Nicola Piovani: Ένας θρύλος της μουσικής στη Θεσσαλονίκη
Ο λόγος που την 1η Οκτωβρίου θα βρισκόμαστε στην Αίθουσα Φίλων Μουσικής Μ1
O θρύλος της μουσικής Nicola Piovani συμπράττει με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, την 1η του Οκτώβρη, σε μια συναυλία με τις καλύτερες στιγμές της πορείας του, υπό τη μαεστρική του καθοδήγηση, στο πλαίσιο των 58ων Δημητρίων. Κι εσύ πρέπει να είσαι εκεί!
Αν έχεις δει τις τελευταίες ταινίες του Φελίνι -L’ Intervista, Ginger e Fred ή La voce della luna- θα θυμάσαι τη μουσική του. Σίγουρα, όμως, -ακόμη κι αν δεν είσαι σινεφίλ- αναγνωρίζεις το soundtrack της ταινίας «Η ζωή είναι ωραία», που φέρει, επίσης, την υπογραφή του και του χάρισε το Όσκαρ Καλύτερης Μουσικής, το 1998. Έχει ταυτίσει το όνομά του με το σινεμά, παρόλο που είναι δημιουργός και θεατρικής, συναυλιακής και συμφωνικής μουσικής.
Το άστρο του ανατέλλει για πρώτη φορά στη Ρώμη τον Μάιο του 1946 και από νωρίς συνειδητοποιεί την αγάπη του για τη μουσική. «Δεν είχα κλείσει ακόμη τα πέντε μου, όταν με πήγαν για πρώτη φορά σ’ ένα τηλεοπτικό show. Θυμάμαι ακόμα τον χώρο στο Porta Castello. Κατά τη διάρκεια της συναυλίας καθόμουν δίπλα στην ορχήστρα… τύμπανα, πιάνο, τρομπέτες. Παιδική έκπληξη κι ένα συναίσθημα που με έκανε να νιώθω πολύ χαρούμενος», θυμάται.
Ο πατέρας του, Αλμπερίκο, παίζει νέος στο τοπικό συγκρότημα, στη γενέτειρά του, το Κορτσιάνο, ενώ στο σπίτι τους η μουσική αποτελεί οικογενειακό πάθος. Ο ίδιος αναπολεί: «Θυμάμαι έναν δάσκαλο ακορντεόν που δίδασκε στο σπίτι. Από το μπαλκόνι, τον έβλεπα να ανεβαίνει μ’ ένα παλιό μοτοποδήλατο Guzzetto, με το ακορντεόν κρεμασμένο στον ώμο. Μου έμαθε μερικές παραφράσεις από την Traviata, διασκευές του Pasodoble κι ένα αξέχαστο κομμάτι, το “Pietro ritorna”».
Στα 16 του, ανακαλύπτει τον κινηματογράφο στην «Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν. Αυτό φουντώνει τη σπίθα και την επιθυμία να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Αποφασίζει να ακολουθήσει μουσικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Sapienza, ενώ στα 21 του, αποκτά δίπλωμα στο πιάνο από το Ωδείο Verdi του Μιλάνο. Μελετάει ενορχήστρωση και συνεργάζεται στενά με τον Μάνο Χατζιδάκι, του οποίου δηλώνει μαθητής και τεράστιος θαυμαστής.
«Τα μισά απ’ όσα ξέρω τα οφείλω στον Χατζιδάκι», υπερθεματίζει κάθε φορά όταν τον ρωτούν για τη σχέση του με τον κορυφαίο έλληνα συνθέτη. Την αγάπη του για την Ελλάδα επιβεβαιώνει χρόνια αργότερα, όταν συνεργάζεται και με τον σκηνοθέτη Περικλή Χούρσογλου, στην ταινία «Ο Κύριος με τα Γκρι», αλλά και με τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Ηρακλείου. Ο ίδιος αναπολεί: «Επρόκειτο να κάνω μια συναυλία μετά τον Astor Piazzolla. Οι πρόβες γίνονταν απογευματινές ώρες, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών την ημέρα. Με κάλεσαν να παρακολουθήσω τις πρόβες του Piazzolla υπό τη διεύθυνση του Χατζιδάκι. Ήμουν γοητευμένος.
Ήμουν μπροστά σ’ έναν από τους σπουδαιότερους μουσικούς του αιώνα κι ο ενθουσιασμός ήταν ίδιος όπως όταν ήμουν παιδί. Όλα αυτά οφείλονταν, φυσικά, στους δύο τεράστιους καλλιτέχνες, τον Πιατσόλα και τον Χατζιδάκι».
Το πρώτο του soundtrack, το 1968, ντύνει το ντοκιμαντέρ των φοιτητικών κινημάτων της Φιλοσοφικής, αλλά το ντεμπούτο του με ολοκληρωμένη δουλειά το κάνει την επόμενη χρονιά, με το ”NP il segreto” του Silvano Agosti. Και μπορεί ο τίτλος της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας για την οποία συνέθεσε μουσική να αντιστοιχούσε στα αρχικά του, NP, εντούτοις όλο ήταν μια καθαρή σύμπτωση. Ο Agosti δεν αποκάλυψε ποτέ τον λόγο για τον τίτλο κι εκείνος διατηρεί ακόμα αυτήν τη σύμπτωση ως γούρι που του έφερε καλή τύχη!
Μετά το NP, ξεκινάει μια θεαματική καριέρα που τον οδηγεί σε περισσότερες από 150 συνεργασίες με τους σημαντικότερους ιταλούς σκηνοθέτες: Bellocchio, Monicelli, αδερφοί Taviani, Moretti, Loy, Tornatore, Benigni, Federico Fellini -μόλις στα 31 του, συνέθεσε τη μουσική για τη μεγάλη νικήτρια ταινία στο Φεστιβάλ των Καννών “L’ Intervista”. «Κάθε ταινία έχει δική της προσωπικότητα. Πρέπει να παραμερίζεις τις φιλοδοξίες σου, όταν συνθέτεις ένα soundtrack και να ταυτίζεσαι με την ταινία», έχει παραδεχτεί.
Στη συνέχεια, εργάζεται και στο θέατρο, γράφοντας μουσική για μεγάλες παραγωγές. «Το θέατρο είναι η γλώσσα του μέλλοντος. Η θεατρική επικοινωνία, στην οποία καλλιτέχνες, με σάρκα και οστά, δρουν, τραγουδούν και χορεύουν μπροστά σε ζωντανό κοινό, είναι μέρος μιας παράδοσης δύο χιλιάδων ετών. Κι ένας συνθέτης που έχει στο ενεργητικό του πολλές κινηματογραφικές μουσικές, φτάνει στο σημείο το έργο του να γίνεται μονότονο και βαρετό. Στο θέατρο, όμως, η μουσική είναι δεξιοτεχνία», θα δηλώσει για την άλλη μεγάλη του αγάπη.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, συνεργάζεται με τους Vincenzo Cerami και Lello Arena και ιδρύουν την Compagnia della Luna, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα είδος θεάτρου, όπου η μουσική και οι λέξεις μπορούν να αλληλεπιδράσουν σε εκφραστικό επίπεδο. Το 1998, η πρώτη παραγωγή του «La pietà» φιλοξενήθηκε στο θέατρο Mancinelli στο Orvieto, ενώ παρουσιάστηκε 2004 στη Βηθλεέμ (παλαιστινιακό έδαφος), αλλά και στο Τελ Αβίβ (ισραηλινό έδαφος) ως μήνυμα ειρήνης. «Συχνά με ρωτούν αν η μουσική μπορεί να κάνει κάτι για την ειρήνη ή για άλλες μορφές αλληλεγγύης. Η απάντησή μου είναι “όχι”. Αλλά η πραγματικότητα δεν είναι το μόνο που υπάρχει. Συχνά, η ιστορία μας λέει ότι οι στίχοι των ποιητών προηγούνται σημαντικών κατακτήσεων. Ο ιδεαλισμός ήταν συχνά ο άνεμος στα πανιά της πραγματικότητας. Αν μου ζητηθεί να παίξω για έναν αξιόλογο σκοπό, δεν αρνούμαι, μόνο και μόνο για να υπενθυμίσω στον εαυτό μου σε ποια πλευρά βρίσκομαι».
Το 2000, ο Piovani συγκεντρώνει το απαύγασμα της 30ετούς καριέρας του κι επαναδιατυπώνει τον τρόπο και τα μέσα έκφρασής του. Το ”Isola della luce” έχει μελωδία από τον Εκκλησιαστή, ενώ τα αποσπάσματα προέρχονται από τον Όμηρο, τον Λόρδο Βύρωνα, τον Αϊνστάιν, τον Σεφέρη, τον Vincenzo Cerami. Η ελληνική κυβέρνηση του αναθέτει να το παρουσιάσει στο νησί της Δήλου, στο πλαίσιο της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Ανάμεσα στις πολλές συναυλίες του, ξεχωρίζει αυτή στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1994, όταν -για πρώτη φορά στην ιστορία της Νότιας Αφρικής- είδε on stage να συνυπάρχουν λευκοί μουσικοί κι ένας έγχρωμος τραγουδιστής, ενώ η συνεργασία του με τους αδερφούς Τaviani στο δράμα “Kaos”, γέννησε τη μουσική, που βασίστηκε σε μικρές ιστορίες του Luigi Pirandello, και θεωρείται από πολλούς ως ένα από τα καλύτερα soundtracks που έχουν γραφτεί ποτέ.
Κι ενώ το πάθος του για τη μουσική τον οδήγησε στην κορυφή του παγκόσμιου πολιτισμού, το Όσκαρ για το soundtrack του «La vita è bella», τα δεκάδες διεθνή μουσικά, κινηματογραφικά, θεατρικά βραβεία και διακρίσεις και ο τίτλος του Ιππότη του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας, τον έχουν κατατάξει στο πάνθεον των αιώνιων ταλαντούχων αυτού του πλανήτη.
Info 1/10/2023 Αίθουσα Φίλων Μουσικής Μ1
Περισσότερα εδώ