Μουσική

Ορφέας Περίδης: H δικιά μας η «φάρα» γράφει με την καρδιά και όχι με την τσέπη

Ο αγαπημένος τραγουδοποιός μιλάει στην Parallaxi λίγο πριν έρθει στη Θεσσαλονίκη

Γιώργος Σταυρακίδης
ορφέας-περίδης-h-δικιά-μας-η-φάρα-γρά-1146414
Γιώργος Σταυρακίδης

Μπορεί μια “Φωτοβολίδα” να τον έκανε γνωστό σε όλη την Ελλάδα, ωστόσο ο Ορφέας Περίδης όχι μόνο δεν στάθηκε σε εκείνη την πρώτη του επιτυχία (στα όρια του hit σε μια εποχή που όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν όλη μέρα το τραγούδι του) αλλά πρόσθεσε δεκάδες άλλες επιτυχίες, με μερικές με την ίδια μεγάλη απήχηση με την πρώτη του.

Από το “Φεύγω” και το “Ζηλεύει η νύχτα”, το “Δε σε κοιτάω  μέχρι τα “Τραγούδια τα Αμερικάνικα”, το “Αχ να σε δω” και το “Κάτι μου κρύβεις” και από εκεί στο “Για που το ‘βαλες καρδιά μου”, στις “Αλυσίδες” και στα πιο πρόσφατα του, μέχρι το ολοκαίνουριο “Πάλι για σένα” που ανανεώνει την στενή σχέση του με ένα κοινό που τον ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια και τον ακούει.

Ο Ορφέας Περίδης, με αφορμή τη νέα του συναυλία στη Θεσσαλονίκη το βράδυ του Σαββάτου, μιλάει στην Parallaxi για τη στενή του σχέση με την πόλη, για τον Νίκο Παπάζογλου, την τεχνολογία και πολλά ακόμα, αφήνοντας πάντα την αίσθηση πως πρόκειται για έναν εξαιρετικά ήρεμο και ευγενή άνθρωπο που χαίρεσαι να μιλάς μαζί του.

Τι θα ακούσουμε στο live στον Μύλο;

Είναι ουσιαστικά η παρουσίαση του καινούριου μου δίσκου που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με την Σουσάνα Τρυφιάτη, την ερμηνεύτρια που τραγουδάει αρκετά από τα τραγούδια του «Πάλι για σένα». Επίσης, θα ακούσετε γνωστά και αγαπημένα τραγούδια, που έτσι ο κόσμος τα έχει αποκαλέσει και το έχει δείξει σίγουρα κι ο χρόνος.

Άκουσα το άλμπουμ πρόσφατα και δε σας κρύβω πως όταν τέλειωσε είχα την επιθυμία να το βάλω να παίξει από την αρχή, κι αυτό δεν συμβαίνει πλέον συχνά

Σας ευχαριστώ πολύ. Έχω προσπαθήσει πολύ γι’ αυτό και πάντα θέλω να δώσω κάτι καινούριο, όπως οφείλει δηλαδή κι ο καθένας καλλιτέχνης να κάνει. Αυτό που μου λέτε μου δίνει μία ιδιαίτερη χαρά.

Πώς προκύπτει η αγάπη σας για την κιθάρα;

Αυτό κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει για κανέναν. Είναι ταλέντο μάλλον που το έχει κάποιος εκ γενετής. Υπάρχει δηλαδή μία προδιάθεση για να ασχοληθεί με τη μουσική, γιατί την αγαπάει. Όπως κάποιος αγαπάει να ζωγραφίζει ή να σκαλίζει το ξύλο και το μάρμαρο. Είναι ένα ταλέντο ας το πούμε.

Υπήρχαν κάποιες μουσικές αναφορές στο περιβάλλον σας;

Δεν ήταν μουσικοί οι γονείς μου αλλά τραγουδούσαν πάρα πολύ ωραία και επειδή είναι και λίγο κληρονομικό το ταλέντο, νομίζω ότι από εκεί πήρα. Ήταν τραγουδιστές και ο πατέρας μου και η μητέρα μου, όχι βέβαια επαγγελματίες αλλά τραγουδούσαν πολύ ωραία. Ξέρετε, στις οικογενειακές γιορτές τραγουδούσαν πριμο σεκόντο και εγώ τα άκουγα όλα αυτά και έτσι μεγαλώσαμε κι εγώ και η αδερφή μου. Είμαστε του τραγουδιού όλοι στην οικογένεια.

Η αγάπη σας αυτή για την κιθάρα και η αφοσίωση σας σε αυτή, ήταν όπως έχετε πει και ο λόγος που καθυστερήσατε να βγείτε στη δισκογραφία. Πώς έγινε αυτό;

Είναι αλήθεια αυτό. Προσανατολισμένος να τελειοποιήσω το όργανο και την εκτελεστική ανάγκη που είχε καθυστέρησα. Όλα τα όργανα πιστεύω ότι είναι δύσκολα κι ας λένε πως δύσκολο είναι το βιολί ή το πιάνο. Εγώ στην ηλικία των 20 με 30 εστίασα να τελειοποιήσω και να πάρω ένα πτυχίο στην κιθάρα. Σπούδαζα κλασσική μουσική. Όταν τελείωσα με αυτές τις σπουδές τότε άρχισε να ξεπηδάει και ο τραγουδιστής μέσα μου και ο τροβαδούρος. Τα τρία πρώτα τραγούδια στη δισκογραφία ωστόσο τα δίνω το 1989 στον Νίκο Παπάζογλου, στον δίσκο «Σύνεργα». Το «Φεύγω», το «Μάτια μου» και το «Θάνατο θέλω τραγικό». Αυτά τα τραγούδια με έκαναν ευρύτερα γνωστό σαν συνθέτη πρώτα και όταν το 1991 βγήκα στους Αγώνες Τραγουδιού της Καλαμάτας σαν ερμηνευτής των τραγουδιών μου πια με τον «Ρομπεν των καμένων δασών», άρχισα τότε να παίρνω τον δρόμο μου κατά κάποιο τρόπο. Είχε γίνει χαμός τότε με το πρώτο δίσκο, το «Αχ ψυχή μου φαντασμένη». Με τη «Φωτοβολίδα» αρχικά και μετά και με άλλα τραγούδια όπως το «Ζηλεύει η νύχτα», το «Φεύγω», ήταν τα «Τσιγάρα» που ακούστηκαν.

Πώς ήταν που από ένας μουσικός που μάθαινε κιθάρα, ξαφνικά βρεθήκατε μπροστά και με μεγάλη επιτυχία;

Αυτό είναι δύσκολο για να το διαχειριστεί κανείς. Γενικά πιστεύω η δημοσιότητα είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί κάποιος που σε μία νύχτα από εκεί που δεν τον ήξερε κανένας, ξαφνικά να τον χαιρετάνε στον δρόμο και να του λένε «Γεια σου φωτοβολίδα» και τέτοια. Είναι λίγο δύσκολο αυτό και γενικά είναι δύσκολη η διαχείριση της επιτυχίας, όπως και της αποτυχίας. Τα κατάφερα όμως και μετά από τρία χρόνια ακολούθησε τότε ο δεύτερος δίσκος που είχε το «Κάτι μου κρύβεις» και μετά από τρία χρόνια ξανά, το «Για που το ‘βαλες καρδιά μου». Γενικά, εκείνες οι τρεις δουλειές έγιναν σε μία χρυσή δεκαετία για μένα.

Μια χρυσή δεκαετία και για αυτό το είδος τραγουδιού, με πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες που βγήκαν τότε μαζί με εσάς και συνεχίζετε μέχρι σήμερα

Έτσι είναι. Ξέρετε τι συμβαίνει; Ένα τραγούδι θα πετύχει ή δε θα πετύχει αν το έχει ανάγκη ο κόσμος  ή όχι. Εκείνη την εποχή όλοι εμείς του ’90 ήμασταν σε μία ευνοϊκή εποχή για εμάς. Ο κόσμος ζητούσε κάτι καινούριο. Δηλαδή, όταν άκουγε κάποιος στο αυτοκίνητο του ένα καινούριο τραγούδι, δε γύριζε σταθμό για να πάει αλλού και να ακούσει κάτι γνωστό. Άκουγε ο κόσμος τα καινούρια τραγούδια. Ήταν μία ευτυχής συγκυρία για εμάς.  Ήταν μία εποχή που και η μουσική δεν είχε ψηφιοποιηθεί απολύτως ακόμα. Έβγαιναν ακόμα βινύλια, cd, κασέτες. Όταν κάποια στιγμή καταργήθηκε μέχρι και το cd, κάτι που βλέπουμε μέχρι στις μέρες μας που τραγούδια κυκλοφορούν πλέον μόνο στις πλατφόρμες, άλλαξαν πάρα πολλά. Για τα προς το ζην τα έσοδα που μπορεί να έχει ένας δημιουργός είναι πια από τις πλατφόρμες και όχι από τις πωλήσεις των cd. Είναι μεγάλες αλλαγές αυτές που συνέβησαν

Είστε εξοικειωμένος με αυτές τις αλλαγές, τις βλέπετε θετικά;

Και αρνητικά να τις έβλεπα, ο κόσμος προχωράει έτσι. Επομένως, έτσι όπως μου χτυπάνε, έτσι χορεύω. Και να έλεγα δηλαδή ότι δε μου αρέσει, αυτό δε θα αλλάξει την κατάσταση. Απλώς θα φαινόμουν εγώ ένας νοσταλγός και η νοσταλγία δε μου αρέσει και σαν λέξη. Τη θεωρώ αρνητικό συναίσθημα. Πιστεύω ότι πρέπει να ζούμε στο τώρα.

Τι σας λείπει από την επαφή σας με τον Νίκο Παπάζογλου;

Για τον Νίκο Παπάζογλου έχουν ειπωθεί πολλά. Εγώ που τον γνώρισα προσωπικά, θα πω αρχικά πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας σπουδαίος συνθέτης. Έγραψε εξαιρετικά τραγούδια που έχουν μείνει και θα παίζονται για πάντα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το «Ραγίζει απόψε η καρδιά με το μπαγλαμαδάκι…». Έπειτα, ήταν ηχολήπτης ο ίδιος. Ήταν μάστορας της ηχοληψίας και πολύ βαθύς γνώστης της ηχοληπτικής τέχνης. Επίσης, ήταν αυτός που εγκαινίασε πρώτος τις καλοκαιρινές συναυλίες σε χώρους και σε σημεία που δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ κανείς μέχρι τότε, γιατί του άρεσε να παίξει σε μια βουνοπλαγιά που κάτι του έλεγε το τοπίο ας πούμε. Και μετέφερε τα ηχεία στο πουθενά για να παίξει. Αυτά είναι πράγματα που σήμερα φαίνονται πολύ εντυπωσιακά αλλά τότε ήταν κάτι παραπάνω, ήταν επανάσταση.

Με την Σουσάνα Τρυφιάτη

Αυτή την περίοδο, εκτός από το άλμπουμ «Πάλι για σένα», κυκλοφόρησε κι ένα παιδικό άλμπουμ, το «Τροκο Τροκ».

Το τραγουδάω εγώ μαζί με την κόρη μου την Σοφία. Είναι πέντε παλιά τραγούδια από το παιδικό cd που είχα εκδώσει το 2000 και πέντε καινούρια τραγούδια σε στίχους του Γιώργου Σιδερή και δικούς μου. Με αυτό το άλμπουμ, επιχειρώ να διαπραγματευτώ θέματα που δεν είναι καν παιδικά. Ξέρετε πιστεύω ότι αν ένα παιδικό τραγούδι έχει μία επιτυχία, τότε δεν το ακούει μόνο το παιδί αλλά και ο μεγάλος. Είναι για όλες τις ηλικίες. Όπως έλεγε ο Σαββόπουλος «το ακούει κάθε γενιά». Όμως δεν είναι τόσο εύκολο να γράψεις ένα τραγούδι που να μπορεί να το ακούει ο πεντάχρονος και ο 85χρονος ταυτόχρονα. Το παιδικό τραγούδι είναι πάρα πολύ απαιτητικό ενώ υπάρχει η αίσθηση πως είναι εύκολο. Αυτό το «έλα μωρέ, για παιδιά είναι» δεν ισχύει γιατί πρόκειται για τραγούδι που θα μιλήσει στη ψυχή και θα πει ουσιαστικά πράγματα. Πράγματα που θα τα καταλάβει εν μέρει τώρα, αλλά θα τα καταλάβει κι όταν γίνει 15. Ένα καλό τραγούδι λοιπόν, αφορά κάθε ηλικία, αυτό κρατήστε.

Είναι μέλημα σας το να αντέχουν τα τραγούδια σας στον χρόνο, το σκέφτεστε αυτό όταν τα φτιάχνετε;

Ναι βέβαια. Γι’ αυτό και δε γράφω τραγούδια της επικαιρότητας. Αν το έκανα πιστέψτε με, θα έβγαζα ένα cd τον μήνα. Θέλω όμως να αντέχουν στον χρόνο. Θέλω να τα ακούω και αύριο και να μου αρέσουν κι εμένα. Πρώτα γράφω άλλωστε για να αρέσουν σε εμένα κι αυτό είναι το κριτήριο πάντα.

Αλήθεια, πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική που γράφετε;

Είναι απ’ όλα η μουσική μου. Είναι δηλαδή ό, τι μου επιβάλει ο στίχος. Ξέρετε ο στίχος σου λέει πώς θα τον μελοποιήσεις. Βέβαια κάποιες φορές το τραγούδι ξεκινάει και από τη μουσική και μπαίνει μετά ο στίχος. Αλλά σε εμένα, ο στίχος είναι που μου λέει να θα κάνω ένα τραγούδι ροκ, λαϊκό ή μπαλάντα. Γι’ αυτό και γράφω σε διάφορα είδη. Μάλιστα, στις αρχές έλεγα πως αυτό που κάνω μπορεί να μην έχει μία προσωπικότητα για μένα και δεν δίνει ένα προσωπικό στίγμα. Τελικά όμως, κατάλαβα με τον καιρό ότι ένα πράγμα συνδέει όλα τα είδη μουσικής μέσα στο άλμπουμ το δικό μου, που είναι ένα εσωτερικό νήμα που τα συνδέει όλα και είναι η προσωπικότητα μου και η φωνή μου.

Εκείνα τα πρώτα χρόνια, προσπάθησαν να σας βάλουν σε τέτοια «καλούπια»;

Κοιτάξτε, εγώ ξεκίνησα μεγάλος. Ο πρώτος μου δίσκος έγινε όταν ήμουν 36 χρονών. Σε μία τέτοια ηλικία δε μπορεί κανείς να σε βάλει σε καλούπι. Μία γνώμη μπορεί να σου πει «γράψε μια δεύτερη φωτοβολίδα» αλλά αυτά δε γίνονται κατά παραγγελία. Κατά παραγγελία γράφουν άλλοι, η δικιά μας η «φάρα» γράφει με την καρδιά και όχι με την τσέπη.

Τι σας προβληματίζει περισσότερο στην ελληνική πραγματικότητα σήμερα;

Θα σας απαντούσα σήμερα πολύ ευθέως αν με ρωτούσατε τι δεν με προβληματίζει στην ελληνική πραγματικότητα.

Τα live παραμένουν ζωντανά στη σχέση ανάμεσα στους μουσικούς και το κοινό ή έχει αλλάξει κι αυτό;

Τα live καταρχήν είναι ένας τρόπος για να παίξεις τα καινούρια σου τραγούδια και να τα μάθει ο κόσμος. Έπειτα, με τα live εισπράττεις την αγάπη του κόσμου και αυτό σου δίνει τη δύναμη να συνεχίσεις. Όταν τραγουδάς και τραγουδάει μαζί σου όλη η σάλα, τότε φτάνεις σε μια τέτοια χαρά που μπορεί να πει κανείς πως αγγίζεις την ευτυχία. Είσαι δηλαδή τόσο χαρούμενος που κάνεις τον κόσμο να τραγουδάει και γιατί όχι και να χορέψει στο κάτω κάτω της γραφής, που νιώθεις ότι ο κόπος σου αναγνωρίστηκε. Με ενδιαφέρει να τραγουδάει ο κόσμος τα τραγούδια μου. Κάποιος παραγωγός μου είπε κάποτε πως καλό είναι να φτιάχνουμε τραγούδια «τραγουδένια».

Ποια είναι η σχέση σας με τα social media;

Μου αρέσει πάρα πολύ το youtube. Μπορώ ανά πάσα στιγμή αν σκεφτώ ένα τραγούδι, να το γράψω εκείνη τη στιγμή και να το ανεβάσω. Αυτό δε γινόταν ποτέ, σε καμία άλλη εποχή. Επίσης, μπορώ να εκδώσω ένα τραγούδι που θέλω να κάνω τώρα και να το ακούσει ο κόσμος. Από την άλλη, είναι τα social media και με τις κακές επιρροές που μπορεί να έχουν και βλέπουμε τι συμβαίνει, με έναν άνθρωπο που μπορεί να βγάλει κάτι καλό και ταυτόχρονα να βγάλει κάτι κακό και να επηρεάσει την κοινή γνώμη με τον τρόπο του. Κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει όχι μόνο στους νέους.

Είναι όμως πιο απροστάτευτες οι νέες γενιές

Είναι κυρίως απροστάτευτες. Από τα βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια μέχρι τις προβολές φθηνών ταινιών τα βράδια στα κανάλια. Και μετά, έρχονται και μιλούν για παιδική εγκληματικότητα, η εφηβική βία… Μα σοβαρά μιλάμε τώρα; Ξαφνικά, μετά από έναν βάρβαρο εγκλεισμό, μετά από μία δεκαετή οικονομική κρίση, ανακαλύψανε κάποιοι πως υπάρχει βία στην κοινωνία;

Έχετε έρθει πολλές φορές στη Θεσσαλονίκη, σας συνδέουν πολλά;

Όπως είπαμε, η Θεσσαλονίκη ήταν, με μία φράση, η τύχη μου. Εκεί «άνοιξε» με τον Παπάζογλου. Οπότε, είμαι συναισθηματικά δεμένος. Επίσης, έχω συνεργαστεί με θεσσαλονικιούς καλλιτέχνες, τον Σωκράτη Μάλαμα, την Μελίνα Κανά, την Λιζέτα Καλημέρη, τον Νίκο Παπάζογλου, τον Γιώργο Καζαντζή. Έχω δεσμούς λοιπόν με τη Θεσσαλονίκη και μάλιστα, πολλοί με σταματάνε και μου λένε «Θεσσαλονικιός δεν είσαι;». Ασφαλώς με αγαπάει κι ο κόσμος της Θεσσαλονίκης. Όταν ήρθα στον Μύλο το 1994 για να παρουσιάσω τον πρώτο μου δίσκο, δε θα ξεχάσω την αγάπη του κόσμου, πώς με αγκάλιασε και πώς μου έδωσε αυτή την ώθηση για να προχωρήσω. Αυτά δεν τα ξεχνάω και καλό είναι κανείς να μην ξεχνάει αυτούς που του έδωσαν τη δύναμη να συνεχίσουν.

Τι σχέδια έχετε για το επόμενο διάστημα

Θα κάνω λίγες συναυλίες καλοκαιρινές. Εμένα, η κύρια ασχολία μου είναι πώς θα γράψω το επόμενο τραγούδι. Αυτή την δουλειά κάνω εγώ. Γράφω τραγούδια συνέχεια! Επίσης, μελετάω κιθάρα πάντα. Η μουσική δεν τελειώνει.

*Ο Ορφέας Περίδης έρχεται στη Θεσσαλονίκη, το Σάββατο 13 Απριλίου, στο Mylos Club Thessaloniki (Ανδρέου Γεωργίου 56 – 54627, Θεσσαλονίκη) | Οι πόρτες ανοίγουν στις 21.00 | Έναρξη στις 22.00 |

Ορφέας Περίδης: κιθάρα, φωνή | Σουσάνα Τρυφιάτη: φωνή | Θοδωρής Δαμουράκης, κιθάρες | Κώστας Αρσένης, μπάσο | Γιάννης Ριζόπουλος, κρουστά | Χρήστος Σκόνδρας: μπουζούκι, μαντολίνο

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα