Πώς συνδέεται μία σέλφι με τη νέα παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη για το ΚΘΒΕ;

Τι σχέση μπορεί να έχουν τα like στο instagram με τον Γκολντόνι; - Μπήκαμε στις πρόβες και μιλήσαμε μαζί τους λίγο πριν την πρεμιέρα

Γιώργος Σταυρακίδης
πώς-συνδέεται-μία-σέλφι-με-τη-νέα-παράσ-965553
Γιώργος Σταυρακίδης

Φωτογραφίες για την Parallaxi: Δήμητρα Κυπριώτη

Είναι φορές που βλέποντας μία θεατρική παράσταση, φανερώνονται μπροστά σου όλες οι σάπιες, σκοτεινές ή φωτεινές νοοτροπίες της ανθρωπότητας και η διαχρονικότητα τους, που μπορεί να υπάρχουν ίδιες, από τα μέσα του 18ου αιώνα, εποχή που γράφτηκε η «Τριλογία του παραθερισμού», μέχρι τις μέρες μας.

Η νέα θεατρική παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, είναι ακριβώς μία αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση των εντυπώσεων και να δείξει – χωρίς να κουνήσει το δάχτυλο – τους καθρέφτες ενός πλασματικού κόσμου που αναπνέει για την εικόνα του, περισσότερο από την ψυχή του.

Ο σημαντικός σκηνοθέτης Γιάννης Σκουρλέτης και η Bijoux de kant, επιλέγουν αυτή τη φορά να ασχοληθούν με μία κωμωδία που κάθε άλλο παρά κωμωδία μπορεί κάποιος να πει πως είναι νοηματικά, τόσο από την «γέννηση» του από τον ίδιο τον συγγραφέα του, όσο και από την θεατρική απόδοση του στη νέα αυτή παράσταση του ΚΘΒΕ στην κεντριξκή σκηνή του θεάτρου της Μονής Λαζαριστών.

Η παράσταση “Η τριλογία του παραθερισμού” περιλαμβάνει τρία μέρη: “Η μανία του παραθερισμού”, “Οι περιπέτειες του παραθερισμού” και “Το τέλος του παραθερισμού”.

Πρόκειται για ένα έργο που, ενώ μαρτυρεί το μακρόχρονο παρελθόν του, περικλείει ταυτόχρονα όλους τους παλμούς του παρόντος και – εδώ μετράει ιδιαίτερα η απόδοση του Σκουρλέτη – του μέλλοντος, σε μία σπουδαία εικόνα που ενισχύει την τραγικότητα των χαρακτήρων και των συμπεριφορών που ξετυλίγονται στο έργο.

Η σύγχρονη τοποθέτηση του, φέρνει μοιραία στο μυαλό την καθημερινότητα του θεατή που θα γεννήσει σκέψεις τόσο για την συμπεριφορά μίας ολόκληρης κοινωνίας που αποζητά την επιβεβαίωση μέσα από επιφανειακές επιβραβεύσεις, όσο και την συμπεριφορά του εαυτού του, εντάσσοντας τον σε μία εποχή που μεγάλη αξία έχουν τα like στα κοινωνικά δίκτυα και η πλασματική ζωή των social media που, πολλές φορές, απέχει από την πραγματική.

Το έργο ενώ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μία τοιχογραφία μιας παράξενης εποχής σαν τη δική μας, τελικά εδώ γίνεται ξεκάθαρα η ίδια η εποχή μας. Γίνεται το σήμερα πιο σύγχρονο από αυτό που θα μπορούσε να φανταστεί ένας άνθρωπος που θα ξεκινήσει από το σπίτι του για να πάει να δει Γκολντόνι σε μία σκηνή κρατικού φορέα. Μία αντίθεση που φέτος το ΚΘΒΕ έχει βάλει σκοπό να την κάνει συνήθεια και αυτό το χρωστάει η πόλη στον Αστέριο Πελτέκη και στην γενικότερη νέα διοίκηση του Κρατικού που τόλμησε και εξακολουθεί, να παρουσιάζει ανατρεπτικές παραστάσεις που σε άλλες εποχές μπορούσαμε να δούμε μόνο στην Αθήνα και υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Παραστάσεις στη τελική, που ανεξάρτητα αν σου αρέσουν ή όχι, αντιλαμβάνεσαι πως πρόκειται για πραγματική δημιουργία και τέχνη που από τα υλικά της, φέρνει ανατροπή.

Το θέμα της κωμωδίας αυτής λοιπόν, δεν είναι τόσο αυτό καθαυτό το θέμα του παραθερισμού, όσο οι καβγάδες της παραμονής, τα πείσματα των ερωτευμένων και η αντιπαλότητα των κοριτσιών που για ασήμαντα πράγματα δημιουργούν την εντύπωση πως μπορούν ν’ αγγίξουν την τραγωδία. Είναι η αγωνία όλων των χαρακτήρων να υπάρξουν μέσα από μία συγκεκριμένη εικόνα τους και όχι μέσα από την ζωή τους. Μια κωμωδία χαρακτήρων και ταυτόχρονα μια κοινωνική κριτική απέναντι στις νοοτροπίες και τα πάθη της ανθρώπινης φύσης, που παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο, μέσα από την ιδιαίτερη αισθητική και την εικαστική ματιά της bijoux de kant.

Γιάννης Σκουρλέτης: «Η κωμωδία φωτίζεται από την τραγωδία και η τραγωδία από την κωμωδία»

«Αυτές είναι παραστάσεις που μόνο κρατικοί οργανισμοί μπορούν να τις ανεβάσουν» αναφέρει ο Γιάννης Σκουρλέτης στη συζήτηση μας, σε ένα από τα διαλείμματα των εντατικών προβών τους, λίγες μόλις μέρες πριν την πρεμιέρα του Σαββάτου (28/01).

«Βιώνουμε μεγάλες στιγμές τους τελευταίους δυόμιση μήνες στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη. Για μένα είναι και η πόλη της μεγάλης εξόδου μου ως έφηβος από το σπίτι, γιατί ήρθα στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω Καλώς Τεχνών τότε. Τελικά,  δεν σπούδασα ποτέ, dolce vita έκανα αλλά για μένα η Θεσσαλονίκη ήταν ένας παραθερισμός,  οπότε τώρα ήρθε το έργο να επιβεβαιώσει την αρχική μου εντύπωση για την πόλη περί ερωτικής πόλης και όλως αυτών που τη συνοδεύουν. Την αγαπώ τη Θεσσαλονίκη και η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα πάρα πολύ να έχω τη δυνατότητα να έχω μία παρουσία εδώ πιο μόνιμη. Νιώθω ότι και καλλιτεχνικά με ανανεώνει και μου δίνει καινούρια υλικά.» αναφέρει ο γνωστός σκηνοθέτης, ενώ συνεχίζει λέγοντας για το έργο πως: «Διαλέξαμε ένα πάρα πολύ δύσκολο έργο που στην πραγματικότητα είναι τρία έργα μαζί. Ήταν μία δική μου επιλογή το έργο επειδή αγαπώ πολύ τον Γκολντόνι και αυτή είναι η δεύτερη φορά που κάνω έργο του, η πρώτη ήταν το ’19 στο Εθνικό, το «Καινούριο σπίτι». Είναι από τους λίγους ξένους συγγραφείς που καταπιάνεται η Bijoux de kant γιατί είμαστε εμείς πιο συνυφασμένοι με αυτό που λέμε ελληνική δραματουργία, με νέους έλληνες συγγραφείς δηλαδή. Ο Γκολντόνι όμως είναι μία σταθερή αξία και εδώ περιγράφει μία κοινωνία σε κατάρρευση που, όπως νομίζω, κι εμείς είμαστε σε κατάρρευση κάπως και δεν το έχουμε πάρει είδηση και κάπως αυτός ο κλασσικός λόγος του Γκολντόνι έρχεται και κλειδώνει σε ένα επείγον που έχει και το σήμερα.»

Εξηγώντας ο Γιάννης Σκουρλέτης τους χαρακτήρες και τα νοήματα της παράστασης του, αναφέρει πως «Η αγωνία τους αυτή για την εικόνα τους, είναι η ίδια με την αγωνία που έχουμε σήμερα να βγάλουμε τη σέλφι για να έχουμε την αυταπάτη ότι ζούμε μία άλλη ζωή, ένα άλλο ψέμα. Αυτό έχει εκφάνσεις σε όλα τα στοιχεία, βλέπουμε ντελίβερι που δουλεύουν για 600 ευρώ και όλα τα λεφτά τους θα πάνε για να αγοράσουν τη μάρκα γιατί αυτό τους δίνει ταυτότητα και λόγω ύπαρξης. Τους βάζει σε μία κοινότητα αυτό. Τους εντάσσει σε μία παρέα. Είμαστε όμως σε μία εποχή που τα στερεότυπα καταρρέουν όπως και όλοι οι μηχανισμοί. Μέχρι και οι μηχανισμοί κωμωδίας έχουν καταρρεύσει. Είναι μεγάλη συζήτηση πια με τι γελάει ο θεατής και σκέψου τι ταλαιπώρια είναι να μπεις στη διαδικασία να κάνεις τον άλλον να γελάσει. Ταλαιπώρια και για τον καλλιτέχνη και για τον θεατή. Εγώ δεν έχω καθόλου τέτοιες αγωνίες. Δε με ενδιαφέρει καθόλου να κάνω να γελάσει κανείς και δεν νομίζω να υπάρχει κανένας λόγος να γελάει κανείς. Η κωμωδία ξέρετε, φωτίζεται από την τραγωδία και η τραγωδία από την κωμωδία. Νομίζω ότι το τραύμα είναι εκεί παρών και αυτό δίνει χρώμα και υπόσταση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας. Σε καμία περίπτωση εμείς, δε θέλαμε να κάνουμε ηθογραφία. Ούτε μας ενδιέφερε, ούτε και ξέρουμε πώς γίνεται. Οι προθέσεις μας είναι να μιλήσουμε για τα δικά μας ζητήματα. Εδώ είναι ο παραθερισμός, είναι ένα παρακμιακό κεντράκι, μία πίστα, μία νέον ταμπέλα που γράφει «Tragedy» και κατεστραμμένοι άνθρωποι που προσπαθούν μέσα στη μανία για μια ουτοπία, να φάνε τις σάρκες τους και τις ζωές τους».

Λίγα λόγια για το έργο

Η Τριλογία του Παραθερισμού παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1761 και ανήκει στα έργα της ώριμης περιόδου του συγγραφέα. Ο Κάρλο Γκολντόνι εμπνέεται από τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας που αλλάζει, εστιάζει στη ματαιοδοξία και την επιφανειακότητα της εποχής του και μας παρουσιάζει μια κωμωδία, που οι αναλογίες της με το σήμερα, μας αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση.

Στη «Μανία του Παραθερισμού» ο Λεονάρντο και η αδελφή του η Βιττόρια, ετοιμάζονται για το Μοντενέρο. Ο παραθερισμός δεν αποτελεί γι’ αυτούς ευκαιρία ξεγνοιασιάς και ανάπαυλας αλλά δυνατότητα κοινωνικής και οικονομικής αυτοπροβολής, στους κύκλους που επιθυμούν να ανήκουν. Στις «Περιπέτειες του Παραθερισμού» ο έρωτας και τα πάθη ενισχύουν τη μανία των παραθεριστών και αυτοί παραδίνονται στη δίνη μιας μεταβατικής περιόδου, που τους αποκόπτει από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες τους. Στην «Επιστροφή από τον Παραθερισμό», τα πρόσωπα καλούνται να επιστρέψουν στη σκληρή πραγματικότητα.


Παίζουν: Άννα Ευθυμίου (Μπρίτζιντα), Σοφία Καλεμκερίδου (Κοστάντσα),  Δημήτρης Καρτόκης (Πάολο), Γιώργος Καύκας (Φερντινάντο), Δημήτρης Κολοβός (Φιλίππο), Άννα Κυριακίδου (Σαμπίνα), Φαμπρίτσιο Μούτσο (Τίτα), Βασίλης Μπεσίρης (Γκουλιέλμο), Χρίστος Νταρακτσής (Τσέκο), Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Τζακίντα), Κώστας Σαντάς (Μπερναρντίνο), Δημήτρης Σιακάρας (Φουλτζέντσιο), Χρίστος Στυλιανού (Λεονάρντο), Θεοφανώ Τζαλαβρά (Ροζίνα), Κωνσταντίνος Τσονόπουλος (Τονίνο), Εύα Φρακτοπούλου (Βιττόρια), Φιγκυράν-Μουσικός: Γιώργος Κωνσταντινίδης (Πασκουάλε)


Σε ένα από τα διαλείμματα της πρόβας, καταφέραμε να μιλήσουμε με τρεις από τους ηθοποιούς της παράστασης, τόσο για τους ρόλους που έχουν αναλάβει οι ίδιοι, όσο και για τα δυνατά νοήματα που θα μεταφερθούν από την σκηνή στους θεατές.

 Κλειώ Δανάη Οθωναίου: «Ο μεγαλοβιομήχανος και ο υπάλληλος του καφέ δεν θα δουν την παράσταση αυτή με το ίδιο μάτι»

«Στο θέατρο πάντα έχεις να φτιάξεις ένα χαρακτήρα που έχει ανάσα, που έχει επιθυμία και ανάγκη να μιλήσει. Μπορεί ο κώδικας να είναι διαφορετικός, αλλά η ανάγκη να πω αυτά που λέω είναι πάντοτε ισχυρή. Εδώ τώρα σε αυτή την παράσταση είμαι η Τζακίντα. Είμαι μία νέα γυναίκα, η οποία έχει όλη αυτή τη ναρκισσιστική διαταραχή του ανθρώπου που έχει ανικανότητα να δει σε βάθος το κενό του, μία γυναίκα η οποία δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι έχει σαπίσει μέσα της. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι τα αισθήματα της είναι μπλοκαρισμένα και ότι χρησιμοποιεί τους ανθρώπους και ότι και ο έρωτας για αυτήν είναι εργαλείο ικανοποίησης του ναρκισσισμού της.

Παρόλα αυτά μιλάμε πάλι για έρωτες και επιθυμίες, αλλά ο Γιάννης (Σκουρλέτης) όταν ξεκίνησε το έργο αυτό μας είπε μία λέξη κλειδί, μίλησε για το τέλος των επιθυμιών, σε μία εποχή που όπως είπε κυνηγώντας μία καρδούλα ή ένα like και μετρώντας αυτές τις καρδούλες, γίνομαι όλο και πιο μόνος. Κάπως αυτό μέσα μου, μου έκανε κάτι. Είναι λοιπόν ένα μάζεμα like, ένα μάζεμα από πολλές καρδούλες που στην πραγματικότητα καμία δεν μου ανήκει και σε καμία δεν ανήκω.

Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο έργο, φυσικά με πολλές αναφορές στο σήμερα όπως όλα τα τεράστια έργα και οι μεγάλοι συγγραφείς. Βλέπουμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν αλλάζει στους αιώνες, είναι ακριβώς η ίδια. Το γεγονός ότι τα χρήματα και η εντύπωση που δίνουμε στους άλλους σε πολύ μεγάλο βαθμό στις μέρες μας έχει να κάνει με το πόσο γεμάτο είναι το πορτοφόλι μας, το ίδιο βλέπουμε ότι ίσχυε και τότε.

Το θέμα είναι πόση εξουσία έχω, πόσο μεγάλο πορτοφόλι έχω, σε ποιους χρωστάω, ποιοι μου χρωστάνε, ποιοι είναι οι φίλοι μου και ποιοι είναι οι εχθροί μου.

Μιλάμε για την εποχή της εικόνας όπου μία αριστοκρατία πέφτει και μία αστική τάξη η οποία προσπαθεί να μιμηθεί την αριστοκρατία.

Αυτό το έργο νομίζω ότι θα το δει διαφορετικά κάποιος που δεν έχει να πληρώσει το νοίκι του και κάποιος που ανήκει σε μία μεγαλοαστική τάξη. Θα δει ο καθένας δηλαδή ότι ακριβώς θέλει να δει. Ο μεγαλοβιομήχανος και ο υπάλληλος του καφέ δεν θα δουν την παράσταση αυτή με το ίδιο μάτι. Γιατί τελικά και το κοινωνικό κομμάτι επηρεάζει κατά κάποιο τρόπο και τα συναισθήματά μας κατά τη γνώμη μας. Θα μου πεις κάποιος που τα έχει λυμένα όλα δεν αγαπάει; Δεν υποφέρει; Ναι αγαπάει και υποφέρει αλλά με έναν άλλο μηχανισμό. Με άλλες άμυνες. Όποιος δεν έχει υποστεί πάρα πολλές ματαιώσεις και όποιος δεν έχει πεινάσει, δεν μπορεί να καταλάβει το ίδιο.

Οι ήρωες της παράστασης, αυτό που θέλουν είναι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους να κερδίσουν όσο περισσότερο μπορούν, μέσα από την εικόνα τους, εξουσία. Να εδραιώσουν τη θέση τους.

Το μόνο που μένει είναι το αποτύπωμα που αφήνουμε πάνω στους άλλους, οπότε όσο πιο επιφανειακό είναι το αποτύπωμα τόσο λιγότερο αφήνουμε.

Είναι φοβερό το πόσο επηρεάζει την ύπαρξή μας το πόσα λεφτά έχουμε. Ξαφνικά γίνεσαι άλλος αν το ATM έχει 10 ευρώ υπόλοιπο. Μπορεί κανένας να μην το γνωρίζει αλλά αυτόματα αλλάζει το περπάτημα σου όταν αλλάζει το ποσό του ATM και παλεύεις να κρατήσεις σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο περπάτημα. Πρέπει να κρατηθείς στο ύψος σου για να μη γίνεις ρεζίλι. Κάτι που από αυτό δεν υποφέρουν οι φτωχοί άνθρωποι. Δεν ντρέπεται ο φτωχός τη φτώχεια του. Δεν φοβάται μην τον κατακρίνουν ή ότι δεν φοράει το καλό παπούτσι…»

Χρίστος Στυλιανού: «Είναι πολύ μεγάλο το στοίχημα»

«Αρχικά να πω ότι είναι μία πολύ έντονη εικόνα αυτό που ετοιμάσαμε στην παράσταση. Είναι άλλωστε και πολύ ταιριαστή με την αισθητική του Σκουρλέτη και των Bijoux de kant. Από την άλλη να πούμε ότι πρόκειται για ένα έργο που δεν είναι εποχής. Είναι στο σήμερα. Απλώς έχει ένα άρωμα κλασικό, το οποίο όμως είναι φροντισμένο, δεν είναι σαν να είναι παλιό. Έχει καταφέρει νομίζω ο Γιάννης να συνυπάρξουν στοιχεία μοντέρνα, λίγο κλασικά και κάποια θα μπορούσες να πεις πως εντάσσονται στο μετά, δηλαδή στο μέλλον. Γιατί μάλιστα, νομίζω ότι παίζουμε πολύ με το μετά. Και όλο αυτό σαν να υπογραμμίζει την ουσία του έργου, που είναι ότι οι άνθρωποι έχουμε εγκλωβιστεί πολύ στην εικόνα μας, ότι έχουμε χάσει την ουσία των πραγμάτων, ότι το μόνο που έχει αξία είναι οι πόζες μας στο instagram, οι φωτογραφίες που ανεβάζουμε. Αυτό που δείχνει η παράσταση, είναι ότι ενώ μπορεί να είμαστε χάλια με τις σχέσεις μας ή και με τον εαυτό μας, πρέπει να δείχνουμε ένα άλλο πρόσωπο. Αυτό που θέλουμε να δείχνουμε αλλά και αυτό που μπορούμε τελικά να δείξουμε. Το τραγικό με αυτή την παράσταση είναι ότι δεν πρόκειται για μία τρελή κωμωδία, νομίζω ότι στο τέλος οι άνθρωποι όταν εν γνώσει τους υπερβαίνουν τα όριά τους για έναν παραθερισμό, σχεδόν η καταστροφή είναι σίγουρη και αυτό λέει ο Γκολντόνι χωρίς να κουνάει το δάχτυλο όμως. Είναι αναπόφευκτη η καταστροφή λοιπόν.

Είναι η ιστορία του Λεονάρντο κυρίως πού είναι ο ρόλος μου, που έχει μία αδερφή για να παντρέψει, και ο ίδιος ενδιαφέρεται για τη Τζακίντα χωρίς να έχουν όμως την οικονομική επιφάνεια που είχαν παλιά, άλλωστε και ο Γκολντόνι το γράφει για Μαρκήσιους ξεπεσμένους, άρα είναι ήδη σε μία παρακμή. Ξεκινώντας το πρώτο έργο της τριλογίας που ονομάζεται «Μανία του παραθερισμού», βλέπουμε αυτή την μανία των ηρώων να φύγουν επιτέλους στην εξοχή. Στο δεύτερο μέρος, βλέπουμε την «περιπέτειά του παραθερισμού» όπου εκεί βγαίνουν όλα τα άπλυτα τους στη φόρα και στο τρίτο έργο, που είναι η επιστροφή, το «Τέλος του παραθερισμού» όπου βλέπουμε πια τους ανθρώπους να έχουν γυρίσει στην πόλη, κατεστραμμένοι οικονομικά και συναισθηματικά, προσπαθώντας να σώσουν ό, τι σώζεται.

Νομίζω ότι είναι πολύ μεγάλο το στοίχημα γιατί καταρχάς μιλάμε για τρία έργα σε ένα. Τα οποία τα δουλέψαμε με τρελούς ρυθμούς, ξεκινήσαμε πρόβες 15 Νοέμβρη, μεσολάβησαν οι γιορτές των Χριστουγέννων, αργίες, ο covid που κάποιοι κόλλησαν, δηλαδή μιλάμε για δύο μήνες και κάτι εντατικών προβών. Είναι μία απαιτητική παράσταση που έχει τρελούς ρυθμούς, άρα χρειάζεται μία απίστευτη ενέργεια, εγρήγορση ώστε να υπάρχει και η ουσία της ατάκας από κάτω. Γενικά νομίζω ότι είναι μία παράσταση πλούσια στην εικόνα της, πλούσια στα νοήματα της, με τολμηρές μεταφορές στον χρόνο και στο σχόλιο που κάνει και για τους ανθρώπους και για τις σχέσεις μας και για το τι θεωρείται πια κανονικό, political correct ή μη.»

 Σοφία Κελεμκερίδου «Όλα τα κρυφά βγαίνουν στην επιφάνεια»

«Είναι ένα έργο όπου η ιστορία του ουσιαστικά για μένα, είναι ο αδύναμος άνθρωπος που επηρεάζεται πάντοτε από τους άλλους γιατί θέλει να ανήκει σε μία ομάδα, θέλει να είναι μαζί με κάποιους άλλους, αλλά συνάμα δεν το αντέχει κιόλας. Και στο τέλος ενώ υπάρχουν στιγμές στη ζωή του που καλείται να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, επιλέγει να κάνει αυτό που πρέπει, αυτό που θέλουν οι άλλοι ή που φαίνεται το πιο σωστό. Κάπως έτσι καταδικάζεται. Αυτό είναι ένα γνώρισμα σχεδόν όλων στις ζωές μας και ειδικά στην εποχή μας. Όλο αυτό τοποθετείται με έναν τρόπο σε μία περιοχή που δεν είναι πραγματικότητα, είναι κάτι σαν όνειρο, σαν εφιάλτης ίσως θα έλεγα, όπου οι άνθρωποι είναι πολύ ρευστοί. Άμα το άκουγες το έργο μόνο, θα έλεγες ότι είναι μία κλασική κωμωδία του Γκολντόνι, ένα παλιακό ίσως έργο με εκφράσεις όπως «τα σέβη μου», «κυρία μου» κλπ. Μαζί με την εικόνα όμως, γίνεται τέτοια μεγάλη κόντρα, που προκύπτουν όλες οι ρωγμές, όλα τα σκοτάδια, όλα τα κρυφά βγαίνουν στην επιφάνεια.

Εγώ στο έργο κάνω μία από αυτές που θέλουν κάπου να ανήκουν. Αυτές που θέλουν να είναι μέσα στα πράγματα και μέσα στη μόδα, αλλά η καημενούλα δεν έχει και πολύ γούστο, ούτε και μεγάλη τύχη. Είναι υποτίθεται παντρεμένη αλλά ο άντρας της δεν εμφανίζεται πουθενά, δουλεύει όλη τη μέρα και λείπει. Αυτή θέλει όμως να παντρέψει με τον γιο ενός γιατρού και την ανιψιά της την Ροζίνα…

Για μένα είναι μία γυναίκα σχεδόν υστερική. Είναι μία γυναίκα που θέλει να αποκτήσει για να είναι. Θέλει να αποκτήσει τον γαμπρό για να έχει αξία. Θέλει να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο φόρεμα για να νιώθει όμορφα. Δεν μπορεί απλά να είναι ο εαυτός της μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο.

Οι χαρακτήρες του Γκολντόνι σε αυτό το έργο, με έναν τρόπο ενώ τους λες ρηχούς, τους λυπάσαι κιόλας. Χάνουν την ουσία, προσπαθώντας να βρουν μία ουσία. Για αυτό νιώθεις λίγο τρυφερά για αυτούς, γιατί έχεις συναντήσει και ανθρώπους σαν αυτούς ή μπορεί να είσαι και εσύ ο ίδιος έτσι…»

Συντελεστές: Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας | Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης | Σκηνικά- Κοστούμια- Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης | Μουσική: Πάνος Ηλιόπουλος | Δραματουργική Επεξεργασία: Ασημένια Ευθυμίου | Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης | Βοηθός σκηνογράφου- ενδυματολόγου: Παρασκευή Μποκοβού | Β΄ βοηθoί σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Ζαφειριάδης, Aθηνά Καμπούρη, Φωτεινή Τιμοθέου | Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη

Πληροφορίες: Μονή Λαζαριστών – Σκηνή Σωκράτης Καραντινός (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη) | Διάρκεια παράστασης: δύο ώρες και 30’ (η παράσταση θα έχει διάλειμμα)

Πρεμιέρα: Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00, Πέμπτη: 20:30, Παρασκευή: 20:30, Σάββατο: 17:00 & 20:30, Κυριακή: 19:00

Προπώληση: ntng.gr |viva.gr | 11876 | Πληροφορίες – κρατήσεις στο Τ. 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα