“Θα μιλήσουμε για την ανάσα της ανθρωπότητας” – Η διάλεξη που έδωσε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
«Είδαμε τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Αλκίνοό μας, να φοράει για πρώτη φορά σακάκι, να παίρνει εκτίμηση και να επιστρέφει ουσία»
Φέτος το Πανεπιστήμιο Κύπρου αποφάσισε να προσκαλέσει τον Αλκίνοο Ιωαννίδη να μιλήσει στη Γιορτή Γραμμάτων που διοργανώνεται κάθε χρόνο εκεί. Να δώσει μία διάλεξη. Και αυτός αποδέχτηκε την πρόταση μιλώντας για το τραγούδι: «Τραγούδι: Η ανάσα της ανθρωπότητας στους αιώνες».
«Είδαμε τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Αλκίνοό μας, να φοράει για πρώτη φορά σακάκι, να μη βολεύεται στο πόντιουμ της παρουσίασης, να περιφέρεται νευρικά με την αμηχανία μικρού παιδιού, να βγαίνει εκτός κειμένου, να φλερτάρει και να συνομιλεί ανοιχτά με τον κόσμο, να χαμογελά και να συγκινείται, να παίρνει εκτίμηση και να επιστρέφει ουσία», γράφει ο Χρήστος Μιχάλαρος στο Sigmalive της Κύπρου, που ήταν εκεί, άκουσε και δημοσιεύει το πλήρες κείμενο της διάλεξης.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, την εκφώνησε το βράδυ της Τρίτης 30 Ιανουαρίου στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Κύπρου στο Σιακόλειο Εκπαιδευτικό Κέντρο Κλινικής Ιατρικής.
Είναι πραγματική χαρά και τιμή το να σε προσκαλεί ένας οργανισμός που τον θεωρείς πολύτιμο και τον αγαπάς.
Μεγάλωσα σε μια Κύπρο χωρίς πανεπιστήμιο, οπότε γνωρίζω πολύ καλά την αξία και τη σημασία που έχει για τον τόπο και για τους ανθρώπους του.
Το Πανεπιστήμιο Κύπρου άλλαξε όλη την κυπριακή κοινωνία, τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας και τον κόσμο, αλλά και τον τρόπο που βλέπει ο κόσμος την Κύπρο.
Παρακολούθησα μέσα στα χρόνια το Δημόσιο Πανεπιστήμιο μας να γεννιέται, να αποκτά πρόσωπο, να οργανώνεται, να μεγαλώνει, να γίνεται ένας εύρωστος οργανισμός, να αναδεικνύεται σε κορωνίδα της Παιδείας του τόπου, σε σύμβολο της εξέλιξής του, σε φορέα των ποιοτήτων του και σε υπόσχεση του μέλλοντος του. Η μεγαλύτερη απόδειξη της σημασίας του, είναι η αγάπη των φοιτητών του προς αυτό.
Παρά τη μεγάλη έκθεση στην οποία με υποβάλλει η φύση της τέχνης μου, είμαι εσωστρεφής άνθρωπος στην προσωπική μου ζωή και συνήθως αποφεύγω εκδηλώσεις σαν τη σημερινή. Αυτήν εδώ όμως την πρόσκληση, που συνέπεσε με τον επαναπατρισμό μου μετά από 34 χρόνια, την αποδέχτηκα με μεγάλη συγκίνηση και ευγνωμοσύνη και αισθάνομαι πραγματική χαρά που βρίσκομαι ανάμεσά σας.
Γιατί, σήμερα το Πανεπιστήμιό μας, δεν τιμά εμένα προσωπικά, αλλά το τραγούδι. Και μαζί του, όλους τους ανθρώπους του τόπου μας που το δημιούργησαν, και που χώρεσαν μέσα του τα μεγάλα γεγονότα και τις καθημερινές τους στιγμές, τα όνειρα, τα αισθήματα, τις χαρές και τους πόνους τους, τις επιθυμίες και τις πραγματικότητες ενός τόπου δύσκολου και μαζί ευλογημένου.
Στη μέρα των Γραμμάτων, ο κορυφαίος εκπαιδευτικός οργανισμός του τόπου μας, αναγνωρίζει το τραγούδι σαν σημαντικό κομμάτι του Πολιτισμού μας. Η σημερινή μου ομιλία αφιερώνεται με ευγνωμοσύνη στους ποιητάρηδες, στους τροβαδούρους, στους οργανοπαίχτες, και κυρίως στον κάθε Κύπριο και στην κάθε Κύπρια που τραγούδησε και τραγουδά σ’ αυτήν εδώ τη φλούδα γης.
Θα μιλήσουμε λοιπόν απόψε για την ανάσα της ανθρωπότητας μέσα στους αιώνες. Δεν θα αναφερθώ στις σημαντικές μελέτες που γίνονται στα πλαίσια της Μουσικολογίας, της Ψυχολογίας της Μουσικής και άλλων ακαδημαϊκών ειδικοτήτων. Θα προσπαθήσω μόνο να μοιραστώ μαζί σας κάποιες απλοϊκές σκέψεις και αισθήματα που προκύπτουν από το ισόβιο ταξίδι μου μέσα στην τέχνη αυτή.
Το τραγούδι είναι ταυτόσημο με τη ζωή για μένα. Μου έδωσε ένα δρόμο να βαδίσω, με έδεσε με τον τόπο μου και με ταξίδεψε στους τόπους των άλλων. Κρατώντας με, άλλοτε απαλά και άλλοτε οδυνηρά σφιχτά από το χέρι, με πήγε να συναντήσω τους συνανθρώπους μου και την ίδια μου τη μοίρα.
Μια μέρα, ήμουν λίγων μηνών, ξάπλωνα στο βρεφικό μου καρεκλάκι, στο πίσω κάθισμα του οικογενειακού μας σκαραβαίου. Οδηγούσε η μητέρα μου. Ξαφνικά, άρχισα να τραγουδώ μια επιτυχία της εποχής: “Oh ma my, oh ma my – mamy blue, oh mamy blue”. Πώς προσγειώθηκε στον βρεφικό μου εγκέφαλο αυτό το τραγούδι και πώς μου ήρθε νατό αναπαράξω, προς μεγάλη έκπληξη και περηφάνια της μητέρας μου, δεν ξέρω να σας πω.
Τι κάνει ένα βρέφος να τραγουδά; Τι μας κάνει να τραγουδάμε, πριν ακόμα μιλήσουμε; Τι έκανε την ανθρωπότητα να τραγουδήσει πριν ακόμα επινοήσει την ομιλία, πριν ακόμα νοηματοδοτήσειτους ήχους δημιουργώντας λέξεις; Καταλάβαινα το νόημα του ρεφραίν που μουρμούριζα τότε; Όχι. Το καταλαβαίνω σήμερα; Καθόλου. Έχει καμιά σημασία; Καμία απολύτως! Το τραγούδι δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την κατανόηση. Ούτε έχει να κάνει αποκλειστικά με το συναίσθημα. Έχει να κάνει ολοκληρωτικά με την ύπαρξη!
Μπορεί η μουσική, χωρίς στίχους, να περιγράφει κάτι με σαφήνεια; Έναν τοίχο ή ένα δρόμο; Ένα μουσικό κομμάτι δεν μπορεί να είναι τόσο σαφές. Δεν είναι στη φύση ούτε και στους σκοπούς του το να περιγράφει με σαφήνεια τη χειροπιαστή πραγματικότητα. Δεν περιέχει και δεν μεταδίδει το ίδιο μήνυμα σε όλους. Δεν μιλά για το ίδιο πράγμα ακόμα και στον ίδιο άνθρωπο από τη μια μέρα στην άλλη, όπως δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι.
Εκεί λοιπόν που η μουσική αδυνατεί να περιγράφει επακριβώς έναν τοίχο ή ένα δρόμο, δεν θα έπρεπε το τραγούδι, που περιέχει λέξεις, να είναι σαφέστερο; Ναι.
Όταν ο Μπετόβεν καταθέτει τα όπλα, αναλαμβάνουν οι Pink Floyd: The Wall! Ο Λοΐζος μάς μιλά για το Δρόμο, που είχε τη δική του ιστορία. Ο Χατζιδάκις για έναν άλλο δρόμο, την Οδό Ονείρων. Πράγματι, το τραγούδι έχει τη δυνατότητα να είναι σαφέστερο. Αν όμως, οι τραγουδοποιοί κυριολεκτούσαν περιγράφοντας απλώς τοίχους και δρόμους, ίσως να γίνονταν σημαντικοί για την οδοποιία και την οικοδομή, όχι όμως για όλους εμάς. Για κάτι άλλο μας μιλούν τα τραγούδια τους.
Αυτό λοιπόν το «πλεονέκτημα», τη δυνατότητα της σαφήνειας και της κυριολεξίας, οφείλει να ξεπεράσει το τραγούδι, προκειμένου να γίνει αληθινό τραγούδι. Έτσι και εμείς, προκειμένου να το ακούσουμε πραγματικά, οφείλουμε να υπερβούμε την πραγματικότητα. Μοιάζει δύσκολο. Είναι όμως έμφυτο και φυσικό στον άνθρωπο.
Γίνεται αυτόματα, όπως η αναπνοή. Τα βρέφη κοιμούνται με ένα νανούρισμα. Είμαστε λοιπόν πλασμένοι για την υπέρβαση και για τη μετάβαση σε έναν άλλο κόσμο μέσω του τραγουδιού.
Το τραγούδι είναι υπερβατικό, και μόνο υπερβαίνοντας το συναντά κανείς. Υπερβαίνει της πραγματικότητας, του νοήματος, της διάρκειάς του, του στίχου ή της μουσικής του, του δημιουργού και του ακροατή του. Μας οδηγεί και μας τοποθετεί σε έναν καινούργιο, και μαζί παντοτινό χρόνο, σε έναν άγνωστο και την ίδια ώρα οικείο χώρο, έναν χώρο που εδρεύει ταυτόχρονα εντός και εκτός μας, και που το κλειδί της πόρτας του το κρατάει αυτό.
Το τραγούδι, αυτή η αόρατη ύλη, αυτό το Άγιο Πνεύμα που μας φωτίζει χωρίς να φαίνεται, που μας μεταμορφώνει χωρίς να αγγίζεται, που μας κινεί χωρίς να μας σπρώχνει, υπήρξε πάντοτε ο πιο σύντομος δρόμος από τον εαυτό μας στο πιο μακρινό σημείο του σύμπαντος, και την ίδια ώρα στο βαθύτερο κέντρο της ύπαρξής μας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι όλες οι θρησκείες χρησιμοποιούν τη δύναμη του τραγουδιού στις τελετές τους. Χωρίς τραγούδι, δεν υπάρχει θεός.
Τι είναι όμως τραγούδι; Έψαξα για την ερμηνεία του στα λεξικά και στο διαδίκτυο και τίποτα δε βρήκα που να με καλύπτει. Πώς γίνεται, μια τόσο βασική για τη ζωή μας έννοια, να έχει άλλοτε πρόχειρους και άλλοτε ελλειπής ορισμούς; Ίσως γιατί κανείς δεν τους χρειάζεται. Όλοι ξέρουμε τι είναι τραγούδι. Ποιος χασομέρης θα μπει να το ψάξει; Έψαξα και στα αγγλικά: Στο λεξικό Webster βρήκα μια ενδιαφέρουσα έκφραση: “Sold for a song”, δηλαδή πουλήθηκε τσάμπα. Έκφραση που εξηγεί γιατί οι περισσότεροι τραγουδοποιοί είναι φτωχοί. Τα πιο πολλά πάντως λεξικά, το ερμηνεύουν χονδρικά ως μια σύνθεση λόγου και μουσικής.
Ορίζουμε λοιπόν το τραγούδι με βάση τα συστατικά του. Όπως το νερό, σαν Υδρογόνο 2 – Οξυγόνο. Ίσως, χημικά, να είναι σωστός ο ορισμός. Δεν μου είναι όμως επαρκής. Όπως δεν μου είναι αρκετό το να ορίζω τον άνθρωπο σαν μια ένωση κυττάρων, γονιδίων ή οργάνων. Το τραγούδι είναι μια έννοια αόριστη και απερίγραπτη. Για μένα, δεν είναι η σύνθεση λόγου και μουσικής. Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε ίσως να είναι το αποτέλεσμα της σύνθεσης του λόγου με τη μουσική, πράγμα τελείως διαφορετικό.
Το τραγούδι δεν είναι μόνο ο στίχος ή η μουσική του, ούτε και ο συνδυασμός τους, αλλά το αυτόνομο, συμπαγές, ολοκληρωμένο αποτέλεσμα του έρωτά τους. Αποτελεί μια τρίτη, αυτοτελή προσωπικότητα. Είναι σαν εμάς, τους ανθρώπους, που δεν είμαστε η σύνθεση των γονιών μας, αλλά το αποτέλεσμα της. Ενώ σχετιζόμαστε άμεσα με αυτούς και τους εμπεριέχουμε, δεν είμαστε οι γονείς μας, ούτε και η συνεύρεσή τους. Όταν σας βλέπω, ευτυχώς, δεν βλέπω τους γονείς σας να συντίθενται. Βλέπω εσάς τους ίδιους.
Με τον ίδιο τρόπο, όποτε ακούω ένα τραγούδι, ακούω έναν συμπαγή, αυτάρκη, αυτόνομο, ολοκληρωμένο κόσμο. Αυτό που συναντώ κατά βάθος ακούγωντάς το, δεν είναι ούτε ο στίχος, ούτε η μουσική, αλλά το παιδί τους, που έχει δικό του πρόσωπο, δικό του χαρακτήρα, δική του ζωή. Μπορεί να μοιάζει κάπως στη μητέρα του ή να θυμίζει περισσότερο τον πατέρα του, αποτελεί όμως ένα τρίτο, ξεχωριστό πλάσμα.
Αυτό αγαπώ και σε αυτό επιτρέπω να μπει στη ζωή μου, συχνά μάλιστα ανεξάρτητα από την ποιότητα των γονιών του.
Ένα τραγούδι με καλή μελωδία και καλούς στίχους, μπορεί να μας είναι κάποτε ενοχλητικό, όπως το ανυπόφορο παιδί γονιών που συμπαθούμε. Και όπως, από γονείς που δεν θα κάναμε ποτέ παρέα, μπορεί να γεννηθεί ο καλύτερος μας φίλος ή ο άνθρωπος της ζωής μας, έτσι και ένα τραγούδι με σχετικά αδιάφορους στίχους και μουσική, μπορεί να γίνει το αγαπημένο μας.
Συνήθως, όποτε αναφέρω όλα αυτά τα περίεργα, μου ζητάνε ένα παράδειγμα ενός καλού τραγουδιού με μέτρια μουσική ή στίχο. Και, αποφεύγοντας να εκθέσω τους συναδέλφους μου, χρησιμοποιώ ένα δικό μου. (Στο σημείο αυτό παίρνει την κιθάρα και μας τραγουδάει τον «Προσκυνητή»)
Σε κάποιους μπορεί να αρέσει, σε άλλους όχι. Εγώ το αγαπώ. Γι’ αυτό και το δισκογράφησα. Αν όμως εξετάσω χωριστά τη μουσική και το στίχο του, θα δυσκολευτώ πραγματικά να πειστώ ότι έχουν κάποια αξία. Η μελωδία του αποτελείται από τρεις νότες – τέσσερις στο ρεφραίν.
Δεν έχει ενδιαφέρουσες συγχορδίες ή αρμονία, ούτε ρυθμικές εναλλαγές. Δεν επιστρατεύει κανένα κόλπο προκειμένου να γίνει ενδιαφέρον. Όσο για τους στίχους, ας πούμε ότι δεν θα έλειπαν από την Ποίηση, αν δεν είχαν γραφτεί. Όπως είπα όμως, το τραγούδι δεν είναι ο στίχος και η μουσική του. Επιφανειακά μόνο το κρίνουμε με βάση τους γονείς και την καταγωγή του, όπως κάνουμε και με τους ανθρώπους, μέχρι να τους γνωρίσουμε πραγματικά.
Τις περισσότερες φορές μάλιστα, δεν έχει καν σημασία αν καταλαβαίνω ή όχι τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένοι οι στίχοι. Γιατί, με κίνδυνο να με πετάξετε εκτός ακαδημαϊκού χώρου ως αποκρυφιστή, οφείλω να σας εκμυστηρευτώ ότι αυτό που τελικά με αγγίζει είναι ένα μυστικό μήνυμα που ψιθυρίζεται κάτω από την επιφάνεια του. Το μυστικό ερωτευόμαστε οι άνθρωποι, όχι το προφανές.
Σε κάθε αληθινό τραγούδι, ακούμε πολύ σημαντικότερα πράγματα από τη μελωδία και το στίχο του. Ακούμε τη ζωή μας αλλιώς. Και την ίδια ώρα, ακούμε τη ζωή, τον τόπο, την εποχή του δημιουργού. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Ακούμε την πρόθεσή του, τις εμπειρίες, τα αισθήματα, τα ακούσματα, τις αναφορές του, τον πολιτισμό από τον οποίο προέκυψε, τους ανθρώπους που συνάντησε.
Μαζί με αυτά, ακούμε επίσης τη ζωή και τον κόσμο του ερμηνευτή του τραγουδιού, όπως και του κάθε μουσικού που έπαιξε την κάθε μία νότα. Και όλους αυτούς τους άπειρους, μοναδικούς κόσμους, τους σμίγουμε κάθε φορά με τη δική μας ζωή, τα όνειρα, τις ανάγκες, τον πολιτισμό και την αισθητική μας, την προσωπικότητά μας, το αίσθημά μας, τη στιγμή μας. Την ύπαρξή μας. Άπειρες οι δυνατότητες της μοιρασιάς!
Το τραγούδι είναι ένας ολόκληρος αχαρτογράφητος κόσμος, που μας προσκαλεί να ζήσουμε μέσα του. Ένας κόσμος που προσκαλούμε να ζήσει μέσα μας. Η σχέση μας μαζί του είναι υπαρξιακή.
Είναι κάπως μπερδεμένο όλο αυτό, οπότε θα προσπαθήσω να το κάνω ακόμα πιο περίπλοκο: Είπαμε ότι το τραγούδι είναι παιδί του λόγου και της μουσικής. Εκτός από παιδί τους όμως, είναι και γονιός τους! Το τραγούδι αποτελεί μέρος της παγκόσμιας μουσικής παράδοσης, όπως και της λογοτεχνικής. Ταυτόχρονα όμως, η πανανθρώπινη λογοτεχνική και μουσική παράδοση, πηγάζουν από το ίδιο το τραγούδι.
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε “καθαρή” μουσική, αυτή δηλαδή που δεν εμπεριέχει λόγο, όπως και αυτό που ονομάζουμε καθαρή ποίηση, που δεν τραγουδιέται αλλά διαβάζεται κατ’ ιδίαν ή απαγγέλλεται, αποτελούν σχετικά νεότερες επινοήσεις. Για χιλιετίες, η ποίηση και η μουσική ζούσαν στο ίδιο σώμα.
Όποτε μελοποιείται ένα σπουδαίο ποίημα, θεωρούμε ότι μετατρέπεται σε κάτι ευτελέστερο. Η ταπεινή φόρμα του τραγουδιού, η απλότητα και η λαϊκότητά του, το εμπόριο που έχει αναπτυχθεί γύρω του και η χρηστική μας θεώρηση απέναντι του, μας κάνουν να το θεωρούμε λιγότερο σημαντικό είδος, σε σχέση με την καθαρή ποίηση ή την καθαρή μουσική. Η ίδια η λέξη «καθαρή», είναι αρκετή για να υποβιβάσει το τραγούδι σε μια σχεδόν βρώμικη υπόθεση.
Υπάρχει λοιπόν, χρόνια τώρα, η διαμάχη για το αν πρέπει η ποίηση να μελοποιείται. Ο λόγος και η μουσική αφήνουν την ανεξάρτητη ζωή τους, προκειμένου να ζήσουν αλλιώς μέσα στο τραγούδι. Όπως εμείς αφήνουμε τον εργένη εαυτό μας προκειμένου να γίνουμε γονείς, έτσι και η ποίηση, όπως και η μουσική, μεταλλάσσονται μέσα στο τραγούδι σε κάτι άλλο.
Αυτό εννοώ σε ένα στίχο που λέει: “Μα οριστικά θα χεις χαθεί μονάχα αν το διαλέξεις, όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις”.
Είπαμε, το τραγούδι είναι μια ιερή υπόθεση. Κάθε τι ιερό, προϋποθέτει θυσία. Η μουσική και ο λόγος θυσιάζονται προκειμένου να γεννηθεί το τραγούδι. Ένα μελοποιημένο ποίημα του Καβάφη δεν είναι πια το ίδιο ποίημα. Είναι μια άλλη υπόθεση. Το πρωτότυπο, μεγαλειώδες κείμενο βέβαια, ευτυχώς, όσες φορές και όσο μέτρια ή κακά και να μελοποιηθεί, παραμένει πάντα ακέραιο, στο βιβλίο και στην καρδιά μας, σαν αυτόνομο, συγκλονιστικό έργο. Μέσα στο τραγούδι όμως, θα ζήσει μιαν άλλη ζωή και θα μας αφηγηθεί μιαν άλλην ιστορία.
Ο λόγος και το μέλος, πριν χωριστούν, υπήρξαν για χιλιετίες μια αδιαχώριστη ενότητα, ένα συμπαγές, πανίσχυρο εργαλείο επικοινωνίας, έκφρασης, μνήμης, συνείδησης, παράδοσης, συνέχειας και εξέλιξης. Η καταγωγή του λόγου είναι η μουσική, και η καταγωγή της μουσικής είναι ο λόγος.
Και τα δύο αυτά εξάλλου, είναι πρόσωπα του ήχου. Ακόμα και στη γραπτή του μορφή, ο λόγος παραμένει ήχος. Ο γραπτός λόγος είναι η παρτιτούρα του προφορικού. Όταν διαβάζουμε από μέσα μας, ακούμε τον ήχο της φωνής μας στο μυαλό μας.
Αντιμετωπίζουμε συνήθως τη γραφή και την ανάγνωση σαν μια καθαρά οπτική υπόθεση, ενώ αποτελεί πρωτίστως μια ακουστική εμπειρία. Και βέβαια, δεν γράφουμε ή διαβάζουμε μόνο σε ήχο, αλλά σκεφτόμαστε και ηχητικά, τουλάχιστον όσοι από εμάς σκεφτόμαστε σε γλώσσα. Θα μπορούσαμε, κάπως ποιητικά, να ισχυριστούμε ότι η σκέψη μας είναι ένα τραγούδι.
Έχοντας αναφερθεί σε ορισμούς και λεξικά, ας δούμε λίγο την ετυμολογία της λέξης “τραγούδι”: Έρχεται, όπως και η “τραγωδία”, από τη λέξη “τράγος”. Οι πρόγονοί μας, στις τελετουργίες τους φορούσαν προβιές τράγου, πιθανότατα για να μυρίζουν ωραία. Αν ψάξουμε περισσότερο, θα δούμε ότι η λέξη “τράγος” έρχεται από το ρήμα “τρώγω”, στη Δωρική «τράγω». Ετυμολογικά λοιπόν, το τραγούδι συνδέεται με κάτι τόσο βασικό και αναγκαίο, όσο η τροφή. Αν μείνουμε όμως στον τράγο, η σύνδεση του τραγουδιού με την τελετουργία, με το ιερό στοιχείο, είναι άμεση. Η υπαρξιακή σχέση με τον εαυτό και τον κόσμο, η υπέρβαση που απαιτείται για να αγγίξει κανείς το αόρατο, το υψηλότατο και το βαθύτατο, μόνο μέσα από το τραγούδι θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί.
Η ίδια η πράξη της συναυλίας προέκυψε μέσα από τη λατρευτική διαδικασία. Είναι τελετουργική εκ γενετής. Λένε πως η πρώτη θεατρική παράσταση, και μαζί όλο το θέατρο, προέκυψε όταν κάποιος βγήκε έξω από τον λατρευτικό κύκλο και παρακολούθησε το δρώμενο ως θεατής. Το θέατρο λοιπόν, το γέννησε ο θεατής, μετατρέποντας την τελετουργία σε παράσταση. Με τον ίδιο τρόπο φαντάζομαι ότι, όταν πέταξαν κάποιον εκτός χορωδίας, πιθανότατα γιατί ήταν ανυπόφορα φάλτσος, αυτός, ο πρώτος ακροατής, γέννησε και την πρώτη συναυλία. Ποιον θα πρέπει λοιπόν να ευγνωμονώ για την τέχνη που εξασκώ; Τον καλλίφωνο, πλην δύσοσμο, τελετάρχη που ούρλιαζε στο φεγγάρι, ή τον φάλτσο, εξόριστο ακροατή που παρακολουθούσε εκστατικός; Τον ερμηνευτή ή τον ακροατή; Πιστεύω στον ακροατή, όσο πιστεύω και στο τραγούδι. Για μένα, είναι δύο αδιαχώριστες καταστάσεις, που αδυνατούν να υπάρξουν η μία χωρίς την άλλη. Λένε πως το πιο δύσκολο όργανο είναι η φλογέρα, γιατί πρέπει ταυτόχρονα να φυλάς και τα πρόβατα. Και ο βοσκός όμως, που παίζει τη φλογέρα του σε μιαν απόμακρη πλαγιά, έχει σαν ακροατήριο ολόκληρη τη φύση, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό!
Ο τραγουδοποιός είναι ταυτόχρονα δημιουργός και ακροατής του τραγουδιού του, όπως ο ζωγράφος είναι δημιουργός και θεατής του έργου του. Ο τραγουδιστής λειτουργεί ταυτόχρονα σαν πομπός και σαν δέκτης. Τις περισσότερες φορές, γράφω ένα τραγούδι γιατί θέλω να το ακούσω! Θέλω να γεννηθεί, να δω το πρόσωπό του, να το γνωρίσω, να το μοιραστώ. Το γεννώ και με γεννά, του δίνω ζωή και μου δίνει κι αυτό ζωή. Σαν ακροατής λοιπόν, γράφω το τραγούδι.
Μέσα στα χρόνια, συνειδητοποιώ παρακολουθώντας μεγαλύτερους συναδέλφους αλλά και τον εαυτό μου, ότι σταματάμε να γράφουμε όταν σταματάμε να ακούμε. Στα 23 μου, όταν ηχογραφούσα ακόμα τον πρώτο μου δίσκο, μου πήραν στο στούντιο μια συνέντευξη. Με ρώτησε η δημοσιογράφος: “Τι περιμένεις να συμβεί με αυτό τον δίσκο;” Εννοούσε επιτυχίες και δόξες. Απάντησα με αφέλεια: “Να τελειώσει, για να τον ακούσω”.
Στη συναυλία, ο ρόλος του κοινού είναι πρωταγωνιστικός. Καμιά φορά, και μάλιστα ανεξάρτητα από την αποδοχή ή τον ενθουσιασμό του κοινού, αισθάνεσαι το κορμί της συναυλίας να δονείται, τη σκηνή και το ακροατήριο να συλλειτουργούν οργανικά και από κοινού. Άλλες φορές, είναι σαν να βρίσκεται κανείς στο απόλυτο κενό. Το κατάλαβα νωρίς, το 1994. Γι’ αυτό έγραψα σ’ έναν στίχο τότε «το φιλοθεάμον μου κενό». Ο τραγουδοποιός δεν είναι ταχυδακτυλουργός, ακροβάτης, ζογκλέρ ή αθλητής. Δεν βρίσκεται εκεί για να εντυπωσιάσει, αλλά για να μοιραστεί.
Χωρίς την από καρδιάς μοιρασιά, είναι χαμένος.
Ο ακροατής λοιπόν είναι πρωταγωνιστής, όχι κομπάρσος. Με τις επιλογές, την αισθητική και τη στάση του, θέτει το επίπεδο στο οποίο θα ζήσουμε και θα δημιουργήσουμε. Δεν αρκεί οι καλλιτέχνες να του κάνουμε τα χατήρια, να του χαϊδεύουμε τα αυτιά, να τον ξεγελάμε ή να τον καλοπιάνουμε, στερώντας του την ευθύνη και υποβιβάζοντάς τον σε πελάτη, επειδή πλήρωσε ένα εισιτήριο.
Τι κάνει όμως κάτι τόσο ιερό, τόσο εμπορεύσιμο; Πώς γίνεται κάτι άυλο να πουλά τόσο πολύ σε έναν υλιστικό κόσμο; Πώς μπορούν κάποιες λέξεις και κάποιες νότες μαζί να στήνουν μια ολόκληρη παγκόσμια βιομηχανία, που τα έσοδά της να πλησιάζουν αυτά του εμπορίου καυσίμων (ευτυχώς, χωρίς τη ρύπανση και τους πολέμους που προκαλούν τα καύσιμα); Το τραγούδι δεν μας προσφέρει απλώς λέξεις και νότες. Μας προσφέρει ύπαρξη! Εκφράζει εξίσου τη ζωή και τον θάνατο.
Μπορείς να πας στη μάχη ή στο εκτελεστικό απόσπασμα τραγουδώντας. Συμπυκνώνει όλα όσα είμαστε, όλα όσα ονομάζουμε ζωή, μεγάλα και μικρά. Εξιστορεί την πτώση μιας αυτοκρατορίας και την πτώση ενός μεθυσμένου στο δρόμο. Καθαγιάζει τον αιώνιο έρωτα και αυτόν της μιας νύχτας. Μας χαρίζει ένα τηλεσκόπιο στο σύμπαν και ένα μικροσκόπιο στο πιο κρυφό μας κύτταρο, ταξιδεύοντάς μας αμφίδρομα στο βαθύτερο μέρος του εαυτού μας και στον απέραντο έξω κόσμο. Μας απογειώνει στον πιο ψηλό ουρανό και μας κατεβάζει στο λεπτό στον Άδη. Εκφράζει το υπαρξιακό βάραθρο και το ανάλαφρο πέταγμα ενός πουλιού.
Μας δίνει προσωπική ταυτότητα, ενσωματώνοντάς μας στο σύνολο. Μας ορίζει συλλογικά, αγγίζοντάς μας προσωπικά.
Για τα λίγα λεπτά του ευρώ που στοιχίζει στις ψηφιακές πλατφόρμες, μας δίνει πολλά.
Σκέφτομαι συχνά τους περιπλανώμενους τροβαδούρους περασμένων καιρών. Με ένα οργανάκι στα χέρια και ένα δισάκι στον ώμο, διήσχιζαν την αχανή τότε επικράτεια, πηγαίνοντας από χωριό σε χωριό, από πολιτεία σε πολιτεία, από βασίλειο σε βασίλειο, μεταφέροντας όνειρα, πραγματικότητες, θρύλους, δοξασίες, έρωτες, θριάμβους και πανωλεθρίες, ιστορία, φαντασία, μικρά και μεγάλα γεγονότα, τι συνέβη στην άλλη άκρη της Αυτοκρατορίας ή στο διπλανό χωριό, τι συνέβη στον Άδη ή στην άλλη μεριά του λόφου, τι συνέβη στον ουρανό ή μέσα τους. Εξέφραζαν έναν ολόκληρο πολιτισμό και τον μοιράζονταν με τους συνανθρώπους τους. Και μετά, σιωπούσαν πάλι, άδειαζε η πλατεία, πήγαιναν οι άνθρωποι στα σπίτια και στα χωράφια τους, κι αυτοί τύλιγαν το οργανάκι σε ένα πανί, φορτώνονταν ξανά το δισάκι, που τώρα μπορεί να είχε και λίγο ψωμί μέσα, και κινούσαν για αλλού, μέσα στη βροχή, στον ήλιο και στο χιόνι. Αυτοί είναι οι ήρωές μου.
Τότε λοιπόν, πριν από την τεχνολογία της ηχογράφησης, πριν από τον ηλεκτρισμό και τη Μουσική Βιομηχανία όπως την ξέρουμε, αν δεν υπήρχε γάμος ή άλλη γιορτή στο χωριό, όποιος ήθελε να σχετιστεί με ένα τραγούδι έπρεπε να το τραγουδήσει ο ίδιος. Όπως, αν χρειαζόταν ένα αβγό, έπρεπε να έχει κοτέτσι στην αυλή του ή αν ήθελε ένα λάχανο, το καλλιεργούσε ο ίδιος στο μποστάνι του. Δεν κατανάλωναν απλά οι άνθρωποι αυγά και λαχανικά, ζούσαν ανάμεσά τους.
Έτσι και με το τραγούδι. Δεν το άκουγαν απλά, ζούσαν μέσα του και ζούσε κι αυτό μέσα τους.
Σήμερα, αγοράζουμε τα αγαθά στις υπεραγορές. Είμαστε καταναλωτές, όχι παραγωγοί. Καταναλώνουμε λοιπόν έτοιμη, συχνά υπερ-επεξεργασμένη μουσική, η οποία συνοδεύει τις στιγμές μας, σπάνια όμως γίνεται θεμελιώδες στοιχείο της ζωής μας. Η μουσική σήμερα υπάρχει παντού, χωρίς όμως εμείς να είμαστε πάντοτε εκεί για αυτήν. Να μην παρεξηγηθώ: Αγαπώ την εποχή μου και δεν θα διάλεγα άλλη. Το να έχω την παγκόσμια δισκοθήκη στο κινητό μου, είναι ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Το δώρο όμως αυτό, έρχεται με την ευθύνη να το χρησιμοποιήσω σωστά.
Απαιτεί μια συνειδητή και ενεργητική στάση από μεριάς μου, προκειμένου να μην αποφασίζει για μένα ο αλγόριθμος της αγοράς.
Μικροί, ακούγαμε μόνο τους δίσκους που υπήρχαν στο σπίτι.
Όποτε ο πατέρας μας έφερνε έναν καινούργιο, ήταν ένα γεγονός. Είχαμε την ευκαιρία να μην πάμε στο σχολείο την επομένη. Ακούγαμε αρκετές φορές τα τραγούδια ή το μουσικό έργο, συζητούσαμε για αυτά ή παίζαμε με τον αδερφό μου μέσα στο νέο ηχητικό τοπίο, παρακολουθώντας τον πατέρα μας να ζωγραφίζει ή να γράφει ποιήματα. Καμιά φορά, όποτε παθιαζόμουν με ένα λογοτεχνικό βιβλίο, είχα επίσης την ευκαιρία να λείψω από το σχολείο, προκειμένου να μείνω στο σπίτι και να το τελειώσω. Κέρδισα πολλά από αυτές τις λίγες επιπλέον κοπάνες. Από τον πατέρα μου γνώρισα επίσης τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Η μητέρα μας σπούδασε θέατρο. Δεν έγινε ηθοποιός, αλλά το αγαπούσε, και μαζί της το αγάπησα, και αργότερα το σπούδασα κι εγώ. Με το θέατρο δεν είχε κοπάνες, αφού οι παραστάσεις γίνονταν βράδυ, αλλά και επειδή η μητέρα μου είναι πιο κανονικός άνθρωπος. Συχνά μαζεύονταν στο σπίτι μας ηθοποιοί, ζωγράφοι, ποιητές. Ο αδελφός μου, Λίνος Ιωαννίδης, είναι ποιητής.
Έχοντας λοιπόν γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα σπίτι ελεύθερο και υποστηρικτικό, με την τέχνη παντού, προσιτή και σεβαστή, θαυμάζω απεριόριστα όσους καλλιτέχνες ξεπήδησαν από οικογένειες και κοινωνίες που δεν τους στήριξαν, δεν τους τροφοδότησαν, δεν τους ελευθέρωσαν.
Κάποιοι καλλιτέχνες, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, έδωσαν πρόσωπο στον τόπο μας στη νέα εκείνη εποχή. Σε χρόνια δύσκολα και μέσα σε γεγονότα τραγικά, μάς έδωσαν το έργο τους και καθόρισαν την αισθητική μας. Σε ένα χρόνο, κλείνει το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα.
Έχουμε ήδη μπει σε μιαν άλλη, ψηφιακή περίοδο της ανθρωπότητας. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι εδώ, σαν αναμένο κάρβουνο στα χέρια μας. Ο Προμηθέας, με το καινούργιο του αυτό δώρο, είτε που θα μας σώσει, είτε που θα μας κάψει. Αυτό που θα καθορίσει την έκβαση, δεν είναι η αποθήκευση στο μυαλό μας ολοένα περισσότερων γνώσεων.
Οι υπολογιστές θα έχουν πάντοτε περισσότερη γνώση από εμάς. Είναι η καλλιέργεια. Η μόρφωση είναι πολύτιμη όταν φυτρώνει σε καλλιεργημένο έδαφος. Δεν είναι δική μου η διαπίστωση, την έκανε ο Ρουσσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, όπου θέτει ουσιαστικά την καλλιέργεια ως το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνει η μόρφωση και που καθορίζει το μέγεθος της προόδου μας.
Στο ίδιο έργο, μας λέει ότι η αρετή της Συμπόνιας είναι η πιο χαρακτηριστική του είδους μας και μαζί η πιο αναγκαία για την επιβίωσή του. Αν δεν μας έδινε η φύση τη συμπόνια να στηρίζει τη λογική, λέει, οι άνθρωποι θα ήμασταν κτήνη. Δε φτάνει η λογική. Από μόνη της, μόνο στη δυστυχία και στην καταστροφή μπορεί να μας οδηγήσει. Γράφει επίσης για το πώς μορφώνεται και εκπαιδεύεται στην εξουσία κανείς, εις βάρος των υπολοίπων.
Τα μεγαλύτερα εγκλήματα σήμερα, 260 χρόνια μετά τη συγγραφή του Κοινωνικού Συμβολαίου, οι μεγαλύτερες αδικίες, συντελούνται από λογικούς και μορφωμένους ανθρώπους, απόφοιτους των καλύτερων πανεπιστημίων, τα οποία καυχώνται μάλιστα ότι εκκολάπτουν τους αυριανούς ηγέτες – βοήθειά μας. Όσο η ανθρώπινη γνώση και ικανότητα αυξάνονται, άλλο τόσο πρέπει να στηρίζονται στην καλλιέργεια μας, προσωπική και συλλογική, για το καλό όλων. Όσο ο νους μεγαλώνει δυσανάλογα σε σχέση με την καρδιά, τόσο πιο αβέβαιη γίνεται η συνέχεια του είδους μας. Στη νέα εποχή, ότι μπορεί να βοηθήσει την ανθρώπινη κοινότητα να παραμείνει και ανθρώπινη και κοινότητα, είναι η καλλιέργειά της. Δεν αρκεί να δίνουμε πτυχία γνώσεων στα παιδιά μας.
Οφείλουμε να βρούμε τους τρόπους να τα βοηθήσουμε να καλλιεργηθούν συνολικά, πριν, αλλά και μαζί με την όποια εξειδίκευση.Ένας γιατρός χωρίς καλοσύνη, ένας αρχιτέκτονας χωρίς ενσυναίσθηση, ένας πολιτικός χωρίς ηθικές αναστολές, ένας καλλιτέχνης χωρίς ευγνωμοσύνη, ένας έμπορος χωρίς αίσθημα ευθύνης, ένας οικονομολόγος χωρίς γενναιοδωρία, ένας δικαστής χωρίς επιείκεια, ένας στρατιωτικός χωρίς ανθρωπιά, κάθε ακαλλιέργητος πτυχιούχος, οποιοσδήποτε άνθρωπος χωρίς συμπόνια, είναι επικίνδυνος και καταστροφικός. Και, τις περισσότερες φορές, δυστυχισμένος.
Η Τέχνη δίνει σχήμα σε όλες αυτές τις απαραίτητες για την ανθρώπινη ευημερία αξίες, και τις ακουμπά στα χέρια και στην ψυχή μας. Όπως έγραψε ο Wittgenstein: «Στο έσχατο βάθος, η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν.» Το έδαφος πάνω στο οποίο φυτρώνουμε, δεν είναι η επιφάνειά του που βλέπουμε, αλλά το βάθος του και οι ουσίες που κρύβονται εκεί. Σ’ αυτό το βάθος, σε αυτή την ουσία μάς πηγαίνει η τέχνη. Η απαξίωσή της, από κύριο συστατικό της ύπαρξής μας σε εμπορικό προϊόν, επιφανειακή κατανάλωση, διακοσμητική πολυτέλεια ή κουτσομπολιό διασημοτήτων, είναι άδικη και καταστροφική.
Λένε ότι όπου χτίζεται ένα σχολείο, γκρεμίζεται μια φυλακή.
Θα έλεγα ότι ένα καλό σχολείο, πράγματι, γκρεμίζει μια φυλακή. Ένα κακό σχολείο όμως, γίνεται το ίδιο φυλακή για τις ψυχές των μαθητών του και ζημιώνει τελικά το σύνολο της κοινωνίας. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, πρώτα πρέπει να φροντίζουν να βγάζουν ελεύθερους ανθρώπους και μετά καταρτισμένους επαγγελματίες. Η Τέχνη, πρέπει να βρίσκεται δυναμική, συμπεριληπτική, δημιουργική, ελεύθερη και προσβάσιμη, σε όλα τα στάδια της εκπαίδευσης, αλλά και σε όλη μας τη ζωή.
Η Δημόσια Εκπαίδευσή μας οφείλει να αναβαθμίσει τα μαθήματα τέχνης στα σχολεία σε γιορτή και σε εμπειρία για τους μαθητές και τους δασκάλους, αντί να μειώνει τις ώρες τους.
Τελευταίο, άφησα το θέμα της Παράδοσης. Η οποία δεν είναι πάντα καλή, ούτε και πρέπει να συντηρείται πάση θυσία. Γιατί, Παράδοση ήταν και η δουλεία, παράδοση και οι άντρες να χτυπούν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, παράδοση και οι ομοφιλόφιλοι να έχουν λιγότερα δικαιώματα από τους υπόλοιπους. Καλό είναι να ξεφορτωνόμαστε κάποιες παραδόσεις.
Το τραγούδι, όταν μελετάται ακαδημαϊκά, αντιμετωπίζεται συχνά σαν μέρος της Παράδοσης, και τοποθετείται στα όσα έχουν ήδη συμβεί, σαν κάτι που πρέπει να προστατευτεί, ανέγγιχτο και ακίνητο, κατά προτίμηση νεκρό, στις προθήκες κάποιου μουσείου. Υποψιάζομαι όμως ότι Παράδοση δεν είναι μόνο τα όσα μάς έχουν παραδοθεί, αλλά κυρίως τα όσα θα παραδώσουμε. Αποτελεί περισσότερο μια υπόσχεση προς το μέλλον, παρά μια υπόθεση του παρελθόντος. Έρχεται βέβαια από το παρελθόν, όπως κάθε τι στο σύμπαν και όπωςτο σόμπαν το ίδιο, φτάνει στο σήμερα, μας εντάσσει στο πέρασμά της και κατευθύνεται ακάθεκτη προς τον αυριανό άνθρωπο. Η αντιμετώπισή της σαν κάτι που ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν, είναι θανατηφόρα για αυτήν και για όλους μας.
Λένε ότι το καινούργιο είναι 90% παλιό και 10% λάθος. Η Παράδοση, που επιτρέπει τα λάθη γιατί τα χρειάζεται, συμπορεύεται με την ελευθερία. Αν έπρεπε να μένει ανέγγιχτη, θα παίζαμε σήμερα μουσική χτυπώντας πέτρες και ουρλιάζοντας. Αυτό έκαναν οι πρόγονοί μας. Ό,τι συνέβη έκτοτε είναι το αποτέλεσμα πειραματισμού, νεωτερισμών και ελευθερίας στη χρήση της. Αλλιώς, τον πρώτο βέβηλο που τέντωσε μια εντέρινη χορδή στο κέλυφος μιας καημένης χελώνας, θα έπρεπε να τον είχαν κρεμάσει από την ίδια αυτή χορδή. Και, πιθανότατα, το έκαναν.
Σε μια παλαιότερη εποχή, χωρίς copyrights και πνευματική ιδιοκτησία, φανταζόμαστε ότι οι άνθρωποι είχαν την ελευθερία να «πειράξουν» πιο εύκολα ένα τραγούδι ανάλογα με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι πάντοτε υπήρξαμε καχύποπτοι και συχνά εχθρικοί απέναντι στο καινούργιο.
Σε ένα ορεινό χωριό της Κύπρου, ηχογραφούσαμε κάποτε με τον Μιλτιάδη Παπαστάμου έναν παππού, ο οποίος μας τραγουδούσε το τραγούδι του Άη Γιώρκη. Είμασταν σίγουροι ότι βρήκαμε την απόλυτη πηγή της αυθεντικότητας. Ξαφνικά, η αιωνόβια μητέρα του τον διέκοψε έξαλλη, φωνάζοντας “Όι, ‘εν εν’ έτσι!”. Και μας τραγούδησε μια ακόμη παλαιότερη εκδοχή του τραγουδιού, που η ίδια θεωρούσε την σωστή. Σκέφτομαι ότι, αν ως εκ θαύματος ζούσε η δική της μητέρα, που ο Μιλτιάδης ισχυρίζεται ότι ζούσε αλλά είχε πάει να δει τη μάνα της, θα διέκοπτε την αθεόφοβη, μοντερνίστρια κόρη της για να μας τραγουδήσει μιαν ακόμα προγενέστερη εκδοχή του Άη Γιώρκη, η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να είναι και η αυθεντική, αφού εκείνη η γιαγιά θα ήταν πιθανότατα συνομήλικη του Αγίου.
Τα συμπεράσματα είναι δύο: Πρώτον, είναι τραγικό το να είσαι ογδόντα και να σε διορθώνει η μάνα σου, και δεύτερον, η Παράδοση βρίσκεται πιο κοντά στην εξέλιξη, παρά στη συντήρηση.
Είπα πολλά σήμερα, αντικρουώμενα, συνοπτικά, αστήρικτα, και πιθανότατα λανθασμένα. Οι παρανοήσεις μας στην Τέχνη, σε αντίθεση με την Επιστήμη, είναι συχνά το ίδιο ενδιαφέρουσες και δημιουργικές όσο κάθε αποδεδειγμένη αλήθεια. Μπορούμε να μιλάμε επ’ άπειρον για το τραγούδι. Σημασία έχει πως οι άνθρωποι σε όλη την διάρκεια της ζωής μας, από το νανούρισμα ως το μοιρολόι μας, συμπορευόμαστε με μια τέχνη που συνδέει το ουράνιο με το γήινο, το εντός με το εκτός, το πριν με το μετά, το χειροπιαστό με το άπιαστο, το θνητό με το αιώνιο, την πραγματικότητα με το όνειρο, τον άνθρωπο με τον άνθρωπο. Μέσα στην ταχύτητα και τη σύγχυση της εποχής μας, το τραγούδι έρχεται ακόμα σε στιγμές ανύποπτες, με τρόπο ταπεινό και καθοριστικό, για να μας θυμίσει την ιερότητα της ύπαρξής μας.
Ευλογήθηκα να ζω στην άχρονη ευρυχωρία των τριών λεπτών του. Όσο ανάξια κι αν το υπηρέτησα, ποτέ δεν με τιμώρησε. Μου προσέφερε μια ενδιαφέρουσα και δημιουργική ζωή, και, μέσα από τον ωκεανό του, μου επιτρέπει συχνά να μοιράζομαι με τους συνανθρώπους μου κάτι τόσο απλό, καθαρό, πολύτιμο και αναγκαίο, όσο ένα ποτήρι νερό.