Μουσική

Το θολωμένο μου μυαλό

Ο Θωμάς Κοροβίνης ακτινογραφεί το μεγάλο λαϊκό συνθέτη Άκη Πάνου σε ένα κείμενο γεμάτο συναίσθημα

Θωμάς Κοροβίνης
το-θολωμένο-μου-μυαλό-1153547
Θωμάς Κοροβίνης

Ο Άκης Πάνου είναι μια ιδιαζόντως σημαντική περίπτωση δημιουργού που συνδυάζει την συνάντηση της ισόβιας θεραπείας μιας ιδιοφυούς τέχνης με εξαιρετικά αποτελέσματα με την ιδιοσυγκρασία ενός ακόμη παραδείγματος τυπικά «καταραμένου» ποιητή. Έχει καταλάβει δικαίως εδώ και δεκαετίες, και εν ζωή ακόμη, μια πολύ σπουδαία θέση στην πινακοθήκη των εμβληματικών τραγουδοποιών της χώρας μας αφήνοντάς μας μια πλούσια κληρονομιά, με το διακριτό μουσικοποιητικό στίγμα του να κάνει την διαφορά και το κάθε τραγούδι του να αναγνωρίζεται και να προσλαμβάνεται από τον ακροατή του άμεσα και με μια ευεργετική ψυχολογική και παιδαγωγική επιδραστικότητα σε ευρεία κλίμακα.

Η ειδοποιός στην περίπτωσή του διαφορά έγκειται στην συνύπαρξη αξιοσημείωτων χαρακτηριστικών της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας, την ιδιαίτερη ποιητική του «φιλοσοφία», την αρτιότητα των εμπνευσμένων και ολοκληρωμένων συνθέσεών του, που έρχονται σαν συνέχεια του ρεμπέτικου, της τελευταίας ιδίως φάσης του, και του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του 1960, την πρωτοτυπία των ενορχηστρώσεών του, έναν αλλιώτικο «αέρα», μια ατμόσφαιρα της προσωπικής του σφραγίδας που διαπνέει τα τραγούδια του, την αυστηρή ερμηνεία που επιβάλλει ο διδακτικός του τρόπος, όλα ζυγισμένα σε έναν ευφυή, προγραμματισμένο συντονισμό.

Το χρονικό των συνεργασιών του από τα πολύ νεανικά του χρόνια μέχρι το τέλος περιλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα καλλιτεχνών στο πατάρι και στην δισκογραφία: Σπόρος, Κρεούζης, Καρανικόλας, Τσιμπίδης, Τζουανάκος, Λουκάς Νταράλας, Κολοκοτρώνης, Καραπατάκης, Κώστας Παπαδόπουλος, Μπέλλου, Τσαουσάκης, Σεβάς χανούμ, Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Λύδια, Δούκισσα, Αγγελόπουλος, Καζαντζίδης, Μενιδιάτης, Διονυσίου, Γαβαλάς, Μπιθικώτσης, Ρεπάνης, Μάριος Κώστογλου, Μοσχολιού, Λαμπράκη, Νταλάρας, Μητσιάς, Μητροπάνος, Μαρινέλλα, Γιώργος Μαρίνος, Μαργαρίτης, Ρασούλης κ.α.

Η ζωή του υπήρξε πολυδαίδαλη, περιπετειώδης, με ιδιορρυθμίες, αντινομίες, ναυάγια, τραγωδίες. Αφήνουμε τα του βίου του για να σημειώσουμε μόνον το εξής: Κατά την δίκη του, για το φρικτό φονικό που φέρεται να διέπραξε, δεν του αναγνωρίστηκε κανένα απολύτως ελαφρυντικό, ούτε έστω κάποιας πολιτισμικής συνεισφοράς, επειδή, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε και ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου». Μα είναι δυνατόν να υφίσταται σχέση ουσίας ανάμεσα στην ελληνική δικαιοσύνη και το πολιτιστικό γίγνεσθαι; Ή μήπως έχουν την γνώση και την αρμοδιότητα να αποφανθούν επ’ αυτού; Ας τον δίκαζαν για τα υπόλοιπα. Όφειλαν να μην αγγίξουν αυτή την παράμετρο. Για τα σχετικά με την δίκη είχε γράψει εκτενές άρθρο ο Στέλιος Ελληνιάδης. Στο άκουσμα της ανακοίνωσης της απόφασης «Ο Aκης πάγωσε. Όλη του τη ζωή προστάτευε το ταλέντο του και το έργο του, αγωνίστηκε γι’ αυτό, αναγνωρίστηκε η αξία του από τους καλλιεργημένους ανθρώπους, αλλά και από τους απλούς ανθρώπους που ακούνε τα τραγούδια του. Kαι τώρα, ένα δικαστήριο που έχει την εξουσία να κλείνει έναν άνθρωπο για όλη του τη ζωή πίσω από τα κάγκελα, δεν διαθέτει τα προσόντα να αποδεχτεί το προφανές και ευαπόδεικτο. Έτσι, δεν περιορίζεται στο να τον καταδικάσει για την πράξη του, αλλά και αποφαίνεται υποτιμητικά για την πολιτιστική προσφορά του, την οποία αγνοεί.

