Προβληματισμός και ανησυχία για το μέλλον που προοιωνίζεται στη μουσειακή πολιτική της χώρας.
Ψήφισμα του Τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας ΑΠΘ για τα πέντε δημόσια μουσεία
«Εκφράζουμε τον προβληματισμό και την ανησυχία μας για το μέλλον που προοιωνίζεται στη μουσειακή πολιτική της χώρας» σημειώνει στο ψήφισμά του, το Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας ΑΠΘ με αφορμή την πολύ πρόσφατη ψήφιση του νομοσχεδίου για τη μετατροπή πέντε μεγάλων δημόσιων μουσείων της Ελλάδας από ειδικές περιφερειακές υπηρεσιακές μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Αναλυτικά αναφέρει:
Τα πέντε μουσεία που καλούνται να μεταβάλουν το θεσμικό και διοικητικό καθεστώς τους, ήτοι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Αθήνα), το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού (Θεσσαλονίκη) και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, συνιστούν εμβληματικά δημόσια μουσεία της Ελλάδας, τα οποία με τις μόνιμες και τις περιοδικές θεματικές εκθέσεις τους, τους προσωρινούς διαδανεισμούς και ανταλλαγές έργων τέχνης με άλλα του εξωτερικού, τα εκπαιδευτικά, κοινωνικά και ψυχαγωγικά προγράμματά τους αποτελούν βάση και κορωνίδα της πολιτισμικής μας πολιτικής εθνικού και διεθνούς χαρακτήρα και απήχησης.
Τα πέντε μουσεία υλοποιούν και ανανεώνουν συνεχώς προγράμματα δράσης, οργανώνουν συνέδρια και εν γένει επιστημονικές εκδηλώσεις, παρουσιάζουν αυξητικά πλούσιο εκδοτικό έργο λειτουργώντας δυναμικά και με εξωστρέφεια στο πλαίσιο της πολιτιστικής αειφορίας.
Τα πέντε μουσεία αποτελούν διοικητικά αναπόσπαστο κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, με την ίδρυση της οποίας το 1829 δόθηκε τέλος στη συνεχόμενη αιμορραγία του πολιτισμικού μας πλούτου προς αλλότριες κατευθύνσεις. Η στελέχωση και διοίκησή τους στηρίζεται αποκλειστικά σε υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, των οποίων η επιστημονική οντότητα συναρτάται απόλυτα με την επιστήμη της Αρχαιολογίας και ως εκ τούτου είναι διακριτή και αναγνωρίσιμη.
Η μεταβολή του διοικητικού καθεστώτος και η διοίκηση των πέντε μουσείων από επταμελή συμβούλια διοίκησης θα γίνεται με τοποθέτηση ατόμων κύρους –όπως περιγράφεται γενικώς– η δε υπόδειξή τους θα γίνεται από τον/την εκάστοτε Υπουργό Πολιτισμού. Όλα τα παραπάνω δεν διασφαλίζουν ούτε αντικειμενικότητα ούτε την απαιτούμενη για τα μουσεία υψηλή επιστημονική εξειδίκευση των διοικούντων και την άμεση σχέση τους με την αρχαιολογική επιστήμη. Επιπλέον, ανακύπτει το ερώτημα σχετικά με τις διαδικασίες και τους όρους επιλογής του υπαλληλικού προσωπικού, το οποίο πλέον δεν θα σχετίζεται με την Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Ως εξαιρετικά επικίνδυνη για την ενότητα των συλλογών των πέντε μουσείων κρίνεται η διάταξη η σχετιζόμενη με τον μακροχρόνιο δανεισμό έργων τέχνης σε συλλογές του εξωτερικού και χωρίς τη δυνατότητα κατάρτισης καταλόγου μη δανειζόμενων εμβληματικών έργων.
Είναι προφανές ότι θα υπάρξουν γενιές στην Ελλάδα που δεν θα γνωρίσουν εκ του σύνεγγυς έργα τέχνης που δικαιωματικά ανήκουν στα συγκεκριμένα μουσεία και τα χαρακτηρίζουν, χάρις στα οποία έγιναν διεθνώς γνωστά, επισκέψιμα και απέφεραν πολλά έσοδα στη χώρα.
Η εκπεφρασμένη ανησυχία μας συνδέεται και με έναν από τους βασικούς στόχους του Τμήματός μας που είναι να εκπαιδεύει τους αρχαιολόγους του μέλλοντος, με σκοπό να έχουν τη δυνατότητα άσκησης της επιστήμης τους ελεύθερα και σε μόνιμη σχέση με τις περιφερειακές (Εφορείες) και τις ειδικές περιφερειακές μονάδες (Μουσεία) του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Με βάση τα παραπάνω και με κυρίαρχο στοιχείο, στο νέο νομοθετικό πλαίσιο, την αντίληψη ότι τα μουσεία, ως οργανισμοί που διασφαλίζουν την προστασία, ανάδειξη και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, θα πρέπει να λειτουργούν με όρους και κανόνες ελεύθερης αγοράς και με διορισμένα Συμβούλια, εκφράζουμε τον προβληματισμό και την ανησυχία μας για το μέλλον που προοιωνίζεται στη μουσειακή πολιτική της χώρας.
Η Πρόεδρος του Τμήματος
Ελένη Μανακίδου