Πέθανε η ηθοποιός και τραγουδίστρια Τζέιν Μπίρκιν
Σε ηλικία 77 ετών.
Η Βρετανίδα ηθοποιός και τραγουδίστρια Τζέιν Μπίρκιν πέθανε, όπως μετέδωσαν τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης επικαλούμενα πηγές.
Η Τζέιν Μπίρκιν είχε γεννηθεί στις 14 Δεκεμβρίου 1946 στο Λονδίνο και ζούσε στη Γαλλία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Είχε πολιτογραφηθεί Γαλλίδα.
Είχε μια παραγωγική καριέρα ως ηθοποιός στον βρετανικό και γαλλικό κινηματογράφο.
Το 2001 της απονεμήθηκε η διάκριση του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στη Γαλλία, τιμήθηκε με τη διάκριση του μέλους του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων.
Ήταν η δεύτερη κόρη του Ντέιβιντ Μπίρκιν, στρατιωτικού και ήρωα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η μητέρα της Τζούντι Κάμπελ ήταν ηθοποιός και τραγουδίστρια.
Άρχισε την καριέρα της στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960 ως ηθοποιός, συμμετέχοντας σε μικρούς ρόλους στο Blowup του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1966), η εμφάνισή της σε μια σκηνή (φαίνεται γυμνή) προκάλεσε σκάνδαλο στην πατρίδα της, και στο Kaleidoscope του Τζακ Σμάιτ (1966). Εκείνη την εποχή συνάντησε τον συνθέτη Τζον Μπάρι (συνθέτης της μουσικής 11 ταινιών της σειράς Τζέιμς Μποντ), ο οποίος την ενθάρρυνε να κάνει καριέρα ως τραγουδίστρια και τον οποίο παντρεύτηκε σε ηλικία 19 ετών.
Το 1967, μετά την αποτυχία του γάμου και τη γέννηση της κόρης της Κέιτ Μπάρι (1967-2013), ο σκηνοθέτης Πιερ Γκριμπλά την κάλεσε στη Γαλλία σε οντισιόν για τη νέα ταινία του Slogan, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο Σερζ Γκενσμπούργκ, ήδη γνωστός τότε στη Γαλλία. Δημιούργησε σχέση με τον Γκενσμπούρ και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, η αρχή μιας πολυετούς επαγγελματικής και προσωπικής σχέσης.
Με τον Σερζ Γκενσμπούρ αποτέλεσαν διάσημο ζευγάρι της παριζιάνικης καλλιτεχνικής ζωής και έγιναν διάσημοι το 1969 με το άλμπουμ Jane Birkin / Serge Gainsbourg, ιδιαίτερα με το τραγούδι Je t’aime … moi non plus, ένα αισθησιακό και προκλητικό τραγούδι που είχε παγκόσμια επιτυχία, το οποίο αρχικά ο Γκενσμπούρ είχε γράψει για την ερωμένη του Μπριζίτ Μπαρντό. Το 1971 γεννήθηκε η κόρη τους Σαρλότ Γκενσμπούρ, επίσης διάσημη ηθοποιός και τραγουδίστρια. Το 1976, η Μπίρκιν εμφανίστηκε επίσης στην αμφιλεγόμενη ταινία Je t’aime moi non plus σε σκηνοθεσία του Γκενσμπούρ. Συνέχισε την κινηματογραφική της καριέρα στις ταινίες έργων της Αγκάθα Κρίστι Έγκλημα στο Νείλο (1978) και Δύο εγκλήματα κάτω από τον ήλιο (1982) και ταινίες διάσημων Γάλλων σκηνοθετών.
Με τον Σερζ Γκενσμπούρ έμειναν μαζί για 13 χρόνια και η θυελλώδης σχέση τους τροφοδότησε για πάνω από μια δεκαετία το ενδιαφέρον του κοινού και τα μέσα ενημέρωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 χώρισαν και η προσωπική και επαγγελματική της ζωή υπέστη σοβαρή αναστάτωση.
Αφού χώρισε από τον Γκενσμπούρ το 1980, η Μπίρκιν συνέχισε να εργάζεται ως ηθοποιός και τραγουδίστρια, εμφανιζόμενη σε διάφορες ανεξάρτητες ταινίες και ηχογράφησε πολλά σόλο άλμπουμ. Το 1991, εμφανίστηκε στη μίνι σειρά Red Fox, και στην αμερικανική δραματική ταινία A Soldier’s Daughter Never Cries του Τζέιημς Άιβορι το 1998. Το 2016, πρωταγωνίστησε στην υποψήφια για το Όσκαρ ταινία μικρού μήκους La femme et le TGV, για την οποία είπε ότι θα ήταν η τελευταία της ταινία.
Από το 1980 έως το 1992 ήταν σύντροφος του Ζακ Ντουαγιόν, με τον οποίο το 1982 απέκτησε μια άλλη κόρη, τη Λου Ντουαγιόν, επίσης ηθοποιό.
Ο Σερζ Γκενσμπούρ συνέχισε να συνθέτει τραγούδια γι’ αυτήν. Το άλμπουμ της Baby Only in Babylone σημείωσε μεγάλη επιτυχία το 1983.
Το 1987, έδωσε την πρώτη της συναυλία στην παρισινή αίθουσα Μπατακλάν, που ακολούθησε σειρά συναυλιών στο Παρίσι, ερμηνεύοντας το ρεπερτόριο που έγραφε γι’ αυτήν ο Γκενσμπούρ. Από τότε, συνέχισε να εμφανίζεται τακτικά στη σκηνή.
Τον Μάρτιο του 1991, η Τζέιν Μπίρκιν έχασε, μέσα σε λίγες μέρες, τον Σερζ Γκενσμπούρ (πέθανε στις 2 Μαρτίου) και τον πατέρα της Ντέιβιντ Μπίρκιν (ο οποίος πέθανε στις 7 Μαρτίου σε ηλικία 77 ετών, την ημέρα της κηδείας του Σερζ). Έδωσε μια παράσταση στο Casino de Paris το 1991 δύο μήνες μετά το θάνατο του Γκενσμπούρ και του αφιέρωσε τη συναυλία.
Το 1998 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ χωρίς τον Σερζ Γκενσμπούρ, À la légère, με τραγούδια γραμμένα από 12 σύγχρονους Γάλλους συνθέτες.
Το 2013, η 46χρονη φωτογράφος Κέιτ Μπάρι, μεγαλύτερη κόρη της Τζέιν Μπίρκιν, αυτοκτόνησε, πέφτοντας από το παράθυρο του διαμερίσματός της στο Παρίσι.
Το 2017, κυκλοφόρησε το δέκατο τρίτο άλμπουμ της, Birkin-Gainsbourg le symphonique, ένα άλμπουμ με κλασικές εκδόσεις των πιο διάσημων τραγουδιών της.
Τα εγγόνια της είναι ο Ρομάν ντε Κερμαντέκ (γεννήθηκε το 1987) από την Κέιτ Μπάρι, Μπεν (γεννήθηκε το 1997), Αλίς (γεννήθηκε το 2002) και Τζο (γεννήθηκε το 2011) από την Σαρλότ Γκενσμπούρ και Μάρλοου (γεννήθηκε το 2002) από τη Λου Ντουαγιόν.
Η Τζέιν Μπίρκιν διέμενε μόνιμα στο Παρίσι από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το όνομά της έχει τιμήσει ο οίκος Hermès ονομάζοντας μια από τις πιο διάσημες τσάντες του, την τσάντα Hermès Birkin.
Συνολικά, η Τζέιν Μπίρκιν κυκλοφόρησε 14 άλμπουμ, πρωταγωνίστησε ή συμμετείχε σε 70 ταινίες μεγάλου μήκους, σε 9 θεατρικές παραστάσεις, σε 11 τηλεοπτικές παραγωγές, σκηνοθέτησε 2 ταινίες και έγραψε το σενάριο 3 ταινιών.
H Tζέιν Μπίρκιν είχε βρεθεί στη Θεσσαλονίκη και το πεντηκοστό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Σαγηνευτική, πολυσχιδής, σύμβολο μιας εποχής και πάντοτε αεικίνητη και δραστήρια, η Τζέιν Μπίρκιν είχε αποκαλύψει ορισμένες από τις πιο ελκυστικές πτυχές της πολύπλευρης προσωπικότητάς της στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας εφ’ όλης της ύλης συζήτησης, που είχε πραγματοποιηθεί στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, στο πλαίσιο του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η ίδια η Τζέιν Μπίρκιν είχε προτιμήσει τον όρο «συζήτηση» από τον όρο «masterclass» διότι όπως είχε πει ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Χωραφάς, «η ταπεινότητά της είναι βαθιά και αληθινή. Είμαστε τυχεροί για τη γενναιοδωρία της να μοιραστεί μαζί μας την αλήθεια της, αυτό που πηγάζει από μέσα της και την κάνει να αγαπάει τους ανθρώπους και τη ζωή». Η διευθύντρια του Φεστιβάλ Δέσποινα Μουζάκη είχε καλοσωρίσει την Τζέιν Μπίρκιν στην επετειακή διοργάνωση με τα εξής λόγια: «Η Τζέιν Μπίρκιν είναι μια γυναίκα που είχε την τύχη να ζήσει με μύθους, να γίνει και η ίδια μύθος, σύμβολο μιας εποχής με τις πιο εμβληματικές εικόνες. Ακολούθησε μια μοναδική, φωτεινή διαδρομή από τη γοητευτική ελαφρότητα της ποπ στην επαναστατική ενέργεια του ‘60 και στην ωριμότητα του σήμερα, εφευρίσκοντας ξανά τον εαυτό της με διάθεση να προσφέρει στην τέχνη. Βρίσκεται μαζί μας για να προσθέσει κάτι από τη γοητεία της στο Φεστιβάλ».
Η διπλή παρουσία της Τζέιν Μπίρκιν στο 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τόσο με την ταινία 36 vues du Pic St-Loup του Ζακ Ριβέτ όπου πρωταγωνιστούσε, όσο και με τη συναυλία της στον κινηματογράφο Αριστοτέλειον, ήταν η αφορμή για να ερωτηθεί σχετικά με το ποιος από τους δύο ρόλους ήταν ο αγαπημένος της. Η ίδια είχε ξεκαθαρίσει τα εξής: «Οι συναυλίες με φέρνουν πιο κοντά στο κοινό. Μπορώ να πάω στη Ραμάλα ή στη Ρουάντα, να ξαναβρεθώ στο Σεράγεβο, είτε είμαι μόνη με ένα πιάνο είτε μαζί με μουσικούς. Στις συναυλίες έχω την ευκαιρία να κάνω τον κόσμο ευτυχισμένο, έστω και για μιάμιση ώρα. Στο σινεμά, αυτή η χαρά για μένα διαρκεί για 2-3 μήνες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων». Αναφερόμενη ειδικότερα στην ταινία 36 vues du Pic St-Loup, είχε τονίσει: «Πριν με προσεγγίσει ο Ζακ Ριβέτ, νόμιζα ότι είχα τελειώσει με το σινεμά, θεωρούσα ότι ήταν καιρός να σταματήσω, νόμιζα ότι ήταν ένα επάγγελμα για νέους, πιο φωτογενείς ανθρώπους. Ωστόσο, όταν εκείνος μου πρότεινε το ρόλο μιας μεγαλύτερης γυναίκας, βρήκα διασκεδαστική αυτή την πρόκληση, την οποία και αποδέχτηκα. Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, είπα ότι δεν σκοπεύω να κάνω τίποτα για ένα χρόνο, όμως πρέπει να προμοτάρω το φιλμ για τρεις μήνες. Έπειτα, θα επιστρέψω στο αγγλικό θέατρο».
Για την Τζέιν Μπίρκιν, ο ρόλος της τύχης και των συμπτώσεων στάθηκε καθοριστικός στη ζωή της. «Μερικές φορές κάποια πράγματα μοιάζουν με καταστροφή, αλλά τελικά αποδεικνύονται αίσια. Όταν ο Νταν Μπάρι με εγκατέλειψε για κάποια άλλη, πήγα στη Γαλλία, πράγμα που άλλαξε τη ζωή μου. Εκεί ερωτεύτηκα τους ανθρώπους και αυτοί εμένα – δεν ξέρω τι συνέβη πρώτο. Ο Σερζ (Γκενσμπούρ) είχε μια εξαιρετική οικογένεια, η οποία καλωσόρισε τόσο εμένα όσο και την κόρη μου. Μας αγκάλιασαν θερμά και αυτό για εμένα, που προέρχομαι από μια κλασική αγγλική οικογένεια, ήταν μια τεράστια δεξαμενή συναισθημάτων». Η καταξιωμένη καλλιτέχνιδα είχε περιγράψει, επίσης, σαν τύχη ακόμη και την ατυχία να χάσει τη βαλίτσα της, ερχόμενη στη Θεσσαλονίκη. «Είδα ηθοποιούς να βγάζουν και να μου δίνουν ρούχα και παπούτσια τους και συνειδητοποίησα τη γενναιοδωρία τους. Αυτό το γεγονός ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον από ό,τι αν είχα τη βαλίτσα μαζί μου». Αναφερόμενη στο πώς βίωσε η ίδια τη δεκαετία του ’60, η Τζέιν Μπίρκιν είχε παραδεχτεί ότι δεν ένιωθε καθόλου όμορφη στα 20 της. «Κοιμόμουν με μέικ απ μήπως ξυπνήσει ο Τζον Μπάρι και με βρει άσχημη. Κρίμα που ήμουν τόσο συμβατική! Δεν ήμουν ο εαυτός μου με το μέικ απ και τα μίνι. Όταν τα έβγαλα, ήμουν επιτέλους εγώ. Όταν κάποιος είναι τόσο νέος, έχει και πολλά κόμπλεξ, τα οποία μειώνονται όταν κάνει παιδιά».
Έχοντας στο ενεργητικό της περίπου 120 ταινίες, η Τζέιν Μπίρκιν είχε παραδεχτεί στο πλαίσιο της συζήτησης ότι καλές ήταν μόλις οι δέκα. «Ο Σερζ με ενθάρρυνε να συνεχίσω με τον κινηματογράφο, πίστευε ότι κάποια μέρα θα προκύψει ένα ‘’δώρο’’. Έτσι, κι εγώ λέω στους νέους ηθοποιούς να δοκιμάζονται, να κάνουν οντισιόν, να κάνουν ταινίες όσο ακόμη είναι νέοι». Το μάθημα που πήρε η ίδια από την κινηματογραφική πορεία της είναι πως όταν δείχνεις εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, όταν πιστεύεις ότι μπορούν να τα καταφέρουν, τότε πραγματικά αυτό συμβαίνει. «Στη ζωή μου, έκανα ό,τι έκανα επειδή κάποιοι άνθρωποι πίστεψαν ότι μπορώ να τα καταφέρω. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν την ανάγκη να ακούσουν τη φράση ‘’πιστεύω σε σένα’’. Θεωρώ ότι το ίδιο ισχύει π.χ. και για τις κομμώτριες ή τους ηλεκτρολόγους ή για το πώς μεγαλώνει κανείς τα παιδιά του. Ως μητέρα, οφείλεις να μην κρατήσεις τα παιδιά σου για τον εαυτό σου, αλλά να τα εμπιστευτείς, έτσι ώστε να ‘’πετάξουν’’ μόνα τους».
Η Τζέιν Μπίρκιν χαρακτήρισε τη ζωή της με τον Σερζ Γκενσμπούρ ως «αστεία, ευχάριστη και γεμάτη αγάπη», προσθέτοντας ότι παρόλο που η συνύπαρξή τους ήταν δύσκολη, δεν θα την άλλαζε με τίποτα. Και πρόσθεσε: «Όταν κάποιος πεθαίνει, εξαφανίζονται όλα τα αρνητικά. Αδημονώ να πεθάνω κι εγώ, για να ξεχάσουν τα παιδιά μου όλα τα ανόητα πράγματα που έκανα. Ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι ακολουθεί μετά το θάνατο, αξίζει να πάρεις το ρίσκο. Έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε και επιλογή».
Ο Γιώργος Χωραφάς είχε ρωτήσει την Τζέιν Μπίρκιν εάν όντως είναι όπως δείχνει, δηλαδή εξαιρετικά ανοιχτή και απρόβλεπτη, έτοιμη να ταξιδέψει σε μέρη που δεν είχε φανταστεί. «Αυτό είναι ελάττωμα» είχε σχολιάσει η ίδια. «Σε σύγκριση με τις κόρες μου, που προγραμματίζουν τις ασχολίες τους και κάνουν τη μια ταινία μετά την άλλη, συνειδητοποιώ πόσο επιπόλαια ήμουν εγώ», πρόσθεσε.
Εκτός από ηθοποιός και τραγουδίστρια, η Τζέιν Μπίρκιν είχε δοκιμαστεί και πίσω από την κάμερα. Όπως αποκάλυψε η ίδια, σχεδίαζε να σκηνοθετήσει μια ταινία με την Σαρλοτ Ράμπλινγκ. Αυτό που αποκόμισε από την σκηνοθετική εμπειρία της είναι ότι δεν θα πρέπει να κάνεις υπερβολικές πρόβες ακόμη κι αν έχεις καταπληκτικούς ηθοποιούς, γιατί μπορεί να χάσεις την ερμηνεία, το στιγμιαίο συναίσθημα. Πρέπει να είσαι έτοιμος για τη στιγμή που θα βρεις αυτό που θέλεις, αλλά έτοιμος και για οποιεσδήποτε κακοτοπιές, οι οποίες, όμως, πολλές φορές μπορεί να φέρουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα». Μιλώντας για την ταινία Boxes, την οποία η ίδια υπέγραψε σκηνοθετικά και η οποία χαρακτηρίστηκε ως αυτοβιογραφική, η Τζέιν Μπίρκιν είχε εξομολογηθεί: «Η ταινία δεν ήταν η ζωή μου, αλλά ταυτόχρονα ήταν, κατά κάποιο τρόπο. Στο Boxes μιλώ με φαντάσματα, αρκετά οικεία μεν, αλλά όχι αληθινά. Ήταν μια ταινία για τις κόρες και για τη μητέρα μου. Γιατί πάντα οι μητέρες αναρωτιούνται αν ήταν σωστές μητέρες και τα παιδιά πάντα ανησυχούν αν τις απογοήτευσαν ή όχι. Το ίδιο έκανα και εγώ με τη δική μου μητέρα».
Μεγάλο μέρος της συζήτησης είχε περιστραφεί γύρω από τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε κατά καιρούς η Τζέιν Μπίρκιν σε «καυτά» σημεία του πλανήτη, όπως το Σεράγεβο, η Τσετσενία και η Βιρμανία, καθώς και για τις συναυλίες που δίνει για φυλακισμένους. «Ήξερα ότι θα μπορούσα να ανοίξω τα θέατρα του Παρισιού για τα παιδιά της Τσετσενίας. Προσπάθησα να δείξω ότι δεν πρόκειται μόνο για έναν λαό που σκοτώνει και σκοτώνεται, αλλά για έναν λαό με πολιτισμό» είχε τονίσει. Όσο για την εμπειρία της να μπει στο Σεράγεβο επάνω σε έναν τανκ και να κάνει συναυλία σε μια πόλη υπό πολιορκία, η Τζέιν Μπίρκιν είχε σημειώσει ότι αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της και ότι, παράλληλα, ένιωσε πως ο πατέρας της, ο οποίος μετείχε στη γαλλική αντίσταση κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα ήταν περήφανος για εκείνη. Σχετικά με την βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης Άουνγκ Σαν Σου Κούι, η οποία παραμένει φυλακισμένη στη πατρίδα της, την Βιρμανία, η Τζέιν Μπίρκιν είχε αναφέρει:«Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι παραπάνω από συνεντεύξεις. Ήξερα ότι δεν θα άλλαζε τίποτα, αλλά παρόλα αυτά επισκέφτηκα τον Νικολά Σαρκοζί και τους υπευθύνους της πετρελαιοπαραγωγού εταιρείας Total και στο τέλος έγραψα ένα τραγούδι». Η Τζέιν Μπίρκιν θεωρούσε ότι η τέχνη πρέπει να περάσει τις πύλες των φυλακών και των νοσοκομείων, να φτάσει σε ανθρώπους που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα. Λίγο πριν επισκεφτεί την Ελλάδα είχε τραγουδήσει στις φυλακές της Μασσαλίας. «Οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν να πάνε πουθενά, θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να μάθουν κάτι περισσότερο από όσα τους δίνει η τηλεόραση».
Με πληροφορίες από ΑΠΕ- ΜΠΕ/ Βικιπαιδεία