ναυτικοί της εποχής, που ταξίδευαν μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα μεταφέροντας γύψο, είδαν σε κάποιο λιμάνι έναν Ρώσο που έμοιαζε καταπληκτικά του Αντρέα. Όταν γύρισαν στην Κάσο, είπαν «μοιάζει με τον Αφούση, τον Ρώσο!» – κι έτσι το όνομα κόλλησε και έμεινε σαν ένα παρατσούκλι του Αντρά.

Κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες για τον Αντρά, μια αρκετά τρυφερή είναι αυτή για την αγάπη του με το Κατερινάκι, μια κοπέλα από την Κάσο που ήθελε να παντρευτεί. Η κατάστασή του όμως δεν το επέτρεπε και έτσι η οικογένειά της την πάντρεψε με έναν ναυτικό, κάτι που συνηθιζόταν παλαιότερα στα νησιά, οι κοπέλες να παντρεύονται ναυτικούς, ήταν το καλύτερο τυχερό που ήθελαν οι οικογένειες για τις κόρες.

ο Αφούσης που λέτε ποτέ δεν ξέχασε την Κατερίνα, ήταν άλλο ένα τραύμα για αυτόν ότι έχασε την κοπέλα που αγαπούσε και όταν ο ναυτικός άντρας της κάποια στιγμή χάθηκε σε ναυάγιο, ο Αντράς, ξεροστάλιαζε έξω από το σπίτι της. Αυτή, έβγαινε που και που για να του δώσει ένα πιάτο φαγητό γιατί τον λυπόταν, όταν όμως δεν του άνοιγε αυτός ξεκινούσε να της λέει τις πιο όμορφες  μαντινάδες…

«(Β)άλε φωδιά στο λύχνο σου, να φέξ’ η κάμαρή σου… Αντράς, κερά μου, στέκεται ομπρός εις την αυλή σου…»

Τα χρόνια πέρασαν πάνω στον Αφούση αθόρυβα αλλά βαριά. Το σώμα του άρχισε να λυγίζει όπως κάποτε λύγισε και το μυαλό του, δεν ζήτησε βοήθεια από κανέναν. Η απουσία του από τους δρόμους του χωριού όμως δεν πέρασε απαρατήρητη, οι χωριανοί άρχισαν να τον αναζητούν, κι όταν κάποια παιδιά του χωριού τον βρήκαν ξαπλωμένο, αδύναμο και μισοπεθαμένο στα χαλάσματα ενός σπιτιού, τον μετέφεραν στον καφενέ του Κώστα του Διάκου.

Εκεί μαζεύτηκαν όλοι. Όχι από οίκτο – από αγάπη.

Μες στον πυρετό, λένε πως άρχισε να τραγουδά – σιγανά μια μαντινάδα «Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριο θα πεθάνω… Και θα με πάρουν στο Χριστό σαν ένα καπετάνο…» Και πράγματι. Την επόμενη μέρα, ο Αφούσης έφυγε από τον κόσμο, αλλά έμεινε για πάντα στη μνήμη όσων τον έζησαν. Η πομπή στην κηδεία του, λέγεται, δεν είχε προηγούμενο. Κανείς νεκρός στην Κάσο δεν συνοδεύτηκε με τόσο κόσμο.

Ο λαός του νησιού δεν ξέχασε ποτέ τον Αντρά, τον κράτησε ζωντανό μέσα από αναμνήσεις και αφηγήσεις που από τα τέλει του 19ου αιώνα πέρασαν στο σήμερα. Οπότε την επόμενη φορά που θα τραγουδήσετε τον Αφούση σκεφτείτε πως ίσως ακούει και συμμετέχει από κάπου και ο ίδιος, περάστε καλά στο γλέντι τσουγκρίζοντας στην υγειά του.

Διασκευές του έχουν γίνει από πολλούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Ακολουθούν οι αγαπημένες μας:

Πληροφορίες- kamini.gr, musicpaper.gr, mixanitouxronou.gr.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα