Μουσική

Ο θρύλος Τάκης Λαμπρόπουλος και η Columbia

Μνήμες από τις συναντήσεις με τον άνθρωπο που έφερε τα πάνω κάτω στην ελληνική δισκογραφία.

Parallaxi
ο-θρύλος-τάκης-λαμπρόπουλος-και-η-columbia-717075
Parallaxi

Λέξεις: Νίκος Γκροσδάνης

Τότε ήταν εκείνα τα μικρά 45άρια άλλοτε μπλε χρώμα ή ετικέτα κι άλλοτε πράσινο αλλά και στις δύο περιπτώσεις είχαν το ίδιο όνομα και με κεφαλαία γράμματα: Columbia. Υπήρχαν κι άλλα 45άρια με τα ονόματα άλλων εταιριών ωστόσο για ανεξήγητους – για ‘μένα – λόγους, τότε, στα πρώτα χρόνια του ’60, αυτό το σήμα της Columbia μου έφερνε αναστάτωση. Σιγά σιγά άρχισε να ξεκαθαρίζει το τοπίο μια που διαπίστωνα πως σε αυτή τη σειρά αυτής της εταιρίας φυλάσσονταν τα πιο ωραία τραγούδια με τους πιο σημαντικούς ερμηνευτές.

Λίγο αργότερα με το ξεκίνημα των LP περάσαμε πια στην απόλυτη απόλαυση μια που ο κάθε δίσκος είχε στο εξώφυλλο του ένα έργο τέχνης ενώ πολύ αργότερα σε αρκετές περιπτώσεις έμπαινε το πορτραίτο του ερμηνευτή. 

Ωστόσο στην Columbia η παράδοση των εικαστικών συνεχιζόταν. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η μουσική κρατούσε μια σημαντική θέση στα ενδιαφέροντα μου ήθελα να μάθω κάτι περισσότερο που αφορούσε αυτόν τον τομέα και ιδιαίτερα ό,τι είχε σχέση με τη δισκογραφία.

Τις λίγες πληροφορίες τις αντλούσα από διάφορα περιοδικά μια που όσο κι αν είχα ψάξει στον τομέα του βιβλίου απειροελάχιστα πράγματα βρήκα και αναφέρομαι πάντως στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60. Ήταν φορές που σε αυτές τις ανακαλύψεις μου σε σχέση πάντα με την Columbia συναντούσα ένα όνομα: Τάκης Λαμπρόπουλος. Δεν άργησα να πληροφορηθώ πως ήταν ο άνθρωπος που κινούσε τα πάντα στα όσα είχαν σχέση με την Columbia.

Δεν έπαψα να ψάχνω. Ήθελα να μάθω τα πάντα για τον άνθρωπο που κάθε φορά πλούτιζε τη μουσική του τόπου μου με ένα νέο διαμάντι. Δυστυχώς δεν βρήκα τίποτα παρά ελάχιστες σκόρπιες φωτογραφίες του. Μου είχε κάνει δε εντύπωση πως ήταν πολύ νέος. Τίποτα και καμιά άλλη λεπτομέρεια ως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 όταν κάπου διαβάζω πως η ελληνική δισκογραφική εταιρία Columbia πουλήθηκε στην αμερικάνικη πολυεθνική ΕΜΙ και ο μέχρι τότε διευθυντής της, ο Τάκης Λαμπρόπουλος, παραιτήθηκε. Οι δίσκοι στην εταιρία εξακολουθούσαν να βγαίνουν, νέοι και παλιοί. Ωστόσο δεν ήταν δύσκολο να διαπιστώσει κανείς πως κάτι είχε αλλάξει ή μάλλον για την ακρίβεια πολλά είχαν αλλάξει. Βέβαια την ίδια εποχή υπήρχαν κι άλλες δισκογραφικές εταιρίες που κι αυτές με τη σειρά τους κατέθεταν στη δισκογραφία σημαντικά έργα, κυρίως η LYRA του Πατσιφά.

Όμως εκείνα τα σπουδαία έργα της Columbia της δεκαετίας του ’60 ευτυχώς παρέμειναν στη θέση τους. Μόνο που δεν υπήρξε η συνέχεια τους – με ελάχιστες εξαιρέσεις. Όλο αυτό το διάστημα δεν έπαψα να ψάχνω το κάθε τι που αφορούσε τη μουσική από αγάπη και πάθος, περνώντας από σαράντα κύματα και απίστευτα εμπόδια για να συγκεντρώσω τους δίσκους που πάντα αγαπούσα. Βασικός χορηγός αυτής της προσπάθειας υπήρξε ο μεγάλος μου δάσκαλος Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για το ρόλο που έπαιξε στη δισκογραφία ο Λαμπρόπουλος, μιας και στην Columbia ο Χατζιδάκις κυκλοφόρησε τα πιο σημαντικά έργα του ως το 1966, που έφυγε για την Αμερική.      

Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις. Σου παίζει κάτι παιχνίδια που ούτε μπορείς να φανταστείς. Από παιδί ακόμα, στο χωριό, έβαζα στόχους και έκανα όνειρα και ένα από αυτά τα όνειρα ήταν να γνωρίσω από κοντά σπουδαίους ανθρώπους που άκουγα το όνομα τους με διάφορους τρόπους και το τι ήταν ο καθένας. Αυτό το όνειρο μου το πραγματοποίησε το εισιτήριο που πήρα για να εργαστώ στο περίφημο ξενοδοχείο Μεντιντερανέ Παλλάς. Εκεί μέσα σχηματίστηκα, εκεί μέσα σπούδασα, εκεί μέσα γνώρισα αυτούς που πουθενά αλλού δεν θα μπορούσα να δω από κοντά και σιγά σιγά να τους κατακτήσω. Δεν ήταν καθόλου εύκολο αλλά τα κατάφερα.

Κι να η ευκαιρία, κάποια στιγμή συναντώ στη ρεσεψιόν τον κ. Τάκη Λαμπρόπουλο. Ασχολούνταν πια με το εμπόριο και η επίσκεψη του στη Θεσσαλονίκη αφορούσε το μεγάλο κατάστημα. Αφοί Λαμπρόπουλοι στην Τσιμισκή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα στο ξενοδοχείο αλλά δεν ήθελα να τον πλησιάσω κι να του μιλήσω γιατί οι γνώσεις μου ήταν ελλιπείς. Τούτη τη φορά όμως ήμουν πανέτοιμος. Έμαθα πως η κράτηση που είχε κάνει ήταν για τέσσερις μέρες, οπότε έπρεπε να τα καταφέρω να τον πλησιάσω. Τις περισσότερες φορές μόνος στην αίθουσα του πρωινού, στο ρεστοράν ή σε κάποια γωνιά του σαλονιού πίνοντας τον καφέ του σημειώνοντας κάτι και πάντα βιαστικός να φεύγει. Βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία μετά από μεγάλη αγωνία και τον πλησίασα. Με κοίταξε με έκπληξη παρατηρώντας τον σερβιτόρο που είχε μπροστά του να τον ρωτά αν είναι ο κ. Λαμπρόπουλος της εταιρίας Κολούμπια. Μετά από ένα βεβιασμένο χαμόγελο απάντησε Ναι, είμαι ο κ. Λαμπρόπουλος αλλά όχι πια της εταιρίας Κολούμπια και αναρωτιέμαι γιατί με ρωτάτε’’.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω γιατί κάποιος γκρουμ πλησιάζοντας του είπε πως είχε επείγον τηλεφώνημα στη ρεσεψιόν. Με γρήγορα βήματα έφυγε αφήνοντας με κάγκελο, βρίζοντας την γκαντεμιά μου. Μάταια περίμενα να επιστρέψει. Είχε ανέβει στη σουίτα του. Δεν το έβαλα κάτω. Περίμενα την επόμενη ευκαιρία που ήρθε και ήμουν εγώ που του πήγα τον καφέ του στο σαλόνι. Με θυμήθηκε αμέσως και μάλιστα θέλησε να μάθει το ενδιαφέρον μου για τον ίδιο και την Κολούμπια. Άρχισα να του αραδιάζω το ένα μετά το άλλο που είχε σχέση με τη μουσική και τη δισκογραφία, σχετικά με τα έργα που είχε κυκλοφορήσει η Κολούμπια. Κάποια στιγμή του είπα πως έχασε η μουσική αλλά κέρδισε το εμπόριο. Χαμογέλασε κάπως πικρά και εκεί τόλμησα να του κάνω την πρώτη ερώτηση σχετικά με αυτά που ήθελα να μάθω και που βέβαια αφορούσαν εκείνα τα μεγάλα και σπουδαία έργα που κυκλοφορούσαν μέσα στη δεκαετία του ’60, το ένα μετά το άλλο. 

Άκουγε με προσοχή και με ενδιαφέρον ρωτώντας αν εκτός από σερβιτόρος ήμουν και δημοσιογράφος. Το ενδιαφέρον μου ήταν αυστηρά προσωπικό. Ήθελα να μάθω και εκείνος ήταν ο μόνος που μπορούσε να φωτίσει τις ερωτήσεις μου. Πριν αρχίσει να απαντά σε αυτά που τον ρωτούσα μου έκανε και εκείνος κάποιες ερωτήσεις, κάτι σαν τεστ, που αφορούσαν τη δισκογραφία θέλοντας να καταλάβει αν όντως άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί μαζί μου, τονίζοντας μου πως σπάνια έως καθόλου δεν ασχολείται με τους δίσκους και ποτέ στη ζωή του δεν έδωσε συνέντευξη. Αυτό το γνώριζα καλά γιατί όσο κι αν είχα ψάξει δεν είχα βρει τίποτα που να τον αφορά στον τύπο. Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση για να ακολουθήσει μια δεύτερη που ήταν και η πιο ουσιαστική αφού πια απαντούσε σε όλες μου τις απορίες συμπληρώνοντας μάλιστα και πράματα που δεν τον ρωτούσα. Φεύγοντας μου ζήτησε την διεύθυνση μου για να μου στείλει κάποιους σπάνιους δίσκους που του είχα αναφέρει και δεν τους είχα. 

Δύο βδομάδες αργότερα έφτανε ένα μεγάλο δέμα όπου είχε μέσα όλους τους δίσκους που μου είχε υποσχεθεί και κάποιους ακόμα μαζί με ένα σύντομο σημείωμα. Στα χρόνια που ακολούθησαν τον ξαναείδα 1-2 φορές περνώντας απ’ το Μεντιτερανέ μα πάντα βιαστικός και έτσι δεν μπόρεσα να ξανακουβεντιάσω μαζί του. Αργότερα τα καταστήματα Αφοί Λαμπρόπουλοι έκλεισαν – στην Τσιμισκή όπου βρίσκονταν – και έκτοτε δεν τον ξαναείδα ούτε και διάβασα κάπου κάτι που αφορούσε τον ίδιο. Οι δίσκοι όμως εκείνοι, τα σπουδαία έργα που αν δεν ήταν αυτός δεν θα υπήρχαν, αποτελούν στολίδια της δισκοθήκης μου και βέβαια είναι εκείνα τα ακούσματα που πάντα μου κρατούν συντροφιά. Αλλά ποιος τελικά ήταν ο κ. Τάκης Λαμπρόπουλος;

Η οικογένεια Λαμπρόπουλου ασχολούνταν με το εμπόριο ανοίγοντας αρχικά ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά καταστήματα των Αθηνών. Ο αδερφός του πατέρα του Τάκη έχει αναλάβει την διεύθυνση της φωνογραφικής εταιρίας Κολούμπια με βασικό συνεργάτη τον περίφημο Νίκανδρο Μηλιόπουλο που ουσιαστικά είναι ο άνθρωπος ορχήστρα της εταιρίας και αυτός που αποφασίζει για τα πάντα. 

Το ρεπερτόριο που κυκλοφορούν αρχικά σε δίσκους 78 στροφών ως τη δεκαετία του ’50 ήταν εκείνο του ελαφρού τραγουδιού με όλους τους μεγάλους συνθέτες και τραγουδιστές όπως η Βέμπο, η Δανάη , η Γκρέκα και πολλούς ακόμη ενώ στο λαϊκό τμήμα έχει τους Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παγιουμτζή και Μπέλλου. Ωστόσο όλα αυτά είχαν αρχίσει να κουράζουν τον Θεμιστοκλή Λαμπρόπουλο και έψαχνε να βρει τον αντικαταστάτη του. Επέλεξε τελικά τον γιο του αδερφού του, τον Τάκη, που δεν είχε κλείσει ακόμα τα 28 του χρόνια. 

Σπουδαγμένος, έξυπνος, γεμάτος ορμή για ζωή δέχεται την πρόταση και το μόνο που ζητά να μείνει για λίγο κοντά του ο Ν. Μηλιόπουλος, μια και αυτός ήταν έτοιμος να αποχωρήσει, για να του δείξει τα κατατόπια και πως κινούνται τα νήματα στην Κολούμπια. Με καταιγιστικούς ρυθμούς απέδειξε πως γρήγορα ήταν πια έτοιμος να πάρει στα χέρια του την εταιρία καταστρώνοντας τα νέα του σχέδια. Πάνω απ’ όλα αγαπούσε την ελληνική μουσική, το ελληνικό τραγούδι. Γρήγορα όμως διαπίστωσε πως εκεί που χρειάζονταν πολλές αλλαγές ήταν στον τομέα του στίχου και σε κατευθύνσεις άλλου είδους ρεπερτορίου. 

Επιλέγοντας ως διευθυντή τον Μανώλη Χιώτη ξεκινά την επιλογή των νέων ονομάτων δίπλα στους ήδη υπάρχοντες. Ονόματα που θα λάμψουν σε λίγο καιρό με το ταλέντο τους. Τα μικρά 45άρια που βγάζουν θα πλημμυρίσουν την αγορά : Καζαντζίδης, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Γαβαλάς, Ζαμπέτας και πολλοί άλλοι είναι πια οι φίρμες της Κολούμπια. Ήταν αυτός που ζητά και αγοράζει μισή ώρα προγράμματος στο κρατικό ραδιόφωνο για να διαφημίζει τους δίσκους του. Η εισαγωγή άρχιζε με ένα ταξίμι απ’ την Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη που έπαιζε μπουζούκι ο Κώστας Παπαδόπουλος.

Το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο και όλη η Ελλάδα άκουγε και αγόραζε τα μικρά 45άρια της Κολούμπια. Απέναντι του ήταν μια μικρή εταιρία, η FIDELITY, με διευθυντή τον Αλέκο Πατσιφά, άνθρωπο καλλιεργημένο με γούστο και ρεπερτόριο μιας άλλης ποιότητας. Και πάνω απ’ όλα έχει στο δυναμικό της τον Μάνο Χατζιδάκι που έχει μπει στη δισκογραφία, γράφει τραγούδια αποκλειστικά για τη Νάνα Μούσχουρη, γράφει μπαλέτα, μουσική για το θέατρο, για τον κινηματογράφο. Η εταιρία του Πατσιφά μπορεί να είναι μικρή αλλά είναι σοβαρή και ανταγωνιστική, τα βάζει με το τραστ που λέγεται Κολούμπια και μ ένα μικρό μόνο 45άρι μπορεί να πουλήσει 300 χιλιάδες δίσκους σπάζοντας τα ρεκόρ. Το δισκάκι αυτό είναι φυσικά το Γκρίζο Γατί και από την άλλη πλευρά έχει το Έχω ένα μυστικό, επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη από το σινεμά, με τεράστιες πωλήσεις για εκείνη την εποχή. Ο Λαμπρόπουλος προσπαθεί να προσεγγίσει τον Χατζιδάκι προσφέροντας του αμύθητα ποσά για να τον πάρει στην εταιρία του αλλά εκείνος αρνείται μη θέλοντας να προδώσει τον Πατσιφά, που είναι φίλος του. Το δίδυμο Χατζιδάκις – Μούσχουρη σκίζει.

Και ο Λαμπρόπουλος παλεύει με τους λαϊκούς του καλλιτέχνες. Ρίχνει όλο το βάρος στον Στέλιο Καζαντζίδη, το πιο λαμπρό αστέρι της εταιρίας. Βέβαια στην Κολούμπια πολύ πιο νωρίς ο Χατζιδάκις πριν πάει στην FIDELITY, το 1956 ηχογραφεί δύο τραγούδια του στην ταινία Λατέρνα, φτώχια και φιλότιμο με μπουζούκι τον Βασίλη Τσιτσάνη και στο πιάνο παίζει ο ίδιος ενώ τραγουδά ένας ανερχόμενος τραγουδιστής, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που αμέσως μετά η Κολούμπια δεν του δίνει άλλες ευκαιρίες και μένει στα αζήτητα. 

Ο Τάκης Λαμπρόπουλος ψάχνει νέες κατευθύνσεις, μιας και θέλει να αλλάξει τα πάντα στην εταιρία του. Έχει πολλά σχέδια και εκείνο που του λείπει είναι νέοι συνθέτες όχι μόνο για τα λαϊκά του τραγούδια αλλά για νέα πράματα. Κάποιος του μιλά για έναν νέο συνθέτη που κάνει τα πρώτα του βήματα στο Παρίσι αλλά στο χώρο της συμφωνικής μουσικής αλλά έχει γράψει και λαϊκά τραγούδια που τις παρτιτούρες τις έχει στείλει στον φίλο του τον Χατζιδάκι να του πει την γνώμη του. Οι κατάσκοποι του Λαμπρόπουλου τον πληροφορούν για τα πάντα που αφορούν την άλλη εταιρία και βεβαίως τις κινήσεις του Πατσιφά και του Χατζιδάκι. Οι πληροφορίες μιλούν για ένα ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο Επιτάφιος όπου ο νέος αυτός συνθέτης επέλεξε κάποια κομμάτια, τα μελοποίησε σε μορφή λαϊκών τραγουδιών και ο Χατζιδάκις ενορχηστρώνοντας τα ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις με ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη. Μάλιστα στα πρώτα κομμάτια των ηχογραφήσεων ήταν παρών και ο συνθέτης του Επιτάφιου Μίκης Θεοδωράκης. 

Ο Λαμπρόπουλος γνώριζε καλά πως αν ο Πατσιφάς και ο Χατζιδάκις έριχναν στην αγορά αυτά τα τραγούδια θα του δημιουργούσαν πρόβλημα και έτσι συλλαμβάνει ένα μεγαλοφυές σχέδιο: ζητά να του βρουν το νέο αυτό συνθέτη, τον Μίκη Θεοδωράκη, και να γίνει μια συζήτηση μεταξύ τους. Ο Μίκης ήταν έτοιμος να ξαναγυρίσει στο Παρίσι, όπου τον περίμενε η εργασία του πάνω στη συμφωνική μουσική αλλά και κάποιες άλλες δουλειές που είχε αναλάβει για να ντύσει με τη μουσική του κάποια αγγλικά φιλμ. Το ραντεβού με τον Λαμπρόπουλο έγινε. Τα σχέδια ξετυλίγονταν ραγδαία και η ευκαιρία και για τους δυο ήταν δώρο εξ ουρανού. Υπογράφει ένα πενταετές συμβόλαιο με την Κολούμπια εισπράττοντας μια γερή προκαταβολή και ξεκινά την υλοποίηση του πρώτου σχεδίου. Όλα όσα γίνονταν στην εταιρία έπρεπε να κρατηθούν μυστικά και τα γνώριζαν ελάχιστοι. Ο Μίκης έχει πέσει με φόρα σε όλο αυτό που ετοιμάζεται ανατρέποντας όλα όσα του ζητά ο Λαμπρόπουλος. Ζητά να ξαναηχογραφήσει το έργο του Ρίτσου Επιτάφιος, αρνείται όμως να το ηχογραφήσει με το πρώτο όνομα της εταιρίας, που είναι ο Καζαντζίδης. Επιλέγει τον παραγνωρισμένο Γρηγόρη Μπιθικώτση που εκείνες τις μέρες έχει σχεδόν έτοιμα τα χαρτιά του για να φύγει μετανάστης στην Αυστραλία. Ζητά ακόμη τον Μανώλη Χιώτη, που βοηθάει τα μέγιστα στην ενορχήστρωση και παίζει φυσικά και ο ίδιος με το μπουζούκι του. 

Όλα αυτά γίνονται ερήμην του Γιάννη Ρίτσου, που τα πληροφορείται όταν τα τέσσερα πρώτα τραγούδια είναι έτοιμα. Ο Λαμπρόπουλος τον καλεί για μια πρώτη ακρόαση. Ο Ρίτσος αρχικά έχει τις επιφυλάξεις του αλλά ο ενθουσιασμός του Μίκη και τα επιχειρήματα του Λαμπρόπουλου τον πείθουν τελικά να συμφωνήσει. Και ο Επιτάφιος με τη διεύθυνση του Χατζιδάκι είναι έτοιμος και έτσι τον Αύγουστο του 1960 κυκλοφορούν τα πρώτα δύο 45άρια με τέσσερα τραγούδια το καθένα και με εξώφυλλο ζωγραφισμένο από τον Γιάννη Μόραλη στην FIDELITY.                   

Σεπτέμβρη του ’60 η Κολούμπια κυκλοφορεί άλλα δύο 45άρια με τέσσερα τραγούδια το καθένα και με εξώφυλλο του Μποστ. Εδώ ερμηνευτής είναι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Είναι η αρχή αυτού που ονομάστηκε έντεχνο ελληνικό τραγούδι. Μια σπίθα ήταν που έγινε τεράστια φωτιά και αγκάλιασε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα ξεκίνησε και ο πόλεμος του Επιταφίου μιας και είχε γίνει ήδη ο διαχωρισμός μεταξύ Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Άρχισαν να γράφονται άρθρα επί άρθρων. Διαλέξεις, συναντήσεις συλλόγων. Το ελληνικό τραγούδι – το νέο ελληνικό τραγούδι – έχει το λόγο. Και είναι μόνο η αρχή. 

Ο Λαμπρόπουλος έχει μπει στη μάχη και με πρωτοπαλίκαρο τον Μίκη Θεοδωράκη ρίχνει στην αγορά το ένα μετά το άλλο τα μικρά 45άρια που όλα γίνονται επιτυχίες και πάνω απ’ όλα τα ονομάζει κύκλους τραγουδιών. Για πρώτη φορά αυτά τα τραγούδια βασίζονται σε στίχους σπουδαίων ποιητών. Μετά τον Ρίτσο ακολουθούν ο Σεφέρης, ο Χριστοδούλου, ο Βάρναλης, ο Καμπανέλης και αργότερα ο Ελύτης. Και έτσι η ποίηση αγκαλιάζει για πρώτη φορά τα πάντα. Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται πάντα ο Τάκης Λαμπρόπουλος που υποστηρίζει αυτή την προσπάθεια έχοντας πάντα μπροστά τον Μίκη Θεοδωράκη που η αριστερά θεωρεί δικό της παιδί  και το αγκάλιασμα είναι πια γεγονός. Ο Επιτάφιος κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε 10ιντσο βινύλιο, στις 33 στροφές, και για αντιπερισπασμό η Fidelity κυκλοφορεί κι αυτή όλα τα τραγούδια του Χατζιδάκι στις 33 στροφές με τη Μούσχουρη και ένα δίσκο με τη Βουγιουκλάκη. Το μεγάλο κέρδος το εισπράττει το τραγούδι γιατί πια όλα έχουν αλλάξει. 

Στο Φεστιβάλ Τραγουδιού που γίνεται στην Αθήνα ο Θεοδωράκης απέναντι στον Χατζιδάκι κερδίζει το Α βραβείο. Φυσικά πίσω απ’ όλα αυτά είναι πάντα ο Λαμπρόπουλος που δεν σταματά να πολιορκεί τον Χατζιδάκι για να τον φέρει στην εταιρία του. Και θα τα καταφέρει λίγο καιρό αργότερα μια και ο φίλος του ο Πατσιφάς φεύγει απ’ την FIDELITY . Yπογράφει με την Κολούμπια και έτσι ο Λαμπρόπουλος γίνεται ο μεγάλος ηγεμόνας της δισκογραφίας χαρίζοντας στους Έλληνες τα πιο σπουδαία έργα μια που αυτό που τον ενδιέφερε πάντα ήταν η ποιότητα της μουσικής, του στίχου και βεβαίως των ερμηνευτών. Δεν έχει πάψει να προωθεί και το καλό λαϊκό τραγούδι με τεράστιες επιτυχίες του Καλδάρα, του Τσιτσάνη και πολλών άλλων λαϊκών συνθετών. Η εταιρία διαθέτει τον προσωπικό της φωτογράφο, τον Τάκη Πανανίδη, στον οποίο ο Λαμπρόπουλος ζητά να κάνει πορτραίτα όλων των τραγουδιστών και αυτά στολίζουν τα δισκάδικα σε όλη την Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη το δισκάδικο του Ταξείδη είναι γεμάτο με αυτές τις φωτογραφίες αλλά και μια μεγάλη φωτεινή επιγραφή που αναγράφει COLUMBIA. Η βιτρίνα του δισκοπωλείου αυτού φιλοξενεί όλα τα αριστουργήματα της μουσικής που σχεδόν στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την εταιρία του Λαμπρόπουλου.   

Ωστόσο μέσα στην εταιρία δεν έπαψαν να υπάρχουν δίπλα στα τραγούδια και τα παρατράγουδα. Αυτά τα αντιμετώπιζε ο Λαμπρόπουλος πάντα με ψυχραιμία προσπαθώντας να βρει λύση σε κάθε πρόβλημα. Ένας βασικός πονοκέφαλος ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης που του δημιουργούσε δύσκολες καταστάσεις. Αυτό το μαρτυρούν πολλοί που εργάζονταν μέσα στην εταιρία. Ώσπου κάποια στιγμή μην αντέχοντας άλλο τα καπρίτσια του μεγάλου τραγουδιστή του επέστρεψε ο ίδιος τα συμβόλαια του ελευθερώνοντας τον. Μάλιστα κάποια στιγμή συνάντησε τον Μίνω Μάτσα και βλέποντας τον να πανηγυρίζει – μιας και εκεί είχε πάει ο Καζαντζίδης – του είπε: «Μη χαίρεσαι και πολύ. Σύντομα θα δεις τα αποτελέσματα».   

Ο Λαμπρόπουλος παρά το νεαρό της ηλικίας του είχε καταφέρει να κερδίσει τον σεβασμό των πάντων και δεν υποχωρούσε σε τίποτα. Πολλές φορές τσακωνόταν με την άθλια επιτροπή λογοκρισίας που του έκοβε ή του αφαιρούσε τραγούδια από ένα έργο. Άλλοτε πάλι δεν δίσταζε να γίνει αυστηρός με τους συνεργάτες του. Τέτοια περίπτωση ήταν ένα επεισόδιο με τον συνθέτη Γιώργο Μητσάκη ο οποίος είχε κάνει μήνυση στον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις είχε κυκλοφορήσει το σπουδαίο έργο του Πασχαλιές μέσα από την Νεκρή Γη με 14 ρεμπέτικα διασκευασμένα μοναδικά και ένα υπέροχο εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη. Ο Μητσάκης ωστόσο απαίτησε να μπει το όνομα του στο εξώφυλλο και έκανε μήνυση. Έξαλλος ο Λαμπρόπουλος ζήτησε από τους συνεργάτες του να αποσύρουν όλα τα βινύλια από τα δισκάδικα και ξανατύπωσε ο δίσκο χωρίς το τραγούδι του Μητσάκη, τον οποίο μάλιστα απέλυσε από την εταιρία. Άλλες πάλι φορές είχε κόντρα και με τους μεγάλους συνθέτες της εταιρίας του γιατί δεν συμφωνούσε με τις απαιτήσεις τους. Έτσι έγινε με τον Χατζιδάκι και το έργο του Μορφές για 2 γυνάικες του Ανουϊγ, μουσική για θέατρο. Ο δίσκος είχε εξώφυλλο του Γιάννη Μόραλη, διαφημίστηκε αλλά τελικά έμεινε στα συρτάρια. Το ίδιο συνέβη με την Κλέφτρα του Λονδίνου. Ο Χατζιδάκις είχε στην κατοχή του μερικά αντίτυπα του δίσκου τον οποίο ο Λαμπρόπουλος δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Ωστόσο ο ίδιος ζητούσε να ηχογραφηθούν και έργα που ήξερε εκ προοιμίου πως θα ήταν αντιεμπορικά. Κι όμως τα υποστήριζε γιατί τα πίστευε. 

Ήταν πάντα ανήσυχος για το επόμενο για να μπορέσει να κοντρολάρει άνετα τους δύο μεγάλους Μίκη και Μάνο και έτσι δημιούργησε ένα νέο συνθέτη με τεράστιο ταλέντο που το απέδειξε αμέσως και τους έδωσε την ευκαιρία να λάμψει στην Κολούμπια. Ο συνθέτης αυτός ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Οι δίσκοι του Σταύρου Ξαρχάκου χρόνο με το χρόνο αγκαλιάζουν όλη την Ελλάδα. Ξεκίνησε την μεγάλη διαδρομή του από ένα 45άρι με δύο τραγούδια : την Άπονη Ζωή και την Φτωχολογιά. Εκεί θα παρουσιαστεί και ένας νέος στιχουργός, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ο στίχος ήταν πάντα το μεγάλο μεράκι του και η περηφάνια του ήταν ότι είχε συνεργάτες το Νίκο Γκάτσο, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Κώστα Βίρβο και πολλούς άλλους ψάχνοντας πάντα για το νέο. Έτσι έρχονται ο Γ. Μαρκόπουλος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης για να ακολουθήσουν και άλλοι νεότεροι. Ο Μίκης δεν σταματά να κυκλοφορεί νέα τραγούδια. Το ίδιο και ο Χατζιδάκις, μόνο που τα έργα του – όπως ο Καπετάν Μιχάλης και η Μυθολογία – δεν είναι και τόσο εμπορικά κάτι που φέρνει γκρίνια στους υπόλοιπους μετόχους της Κολούμπια. Το ενδιαφέρον του Λαμπρόπουλου βέβαια για τον Χατζιδάκι δεν σταμάτησε ποτέ και έτσι ο συνθέτης πολλές φορές ηχογραφεί τις μελωδίες του που όμως όλα αυτά τα χρόνια θα μείνουν στα συρτάρια της Κολούμπια με την προσδοκία να βγουν κάποτε. 

Η άνοιξη του ελληνικού τραγουδιού θα σταματήσει απότομα το ξημέρωμα εκείνου του Απρίλη του ’67 όταν ένα μεγάλο μέρος του φιμώθηκε. Πρώτος ο Μίκης Θεοδωράκης που ετοίμαζε τότε μια σειρά σπουδαίων έργων. Η εταιρία έχασε ένα από τα μεγάλα στηρίγματα της. Ο Χατζιδάκις επίσης είχε φύγει προ πολλού για την Αμερική. Έτσι έμειναν οι νεότεροι. Όμως όλα αυτά είχαν αρχίσει να κουράζουν τον Λαμπρόπουλο και κάπου εκεί στο 1973 αποφασίζει να τα εγκαταλείψει πουλώντας την Κολούμπια στην αμερικάνικη πολυεθνική ΕΜΙ. Οι άνθρωποι που ανέλαβαν ελάχιστη γνώση είχαν για την ελληνική δισκογραφία. Έτσι η ελληνική μουσική και το τραγούδι έχασαν ίσως ένα από τα δυνατά χαρτιά που διέθεταν. Σιγα σιγά το σταρ-σύστεμ της εποχής έβαλε στην άκρη τον συνθέτη και τον στιχουργό και μπήκε μπροστά ο τραγουδιστής. Λίγο πριν φύγει από την Κολούμπια ο Λαμπρόπουλος έβαλε σαν όρο στο συμβόλαιο του η ΕΜΙ να κρατήσει δια βίου τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στη νέα Κολούμπια. Το τεράστιο φωτογραφικό αρχείο της εταιρίας το χάρισε στον φωτογράφο που είχε πληρώσει για να το δημιουργήσει, τον Τάκη Πανανίδη και έτσι σήμερα έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε αυτόν τον ακριβό θησαυρό, που ποιος ξέρει που θα είχε χαθεί διαφορετικά. 

Από το 1973 και μετά ο Λαμπρόπουλος θέλησε διακριτικά να περάσει στην αφάνεια. Δεν ξανασχολήθηκε με τη δισκογραφία και δεν έδινε ποτέ συνεντεύξεις. Το ίδιο και τα κτήρια της εταιρίας στη Ριζούπολη δεν υπάρχουν πλέον. Τα στούντιο όπου ηχογραφήθηκαν εκατοντάδες δίσκοι – μεταξύ τους και αριστουργήματα – έγιναν μπάζα και παραμένουν ερείπια. Ο νέος ιδιοκτήτης του χώρου, ο Μίνως Μάτσας παρά το ότι υποσχέθηκε ότι θα έκανε εκεί το μουσείο της ελληνικής δισκογραφίας έμεινε με την υπόσχεση του. Αργότερα οι θησαυροί της Κολούμπια ενσωματώθηκαν στον κατάλογο της Μίνως Μάτσας και Υιός και έτσι κάποια έργα ξανακυκλοφόρησαν ενώ άλλα χάθηκαν.

Και εμείς, του ’60 οι εκδρομείς, όπως λέει ο Σαββόπουλος, έχουμε ακόμα στις δισκοθήκες μας και ακούμε αυτά τα διαμάντια που στην ετικέτα γράφουν Κολούμπια. Τυχεροί λοιπόν που κάποια στιγμή βρέθηκε εκείνος ο νέος των 28 χρόνων, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος στο δρόμο της δισκογραφίας για να μας κάνει αυτό το τεράστιο δώρο της μουσικής.   

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα