συνέντευξη-ο-μανώλης-μητσιάς-θυμάται-931804

Μουσική

Συνέντευξη: Ο Μανώλης Μητσιάς θυμάται ακόμα τις μπουάτ της Θεσσαλονίκης

Το ξεκίνημα στο τραγούδι, ο Γκάτσος, ο Μίκης και ο Μάνος και τα 55 χρόνια στο τραγούδι, σε μία μεγάλη συνέντευξη για την Parallaxi

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Για εμάς, αλλά και προηγούμενες γενιές, που ακούγαμε καλά τραγούδια σε μια εποχή που το ελληνικό τραγούδι “άνθιζε”, ο Μανώλης Μητσιάς ήταν μεταξύ εκείνων που ακούγαμε συνέχεια, περιμένοντας να περάσει ο καιρός για να ακούσουμε τι άλλο καινούριο θα βγάλει.

Με απίστευτα πολλές συνεργασίες στην καριέρα του και με αναφορές που μόνο ενθουσιασμό μπορούν να προκαλέσουν σε κάποιον που ξέρει από ελληνικό τραγούδι, ο μεγάλος ερμηνευτής είναι αξιοθαύμαστο οτι έχει παραμείνει ένας απλός άνθρωπος που με μεγάλη χαρά δέχτηκε να μιλήσουμε, χωρίς όρους και προσυμφωνίες, όπως πολλές φορές μου έχει τύχει σε καλλιτέχνες τέτοιου μεγέθους. 

Αφορμή για τη κουβέντα μας, στάθηκε η μεγάλη συναυλία του στη Θεσσαλονίκη στις 4 Νοεμβρίου με τίτλο “50 χρόνια χρυσάφι”, αποδίδοντας με αυτόν τον τρόπο φόρο τιμής σε μία σπουδαία μουσική πορεία όπου όποιος βρεθεί εκεί θα θυμηθεί σημαντικά τραγούδια. 

Ένα μαγευτικό μουσικό οδοιπορικό με στάσεις στους σημαντικότερους σταθμούς του, που αποτελούν ταυτόχρονα και πολλές από τις εμβληματικές στιγμές και εκφάνσεις του σύγχρονου Ελληνικού τραγουδιού.

Όπως τις ζωγράφισε ο ίδιος με το εκπληκτικό και μοναδικό ηχόχρωμά του. Ένα μελωδικό ταξίδι ενός τόσο απέριττου αλλά και τόσο ουσιαστικού καλλιτέχνη μέσα στη νύχτα, που την γεμίζει μαγεία και φως για χάρη των συνοδοιπόρων του, για χάρη μας.

Στην αντίπερά όχθη, αυτή η συζήτηση θελήσαμε να είναι οι θύμησες του Μανώλη Μητσιά, όχι με νότες αλλά με λέξεις, μιλώντας για τα πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, τα πρώτα τραγούδια, τις μεγάλες συνεργασίες, τους φίλους και τους ανθρώπους που τον σημάδεψαν.

mhtsias-wRTSN.jpg

Να ξεκινήσουμε με τη μεγάλη συναυλία σας για τα 50 χρόνια σας στο τραγούδι και σκέφτομαι πώς μπορεί να έγινε επιλογή από τόσα τραγούδια που έχετε πει;

Έρχομαι για να δείξω στους φίλους μου τους Θεσσαλονικείς τι έκανα όλα αυτά τα 55 χρόνια που τραγουδάω. Η επιλογή τραγουδιών, είναι δύσκολη διαδικασία. Πήρα από διάφορους κύκλους τα σημαντικότερα τραγούδια και θα αφεθώ και στις απαιτήσεις που θα έχει ο κόσμος, δηλαδή σε τραγούδια που θα θέλει να πω από τα δικά μου. Συνήθως γνωρίζω καλά, πλέον, το κοινό, αλλά ξέρετε, υπάρχουν πολλές φορές άνθρωποι που βάζουν στο μυαλό τους ένα τραγούδι και θέλουν να τους το πω, ε θα το τραγουδήσω.

Υπάρχουν κάποια τραγούδια σας που ενώ έγιναν επιτυχίες, ήρθε κάποια στιγμή που δε θέλατε να τα πείτε;

Όχι, ποτέ! Τα τραγούδια μου όλα τα αγαπάω. Είναι τραγούδια εμπνευσμένα από μεγάλους δημιουργούς, συνθέτες και στιχουργούς, που στιγμάτισαν το ελληνικό τραγούδι όλα αυτά τα χρόνια και κάθε φορά που έλεγα ένα τραγούδι τους, πάντα ήμουν πολύ χαρούμενος και ευτυχισμένος. Έκανα συνεργασίες με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Άκη Πάνου, τον Γιάννη Σπανό, τον Χρήστο Λεοντή, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τον Σταμάτη Κραουνάκη, την Λίνα Νικολακοπούλου, τον Άλκη Αλκαίο και πολλούς, πολλούς άλλους. Τι να πρωτοθυμηθώ… Δε μπορώ σίγουρα να απορρίψω κανέναν από αυτούς, είναι όλοι αγαπημένοι μου.

Πώς ξεκίνησε όλη αυτή η διαδρομή αλήθεια;

Αρχικά ήμουν σε μία χορωδία στη Θεσσαλονίκη, στη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος, στα χρόνια της Χούντας. Κάναμε δουλειά τότε εκεί, σκεφτείτε το ’65 με ’66 ανεβάζαμε το «Άξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη και κάναμε συναυλίες. Μετά, από μία περιπέτεια μου, μου πρότειναν να κάνουμε μια μπουάτ μαζί με τον φίλο μου τον Αντρέα τον Πρέζα που έπαιζε στο πιάνο και ήμασταν μαζί στη χορωδία. Η μπουάτ ήταν στον χώρο πίσω από το ζαχαροπλαστείο Ναυαρίνο, σε έναν άδειο χώρο που μας έδωσε ο επιχειρηματίας τότε. Έτσι, μπήκαμε μέσα, χώραγε καμιά εικοσαριά άτομα. Σε λίγο καιρό, είχε ουρά από έξω και έμπαινε στο ζαχαροπλαστείο ο κόσμος θυμάμαι, οπότε έπρεπε να πάμε σε μεγαλύτερο χώρο και έτσι μεταφερθήκαμε στη Μπουάτ 107. Εκεί λοιπόν, μαζί με τον Πρέζα ξεκινήσαμε και ήμασταν κάθε βράδυ εκεί, να τραγουδάμε. Μάλιστα, ο Αντρέας μου έδωσε τότε κι ένα τραγούδι, την «Πέτρα» που το αγάπησε ο κόσμος. Μάλιστα, στη συναυλία στη Θεσσαλονίκη στις 4 του Νοέμβρη θα το πω τιμής ένεκεν γιατί ουσιαστικά με αυτό το τραγούδι ξεκίνησα, μετά ήρθε η «Ελευσίνα». Περνούσαν τότε όλοι από την 107. Θυμάμαι ήρθε ο Πατσιφάς που είχε την Lyra, με άκουσε και με πήρε για την Αθήνα. Κάπως έτσι ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία μου με το τραγούδι. Για μένα ήταν σημαντικό ότι συνεργάστηκα στο ξεκίνημα μου με τη Σωτηρία Μπέλλου απέναντι από τον Λευκό Πύργο.

Ένας από τους πρώτους συνθέτες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη πορεία σας, νομίζω ήταν ο Δήμος Μούτσης με την «Ελευσίνα», αλλά και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Τι θυμάστε από την εποχή των πρώτων ηχογραφήσεων σας;

Θυμάμαι ότι τους άρεσα και γι’ αυτό με την «Ελευσίνα» καθιερώθηκα κατευθείαν. Ξέρετε, η «Ελευσίνα είχε δοκιμαστεί και σε άλλους τραγουδιστές, αλλά εγώ φαίνεται το είπα πιο καλά και έτσι ξεκίνησε ουσιαστικά η καριέρα μου. Μετά θυμάμαι την πρώτη μου γνωριμία με τον Λουκιανό που ήρθε στη Βέροια να με βρει και να με ακούσει, όταν εγώ ήμουν στρατιώτης. Κατέβηκα στην Αθήνα μετά, να τραγουδήσω στο θέατρο τη «Πόλη μας», τραγούδια του Λουκιανού που έγιναν αμέσως επιτυχίες, όπως το «Μη χτυπάς», το «Όσο αγαπιόμαστε τα δυο», η «Φωτογραφία». Θυμάμαι λοιπόν αυτές τις συγκινητικές στιγμές με τον Λουκιανό, καθώς και εκείνες με τον Δήμο Μούτση που με πήρε να δω τις ηχογραφήσεις από έναν δίσκο που θα έκανε μετά για την ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια» και εκεί γνώρισα τον Νίκο τον Γκάτσο μέσα στο στούντιο. Αυτά είναι τα σημαντικά πράγματα για μένα.

Επειδή αναφέρατε ότι εκείνη την εποχή δοκιμάζονταν πολλοί τραγουδιστές σε τραγούδια, κάπου διάβασα ότι είχατε δοκιμαστεί στο «Μ’ ένα παράπονο» αλλά τελικά το είπε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης;

Όχι, δεν δοκιμάστηκα στο «Μ’ ένα παράπονο» επειδή για να πάρω τη σειρά μου να δοκιμαστώ, έπρεπε να κατέβω τότε στην Αθήνα αλλά εγώ δεν είχα τα χρήματα να πάω, ούτε να μείνω εκεί για όσο θα χρειαζόταν. Έτσι τότε έχασα τη σειρά μου. Όπως έχασα τη σειρά μου και για άλλα τραγούδια του Μούτση που ήταν να πω σε έναν μεγάλο δίσκο. Αλλά δε πειράζει, επειδή την άλλη χρονιά που είχα βγάλει κάποια χρήματα και κατέβηκα, τραγούδησα την «Ελευσίνα».

Η Αθήνα δηλαδή ήταν στο μυαλό σας και ψάχνατε την ευκαιρία για να πάτε;

Ήταν πάντα στο μυαλό μου και κατά έναν περίεργο τρόπο ήταν και στο μυαλό των Θεσσαλονικέων. Όλοι μου λέγανε να φύγω, να πάω στην Αθήνα. Ενώ δηλαδή, όλοι θέλουν να έχουν τον τραγουδιστή στον τόπο τους, εμένα με διώχνανε. «Πήγαινε να κάνεις καριέρα στην Αθήνα» μου λέγανε με μια αγάπη, γιατί εκείνη την εποχή μόνο στην Αθήνα μπορούσες να κάνεις καριέρα, στη Θεσσαλονίκη δεν είχε τότε ούτε εταιρίες, ούτε τηλεοράσεις, ούτε ραδιόφωνα, ούτε τίποτα. Βέβαια, να πούμε ότι κι όταν ήμουν Θεσσαλονίκη, κατέβαινα κατά καιρούς Αθήνα, γιατι μέσα στην Μπουάτ 107 είχαν έρθει μεγάλα ονόματα από το Νέο Κύμα όπως η Πόπη Αστεριάδη, η Αλέκα Μαβίλη, η Ελένη Ροδά, ο Νότης Μαυρουδής και άλλοι πολλοί περάσαν και συνεργαστήκαμε και όλοι θέλανε να τραγουδάμε μαζί κι όταν ήταν στην Αθήνα, οπότε είχα πόρτες ανοιχτές που λένε. Εγώ όμως, δεν ήθελα να πάω αμέσως. Ήμουν νεαρός, δεν ήξερα ακόμα αν θα πετύχω. Πήγα τότε το ’68 στον Μίκη Θεοδωράκη στο Βραχάτι για να με ακούσει και να πάρω το οκ του, αν αξίζω. Δεν ήθελα να γίνω ένας τραγουδιστής ενός μεροκάματου ενός λαικού μαγαζιού. Μου έδιναν λεφτά σε πολλά λαικά μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη για να πάω να τραγουδήσω, αλλά αυτό εμένα δε με ενδιέφερε. Εγώ ήθελα να κάνω καριέρα τραγουδιστή. Όταν πήγα στον Μίκη να με ακούσει, με έβαλε να πω τα «Τραγούδια του Ανδρέα» (Είμαστε δυο, είμαστε τρεις) και θυμάμαι μου είπε να φύγω αμέσως, να πάω στο εξωτερικό να βρω την Μαρία Φαραντούρη και τον Αντώνη Καλογιάννη με την ορχήστρα για να ενσωματωθώ. Αλλά δεν έφυγα, έμεινα τότε. Αυτό ήμουν εγώ τότε. Δεν ήθελα να χάσω την ιδεολογία μου σαν τραγουδιστής, γιατι σε αυτή τη δουλειά όλα ξεκινάνε από μια ιδεολογία του τι θες να κάνεις, πώς θα βγεις, τι θα πεις στον κόσμο. Να λέω λαϊκά τραγουδάκια, να χορεύουν και να παίρνω μεροκάματο δεν μπορώ.

mhtsias-mikhs.jpg

Έχει αλλάξει η εποχή πάντως πολύ από τότε

Βεβαίως έχει αλλάξει. Αρχικά, δεν υπάρχουν πια οι εταιρίες δίσκων, δεν υπάρχουν οι παραγωγοί, ούτε οι μεγάλοι δισκογραφικοί παράγοντες, όπως ο Λαμπρόπουλος, ο Πατσιφάς. Τώρα με την τηλεόραση, τα κάνεις όλα αλλά δεν περνάς πια από κριτική επιτροπή που θα έπρεπε. Να πει στο παιδί κάποιος αν πραγματικά αξίζει ή δεν αξίζει.

Τι λέτε σε ένα νέο παιδί που θα έρθει να σας ζητήσει συμβουλή για να ασχοληθεί με το τραγούδι;

Να κάνει αυτό που πιστεύει μέσα του, χωρίς να έχει στο μυαλό του ότι θα βγάλει χρήματα. Να κάνει αυτό που του αρέσει σαν καλλιτέχνης για να μη χαθεί γρήγορα.

Να σας επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη, σε εκείνα τα πρώτα χρόνια. Ήταν μια άλλη πόλη τότε, ήταν άλλοι οι άνθρωποι από τώρα;

Ερχόταν στη μπουάτ 107 άνθρωποι και μεγάλης ηλικίας ακόμα, που ερχόταν για να ακούσουν ποιοτικά τραγούδια. Ήταν όντως μία άλλη εποχή. Αλλά, όλα στη ζωή αλλάζουν, δεν υπάρχει τίποτα σταθερό. Αρκεί, σε αυτές τις αλλαγές, να κρατάμε τα σημαντικά πράγματα που γίνονται η βάση για να πορευτούμε στο μέλλον.

55 χρόνια τραγουδάτε και μάλιστα κάνοντας «πρωταθλητισμό». Αυτό πόσο άγχος είχε ώστε να είστε πάντα συνεπής απέναντι στο κοινό σας;

Αυτό κοστίζει. Έχω απορρίψει δελεαστικότατες προτάσεις με οικονομικό όφελος δικό μου που δεν με ενδιέφεραν. Σκεφτείτε έχω δουλέψει χειμώνα χωρίς να παίρνω ούτε μία δραχμή το βράδυ τότε που ήταν δραχμές, όταν έκανα τραγούδια παιδικά. Ή όταν έκανα την «Αθανασία» και τον «Γιάννη τον Φονιά» του Χατζιδάκι, δεν ήταν εύκολο να περάσει στις μπουάτ. Μετά όμως κατάλαβα τι τραγούδια είναι. Πρέπει να επιμένεις στα τραγούδια σου. Υπήρχαν τραγούδια που θα μπορούσα να έχω πει και τα επέρριψα. Έγιναν σουξέ από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Άλλωστε είναι τραγούδια που τραγουδήθηκαν και μετά χάθηκαν. Ενώ ο «Γιάννης ο Φονιάς», Ο «Τσάμικος» και η «Αθανασία» τραγουδιούνται και ζητιούνται ακόμα σήμερα. Είπα βέβαια κι εγώ κάποιες πανελλήνιες επιτυχίες που δεν ακούγονται σήμερα ή ακούγονται διεκπεραιωτικά.

Πρόσφατα κοιτούσα κάτι παλιά δισκάκια μου και βρήκα μέσα μερικά δικά σας, μεταξύ αυτών και το «Με λένε Γιώργο». Σας ενοχλεί ότι οι νεότερες γενιές το έμαθαν από έναν άλλον τραγουδιστή, άλλου ρεπερτορίου μάλιστα;

Καθόλου δε με ενοχλεί, αν το είπε καλύτερα ή αν η νέα γενιά είναι πιο κοντά σε άλλα είδη μουσικής, όμως στον χρόνο να ξέρετε ότι όλοι επιστρέφουν στην πρώτη εκτέλεση. Για αυτούς τουλάχιστον που θέλουν να ακούσουν το κανονικό τραγούδι. Και τα τραγούδια του Τσιτσάνη τα έχουν πει εκατοντάδες άνθρωποι, αλλά η πρώτη εκτέλεση που ηχογράφησε ο ίδιος αρέσει περισσότερο. Όταν ακούς την «Αχάριστη» με την πρώτη εκτέλεση, είναι κάτι καταπληκτικό… Μπορεί μέσα από τις διασκευές που κάνουν κάποιοι, το τραγούδι να χάσει και την πρώτη του μορφή.

mhtsias-xatzidakis.jpg

Τι θυμάστε από τη συνάντηση και τη συνεργασία σας με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη;

Ήταν δύο γοητευτικότατοι άνθρωποι όταν συνομιλούσες μαζί τους. Με διαφορετικό τρόπο βέβαια ο ένας από τον άλλον. Ο Μάνος είχε μια γοητεία, ήταν πολύ ήρεμος, είχε μια σοφία στα λόγια του, είχε χιούμορ που ήθελες να είσαι πάντα δίπλα του και να μαθαίνεις. Ο Μίκης από την άλλη, είχε αυτό το παρορμητικό. Είχε βέβαια μια απλότητα ξεχωριστή. Μου έκανε εντύπωση ότι χαιρετούσε με τον ίδιο τρόπο τον πιο λαϊκό άνθρωπο του κόσμου με ένα αρχηγό κράτους. Ήταν και οι δύο άνθρωποι, που μέσα στη παρέα σου δίναν πράγματα, ανακάλυπτες πράγματα για τη ζωή. Χαιρόμουν όταν ήμουν κοντά τους. Με αυτούς του δυο και στον Νίκο Γκάτσο.

Εκείνα τα χρόνια λειτουργούσαν και πολύ ωραία οι παρέες

Βεβαίως! Αλλά ήταν και άνθρωποι που ταιριάζαν μεταξύ τους. Ας πούμε, στη παρέα του Γκάτσου, δεν έμπαινε κανείς εύκολα. Με τον τρόπο τους, σε διώχνανε. Ήταν κάθε μέρα σχεδόν οι ίδιοι άνθρωποι, περνάγαν κι άλλοι, αλλά ήταν πάντα άνθρωποι που ταιριάζανε. Ειδικά, ο Γκάτσος με τον Χατζιδάκι ήταν σαν αδέρφια.

Δε ξέρω πόσοι ερμηνευτές έχουν καταφέρει να συνεργαστούν με τόσους πολλούς σημαντικούς δημιουργούς όπως εσείς. Τι σας κράτησε τελικά προσγειωμένο ως άνθρωπο, σε μία εποχή που εύκολα θα μπορούσατε να νιώσετε μεγάλη φίρμα;

Θα μπορούσα να γίνω ψώνιο! Είχα όμως τις βάσεις από την οικογένεια μου στο χωριό. Είχα δυο γονείς καταπληκτικούς. Επίσης, σημαντικό ρόλο, στην Αθήνα, έπαιξε η συνάντηση μου με τον Γκάτσο που νομίζω διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου. Ήταν ένας άνθρωπος που δεν έκανε ποτέ τον έξυπνο, σου έδινε λύσεις μέσα από τις κουβέντες και έβρισκες εσύ μόνος σου τι έπρεπε να κάνεις. Όπως έλεγε και το τραγούδι του «μονάχος βρες την άκρη της κλωστής, κι αν είσαι τυχερός ξεκινά πάλι»

Πώς νιώθετε που επιστρέφετε στη Θεσσαλονίκη με αυτή τη μεγάλη συναυλία, συναντώντας κόσμο που αγαπάτε και σας αγαπάει;

Πάντα νιώθω συγκινημένος. Πάντα θυμάμαι τα πρώτα μου βήματα, πάντα όταν έρχομαι βλέπω τους φίλους μου στην ταβέρνα. Τους περιμένω πώς και πώς, τον Χρήστο, τον Σπύρο και όλους τους φίλους μου εκεί. Παντού νιώθω ωραία, αλλά πάντα στη Θεσσαλονίκη είναι αλλιώς. Έχω ζήσει εκεί στιγμές μεγάλης φτώχειας που λένε. Που δεν είχαμε να πάρουμε ένα τσιγάρο, στιγμές διαδηλώσεων, μέρη που έκανα καντάδες ως νέος, ωραία πράγματα που θυμάμαι και συγκινούμαι και να σας πω, επειδή έφυγα τότε και πήγα στην Αθήνα, πάντα νιώθω μετανάστης στη χώρα μου.

Μετά από τόσες συνεργασίες, δίσκους, τραγούδια, υπάρχουν ακόμα στόχοι που θα θέλατε να κατακτήσετε;

Με την έννοια της κατάκτησης όχι. Θα ήθελα όμως να πω κάποια πράγματα σημαντικά στο μέλλον. Να κάνω συνεργασίες. Πάντα υπάρχουν νέα να κάνεις, ποτέ δε μένει κανείς στάσιμος. Πάντα υπάρχουν καλές προτάσεις, καλά τραγούδια.

*Ο Μανώλης Μητσιάς θα είναι στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης την Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022 (Αίθουσα Φίλων Μουσικής Μ1) | Ώρα: 21.00

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα