Συμπονώντας τους πονεμένους
Δυο κείμενα για το βιβλίο του Γιώργου Τούλα Μακρινές Γειτονιές
Δυο κείμενα για το βιβλίο του Γιώργου Τούλα Μακρινές Γειτονιές (εκδόσεις Πόλις)
Λέξεις: Βάνα Χαραλαμπίδου
Ο Γιώργος Τούλας, εκτός από παλαιάς κοπής δημοσιογράφος -απ’ αυτούς που μας έκαναν να αγαπήσουμε αυτό το επάγγελμα και όχι να ντρεπόμαστε γι αυτό-, και δημιουργός και εκδότης της parallaxi, του πρώτου free press με αδιάκοπη ζωή 34 ετών-, είναι ένας άνθρωπος φωτεινός, προικισμένος με εγνωσμένη οξυδέρκεια και σπινθηροβόλο πνεύμα, γόνιμη –σχεδόν αχαλίνωτη- φαντασία, διεισδυτική παρατηρητικότητα, εμμονή με την ουσία και την αλήθεια.
Και όπως έχει περίτρανα αποδειχτεί από τη μέχρι τώρα δημόσια παρουσία του και κυρίως από τις εκδηλώσεις -που με φίλους, συνεργάτες και ελάχιστα μέσα -, διοργάνωσε μέχρι σήμερα, -τέτοιας εμβέλειας, συμμετοχής και επιτυχίας, που ούτε υπουργεία και αντιδημαρχίες πολιτισμού δεν διανοήθηκαν ποτέ-ο Τ. έχει την ικανότητα να συνεγείρει, να εμπνέει, να συνεπαίρνει, να επηρεάζει, να οραματίζεται και να δημιουργεί, να φαντάζεται το αδύνατο και να το πραγματώνει, να τα κάνει όλα να μοιάζουν δυνατά, εφικτά, και συχνά να ξεπερνά τα όρια- άλλωστε ο ίδιος θεωρεί πως γι αυτό υπάρχουν τα όρια –, για να τα προσπερνάς!
Αν αναρωτιέται κανείς πώς διαμορφώνεται μια τέτοια προσωπικότητα, θα έλεγα πως, ίσως, κάποιο ρόλο να έπαιξε και αυτή η «ζωή με δόσεις», που του έλαχε, όπως με ψυχραιμία εξομολογείται ο ίδιος στο βιβλίο του, δόσεις ζωής που τον συμφιλίωσαν με τους φόβους του και του χάρισαν εξοικείωση αλλά και νικητήριες αναμετρήσεις με το αναπόφευκτο. Που τον έκαναν να επιδιώκει, καμιά στιγμή από το επίγειο πέρασμά του να μην πάει χαμένη …
Και ενώ τα χρόνια στη δημοσιογραφία- στην τέταρτη ήδη δεκαετία τους -, το καθημερινό βήμα στο ραδιόφωνο, το περιοδικό του, ο επαγγελματικός συγχρωτισμός του με τους φορείς της εξουσίας, με τους πολιτικούς και τους εκάστοτε κυβερνώντες, οι ανοιχτές πόρτες που συνεπάγονται όλα αυτά, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πολύ εύκολα ένα εφαλτήριο για ποικίλες απολαβές, θέσεις και οφίτσια –έτσι τα αξιοποιούν οι περισσότεροι –, εκείνος γύρισε πανηγυρικά την πλάτη και επέλεξε όχι μόνο να παρατηρεί διεισδυτικά, αλλά και άγρυπνα να αναδεικνύει ό, τι αξίζει τον κόπο να αναδειχθεί, να κρίνει και να επικρίνει τα κακώς κείμενα, να επιχειρεί να αποτρέψει μικρές και μεγαλύτερες καταστροφές, να αποκαλύπτει όσα πραγματικά συμβαίνουν πίσω από τα πέπλα της ασυδοσίας της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, επιπλέον να προτείνει λύσεις και διεξόδους, κυρίως να αγνοεί τους απανταχού παρόντες «δήθεν».
Δεν εκμεταλλεύεται τους δήθεν πολιτικούς, που περιφέρουν την ανικανότητά τους θεωρώντας πως πρέπει να ζουν δημοσία δαπάνη, δεν κολακεύεται από δήθεν καλλιτέχνες με ανύπαρκτο ταλέντο, δεν εντάχθηκε ποτέ στους δήθεν διάσημους του γελοίου εγχώριου σταρ σύστεμ, ούτε στους δήθεν διανοούμενους – απ’ αυτούς που περιφέρονται αυτές τις μέρες και εδώ στην έκθεση…
Επιβεβαιώνει τη στάση του αυτή και στο βιβλίο του, στις «Μακρινές γειτονιές», όπου αντιστρέφοντας την τέχνη της φευγαλέας ματιάς, της γραφής, επικεντρώνει το βλέμμα του στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του χωριού και της συνοικίας, στους γυμνούς και ανυπεράσπιστους της ζωής, στους μοναχικούς – που παραμένουν μοναχικοί ακόμη κι όταν πλαισιώνονται από οικογένειες ή άλλες πολυμελείς ομάδες-, στους τσακισμένους από όσα έχουν προηγηθεί στη ζωή τους, στους ταπεινούς «με τη θλίψη επάνω τους σαν δεύτερο ρούχο», όπως γράφει, στους περιθωριοποιημένους, που βιώνουν τη δική τους συναισθηματική εξορία, συγκατοικούν με τις ρωγμές και τα τραύματά τους, με τα πιο οδυνηρά συναισθήματά τους –κι ας μην τα εκφράζουν.
Στην ποιητικότητα των περιγραφών του, δεν τους παρατηρεί απλώς, αλλά τους κατανοεί, τους συμπαθεί, τους συμπονά, συμπάσχει μαζί τους, χωρίς να υψώνει τη φωνή, χωρίς να δραματοποιεί, χωρίς να ηθικολογεί.
Ακόμη και στις σελίδες όπου ανατρέχει σε παιδικά και νεανικά βιώματα, αναμνήσεις, φοβίες και προσωπικές εμπειρίες, δεν διαχειρίζεται απλώς την εντοπιότητά του…
Ακόμη κι όταν αυτοβιογραφείται, το κάνει με τέτοιο τρόπο που καταλήγουν όλα να αφορούν ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων.
Τείνω να καταλήξω στο συμπέρασμα πως και ο ίδιος κατατάσσει τον εαυτό του σ’ αυτούς τους ταπεινούς, μόνο που ο Τούλας υπερβάλλοντας εαυτόν, επιστρατεύοντας θέληση, επιμονή και προφανώς πολλή δουλειά, δημιουργώντας – εκπομπές, περιοδικά, πειράματα αστικής παρέμβασης, εκδηλώσεις, δράσεις αστικού ακτιβισμού, εκθέσεις, βιβλία, αποφάσισε να στραγγίξει και την τελευταία σταγόνα, να ξεφύγει, να αποδράσει, ν’ ανασάνει, να επιπλεύσει, χωρίς ποτέ να αποστρέψει το βλέμμα από πάνω τους και χωρίς να απαρνηθεί τη συγγένειά του μαζί τους.
Λέξεις: Γιώργος Καλιεντζίδης
Ένας χάρτης της Ελλάδας και μια Νηρηίδα να τον κρατά. Αυτό είναι το εξώφυλλο της συλλογής διηγημάτων του Γ.Τ.. Θαρρείς ότι είναι σκηνή-εικόνα από κινηματογραφική ταινία. Θα μπορούσε να ήταν μια στιγμή από την ταινία του Αγγελόπουλου «Οι κυνηγοί». Η κόρη το ψιλόλιγνο άλμπουρο και ο χάρτης το πανί, η μαΐστρα. Το εξώφυλλο παραπέμπει σε ταξίδι, που δεν γνωρίζουμε αν τέλειωσε ή αν μόλις άρχιζε. Και δεν ξέρουμε από πια «μακρινή γειτονιά» έρχεται η κόρη τούτη. Ίσως να είναι η δεκαπεντάχρονη του διηγήματος «Το κορίτσι με τη φούστα». Ίσως.
Δώδεκα τα διηγήματα της συλλογής και εκείνο που δίνει το όνομα στο βιβλίο είναι το «Μακρινές γειτονιές», που συνδέεται, με κάποιον τρόπο, με το αντιρατσιστικό παραμύθι «Ο Τσουρέκης που τον έλεγαν Ελία» που έγραψε ο Τούλας. Και τα δύο κείμενα συνδέονται με το προσφυγικό κύμα, την προσφυγική τραγωδία, τον ξένο, τον άλλον.
Η ματιά του Γ.Τ. είναι στραμμένη προς τα έξω, ακόμη και στα αυτοαναφορικά του κείμενα, ακόμη κι εκεί το έξω, το «εσύ», ο «άλλος», έρχονται αθόρυβα να υπερισχύσουν του «εγώ», καθώς γίνεται φανερό, όπως ομολογεί ο ίδιος, «η ακολουθία, η αλληλοδιαδοχή δραμάτων ή ξέφωτων στη ζωή μας είναι τόσο ισχυρή-δυνατή». Δώδεκα διηγήματα, σενάρια για μια σπονδυλωτή ταινία. Κυρίαρχο στοιχείο τους η λιτή γραφή και η αφαίρεση.
Κοινός παρονομαστής των ιστοριών: η απώλεια, ο θάνατος, η απύθμενη μοναξιά. Το πρώτο (χρονικά) στη γραφή του διήγημα είναι και το πρώτο της συλλογής. Τίτλος του: «Το τέλος του ταξιδιού». Τελευταίο στη συλλογή και τελευταίο στο χρόνο γραφής του το «Οριστικόν». Ξεκινώντας από το πρώτο και φτάνοντας στο τελευταίο εύκολα διαπιστώνεις ότι υπάρχει πύκνωση στη γραφή τού Γ.Τ. Λες και πως ο συγγραφέας διακατέχεται από σταδιακά αυξανόμενο σεβασμό προς τις λέξεις, ως αποτέλεσμα του σεβασμού τους προς τις ζωές των άλλων, αυτών που κατοικούν στις «μακρινές γειτονιές», που είναι, όμως, οι δικές μας, τελικά, γειτονιές.
Κι ενώ φαντάζει εύκολη υπόθεση το να γράψεις για τα χνάρια της ζωής των άλλων, είναι, όπως φαίνεται, πολύ δύσκολη υπόθεση το να μπεις στον κόσμο του άλλου, της άλλης και να μιλήσεις γι’ αυτόν, καθώς η ενσυναίσθηση και ο σεβασμός στο πρόσωπό τους αποκλείουν τη χρήση των επιθέτων –όπως ακριβώς πράττει ο Γ.Τ. Άρα την ένταση των στιγμών οφείλεις να τον αποδόσεις, να την περιγράψεις με λιτό-απέριττο τρόπο. Κι αυτό κάνει ο συγγραφέας. Και η λιτότητα αυτή δεν γυμνώνει τις σχέσεις και τα πρόσωπα: τα εντάσσει στο όλον, και μέσα από εκεί γίνονται και δικό μας κτήμα. Συμμετέχουμε κι εμείς στις διακυμάνσεις των καταστάσεων.
Ανακεφαλαιώνοντας: 1ον Ο συγγραφέας μας γνωρίζει πρώτα τον εαυτό του, με τα αυτοβιογραφικού ύφους διηγήματα και ύστερα μας παρουσιάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται-βλέπει τον κόσμο. Μας αυτό-συστήνεται και ακολουθεί η θέαση του κόσμου. Από το «εγώ» περνάμε στο «εσύ» και από την πρωτο-πρόσωπη στην τριτο-πρόσωπη γραφή. 2ον Ο κοινωνικός χώρος-περίγυρος παρών. Μικρές στιγμές που γίνονται μεγάλες με τη ματιά τού Γ.Τ. 3ον Σε όλα τα διηγήματά του, οι πιο όμορφες στιγμές είναι οι σιωπές του, αυτές που αφήνουν περάσματα και ο αναγνώστης/η αναγνώστρια, μέσω αυτών των σιωπών, γίνονται κοινωνοί και συμμέτοχοι των ιστοριών του, μονολογώντας: «κι εγώ κάπως έτσι τα έζησα». 4ον Το δύσκολο και το όμορφο συνάμα είναι που ο Γ.Τ. από κριτής –δεκαετίες τώρα- αίφνης μεταπίπτει στην κατηγορία των κρινόμενων.