Tα ισόβια τα άντεχε, αλλά αυτό ήταν δύσκολο να το καταπιεί».

Τί ασήκωτο βάρος είναι αυτό που κουβαλούν στα σωθικά τους κάποιοι άνθρωποι και κυρίως πού μπορεί να κρύβεται η αιτία που τους κάνει να βιώνουν την ύπαρξή τους ως περιττή, παραπανίσια, βάρος της γης, «άχθος αρούρης» κατά τους αρχαίους; Μια αίσθηση που διακρίνει έντονα κορυφαίους δραματικούς δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού, -γιατί κυρίως δραματικό είναι το λαϊκό μας τραγούδι-, αυτή που κάνει τον Γιάννη Παπαϊωάννου να γράψει «να μας βρει και μας ο Χάρος που της γης δίνουμε βάρος», τον Καζαντζίδη να τραγουδήσει, όπως το τραγουδάει, «εγώ γεννήθηκα μονάχα να πονάω», τον Άκη Πάνου να πει «καρδιά γεννήθηκες πουλάκι και πέθανες αμαρτωλή», σε μια πρώιμη, προφητική ανάγνωση της αυτοβιογραφικής του σύνοψης;

Η έκπτωση του οικονομικά στενεμένου ανθρώπου, που περνάει μιαν άχαρη και ζορισμένη ζωή μέσα στα αδιέξοδα, την βαρυγκώμια και τη μιζέρια –να μια αγαπημένη λέξη του Άκη Πάνου που επανέρχεται συνεχώς στα τραγούδια του (βλ. π. χ. χαρακτηριστικά : «Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια»- στο τραγούδι «Θα κλείσω τα μάτια»)-, οδηγεί σε μιαν άτσαλη και άκαρπη αγανάκτηση που καταλήγει συνήθως στην κατρακύλα, -και στην περίπτωση της γυναίκας, με σιγουριά στους «δρόμους τα ντροπής» :

«Πόσο πικρό ήταν στο στόμα το φιλί και πόσα δάκρυα δε μου ’πνιξαν τα μάτια. Μα όταν κατέβηκα το πρώτο το σκαλί, γίναν πιο εύκολα τα άλλα σκαλοπάτια» («Τα χέρια της ντροπής» με την Χαρούλα Λαμπράκη) Συχνά βέβαια σημειώνεται ως υπαίτια αποτυχίας η λάθος ανάγνωση του ερωτικού προσώπου που τον απασχολεί, η βιασύνη και ο ενθουσιασμός, που στιγματίζονται ως τα αίτια για το ολέθριο φινάλε της σχέσης : «Βιάστηκα να σε φωλιάσω μες στα χέρια μου….. βιάστηκα να σου χαρίσω τα νυχτέρια μου» («Βιάστηκα» Μαίρη Μαράντη-Βούλα Γκίκα) αλλά και η αυτοτιμωρία, η αποτυχία στον έρωτα ως συνέπεια μαζοχιστικού συνδρόμου : «Καρδιά μου, μην παραπονιέσαι, εσύ τα φταις που τυραννιέσαι» τραγουδούν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Βούλα Γκίκα.

Ως ανακυκλούμενος προβληματισμός με δημόσια εξομολογητικό τόνο μοιάζουν σε κάποια τραγούδια του να δίνονται οι προς εαυτόν συμβουλές για την ατζαμίδικη, γρήγορη και άγουρη κρίση, την αστοχία που σε φέρνει πάλι σε απόγνωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γνωστό αλλόκοτα ελκυστικό άσμα σε ερμηνεία του Στράτου Διονυσίου, το «Εγώ καλά σου τα ’λεγα» :

«Αφού το κρίμα κρίνεται κι ο αίτιος ευθύνεται, το πίνεις και δεν πίνεται. Εξαίρεση δε γίνεται (αφού το κρίμα κρίνεται)». «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» «Παράνομη αγάπη, γεννημένη εκεί που δε χαράζει ουρανός, απ’ όλους τους ανθρώπους δικασμένη και δίχως τη συμπόνια κανενός» «Ολόκληρη ζωή, τα βάσανά μου κάνω αλυσίδα» «Μη ζητάς να βρεις καλό, μπέσα μη ζητάς, στων ανθρώπων τις καρδιές μέσα μην κοιτάς» «Εκείνα που δε λέγονται, αυτά τί να τα κάνω, που δεν αντέχω να τα πω ούτε να τα πεθάνω» «Ας τον τρελό στην τρέλα του»

Με τον τραγουδιστή που λάτρευε γράφει αριστουργήματα. «Είναι το καλύτερό μου κουστούμι, και αυτό που με εκφράζει περισσότερο» δηλώνει ο Καζαντζίδης για τα 6 μόνο τραγούδια που ηχογράφησε του Άκη Πάνου, η συνεργασία φράκαρε γιατί ο Στέλιος ήταν αδύνατο να υπακούσει στις εντολές του συνθέτη. Δύο υπερτροφικά «εγώ», συγγενή και αποκλίνοντα παράλληλα, και εντέλει συγκρουόμενα, κατόρθωσαν έστω να υπογράψουν παρέα έξι άσματα αριστοτεχνικής ομορφιάς.

Το 1977 με σημαία ένα τραγούδι που γράφτηκε για τη συνεργασία του με τον Καζαντζίδη και ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά, ηχογραφεί το «Παρών»! Τραγούδια-σπονδές για τα πιο άγρια και ανεκπλήρωτα όνειρα των λαϊκών ανθρώπων, που θα επισκιάσει ο θρυλικός «Τρελός», ανεπανάληπτο σουξέ και καλλιτεχνική μονογραφή του Μητσιά!

Αν όμως οι δύο αυτοί δίσκοι ήταν η καλλιτεχνική του απογείωση, το 1982 έρχεται ο πλέον εμπορικός του δίσκος «Θέλω να τα πω» με ερμηνευτή τον Νταλάρα. «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ’ ένα δωμά», τα σαρκαστικά «Άνοιξε Πέτρο» και «αδιόρθω αναρχί», προξενούν ταραχή και ενθουσιασμό στο κοινό της χώρας που έχει μπει σε μια νέα πολιτικοκοινωνική τροχιά εκείνη την εποχή.

«Για ένα φιλότιμο» στέκεται ο κόσμος», λέει ο Καζαντζάκης. «Για ένα φιλότιμο» κρατιούνται ακέραιοι και οι ήρωες του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου. Το φιλότιμο, η ελεύθερη βούληση, η ανεξαρτησία της συνείδησης, η κατά το δοκούν του κάθε ανθρώπου δυνατότητα ηθικών επιλογών, η προσβολή της προσωπικότητας, ό, τι εμποδίζει την ελευθερία της έκφρασης, τον καταρρακώνει. Γι’ αυτό γράφει ο Πάνου το τραγούδι «Κοινή αγορά», όπου αναδεικνύει με σαρκαστικό ύφος την υπόθεση της ανάγκης για ελεύθερη χασισοποτεία. Αλλά και τον αναρχικό ύμνο «Αυτός που κλε -για να ταί κουτσουβελάκια», μια σύντμηση ανατρεπτικού κοινωνικού ευαγγελίου της ματζίρικης και οιωνεί βαλλόμενης φτωχολογιάς. Αλλά και όταν ο ίδιος στις επιλογές του τις ερωτικές τα κάνει θάλασσα, γιατί για τον εαυτό του κυρίως μιλάει, καθώς είναι έντονα βιωματικός και αυτοβιογραφικός δημιουργός, αισθάνεται να τον κυκλώνει το ρεζίλεμα, λες και είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για τα λάθη του σ’ όλη την κοινωνία. Γίνεται «του κόσμου το περίγελο» με τη φωνή του Διονυσίου, «Σκότωσέ με αλλά μη με ταπεινώσεις. Μη με ρίχνεις μπρος στα μάτια του αλλουνού» εκλιπαρεί με τη φωνή του Μητσιά. Σα να τον βλέπω τώρα μπροστά μου, αυστηρό και πελιδνό, μ’ εκείνη την φλεγματική ώχρα στο βλέμμα του να με καθηλώνει και να με τρομάζει, να στέκεται μπρος σ’ έναν αόρατο, αμείλικτο εισαγγελέα, όχι σαν αυτούς που τον δίκασαν, όχι, αλλά μπροστά στην κοινωνία, με ολόγυμνη ψυχή, να εξομολογείται, να απολογείται, να παραπονιέται, να διαμαρτύρεται, να επαναστατεί, να λυσσάει, για όσα δεν του πήγανε καλά απ’ τη μοίρα, για όσα δεν έκανε σωστά ο ίδιος μα και για όσα και όσους τον αδίκησαν. Για ένα φιλότιμο. Ίσως όλο αυτό το αλογάριαστο φαρμάκι που τον είχε ποτίσει ή είχε από ιδιοσυγκρασία αφήσει να ποτίσει το μέσα του να τον οδηγεί να γράψει το εκπληκτικό εκείνο τραγούδι ύψιστου πάθους, «Η ζωή μου όλη», ανυψωμένο σαν μανιφέστο του αιώνιου παράπονου, σαν ντόπιο σπιρίτσουαλ, προς τα ουράνια, απ’ το συγκλονιστικό λαρύγγι του Καζαντζίδη, μια κυνική ελεγεία ζυμωμένη με το μεγαλείο της αγέρωχης περηφάνιας με την οποία κατά τον Άκη οφείλουμε να αντικρίζουμε την ματαιότητα της ύπαρξης :

«Η ζωή μου όλη, μια ανοησία, κι η μοναδική μου η περιουσία. Η ζωή μου όλη είναι μια θυσία που σκοπό δεν έχει, ούτε σημασία» Ο ίδιος δημιουργός όμως είναι που αποτολμά κάτι απίστευτο, πρωτόγνωρο στα χρονικά του τραγουδιού μας, να εξυμνήσει ένα θέμα-ταμπού, την απογείωση του ερωτικού σαρκικού πάθους, την ύψιστη στιγμή της απόλυτης ηδονής, του οργασμού, με τη φωνή της εκπληκτικής Γιώτας Λύδια: «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα, η ώρα που γεννιέται η ζωή, η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου μαζί με την δική μου αναπνοή».

Ο σπαραγμός, η συντριβή, ο θυμός, η λαχτάρα για αυθεντική ζωή, η ανέχεια, το ανεκπλήρωτο του έρωτα, οι διαψεύσεις των προσδοκιών, η προδοσία της φιλίας, οι λογής επεμβάσεις και πιέσεις που υφίσταται ο άνθρωπος και οι Προκρούστιοι τεμαχισμοί που βιώνει καθημερινά, τα άγνωστα παιχνίδια της μοίρας, όλα αυτά εμπεριέχονται στον ποιητικό το στοχασμό αλλά συνοδεύονται κατάλληλα και από τις μελωδίες του μα και τον τρόπο ενορχήστρωσης των συνθέσεών του.

Όλο το έργο του Άκη Πάνου είναι μια απέραντη θρηνητική κραυγή, μια ατέρμονη οιμωγή μιας ψυχής βαθιάς, ανικανοποίητης και ακόλαστης, που τον πανικό της αλλά και το μένος της δεν τα χωρούσε ο τόπος. Αυθεντικός ιδιοσυγκρασιακός δημιουργός που κατορθώνει κάτι σπουδαίο, να ενώσει τα δικά του πάθη με τα πάθη του μέσου ανθρώπου, του κυνηγημένου από τους δαίμονές του αλλά και από τις ποικίλες μορφές καταπίεσης και προσβολής που του ασκούνται! Και αυτό είναι το σημείο διαφοράς, το ειδικό βάρος της αξίας του δημιουργού, να ταυτίζεται η περίπτωση που περιγράφει με την πλειονότητα, όπως ο χορός στην τραγωδία θρηνεί για την Αντιγόνη αλλά και για κάθε Αντιγόνη, στιγματίζει τον Κρέοντα αλλά και τον κάθε αυθαίρετο δυνάστη, ο Παπαδιαμάντης στο «Μοιρολόγι της φώκιας» κλαίει για την άδικη μοίρα της Ακριβούλας αλλά και για τα άγνωστα πεπρωμένα καθενός από μας, ο Καβάφης έχει την ικανότητα να μεταφέρει την αγωνία δυο ηδονιζόμενων μισογδυμένων αντρικών σωμάτων σε μισοσκότεινο δωμάτιο στην αίσθηση καθενός, ακόμη και άσχετου, και ανυποψίαστου!

Τολμώ να αντιστοιχήσω αξιολογικά την περίπτωση Άκη Πάνου μ’ εκείνη του μυθικού προδρόμου του Μάρκου Βαμβακάρη. Και οι δύο είναι κατά βάσιν αυτοδίδακτοι, καθαρόαιμοι και ακέραιοι τραγουδοποιοί, αφού συνδυάζουν με απόλυτη επάρκεια και ουσία το ζηλευτό δίπτυχο του ποιητή-στιχουργού και του μελωδού-συνθέτη των τραγουδιών τους, ακολουθώντας μια παράδοση αιώνων, τόσο στην Ανατολή με τους περιπλανώμενους ασίκηδες, όσο και στη Δύση με τους αυλικούς τροβαδούρους, των καλλιτεχνών της παράδοσης των οποίων και την βασική προβληματική των ποιημάτων τους θεραπεύουν, δηλαδή το ερωτικό πάθος και την κοινωνική διαμαρτυρία. Με την διαφορά ότι ο Άκης υπολείπεται του Μάρκου ως προς μια άλλη πτυχή που εμπλουτίζει ή μάλλον συμπληρώνει το δίπτυχο σε τρίπτυχο καθώς ο πατριαρχικός Φραγκοσυριανός είναι σε μέγιστο βαθμό και ερμηνευτής –και τί ερμηνευτής- των τραγουδιών του, ενώ ο Πάνου μόνο μια φορά το 1985 κάνει =ίσως κάτι μοναδικό για τα παγκόσμια δεδομένα- κυκλοφορεί ένα δισκάκι 45 στροφών με τον τίτλο “ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ 100% ΠΡΟΒΑ” όπου συμπεριλαμβάνει δυο τραγούδια του, το «Πες μου Παππού» και το «Πριν, τώρα, πάντα» τα οποία ηχογράφησε και ερμήνευσε μόνος του, παίζοντας τη μουσική με όργανα που κατασκεύασε ο ίδιος, (ο αδελφός μας, εξαίσιος δημιουργός Μανώλης Ρασούλης έλεγε ότι το δισκάκι αυτό πρέπει να μοιράζεται στους τουρίστες δωρεάν ως δείγμα πολιτισμού). Και εδώ έγκειται μια άλλη διαφορά που έχει ο Άκης απ’ τον Μάρκο: μπορεί να επιλέγει ή να μην έχει το «χάρισμα» να τραγουδάει ο ίδιος τα κομμάτια του αλλά εξελίσσεται παράλληλα με τις άλλες ιδιότητές του σε έναν αξιοθαύμαστο δημιουργό-τεχνίτη, οργανοποιό πρώτης γραμμής, κατασκευαστή πρωτότυπων και περίτεχνων έγχορδων λαϊκών οργάνων. Μια άλλη παράμετρος η οποία πρέπει να σημειωθεί και να τονιστεί για την παραδοξότητα και την ιδιαιτερότητά της είναι ότι και οι δύο αυτοί ατόφιοι και πρωτοποριακοί κατ’ ουσίαν δημιουργοί έχουν ακόμη κάτι κοινό : Παρουσιάζονται ή καθιερώνονται ως καλλιτέχνες μη προοδευτικοί, μη αριστεροί, δεξιοί, ο Μάρκος γνωστός ως φιλοβασιλικός, ο Άκης ως εθνικιστής, φιλοδεξιός ή και θαυμαστής της χούντας, ενώ η ποίησή τους είναι ποτισμένη από αντιεξουσιαστική ή και επαναστατική για την εποχή τους πνοή –έχουν δε και οι δύο λογοκριθεί-. Ο ένας μας λέει «όσοι γεννούν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν», ο άλλος «η φτώχια που μας έχει γονατίσει» κ. λ. π. Με την διάκριση κι εδώ ότι η ηθική του Βαμβακάρη είναι πιο ελαστική, πιο χαλαρή, πιο «απελευθερωτική», αν θέλετε (ο βιτριολισμός του κατά των γυναικών –«Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια»- εξισορροπείται από καταθέσεις στην «Αυτοβιογραφία» του τού τύπου «ήτο γυναίκα των μπορντέλων αλλά υψηλής ηθικής, δηλαδή καλής ψυχής». Ενώ ο αξιακός κώδικας του Άκη παρουσιάζεται άκαμπτος, εξάλλου αυτόν επικαλούνταν πάντοτε στις συνεντεύξεις του αλλά και σχετικά με το φονικό. Έχω παλιότερα χαρακτηρίσει τον Άκη Πάνου «αναρχοπουριτανό». Η ιδεολογία του μοιάζει να είναι ένα κράμα ένθερμου αντιεξουσιαστή και στυγνού συντηρητικού ηθικολόγου παλαιότερης κοπής. Η εποχή του και η νοοτροπία του λαού σιγά σιγά τον ξεπερνούσε αλλά εκείνος παρέμενε φανατικός θιασώτης ενός αξιακού συστήματος δικής του κατασκευής με πολλά πατερναλιστικά και αυταρχικά σύνδρομα και με την ψυχή του φαρμακωμένη και μουσκεμένη από βαθιές και αξεπέραστες εμπειρίες ατομικής εξαπάτησης, προσωπικού και κοινωνικού «ριξίματος» και καλλιτεχνικής «μη δικαίωσης».

Ο Άκης ίσως να υπήρξε απόλυτο θύμα του «εγώ» του, ενός υπερτροφικού και κουρσεμένου από χίλιες δυο ορατές και αόρατες δυνάμεις εγώ. Ήταν προικισμένος απ’ τις μοίρες του μ’ ένα σπάταλο ταλέντο δημιουργικής ακράτειας που δεν βολούσε να βρει τα αντίστοιχά του στην περιρρέουσα. Πίστευε μέσα του πως έδινε πάρα πολλά και λάμβανε ελάχιστα. Ακόμη κι ένα μεγάλο σουξέ δεν του κληροδοτούσε την ψυχωφέλιμη και ζωοποιό χαρά της ικανοποίησης αλλά την επίγευση ενός φαρμακωμένου ποτηριού. Αν ζούσε την εποχή της ακμής των ιερών σαμάνων, θα προφήτευε με ηδονή την καταστροφή του παντός, κι αν ήταν δερβίσης Σούφι, θα στροβιλιζόταν ακατάπαυστα σ’ ένα μάταιο στίβο πάλης για την συνεύρεση με το «θείο πνεύμα», σε μιαν άκαρπη περιδίνηση στο διηνεκές, τραγουδώντας αυτό ακριβώς που καθόριζε τα πεπρωμένα του, «Το θολωμένο μου μυαλό», βιώνοντας μιαν ατελεύτητη αγωνία σαν αυτή που νιώθει κανείς κάποτε ακούγοντας «Τα θεία Πάθη» του Μπαχ ή το τρέξιμο του μπουζουκιού του Τσιτσάνη στο αδιέξοδο ορχηστρικό του, το «Ατελείωτο».

Αν ήταν θαλασσομάχος, αρχιπειρατής Μπαρμπαρόσα, κυρίαρχος της Μεσογείου, δεν θα του έφτανε η άλωση της Βενετιάς και της Καρχηδόνας αλλά θα γούσταρε το κούρσεμα όλων των ωκεανών. Ο Άκης στα τραγούδια του εκφράζει πολυσήμαντα τις διαβαθμίσεις της υπαρξιακής αγωνίας, φτάνοντας κάποτε στο κρεσέντο της, την δική του αλλά και κάποιων από μας, που δε φτάνουν ούτε τα γλέντια, ούτε το κρασί, ούτε η νταμίρα, ούτε η καλή παρέα, ούτε ο έρωτας, ούτε οι επιτυχίες, καμιά μορφή «Τεχνητού παράδεισου», που μας προτείνει κι ο Μποντλέρ ως γελαστούρια, για να ικανοποιηθεί. Αυτούς τους τύπους η ζωή δεν έχει την δύναμη να τους πληρώσει απόλυτα ποτέ. Ίσως γιατί, όπως έλεγε για τον εαυτό του ο Ταχτσής, «κάνω γκελ με την άβυσσο»! Πρέπει να ήταν το 1991, όταν με προσκάλεσε ο φίλος μου και στενός φίλος του Άκη Στέλιος Ελληνιάδης (αυτός που, προς τιμήν του φρόντισε και τα της κηδείας του Άκη) να πάμε παρέα στο «Μυστικό», στα Σαράντα Εκκλησιές, ένα κέντρο με ιστορική αξία για τα παιδιά της μεταπολίτευσης, γιατί στα χρόνια μας άνοιξε ως κινηματογράφος «Αίας», όπου διδαχτήκαμε από αριστουργηματικές ταινίες που τις βλέπαμε δύο στο τάλιρο, π. χ. «Θωρηκτό Ποτέμκιν» και «Θάνατος στη «Βενετία», ή «Θεώρημα» και «Ο τρελός Πιερό», σήμερα η αίθουσα έχει μετατραπεί σε ένα σούπερ μάρκετ της σειράς. Άλλη μια ορφάνια, άλλη μια στέρηση αναφοράς στη μυθολογία μας και στην κοινωνική μας ταυτότητα που συνεχίζουν να την λαβώνουν αμείλικτα. Τη βραδιά εκείνη λοιπόν, παρέα με τον Στέλιο, και την σύζυγο του Άκη Άννα, γνώρισα από κοντά το είδωλό μου. Ο Άκης, επιστρέφει στο πάλκο, με μια σειρά από εντυπωσιακές εμφανίσεις που ξεκίνησαν το 1989 μετά από παρότρυνση φίλων του, κατ’ αρχήν σε συνεργασία με τον Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο «Επειγόντως» στην Κυψέλη και έπειτα σε διάφορα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και μια σειρά συναυλιών, όπου εντυπωσιάζει με την καθιέρωση της τολμηρής, ρηξικέλευθης -για τα χρονικά του λαϊκού παταριού- καινοτομίας, του τρόπου στησίματος της ορχήστρας, χωρίς καθόλου χώρο στην πίστα και βάζοντας καθήμενους τους μουσικούς μπροστά και τους τραγουδιστές πίσω. Αυτό το φαινόμενο ζήσαμε κι εκεί.

Ο Άκης φορτσάτος αλλά πολύ ζοχαδιασμένος, έδινε τον τόνο, το πρόγραμμα κυλούσε όμορφα αλλά μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, έλεγα για να δούμε τώρα πού θα ξεσπάσει, θα μας δείρει, τι θα κάνει, κάποιος θα την πληρώσει. Η αφορμή δόθηκε πολύ γρήγορα, με κίνδυνο όλη η βραδιά να πάει στράφι. Στο τέταρτο τραγούδι σηκώθηκαν απ’ το πρώτο τραπέζι δυο κορίτσια και έβγαλαν φωτογραφίες την ορχήστρα. Ο Άκης δίνει εντολή να σταματήσει η ορχήστρα και αναφωνεί: «Καθίστε κάτω, εδώ δεν είναι μπουρδέλο, θα σταματήσω την παράσταση». Οι κοπέλες, έντρομες, βγήκαν έξω απ’ το μαγαζί με κλάματα. Η βραδιά συνεχίστηκε, όλα καλά, στο τέλος, με συστήνουν στον μαέστρο, τον κοιτώ κι εγώ έντονα, διερευνητικά και άφοβα και μου λέει «εσύ, ανέβα πάνω, μαζί μου». Τον ακολουθώ στο πατάρι, όπου και τα καμαρίνια. Και αποτολμώ : «Κύριε Άκη, μ’ ακούς; Δεν ήσουν εντάξει με τα κοριτσάκια, αυτές σε λατρεύουν, τζάμπα τις κακοκάρδισες, δε σου πρέπουν αυτά». Σα να δάκρυσε. Έτσι λυπημένος με κοίταξε βαθιά και μου είπε: -Θα έρθεις αύριο το πρωί απ’ το ξενοδοχείο; -Θα έρθω. –Φέρε μου τότε κανένα βιβλίο. –Σαν τι βιβλίο; -Ό, τι να’ ναι. Αρκεί να είναι μάγκικο!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα