θανάσης-τζίνγκοβιτς-super-stereo-δεν-αντέχω-άλ-1281983

Μουσική

Θανάσης Τζίνγκοβιτς (Super Stereo): «Δεν αντέχω άλλο το τσουβάλιασμα περί “μίζερης, πεθαμένης Θεσσαλονίκης”»

Μία κουβέντα... σούπερ στερεοφωνική για την καλλιτεχνική δημιουργία, τις δισκογραφικές και το «ταβάνι» της Θεσσαλονίκης

Κωστής Κοτσώνης
Κωστής Κοτσώνης

Μία οικογένεια γεμάτη φιλόμουσους, μία κιθάρα που δεν έφτασε ποτέ στη Γιουγκοσλαβία, ένα παλιό κασετόφωνο, και μπόλικοι συνοδοιπόροι στη μουσική. Ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς είχε από νωρίς όλα τα απαραίτητα «συστατικά» για ένα γερό μπάσιμο στη ροκ σκηνή της Θεσσαλονίκης, την οποία είδε να εξελίσσεται, από τα χρόνια που οι παλιές βιοτεχνιες γίνονταν σωρηδόν στούντιο μέχρι σήμερα, που τα στούντιο γίνονται σωρηδόν Airbnb.

Το 2004 δημιούργησε, μαζί με τον Ορέστη Μπενέκα και τον Αλέξη Ξανθόπουλο, τους Super Stereo, σαν ένα μέσο έκφρασης σκέψεων και μουσικών ιδεών. 20 χρόνια αργότερα, μετά από πολλές εναλλαγές μελών, κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος του συγκροτήματος με τίτλο «Σαν τα Γατιά», ένας δίσκος γεμάτος κιθαριστική παραμόρφωση, αυτοσαρκαστικούς στίχους και rock n’ roll νεύρο. Παράλληλα, ο Θανάσης, μέλος και στους B-Movies κάποτε, συμμετέχει τώρα στην προσωπική μπάντα του Παύλου Παυλίδη ως μπασίστας. To 2021 κυκλοφόρησε και έναν προσωπικό, ομότιτλο άλμπουμ.

Τον συναντήσαμε στο Studio Vibe στο Βαρδάρη, για μία κουβέντα επί του προσωπικού αλλά και για ολόκληρο το συγκρότημα.

Πες μας πώς μπήκε η μουσική στη ζωή σου.

Από 9-10 ετών άρχισα να ακούω μουσική. Το γούσταρα. Είχα τρέλα με τους Beatles. Μου τους κόλλησε ένας θείος μου που άκουγε πολύ. Έχω βίντεο από μικρός που παίζω με μια κιθάρα, που κάνω ότι τη βαράω, ας πούμε. Και από τα 15, ασχολήθηκα περισσότερο ως αυτοδίδακτος, χάρη σε μια κιθάρα που είχε βρεθεί στο σπίτι και χάρη στον αδερφό της μητέρας μου. Ήταν μέλος σε μπάντες στα ‘60s, στην εποχή των Olympians, και είχε παίξει τότε στο Παλαί ντε Σπορ. Ο παππούς μου, επίσης, από τη Γιουγκοσλαβία που είχε έρθει, έπαιζε βιολί. Ο μπαμπάς μου έπαιζε φυσαρμόνικα και αρμόνιο. Υπήρχε δηλαδή μουσική στο σπίτι χωρίς κάποιος να είναι σπουδαγμένος.

Το κομμάτι της Γιουγκοσλαβίας που ανέφερες έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωσή σου;

Όχι ιδιαίτερα. Ο παππούς είχε έρθει στην Ελλάδα από τη Γιουγκοσλαβία και είχε μάθει κάποια σπαστά ελληνικά. Μετά γνώρισε τη γιαγιά μου, που κατέφυγε εδώ από τον Πόντο. Αυτό που εγώ έχω σαν ανάμνηση είναι να ακούω σέρβικα παραδοσιακά. Αυτήν τη μουσική, που μετά έγινε τόσο γνωστή με τον Κοστουρίτσα κι όλα αυτά, εγώ την είχα στην αυτιά μου από παλιά. 

Δεν με ενέπνεε, βέβαια, ποτέ η παραδοσιακή μουσική. Κι οι γονείς μου ακούγαν άλλα: Elvis, Beatles, Θεοδωράκη… Δεν ακούγαν Καζαντζίδη, για παράδειγμα. Άντε, το πιο περίεργο ήταν να ακούει κομμάτια Bollywood ο πατέρας μου, που είχε κάτι κασέτες. Τελευταία ανακάλυψα τον παλιό Σέρβο κιθαρίστα Μπράνκο Ματάτζα, που έπαιζε παραδοσιακά σέρβικα με ‘70s πειραματικό κιθαριστικό ήχο. Αυτό με συγκίνησε, μου θύμισε τις εικόνες του παππού.

Στα 15, λοιπόν, κάπως η κιθάρα γίνεται προέκταση του εαυτού σου και έκτοτε δεν την αποχωρίζεσαι ποτέ…

Ναι. Αρχές δεκαετίας ‘90 ήταν οι πρώτες μεγάλες καταλήψεις και ξαφνικά είχα πολύ ελεύθερο χρόνο. Στο σπίτι μας υπήρχε μια ακουστική κιθάρα. Ξέμεινε από έναν συγγενή που την έφερε από Γιουγκοσλαβία και την άφησε σπίτι, για να περάσει μια άλλη στη θέση της από το τελωνείο. Οπότε, σε κάποια φάση, έχοντας παίξει στο αρμόνιο Beatles, Jerry Lee Lewis και άλλα τέτοια, έπιασα και την κιθάρα στις καταλήψεις. Και μετά… έμεινα στην ίδια τάξη γιατί έπαιζα μόνο κιθάρα! Δεν έκανα τίποτα άλλο.

Πηγαίνω σε άλλο σχολείο, ξαναμένω μία χρονιά. Αλλά είναι η φάση που παίζω 10 ώρες κιθάρα την ημέρα και δεν με νοιάζει τίποτα. 

Πώς ήταν αυτό το συναίσθημα; Και γιατί κόλλησες τόσο με το συγκεκριμένο όργανο;

Είναι σημαντικό το ότι δεν είχα πίεση από το σπίτι. ΟΚ, δεν μου λέγανε «Καλά κάνεις και μένεις στην ίδια τάξη», αλλά ποτέ δεν ήταν του στυλ «Να σπουδάσεις οπωσδήποτε!» και όλα αυτά. Όλοι στην οικογένεια, όντας και ελεύθεροι επαγγελματίες, είχαν άλλη νοοτροπία: «Να κάνει το παιδί ό,τι γουστάρει». Για κάποιον λόγο, μου είχαν εμπιστοσύνη οι γονείς μου, με άφηναν και έκανα αυτό που ήθελα πολύ. 

Από εκεί και πέρα, να σου πω, η πρώτη εικόνα που μ’ αρέσει πολύ με μπάντες κτλ. είναι που έχω δει μια ταινία μικρός για τους Beatles. Μια βιογραφία, κάτι τέτοιο. Και εκεί μου καρφώνεται η ιδέα να είμαι και εγώ σε κάτι τέτοιο, σαν παιδικό όνειρο. 

Και τα κατάφερες! Οπότε, από τις καταλήψεις κάπως φτάνουμε στους Super Stereo το 2004. Δεν ξέρω αν προηγήθηκε και κάτι άλλο. 

Πολλά προηγούνται. Αρχίζω ασχολούμαι και βγάζω και μεροκάματα σε μπάντες διασκευών, σε μπουάτ. Δούλευα αρκετά χρόνια σερβιτόρος σε μπαρ, στη βιοτεχνία του πατέρα μου. Διάφορες δουλειές και μουσική μαζί. Το 2004 έκανα μια μπάντα reggae, που κάποια της μέλη μεταπήδησαν στους Super Stereo. Και έτσι κάναμε και το στούντιο εδώ το 2001. 

Επίσης, από την πρώτη στιγμή που ανακάλυψα ότι το κασετόφωνο μπορεί και ηχογραφεί, κόλλησα! Έχω κασέτες που μιλάμε με τους φίλους μου μικροί, που κάνουμε φάρσες, που παίζουμε δυο μήνες και κάνουμε πρόβες. Είχα τρέλα και ηχογραφούσα. Οπότε, μπορεί οι Super Stereo να ξεκίνησαν το 2004, αλλά έχει σχεδόν μια δεκαετία προϊστορίας που ηχογραφώ, δοκιμάζω, απορρίπτω και ψάχνω τρόπο να τα βγάλω όλα αυτά.

Μιας και το ανέφερες, πες μας λίγο για το στούντιό σου, το Stereo Vibe. Να πούμε ότι είναι στο Βαρδάρη, σε ένα κτίριο με πολλά άλλα τέτοια στούντιο.

Ναι… Δεν ξέρω για πόσο, βέβαια. Όταν ήρθα, είχε βιοτεχνίες. Επειδή δεν είχα φύγει σε άλλη πόλη για σπουδές, έψαχνα έναν προσωπικό χώρο, να βάλω και τον εξοπλισμό μου, που τον είχα στη βιοτεχνία, και πηγαίναμε εκεί για πρόβες. Βρήκα το στούντιο εδώ με δύο φίλους και έτσι ξεκινήσαμε. Μετά το 2011, εξαφανίστηκαν όλες οι βιοτεχνίες, χρεοκόπησαν και το κτίριο γέμισε στούντιο.

Τώρα ζούμε λίγο την παρακμή αυτού του πράγματος, γενικότερα στη Θεσσαλονίκη. Με τα Airbnb που ανοίγουν παντού από μεγάλες εταιρείες, σιγά-σιγά κλείνουν τα στούντιο. Την πέφτουνε σε πολλούς, πολλοί φοβήθηκαν. Εμείς έχουμε καταφέρει και είμαστε ακόμα εδώ και σκοπεύω να είμαι όσο μπορώ, να σου πω την αλήθεια.

Οι ιδανικές στιγμές υπό τις οποίες γράφεις μουσική και στίχους ποιες είναι; 

Συνήθως στο γράψιμο με οδηγεί κάτι που με απασχολεί, κάποια στεναχώρια. Στιχάκια έγραφα πριν ακόμα αρχίσω να ασχολούμαι με τη μουσική. Θυμάμαι είχα δυο φίλους στο Δημοτικό που γράφαμε ποιήματα. Και όταν έπιασα κιθάρα και έμαθα πέντε συγχορδίες, απ’ τα πρώτα πράγματα ήταν να πω κάτι που είχα γράψει, ας πούμε. Πάντα έτσι γινόταν. Πάντα είχα μαζί μου ένα τετράδιο και σημείωνα φράσεις, που μπορεί να γίνονταν τραγούδια μετά από πολλά χρόνια ή και να μη γίνονταν ποτέ.

Ως προς τη σύνθεση, άλλοτε μαζεύω riff που παίζω, άλλοτε έχω μια ιδέα ολόκληρη για ένα κομμάτι, άλλοτε μπορεί να ακούω ένα κομμάτι που μου αρέσει πολύ και να φτιάχνω κάτι σε αντίστοιχο στυλ. Αλλά ποτέ δεν λέω: «Τώρα θα κάτσω και θα γράψω ένα τραγούδι». Συνήθως προκύπτει όταν αισθάνομαι λίγο πιο έντονα κάτι, ας πούμε… ή όταν σηκώνομαι το πρωί μετά από μεγάλο μεθύσι! Εκεί χρειάζομαι ένα αφήγημα για να συνέλθω από το hangover.

Πέρα από την κιθάρα, παίζω και μπάσο. Αναγκαστικά, απέκτησα μια ιδέα από τη λειτουργία πολλών οργάνων, για αυτό μπορώ να γράψω ένα ολοκληρωμένο κομμάτι.

Η κιθάρα με τράβηξε ίσως γιατί είναι πιο «ποζεράδικη», κυρίως γιατί με βοήθησε πάρα πολύ στο να κοινωνικοποιηθώ και να αισθάνομαι αποδεκτός, καθότι πολύ ντροπαλός. Δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ με έναν τρόπο μελέτης συγκεκριμένο, να κάτσω π.χ. να κάνω μία ώρα ασκήσεις. Αλλά μπορούσα να πέφτω με τα μούτρα σε κάτι και να ασχολούμαι συνέχεια μαζί του. Έτσι έμαθα να παίζω κιθάρα.

Στο κομμάτι της παραγωγής έχεις κάποιο συγκεκριμένο ύφος;

Παραγωγή άρχισα να μαθαίνω κυρίως για να κάνω τα δικά μου πράγματα και επειδή μου άρεσε πολύ να ηχογραφώ. Πέρασα από όλα τα στάδια: να ηχογραφώ σε ένα κασετόφωνο, μετά να ηχογραφώ σε ένα άλλο κασετόφωνο, μετά πήρα τετρακάναλο κασετόφωνο, μετά έγραφα σε πολλαπλά τετρακάναλα… Μέχρι και με Playstation έχω φτιάξει μουσική, με τα πάντα. Έχω κάνει παραγωγές με ανορθόδοξους τρόπους, που όμως κάπως δουλεύαν.

Η μουσική παραγωγή είναι σαν να σκηνοθετείς τους ήχους, σαν να πλάθεις την «εικόνα» ενός ήχου, πώς ακούγεται. Είναι το ίδιο πράγμα με τη σκηνοθεσία, για μένα.

Μπορεί μία μέτρια μπάντα να σωθεί από έναν καλό μουσικό παραγωγό;

Το πρώτο βασικό είναι να έχεις ένα ωραίο κομμάτι με ωραίους στίχους. Μπορείς μετά να το παίξεις αυτό το κομμάτι λιγότερο ή περισσότερο καλά, το τεχνικό κομμάτι δηλαδή. Μετά είναι το πώς θα στηθεί ηχητικά. Αν δεν στηθεί καλά το κομμάτι, θα το «θάψεις», όσο καλό κι αν είναι. Το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει ένα τραγούδι που να έχει αξία. Κάποιες φορές οι καλές ιδέες προκύπτουν ενώ κάνεις την παραγωγή, από ένα riff, μια φράση, κάτι.

Θες να μας πεις τώρα ποιες είναι οι βασικές μουσικές σου επιρροές;

Να πούμε αρχικά ότι οι Super Stereo είναι ένα project αρκετά «δικό μου». Στην ουσία, είμαι ο μόνος που παρέμεινε από την αρχή. Συνήθως σκέφτομαι κάποια τραγούδια, τα ενορχηστρώνω χρόνια πριν στο στούντιο και μετά προσκαλώ τους φίλους με τους οποίους παίζω να τα δούμε μαζί. Αλλά σε μια μπάντα δεν είναι μόνο ποιος γράφει τα τραγούδια. Για να υπάρχουν οι Super Stereo τόσα χρόνια, το στήριξαν και όλοι όσοι περάσανε με το να παίζουν, να τραβιούνται σε live, να κάνουν πρόβες, να κουβαλάνε.

Για το κομμάτι των επιρροών, νομίζω ότι οι Super Stereo είναι μία μπάντα που μπορεί να θυμίζει πολλά πράγματα. Όταν ένα τραγούδι μού αρέσει, το ακούω ξανά και ξανά. Δεν προσπαθώ να το μάθω σαν μουσικός ή να το αντιγράψω ως συνθέτης. Συνήθως οι επιρροές έρχονται και με βρίσκουν έμμεσα την ώρα της δημιουργίας. Έχει τύχει να φτιάξω και τραγούδια με συγκεκριμένο ύφος κατά παραγγελία, π.χ. για διαφημιστικά, αλλά όταν γράφω για μένα, αφήνω το κομμάτι πρώτα να με οδηγήσει και οι όποιες επιρροές αναδύονται στην πορεία.

Τέτοιες επιρροές είναι πολύ τα 60’s, τα 50’s, το rock ‘n roll, οι Beatles. Και από πιο μετά Led Zeppelin, Queen, όλα αυτά τα κλασικά. Κάποια στιγμή ανακάλυψα τον Lou Reed και εκεί παράτησα τα υπόλοιπα και χάθηκα στη δική του μουσική. Μετά ήρθαν οι Pavement και αυτό που γενικά λέμε “alternative rock”. Beck έχω ακούσει πολύ, και για τις εντυπωσιακές παραγωγές του. 

Από ελληνικά, με εντυπωσίασε ο Πουλικάκος και ο Σιδηρόπουλος, που έφεραν πιο ατόφια την rock n’ roll παγκόσμια παράδοση στην Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλές παλιότερες μπάντες που ξεπατίκωναν απλώς το στυλ του εξωτερικού. Ακόμα πιο μετά, Ξύλινα Σπαθιά, Τρύπες, Xaxakes. Τα θεωρώ όλα πολύ επιδραστικά πράγματα για μένα. 

Πέρα από τις προσωπικές επιρροές, και με την υπόλοιπη μπάντα έχουμε αρκετά κοινά ακούσματα και συμφωνούμε σε αυτά. Δεν ήταν πάντα έτσι. Πήρε καιρό μέχρι να στηθεί μια ομάδα που να είμαστε τόσο κοντά. Δεν θέλω να υποτιμήσω τους προηγούμενους, αλλά στην αρχή παίζεις με όποιους φίλους σου βρεις και σιγά-σιγά ξεκαθαρίζει.

Θες να μας κάνεις τώρα μια παρουσίαση του νέου σας δίσκου, «Σαν τα Γατιά»;

Η κυκλοφορία ενός άλμπουμ είναι μια συνεχής διαδικασία. Γράφεις συνέχεια τραγούδια, συμπληρώνονται ενότητες μιας περιόδου και βγαίνει ένας δίσκος όταν αισθάνεσαι ότι όλο αυτό έχει συμπληρωθεί. Μπορεί και να αργήσει πιο πολύ, μπορεί και λιγότερο. Αυτός ο δίσκος ήταν να βγει λίγο πιο νωρίς, με λιγότερα κομμάτια, αλλά είπαμε να δοκιμάσουμε κάτι ακόμα και ολοκληρώθηκε αλλιώς η εικόνα του δίσκου. Όταν ξεκινάς να γράψεις άλμπουμ, δεν ξες ούτε πώς θα λέγεται, ούτε ποιο θα είναι το συνολικό του στυλ, ούτε τίποτα. Πίσω από τα κομμάτια κάθε δίσκου υπάρχουν άλλες εκτελέσεις που απέχουν πολύ από το τελικό αποτέλεσμα.

Σαν μπάντα λειτουργούμε συνεχώς σαν να γράφουμε δίσκο. Στο «Σαν τα Γατιά» υπάρχουν μέσα ηχογραφήσεις τέσσερα χρόνια πίσω ή και παλιότερα. Άλλες φορές μπορεί να κρατήσουμε ένα κομμάτι από τον προηγούμενο δίσκο, να το δουλέψουμε και να το βάλουμε στον επόμενο. Πάντα υπάρχει υλικό που το αφήνω εκτός για να διατηρήσω πιο συμπαγή το δίσκο ή να έχουν όλα τα κομμάτια τη σειρά που θέλω. Εγώ τους δίσκους τούς φτιάχνω για να τους ακούει κανείς από την αρχή μέχρι το τέλος και να βγαίνει ένα συμπαγές νόημα. Δεν με ενδιαφέρει αν θα είναι πέντε ή δεκαπέντε κομμάτια. Με ενδιαφέρει να είναι αυτό που θέλω να είναι, να υπηρετεί το concept που το έχω στο μυαλό μου εγώ, κι ας μην το καταλαβαίνει και κανένας.

Σε αυτόν το δίσκο ποιο είναι το concept;

Καταρχήν, ηχητικά ο δίσκος είναι πιο κιθαριστικός. Οι στίχοι αφορούν κάποιες σκέψεις μου, κάποιες ανασφάλειες… μια εσωστρέφεια γενικά, μια ψυχανάλυση. Πάντως, σίγουρα δεν είναι ερωτικός δίσκος!

Η σύνθεση της μπάντας έχει αλλάξει πολύ ανά τα χρόνια. Πόσο εύκολο είναι να προσαρμόζεστε κάθε φορά που έρχεται κάποιο νέο μέλος;

Όπως είπα πριν, όλα τα μέλη είμαστε φίλοι και έχουμε αναπτύξει τους δικούς μας κώδικες. Δεν κάνουμε πολλές πρόβες, είναι η αλήθεια, γιατί οι μισοί είναι Αθήνα. Όμως, το project είναι στημένο με αυτήν τη λογική. Εγώ δίνω τη γραμμή και μετά έρχονται τα παιδιά και βάζουν τις ιδέες τους.

Οι αλλαγές μελών είναι κάτι που συμβαίνει ούτως ή άλλως στις μπάντες. Καμιά φορά, είσαι ανάμεσα σε δύο επιλογές: Ή θα πεις «Κάνω κάτι μόνο με αυτούς κι άμα πάει στραβά, τέλος» ή λες ότι είναι ΟΚ στην ομάδα σου να αλλάζουν και μέλη και όλο αυτό να συνεχίζει να λειτουργεί.

Μπορεί ένας σταρ να ξεπηδήσει από τη ροκ μουσική σήμερα; 

Κοίτα, γενικότερα το ροκ είναι κάτι πάρα πάρα πολύ ευρύ, από την πανκ μέχρι την μπλουζ και το μέταλ. Υπάρχουν stars σε όλα αυτά τα υποείδη. Το rock n’ roll δεν είναι μια μόδα που ήταν μιας εποχής και τελείωσε. Εμφανίζεται στη μουσική, συνεχίζει και εξελίσσεται. Συνεπώς, όλα μπορεί να συμβούν. Αντίστοιχα, και η trap προήλθε από την hip hop, δεν εμφανίστηκε από το πουθενά.

Σίγουρα στα 90′ το ροκ ήταν στα πάνω του και στην Ελλάδα. Μετά ήρθε ένα κύμα, ξέρω εγώ, το 2000 που δεν υπήρχε τίποτα από όλα αυτά. Και τώρα ίσως φαίνεται ότι μπορεί να ξαναπαίρνει η φάση τα πάνω της. Ειδικά το ελληνόφωνο ροκ με την πολύ γενική έννοια ήταν κάτι το οποίο εξαφανίστηκε. Οι Super Stereo ήμασταν από τις πολύ λίγες μπάντες με κιθαριστικό ήχο και ελληνικό στίχο. Μας ρωτούσαν συνέχεια «Γιατί τραγουδάτε ελληνικά; Κανείς δεν το κάνει», λες και κάναμε κάτι κακό.

Το rock n’ roll είναι κάτι πιο ευρύ από ένα σύνολο ήχων. Για να είναι ένα κομμάτι reggae, πρέπει να έχει reggae ντραμς και μπάσο. Για να είναι hip hop, πρέπει να έχει beat και ραπάρισμα. Για να είναι ροκ τι πρέπει να έχει; Ηλεκτρικές κιθάρες; Ναι, αλλά όχι πάντα. Πρέπει μήπως να είναι «άγριο»; Αφού υπάρχει και soft rock. Ηλεκτρικές κιθάρες έχει και ο Τάκης Σούκας αλλά είναι λαϊκός. Αντίστοιχα, έχω ακούσει να χαρακτηρίζουν το Ζαμπέτα «ροκ» ερμηνευτή ως προς το στυλ. Σίγουρα δεν είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο το rock n’ roll. Κι αυτό μου αρέσει.

Έχεις συνεργαστεί με τον Παύλο Παυλίδη στους B-Movies αλλά και στην τωρινή του μπάντα. Επίσης, έχεις δουλέψει με το Γιάννη Χαρούλη και το Γιώργο Δημητριάδη. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποια ιδιαίτερη στιγμή από τις συνεργασίες;

Μεγάλες προσωπικότητες μουσικά και οι τρεις. Πολλά είναι που ξεχνάω και πολλά είναι επίσης που… δεν μπορώ να πω! Έμαθα άπειρα πράγματα μέσα από αυτά τα σχήματα. Πάντως, όπου έχω πάει έχω καθίσει καιρό και έδινα την ψυχή μου. Και στο Χαρούλη και στον Μπασλάμ και στον Παυλίδη.

Στο Δημητριάδη είχα κάνει ενορχήστρωση σε δύο δίσκους και δεν είχα παίξει σε πολλές συναυλίες του. Αλλά είχαμε πολύ ωραία συνεργασία, ταιριάζαμε στα ακούσματα. Θυμάμαι μου είχε πει, όταν βγάλαμε τον πρώτο μας δίσκο ως Super Stereo: «Αυτό που κάνεις τώρα, θα δεις, παιδί μου, είναι η αρχή».

Για τον Παύλο, δεν νομίζω ότι θα υπήρχε πιο ταιριαστή συνεργασία μουσικά για μένα. Χαίρομαι πολύ που έπαιζα κιθαρίστας στους B-Movies, και τώρα που παίζω μπάσο. Το νιώθω, ρε παιδί μου, το αισθάνομαι, με συγκινεί. Αντιλαμβάνομαι πολύ τους στίχους, τους τραγουδάω όταν παίζω, δηλαδή είμαι μέσα σε αυτό το πράγμα. Ήταν πολύ μεγάλο σχολείο ο Παύλος. Και είναι εντυπωσιακό ότι, ενώ έχουν περάσει τόσα χρόνια από τα Σπαθιά, στα live του δεν θα δεις μόνο τους ανθρώπους που τον ανακάλυψαν τότε αλλά και πιτσιρικάδες στην πρώτη σειρά! Παραμένει ακόμα επίκαιρος.

Είχες πει παλιότερα ότι στις συναυλίες σού αρέσει να είσαι αυτός που είναι πάνω στη σκηνή, οχι τόσο αυτός που είναι στο κοινό και βλέπει. 

Πράγματι, σε μια μπάντα που μ’ αρέσει θα γούσταρα περισσότερο να ήμουν στο crew που στήνει τα μηχανήματα παρά να τους βλέπω. Γενικά, μου αρέσει να κάθομαι σπίτι να ακούω αραχτός μουσική, όπως θέλω. Δεν παθαίνω αυτό το «συναυλιακό», που μαζεύονται τόσοι άνθρωποι σε ένα μέρος και είναι σε φάση «πορωνόμαστε όλοι μαζί και ζούμε όλοι μαζί τη φάση».

Αφού λοιπόν, αγαπάς τόσο να είσαι στη σκηνή και όχι κάτω απ’ αυτήν, θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου γεννημένο performer;

Κοίτα, το performing είναι κάτι πολύ σχετικό και γενικό. Εφόσον βγαίνουμε και παρουσιάζουμε κάτι, είναι performing. Μ’ αρέσει όταν κάθομαι σπίτι και γράφω μουσική, αλλά απολαμβάνω πολύ και το να παίζω ζωντανά. Πρώτον, γιατί λειτουργεί ψυχαναλυτικά. Βγαίνω, μοιράζομαι ένα προσωπικό άγχος με τους στίχους μου και αμέσως αισθάνομαι καλύτερα. Αλλά μ’ αρέσει και η αδρεναλίνη που σου δίνει αυτό το πράγμα, το ότι ανεβαίνεις στη σκηνή και λες: «Θανασάκη, δεν έχει επιστροφή, πρέπει να παίξεις τώρα!». Κάπως είσαι άλλος άνθρωπος στο live. Απελευθερώνεσαι, δεν σε νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι. Ανακαλύπτεις πράγματα για τον εαυτό σου, λες πράγματα που σου ‘ρχονται εκείνη την ώρα, φωνάζεις, χοροπηδάς. Και επίσης, μου αρέσει που οι συναυλίες σε βάζουν σε μια θέση υπευθυνότητας. Κάποιοι άνθρωποι ήρθαν να σε ακούσουν και να πάρουν λίγη από την ελευθερία που εκπέμπεις. Και εσύ παίρνεις από τη δική τους ελευθερία ενώ τους κοιτάς. Δεν μπορείς να τους απογοητεύσεις.

Θα σε γυρίσω πάλι λίγο στην πόλη μας. Πώς βλέπεις το κομμάτι της Θεσσαλονίκης από άποψη συναυλιών, χώρων, μουσικής κοινότητας;

Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη η οποία έχει βγάλει πολλά πράγματα, ειδικά στο rock n’ roll, από τους Olympians μέχρι τις Τρύπες και τα Σπαθιά. Από την άλλη, η πόλη έχει και μια μίζερη πλευρά, με την οποία εγώ διαφωνώ. Δεν συμφωνώ με αυτό που λένε, ότι «η Θεσσαλονίκη είναι μια κωλόπολη μόνο με ακροδεξιούς συντηρητικούς μαλάκες». ΟΚ, πάντα είχαμε τους χειρότερους δημάρχους στην Ελλάδα —με τη βούλα. Κάποιοι πήγαν και φυλακή! Αλλά δεν μ’ αρέσει αυτή η άποψη και δεν μ’ αρέσει καν να την αναπαράγω, όχι για τη Θεσσαλονίκη αλλά για κανένα μέρος. Εκτός από μίζερο, μου φαίνεται και σχεδόν ρατσιστικό να τσουβαλιάζει κανείς.

Το άλλο που λένε πολλοί τελευταία είναι ότι στη Θεσσαλονίκη δεν γίνονται πράγματα και πάρα πολύς κόσμος φεύγει εκτός Θεσσαλονίκης για δουλειά. Όλοι πάνε Αθήνα γιατί εκεί μπορούνε. Αλλιώς θα πηγαίναν εξωτερικό. Αλλά δεν είναι ρόδινα και εκεί τα πράγματα. Σίγουρα η Αθήνα, αφού έχει το μισό πληθυσμό της Ελλάδας, έχει πιο πολλές δουλειές. Όμως, πάντα ήταν έτσι. Και την εποχή που άκμαζε η Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα ήταν τα λεφτά. 

Πολλές φορές δεν δίνω σημασία στο τι γίνεται γύρω μου. Εγώ μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη και πίστεψα ότι σε αυτό το μέρος θα κάνω ό,τι θέλω. Δεν επηρεάστηκα από την άποψη που λέει ότι «Άμα θες να γίνεις κάτι, φύγε από εδώ πέρα». Και δεν μπορούν κι όλοι οι άνθρωποι να φύγουν από εδώ πέρα. Κάποιοι πρέπει να μείνουν εδώ.

Σαφώς με την κρίση διαλύθηκαν πάρα πολλά πράγματα. Θυμάμαι τα 90’s πώς ήταν, που είχε πιο πολλά πράγματα η πόλη. Αλλά έπαιξαν πολλά ρόλο σε αυτό. Στα 90’s υπήρχαν οι δισκογραφικές εταιρείες, που κινούσαν τη φάση. Μετά εξαφανιστήκανε. Στην κρίση, όλα τα μεγάλα τα stage εκτός Θεσσαλονίκης κλείσανε, γιατί δεν πήγαινε πια ο κόσμος. Ο Μύλος, που ήταν κάποτε ο ναός της Θεσσαλονίκης, εξαφανίστηκε με τη μορφή που είχε. Τι να κάνουμε, όμως; Να περιμένουμε το Υπουργείο Πολιτισμού να κάνει κάτι; Δεν πρόκειται ποτέ. Να περιμένω πότε θα ανοίξει ένα μαγαζί και να παραπονεθώ ότι εγώ δεν έκανα αυτό που ήθελα γιατί στη Θεσσαλονίκη δεν είχε χώρους;

Ειδικά από πιτσιρικάδες 20 χρονών δεν μπορώ να το ακούω αυτό, να συγκρίνουν το σήμερα με μία εποχή που δεν έχουν ζήσει καν. Είναι σαν να αναπαράγουν ένα στερεότυπο καφενείου. Τέλος πάντων, πλατείασα αλλά με εκνευρίζει αυτό. Δεν με ενδιαφέρει να μπω στην κουβέντα καμίας μιζέριας.

Θα ήθελες να μας πεις και για την Fine! Records, στην οποία ενταχθήκατε; Τι ακριβώς προσφέρει ένα δισκογραφικό label σήμερα, που οι καλλιτέχνες τα κάνετε όλα μόνοι; 

Γενικά, ακόμα και όταν βγάζαμε κάποιο άλμπουμ μέσω label, πάλι μόνοι μας κάναμε τις παραγωγές και όλες τις διαδικασίες. Απλώς, υπήρχε ένα label για να βγει το άλμπουμ επίσημα από εκεί πέρα. Όσες φορές ψάχτηκα με τις εταιρείες, δεν βγήκε άκρη. Μία απάντηση που έπαιρνα συχνά από γνωστές εταιρείες ήταν ότι «Λυπούμαστε πολύ, αλλά δεν μας ενδιαφέρει αυτό που κάνετε γιατί τραγουδάτε ελληνικά». Προφανώς κινούνταν έτσι λόγω μόδας, αλλά πάντα μου ακουγόταν λίγο αστείο αυτό. Οπότε, σταμάτησα να ασχολούμαι και είπα «Άμα κάτσει κάτι το βλέπουμε». Δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία των εταιρειών, γιατί και αυτές που υπήρχανε δεν προσφέρανε κάτι αξιόλογο σε σχέση με αυτό που ζητούσανε. Τίποτα απολύτως.

Τώρα με τη Fine είναι το ανάποδο από ό,τι είχε συμβεί μέχρι στιγμής και είμαι πολύ χαρούμενος. H γνωριμία μου με την εταιρεία έγινε μέσω του Παύλου Παυλίδη και του Σωκράτη Μάλαμα, που ανήκουν στο δυναμικό της. Μου δίνουν την άνεση να κάνω καλύτερα την τέχνη μου, κάτι που δεν μου είχε συμβεί άλλη φορά. Γιατί κακά τα ψέματα, χρειάζονται και οι εταιρείες. Δεν αρκεί πάντα το DIY για να δημιουργηθεί μία κοινότητα, ένα οικοσύστημα στη μουσική.

Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου. Δεν ξέρω αν θες να πεις κάτι άλλο. Ίσως κάτι για τους προηγούμενους δίσκους σας;

Κάθε δίσκος είναι και ένα διαφορετικό βήμα, δεν είναι ένα τυποποιημένο προϊόν που βγαίνει μια στο τόσο. Γενικά, ως τώρα αφήναμε αρκετό διάστημα κενό ανάμεσα στις κυκλοφορίες μας. Σε αυτό έπαιξε ρόλο η έλλειψη εταιρείας, γιατί είναι πιο δύσκολο να κάνεις τα πάντα μόνος σου. Εγώ έχω μάθει να κάνω όλες τις δουλειές, με εξαίρεση το mastering. Από το να στήνω τα μικρόφωνα στο στούντιο και να ηχογραφώ, να γράφω τα κομμάτια, να τα μιξάρω, να γράφω στίχους, να κλείνω συναυλίες. Το να παίζεις μουσική είναι το εύκολο. Πρέπει να κάνεις άλλα 15 πράγματα. Όμως, δεν σταματήσαμε να φτιάχνουμε δίσκους. Με ό,τι είχαμε από λεφτά, από μηχανήματα με δικά μας πράγματα, το κάναμε και θα το κάνουμε.

Μία διαφορά που βλέπω στον εαυτό μου από δίσκο σε δίσκο είναι ότι γίνομαι όλο και πιο συγκεντρωμένος στο στόχο μου, χωρίς να επηρεάζομαι από άλλα πράγματα. Κάθε δίσκος αντικατοπτρίζει εμένα και τις δυνατότητές μου, ποιος ήμουν το 2007, ποιος το 2014 κ.ο.κ. Έχει σημασία να κάνεις δίσκους και να αποτυπώνεις αυτές τις περιόδους, να φεύγει το υλικό από πάνω σου και να συνεχίζεις. Στα επόμενα, λοιπόν!

Ο νέος δίσκος των Super Stereo, «Σαν τα Γατιά», κυκλοφορεί από την Fine! Reccords.

Οι Super Stereo είναι οι:

Θανάσης Τζίνγκοβιτς / ηλεκτρική κιθάρα, φωνή Ευα Ντούρου / πλήκτρα, theremin, φωνητικά Δημήτρης Οικονόμου / τύμπανα Λαμπρινή Γρηγοριάδου / ηλεκτρική/ ακουστική κιθάρα Ιάσονας Οικονόμου / μπάσο

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα