Ο «Πυγμαλίων» του Ραμώ στις Βερσαλλίες
Μία κριτική του Γ. Μαρκογιαννόπουλου για την όπερα του κορυφαίου Γάλλου συνθέτη Ζαν-Φιλίπ Ραμώ που παρουσιάστηκε σε συναυλιακή μορφή, παραγωγής της Βασιλικής Όπερας των Βερσαλλιών
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Στις Βερσαλλίες κατέφθασαν την εσπέρα 2/12 μελομανείς και εκλεκτά μέλη της παρισινής κοινωνίας για την παρακολούθηση της μονόπρακτης όπερας-μπαλέτου «Πυγμαλίων» του κορυφαίου Γάλλου συνθέτη Ζαν-Φιλίπ Ραμώ (Jean-Philippe Rameau), σε συναυλιακή μορφή, παραγωγής της Βασιλικής Όπερας των Βερσαλλιών. Η κονσερτάντε συναυλία έλαβε χώρα σε έναν από τους υπέροχους και ποικίλους χώρους που διατίθενται εντός τού αχανούς ανακτόρου για μουσικές εκδηλώσεις, το «Salon d’Hercule».
Μία αίθουσα που μαγεύει με τον επιβλητικό και βαρύτιμο διάκοσμό της, από τις χρυσοποίκιλτες θύρες και το πελώριο τζάκι έως την ανεπανάληπτη φιλοτεχνημένη οροφή, απεικονίζουσα την αποθέωση τού Ηρακλή, και τον γιγάντιο πίνακα τού Veronese. Την εξαιρετική ακουστική της αίθουσας ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο η βελγική μπαρόκ και με όργανα εποχής ορχήστρα «A Nocte Temporis», την οποία διηύθυνε ο ιδρυτής της, ο Βέλγος αρχιμουσικός και τενόρος Reinoud Van Mechelen, που ερμήνευσε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο τού Πυγμαλίωνα!
Το έργο και το λιμπρέτο του είναι εμπνευσμένο από τον ομώνυμο ήρωα, όπως παρουσιάζεται, αντλούμενος από την ελληνική μυθολογία, στις περίφημες «Μεταμορφώσεις» τού Οβιδίου: Ο Κύπριος γλύπτης Πυγμαλίων ερωτεύεται το τέλειο και αληθοφανές δημιούργημά του, το αλαβάστρινο άγαλμα της Γαλάτειας, που παίρνει τελικά, με την ευλογία της Αφροδίτης, σάρκα και οστά. Η υπέροχη ουβερτούρα τού μουσικού έργου, που αποδόθηκε με σπάνια φρεσκάδα και ωστικό παλμό από την ορχήστρα, αποτυπώνει ακριβώς, μέσα από τα γλαφυρά, ρυθμικά μοτίβα της, τους κτύπους των εργαλείων τού Πυγμαλίωνα όταν λαξεύει το αριστουργηματικό γλυπτό του.
Από τους σολίστ ευθύς ξεχώρισε η Φλαμανδή υψίφωνος Gwendoline Blondeel , όχι μόνο για το καταπράσινο, απαστράπτον φόρεμά της, αλλά κυρίως για την έξοχη φωνητική και σκηνική της παρουσία, ερμηνεύοντας με απαράμιλλη εκφραστικότητα τον ρόλο τού έρωτος. Το λάβρο τραγούδι της ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις ποιότητες τού τίμπρου της, με προσεγμένες φωτοσκιάσεις, όμορφες συναισθηματικές αποχρώσεις και πάντα με μία αταλάντευτη σταθερότητα στην τεχνική της.
Λιγότερο καλή υπήρξε η εμφάνιση τού Γάλλου βαρύτονου Philippe Estèphe, που δεν γέμισε επαρκώς, με το απαιτούμενο, στεντόρειο φωνητικό μέγεθος την αίθουσα, εντούτοις συνομίλησε ικανοποιητικά με την Blondeel, πλαισιωμένοι από τα διαυγή ξύλινα πνευστά της ορχήστρας.
Το αναπτυσσόμενο μωσαϊκό συμπλήρωσε με τις παρεμβάσεις της η άριστα συντονισμένη και προετοιμασμένη χορωδία (Chœur de Chambre de Namur), που ειδικεύεται στο μπαρόκ ρεπερτόριο, όπως απέδειξαν τα επιμελή πιανίσιμι, η φωνητική ευελιξία των χορωδών, αλλά πρωτίστως η εντύπωση, κυρίως στα φόρτε, πως πρόκειται για ένα ενιαίο όργανο με συμπαγή, συνεχή και αδιαίρετο ήχο. Μεστή και με ωραίους φωνητικούς χρωματισμούς απέδωσε τα μέρη της η μεσόφωνος Ema Nikolovska, πλάι στην απολαυστικά υψηλών ταχυτήτων ορχηστρική εκτέλεση, όπου ξεχώρισαν το έξοχο όμποε και φυσικά το ρυθμικό κλαβεσέν, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της μουσικής γραφής.
Την αδιανόητης ομορφιάς άρια «Du pouvoir d’amour», προϊόν της ιδιοφυΐας τού Ραμώ, ερμήνευσε η Blondeel με απύθμενο πάθος, με δεξιοτεχνικό χειρισμό της φωνής, με αλλέγρα τσαχπινιά και ολοκάθαρη άρθρωση, δημιουργώντας για το παρευρισκόμενο κοινό μία παραδείσια μουσική πανδαισία, υποστηριζόμενη από τα πάντα δραστήρια βιολιά. Μία πραγματικά μοναδικής αξίας στιγμή που κρατούμε από τη μαγευτική βραδιά.
Μετά το διάλειμμα, ο μέχρι τότε μαέστρος Reinoud Van Mechelen, στρέφει ξάφνου εαυτόν προς τους θεατές και, με την ορχήστρα να συνεχίζει μόνη της, αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο τού Πυγμαλίωνος, που τώρα κάνει την εμφάνισή του. Εξαιρετική ήταν η σκηνική του παρουσία, όμως πρωτίστως εντυπωσίασε με το ρωμαλέο, μεταλλικό και γεμάτο χρώμα τραγούδι του, που συνέπλεξε αρμονικά με εκείνο της Γαλλίδας σοπράνο Virginie Thomas, της οποίας το γλυκόηχο και ζεστό τίμπρο αποδείχθηκε επίσης εξαιρετικά ευχάριστο.
Τα φώτα, βέβαια, συγκέντρωσε και η ορχήστρα, που -πάντα συγχρονισμένη- πρόβαλε στην πράξη, και την πείρα, και την υποδειγματική προετοιμασία της, ώστε να μπορεί αυτόνομη να συνοδεύει άνετα τους σολίστ, με μόνο σποραδικές κατευθύνσεις τού αρχιμουσικού Van Mechelen, που ήταν απασχολημένος με την ερμηνεία τού ρόλου του.
Ειδικά, δεν γίνεται να μην αναφέρουμε την αξιοζήλευτη επίδοση των κομβικών, για το έργο, κρουστών που έδωσαν είτε με τα κραταιά τύμπανα είτε με το παιχνιδιάρικο ντέφι είτε με τις τέλειες, χορευτικές κλακέτες έναν αναγκαίο ρυθμικό παλμό, δίχως τον οποίο η στήριξη της μουσικής αρχιτεκτονικής θα ήταν αδύνατη.
Τέλος, να μην παραλείψουμε την ωραία και με τη ζητούμενη ευαισθησία απόδοση του Van Mechelen ως Πυγμαλίων στο «L’amour triomphe» υπό την πειστική συνοδεία της ορχήστρας με προεξάρχον το κλειδοκύμβαλο και της υπέροχης χορωδίας.
*Ο Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος είναι κριτικός μουσικής