Η Θεσσαλονίκη που αγάπησε η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Για το σπίτι στην Ευζώνων, τα σφιχταγκαλιασμένα μπλουζ και τα χρόνια στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη γεννήθηκε στη Δόξα του Έβρου, σε ένα χωριό κοντά στο Διδυμότειχο, αλλά στα δεκατρία της μετακόμισε μαζί με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Το άρωμα εκείνης της εποχής, η εφηβεία της στο Α’ Γυμνάσιο Θηλέων και αργότερα τα φοιτητικά της χρόνια στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ μαζί με τις πρώτες θεατρικές συγκινήσεις στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, είναι κομμάτια της ζωής της που κρατά σφιχτά στα χέρια της.
Επιστρέφει νοητά σε εκείνη την περίοδο, κάθε φορά που ο καλλιτεχνικός της δρόμος τη βγάζει και πάλι στην πόλη που τη σημάδεψε. Αυτή τη φορά, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη συμμετέχει στο μεγάλο αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο Γκάτσο με τίτλο «Ο Γκάτσος που αγάπησα», όπου μαζί με τον Μανώλη Μητσιά τραγουδά όλα εκείνα τα κομμάτια που συνθέτουν τη συλλογική μας μνήμη (Θέατρο Αριστοτέλειον, 11-12/2).
Με αφορμή τις δύο αυτές συναυλίες, η ηθοποιός γράφει μέσα από την ψυχή της για μια συναρπαστική Θεσσαλονίκη με σφιχταγκαλιασμένα μπλουζ, με σπουδαίες προσωπικότητες στην ακμή τους και με στιγμές που μοιάζουν να ‘ναι βγαλμένες από ταινία.
«Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω…» είναι ο στίχος του Νίκου Γκάτσου που αφιερώνει στην πόλη και θυμάται:
Το πρώτο μου ταξίδι στη Θεσσαλονίκη έγινε όταν ήμουν πολύ μικρή, περίπου 6 χρονών. Όλα τότε φάνταζαν υπέροχα, τεράστια και εντυπωσιακά στα μάτια του παιδιού που έβλεπε για πρώτη φορά τη μεγάλη πόλη. Οι δρόμοι, τα αυτοκίνητα, οι πολυκατοικίες, η θάλασσα, η πρώτη τηλεόραση που έπαιζε σε κάποιο περίπτερο της Έκθεσης, όλα ήταν εκπληκτικά. Θυμάμαι ότι γύρισα στο χωριό μου και άκουγα το τραγούδι «Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα» και δεν μπορούσα να το κατανοήσω, όλα μου είχαν φανεί τόσο πλούσια!
Η οριστική φορά που η οικογένειά μου μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη ήταν στα 13 μου, λίγο πριν αρχίσουν τα μαθήματα της δευτέρας Γυμνασίου. Όταν φτάσαμε, ήταν και πάλι η εποχή της Έκθεσης και όλα είχαν ένα χρώμα γιορτής, πανηγυριού· η μικρή έφηβη ανακάλυπτε τον κόσμο κι ήταν ευτυχισμένη! Μέναμε στην περιοχή Ευζώνων, οπότε γράφτηκα στο Α΄Γυμνάσιο Θηλέων, στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας, (τώρα Εθνικής Αμύνης) που -τι σύμπτωση- οδηγούσε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος! Καθημερινά έκανα τη διαδρομή σπίτι-σχολείο με τα πόδια, ακολουθώντας τη Λεωφόρο Στρατού, και στην επιστροφή πολύ συχνά με τις παρέες των συμμαθητριών μου διαλέγαμε την παραλία. Ήταν υπέροχα χρόνια, ξεγνοιασιά, τα πρώτα φλερτ, τα πρώτα πάρτυ, τα σφιχταγκαλιασμένα μπλουζ, τα σινεμά πρώτης αλλά και δεύτερης προβολής, που αν και ήταν λιγότερο πολυτελή, είχαν πιο χορταστικό πρόγραμμα, δύο ταινίες με φθηνότερο εισιτήριο και τα προτιμούσαμε.
Εκεί έζησα τις μέρες του Πολυτεχνείου, της επιστράτευσης, της μεταπολίτευσης, η γενιά μου ανακάλυπτε την πολιτική και την Ιστορία. Είχα σπουδαίες φίλες, που μαζί τους γνώρισα την ποίηση, την καλή μουσική, τον αβάν-γκαρντ κινηματογράφο, το θέατρο. Με κάποιες απ’ αυτές συναντιόμαστε ακόμα, όταν ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη.
Στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ
Είχα την τύχη να έχω εξαιρετικούς καθηγητές στη Σχολή. Την εκπληκτική Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Δημήτρη Βάγια και στην υποκριτική και στην ορθοφωνία, την Ελένη Καρπέτα. Όταν μπήκα στη Σχολή, διευθυντής ήταν ο Νικηφόρος Παπανδρέου, ενώ του Κρατικού Θεάτρου ο Μίνως Βολανάκης. Η Σχολή ήταν, λοιπόν, τέλεια οργανωμένη, δεν ήταν μόνο τα μαθήματα της υποκριτικής, αλλά και τα θεωρητικά μαθήματα από υπέροχους καθηγητές, όπως οι αξέχαστοι Τάσος Ναούμ και Δημήτρης Σπάθης, ο Ξενοφών Κοκόλης, ο Μιχάλης Κοπιδάκης. Δασκάλα χορού είχαμε τη μοναδική Κική Αγραφιώτου. Απ΄αυτήν πήρα τη μεγάλη αγάπη μου προς τον χορό και την έκφραση του σώματος. Συμμαθητές μου ήταν οι πολυαγαπημένοι Νίκος Σεργιανόπουλος και Χρήστος Αρνομάλλης, η Βαρβάρα Μαυρομάτη που εξελίχθηκε σε χαρισματική σκηνοθέτιδα, ο Κωστής Σφυρικίδης, μετέπειτα σπουδαίος καθηγητής φωνητικής, η Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη κ. ά., ενώ φιλίες είχαμε και με μαθητές από άλλες τάξεις, τη Φιλαρέτη Κομνηνού, την Έφη Σταμούλη, τη Θέμιδα Μπαζάκα, αλλά και από άλλες σχολές, όπως με τη Λυδία Φωτοπούλου, τον Κοσμά Φοντούκη, τον Αχιλλέα Ψαλτόπουλο και πολλούς άλλους.
Υπεύθυνος της Βιβλιοθήκης της Σχολής ήταν ένας νέος συγγραφέας, που το έργο του «Πεθαίνω σα χώρα» είχε δημιουργήσει πάταγο, ο Δημήτρης Δημητριάδης. Η Σχολή στεγαζόταν τότε σε ένα παλιό νεοκλασικό κτίριο με τεράστιες ψηλοτάβανες αίθουσες και αυλή, στην περιοχή Αγίας Τριάδος. Κάποια στιγμή ανακαλύψαμε στους τοίχους, κάτω από στρώματα μπογιάς, υπέροχες τοιχογραφίες, που βαλθήκαμε να τις φέρουμε στο φως ξύνοντας τα επιχρίσματα με μανία στα διαλείμματα. Δεν θα ξεχάσω μια φορά, όταν σ’ έναν αυτοσχεδιασμό κάποιος συμμαθητής μου βγήκε στην αυλή φωνάζοντας «φωτιά-φωτιά» και σηκώθηκε όλη η γειτονιά στο πόδι!
Επίσης θυμάμαι με νοσταλγία τις απολυτήριες εξετάσεις μας στο μάθημα της Μάγιας. Είχαμε δουλέψει εξαιρετικά πάνω σε ένα κολλάζ από κωμωδίες του Σαίξπηρ, και μάλιστα είχαμε φτιάξει τα κοστούμια μας εμείς οι ίδιοι στο μάθημα σκηνογραφίας-ενδυματολογίας του Νίκου Πολίτη. Παίξαμε στην κεντρική σκηνή του Κρατικού Θεάτρου με μεγάλη επιτυχία. Θυμάμαι ακόμα ότι είχαμε δώσει μια έκτακτη παράσταση ειδικά για τον διευθυντή του θεάτρου, που ήταν τότε ο Σπύρος Ευαγγελάτος, και ο οποίος είχε λείψει στην Αθήνα, για τη γέννηση της κόρης του Κατερίνας!
Στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης
Ήταν μια συναρπαστική εποχή. Υπήρξα μαζί με τους μισούς συμμαθητές μου ιδρυτικό στέλεχος της Πειραματικής Σκηνής, όπου και παρέμεινα για δύο χρόνια. Τα πάντα περνούσαν από τα χέρια μας. Δουλεύαμε με πάθος και αφοσίωση, χωρίς να παίρνουμε δραχμή. Μας αρκούσε η χαρά που αποκομίζαμε από τις παραστάσεις μας. Ζούσαμε τη μαγεία της σκηνής, τη φιλία, τη νεότητά μας και δεν μας ένοιαζε τίποτα. Εκεί έζησα μια από τις πιο τιμητικές στιγμές της ζωή μου. Θυμάμαι τον Δημήτρη Μαρωνίτη, μετά την παράσταση «Η διανυκτέρευση- Η πόλη- Η παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη, που παιζόταν στο θέατρο «Άδωνις» της Ρούλας Πατεράκη, να μπαίνει στο καμαρίνι και να με σφίγγει στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς. Ήταν τεράστια η συγκίνησή του από την παράσταση κι από το κείμενο που τον άγγιζε βαθιά. Δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω…
Η Θεσσαλονίκη στο παρόν της
Μ’ αρέσει να επιστρέφω στα παλιά αγαπημένα μέρη και να βλέπω τις αλλαγές που έχει φέρει ο χρόνος. Το πρώτο μας σπίτι δεν υπάρχει πια. Έχει κατεδαφιστεί εδώ και καιρό. Εξακολουθεί, όμως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο να στοιχειώνει τα όνειρά μου περισσότερο από κάθε άλλο σπίτι όπου έζησα. Επιστρέφω, λοιπόν, κοιτάζοντας το άδειο οικόπεδο και προσπαθώντας να καταλάβω πού πήγαν όλα, πού χάθηκαν όλα, πού είναι εκείνο το μπαλκόνι απ’ όπου χάζευα τα ερωτευμένα ζευγαράκια να φιλιούνται ανέμελα στη γωνία -έτσι ήταν τότε, αθώα κι όμορφα- κι όπου έκλαψα τον πρώτο μου έρωτα και τον πρώτο μου θάνατο…
Μ’ αρέσει να περπατάω στους δρόμους και να ψάχνω εκείνο το παλιό σινεμά όπου είχα δει όρθια τον «Θίασο» του Αγγελόπουλου, κι ας ανακαλύπτω ότι τώρα πια έγινε σούπερ-μάρκετ. Ή εκείνο το σπίτι που με είχε εντυπωσιάσει με την αρχιτεκτονική του και το μελετούσα, όταν ήμουν φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο. Κι άλλοτε πάλι, λέω, ξέχνα τα όλα, βγες και δες την πόλη με καινούργιο μάτι, έτσι είναι η ζωή, περνά και χάνεται και φέρνει άλλα, για να τα ξαναπάρει πίσω κι αυτά. Αφέσου σ’ αυτό το ταξίδι, γιατί εκεί κρύβεται το βαθύτερο νόημα. Στο ίδιο το ταξίδι…
*«Ο Γκάτσος που αγάπησα» με τον Μανώλη Μητσιά και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο Θέατρο Αριστοτέλειον, Κυριακή 11 και Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου, στις 21.00. Επιμέλεια: Αγαθή Δημητρούκα. Συντελεστές: Αχιλλέας Γουάστωρ (πιάνο), Ηρακλής Ζάκκας (μπουζούκι – μαντολίνο). Εισιτήρια: 10 ευρώ (μειωμένο), 15 ευρώ (γενική είσοδος), 18 ευρώ (οι πρώτες δέκα σειρές). Πληροφορίες – κρατήσεις: 2310 257 218, 6934115555