5 σπουδαίοι Θεσσαλονικείς ηθοποιοί για την τελευταία φορά που βρέθηκαν στην σκηνή
Λίγο πριν ανοίξουν τα θέατρα ξανά...
Θέατρα σκοτεινά, άδεια, κλειδωμένα από τον Οκτώβρη. Ηθοποιοί και σκηνοθέτες μουδιασμένοι, με μία μόνιμη προσμονή και αβεβαιότητα στο πρόσωπο. Παραστάσεις που έμειναν μετέωρες από την περασμένη άνοιξη, «χτυπημένες» από τον ιό. Εμείς χαμένοι και κενοί δίχως διέξοδο ψυχαγωγίας, με το μόνο που μας μένει να είναι η ανάμνηση της τελευταίας παράστασης που είδαμε πριν η ζωή μας μπει σε μόνιμη παύση.
Με αυτήν την ανάμνηση ζήτησα από 5 αγαπημένους (μου) ηθοποιούς να μου γράψουν για εκείνη την ημέρα, αναμένοντας το μεγάλο άνοιγμα των χώρων του θεάματος που για εμένα θα μοιάζει με γιορτή για εκείνους ενδεχομένως για μία νέα αρχή, δοκιμασμένοι πια από έναν μεγάλο αγώνα.
Ζούσα περισσότερο μέσα στο θέατρο από ό,τι στο σπίτι μου. Και ξαφνικά “κλείνουν τα θέατρα, άγνωστο μέχρι πότε”.
Ήταν Παρασκευή και 13. Μάρτιος του 2020. Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο είχε γίνει η πρεμιέρα μας με το έργο “Μακμπέθ” (σκην. Τώνιας Ράλλη) στο θέατρο Rabbithole στο Μεταξουργείο. Εκείνη την Παρασκευή βρισκόμουν πάλι στο Rabbithole, για πρόβα του έργου ¨Αβυσσαλέο κτήνος” (σκην. Γιώργου Σίμωνα), που θα ανέβαινε αμέσως μετά το τέλος των παραστάσεων του “Μακμπέθ”.
Ήμουν επί σκηνής όταν ένας από τους συναδέλφους στις κερκίδες μουρμούρισε μουδιασμένα “παιδιά, κλείνουν τα θέατρα”, διαβάζοντας κάτι στο κινητό του. Ταυτόχρονα άλλοι δύο συμπαίκτες γύρισαν από το φουαγιέ στη σκηνή, λέγοντάς μας πως μόλις τους τηλεφώνησαν από τις άλλες παραγωγές που έπαιζαν το βράδυ εκείνης της ημέρας και τους είπαν να μην πάνε στο θέατρο, οι παραστάσεις αναβάλλονται, άγνωστο μέχρι πότε. Και μετά έγινε ησυχία.
Δύο βδομάδες νωρίτερα ολοκληρωνόταν η συμμετοχή μου στην παράσταση “Ο άσχημος” (σκην. Δημήτρη Λάλου), που έτρεξε δύο γεμάτες σεζόν καθώς και η δευτερότριτη δίμηνη παράσταση “Βόυτσεκ” (σκην. Ελένης Παργινού), στην οποία επίσης συμμετείχα τότε. Με λίγα λόγια ήταν μια ζωηρή περίοδος. Ζούσα περισσότερο μέσα στο θέατρο από ό,τι στο σπίτι μου. Και ξαφνικά “κλείνουν τα θέατρα, άγνωστο μέχρι πότε”.
Έχει περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τότε. Από την τελευταία φορά που πήγα μάμιση ώρα πριν την παράσταση στο θέατρο, για να τακτοποιήσω το φροντιστήριό μου, τα ρούχα μου και να κάνω ζέσταμα. Από την τελευταία φορά που άκουσα μέσα από το καμαρίνι μου τις κουβέντες των θεατών στο φουαγιέ να δυναμώνουν σταδιακά, όσο πλησίαζε η στιγμή να ανοίξουν οι πόρτες της πλατείας για να πάρουν τις θέσεις τους. Από την τελευταία φορά που στάθηκα στην κουίντα, σε μια αναμονή γλυκόξινης υπερδιέγερσης, πριν βγω στη σκηνή να κάνω ό,τι πρόβαρα για καιρό.
Κανείς μας δεν μπορεί να ξέρει πότε θα ξανανοίξουν τα θέατρα. Κινούμαστε ανάμεσα στη θλίψη, τον θυμό, την απόγνωση, την παραίτηση και τη νοσταλγία. Ψαχνόμαστε και αλλού. Προσπαθούμε να μην πάρουμε κιλά και να μην χανόμαστε. Να κάνουμε σχέδια για το όποιο μέλλον και να ετοιμαζόμαστε. Και όταν ξαναπεράσουν τις πόρτες της πλατείας οι θεατές, εύχομαι να θυμόμαστε πως είμαστε τυχεροί που κάνουμε μια δουλειά που αγαπάμε.
*Συμεών Τσακίρης
Δεν ασχολείται κανείς, με το χώρο του πολιτισμού.
7 Αυγούστου του 2020 στη Σκάλα Λακωνίας σ ένα πανέμορφο θερινό θέατρο , με θέα την πεδιάδα και τη θάλασσα, ήταν η τελευταία φορά που συμμετείχα σε θεατρική παράσταση. Το έργο ο Ράφτης Κυριών του Φεντώ, μια κλασική γαλλική φάρσα σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου, ο θίασος εξαιρετικός (αγαπημένοι φίλοι), η βραδιά γλυκιά και δροσερή … το κοινό με μάσκες, αλλά θερμότατο και χαρούμενο.
Όλα έμοιαζαν ευοίωνα ,πολύ γρήγορα όμως ήρθε η απογοήτευση της ακύρωσης των επόμενων παραστάσεων, καθώς και των προβών, για το ανέβασμα των παραστάσεων της επόμενης σαιζόν ….
Τα θέατρα κλείσανε ,παραμένουν κλειστά και δυστυχώς με αγωνία προσπαθούμε να μάθουμε πότε θα ανοίξουν και δεν παίρνουμε καμμία απάντηση . Το πιο απογοητευτικό όμως είναι, πως ενώ καθημερινά ανακοινώνονται χρονοδιαγράμματα για το ασφαλές άνοιγμα σχεδόν όλων των εργασιακών τομέων, δεν ασχολείται κανείς , με το χώρο του πολιτισμού .
Σαν να μην υπάρχουμε ή σαν να ανήκουμε στο περιθώριο …συνομιλώντας με συναδέλφους κατάλαβα πως όχι μόνο εγώ ,αλλά οι περισσότεροι φοβόμαστε ότι τα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί, θα κάνουμε πολύ καιρό να τα ξεπεράσουμε. Παρόλα αυτά είμαστε αποφασισμένοι να αντέξουμε, να αγωνιστούμε και σύντομα να δούμε, τηρώντας εννοείται τα υγειονομικά πρωτόκολλα, τα θέατρα μα και όλους τους χώρους του πολιτισμού, ανοιχτούς!
*Έλένη Ουζουνίδου
Σε μια εποχή που προσπαθούν όλοι να σε αποστεγνώσουν, έρχονται οι μνήμες καποιων δημιουργών να φωνάξουν “ζήσε”
Η τελευταία μου θεατρική ανάμνηση λίγο πριν κλείσουν τα θέατρα πέρσι τον Μάρτιο λόγω κορονοϊού, ήταν το “Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι”, στο θέατρο του νέου κόσμου που ήταν και η τελευταία μου σκηνοθεσία εως τώρα. Ήταν Κυριακή και υπήρχε ούτως ή άλλως ένα περίεργο κλίμα στο θίασο, σαν να ξέραμε ότι έρχεται κάτι ζοφερό και (όπως όλα δείχνουν ακόμα και σήμερα) χωρίς σαφή ημερομηνία λήξης.
Δεν θέλω να αναφερθώ σε αυτά που έγιναν όλο αυτό το διάστημα, σε αυτά που περιμένουμε ότι θα γίνουν και σε αυτά που ελπίζουμε να γίνουν. Αν κάτι μάθαμε, είναι ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο σε αυτή τη ζωή. Το μόνο που θέλω να μοιραστώ είναι αυτό που μου λείπει από το θέατρο. Και αυτό που μου λείπει είναι αυτή η εξ επαφής, ανεμπόδιστη, πρώτη συνάντηση του θιάσου με το έργο, οι πρώτες ανάγνωσεις, οι αγκαλιές της πρώτης πρόβας, οι πολύωρες συζητήσεις, οι αυτοσχεδιασμοί, η κοινή έγνοια με τους συντελεστές και τελικά η κοινή συμφωνία μεταξύ θεατή και ηθοποιού σε μία ξεχωριστή χρονική στιγμή, με τη δική της διάρκεια, χρονική πύκνωση και σύνδεση με αυτό που λέγεται «αφήγηση μιας ιστορίας».
Φέρνω στο μυαλό μου τη στιγμή πριν τον πρώτο φωτισμό της παράστασης, το σημείο εκείνο δηλαδή που σταματούσε η τυπική σύμβαση της εισόδου των θεατών στον χώρο και ξεκινούσε η θεατρική σύμβαση που αφορούσε την καταβύθιση ηθοποιων και θεατών στον κόσμο του Tennesse Williams. Και αν υπάρχει κάτι ανομολόγητο από μεριάς μου στην διαδικασία της κατασκευής της παράστασης, ήρθε η ώρα να εξομολογηθεί.
Πίσω από τις οδηγίες στους ηθοποιούς, την ιδέα για το σκηνικό χώρο και την δραματουργική ανάπτυξη του έργου, υπήρχε μία διαρκής προσωπική μου “συνομιλία” με τον Ανδρέα Βουτσινά και στον τρόπο που ο ίδιος «αφηγήθηκε» τις ιστορίες του Tennesse Williams. Ή για να είμαι πιο ακριβής, στο αποτύπωμα που άφησαν οι παραστάσεις του Βουτσινά, μέσα μου.
Έφερνα συνέχεια στο μυαλό μου μνήμες από παραστάσεις του, όχι τόσο στο βαθμό ανάσυρσης κάποιων εικόνων, αλλά περισσότερο στον τρόπο της συναισθηματικής προσέγγισης ηρώων που έρχονται στη σκηνή για να πουν “αυτό που δεν αντέχεται”. Για αυτό και μιλάμε για θέατρο ουσίας (όπως του Βουτσινά). Γιατί σε μια εποχή που προσπαθούν όλοι να σε αποστεγνώσουν, έρχονται οι μνήμες καποιων δημιουργών να φωνάξουν “ζήσε” και να σου πετάξουν το συναίσθημα στη μούρη. Και μόνο έτσι αξίζει να ζεις και να κάνεις θέατρο εν τέλει.
*Γιώργος Παπαγεωργίου
Η Παύση
Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020, Μετά από 10 παραστάσεις, τα θέατρα κλείνουν λόγω του ιού για ένα μήνα. Μετά την παράσταση, έχει έρθει ένα τμήμα υποκριτικής από μια σχολή για να μιλήσει με τους συντελεστές. Ενώ μας περιμένουν να βγούμε στην σκηνή μετά την υπόκλιση, εγώ διπλώνω το κοστούμι μου σχολαστικά. Την προηγούμενη φορά, στην πρώτη καραντίνα, είχα αφήσει τα ρούχα μου ανάκατα. Δεν θα κάνω το ίδιο λάθος αυτή την φορά. Τώρα ξέρω. Λέμε πως ίσως ανοίξουμε ξανά τα Χριστούγεννα, ίσως μετά τις γιορτές.
Όπως και να ‘χει, λέω ένα σιωπηλό αντίο στον ρόλο μου. Γνωριζόμασταν λίγο, αλλά ζήσαμε μαζί… μια ζωή! Την δική του -σύντομη- ζωή. Χαμογελάω. Οι μαθητές περιμένουν. Μοιάζουν ενθουσιασμένοι. Νιώθω αυτήν την αμηχανία που έχω όταν συναντάω το κοινό μετά από παράσταση. Αλλά αυτήν την φορά είναι λίγο διαφορετικά. Τί θα πω σε αυτά τα παιδιά που περιμένουν όλο αγωνία να μάθουν για τον Λύσανδρο που μόλις αποχαιρέτησα;
Fast forward. Λίγοι μήνες μετά. Σάββατο 6 Μαρτίου 2021, Σήμερα είναι το πρώτο μάθημα της Τζενεράλε. Τα θέατρα είναι ακόμα κλειστά, αλλά εγώ (σαν τον τρελό του χωριού) άρχισα ένα καινούριο project: η Τζενεράλε είναι ένα στούντιο υποκριτικής, δικό μου.
Μέσα σ’ αυτούς τους μήνες της σιωπής – του μη θεάτρου – νοίκιασα ένα χώρο, εβαψα τους τοιχους μαύρους και πέρασα ξύλο στο πάτωμα. Καινούργιοι μαθητές με βρήκαν, δεν τους βρήκα. Τον χώρο φυσικά δεν τον έχουν δει. Κάθομαι στο πάτωμα με έναν υπολογιστή, και με κοιτάνε μέσα από την οθόνη. Αλλά πλέον ξέρω τί να τους πω.
Δεν χαρίζω χρόνο πια σε αμηχανίες και ντροπές. Τους λέω για τον Λύσανδρο, τον Τζόρντι, τον Κύριο Κ, τον Κίμωνα, τον Καντίντ και τους άλλους. Τους λέω για τους δικούς τους ρόλους. Τους λέω για όλους αυτούς που θα έρθουν μετά. Πλέον ξέρω τί να τους πω. Ο ρόλος παίζεται στις παύσεις. Το ίδιο και το θέατρο. Αυτό είναι το μικρό ταξίδι του φετινού χειμώνα. Πήραμε μια ανάσα, κοιτάξαμε λίγο χαμηλά το ξύλο της σκηνής, βρήκαμε μια χαρούλα, έναν λόγο, ένα γιατί – παύση μα τώρα αναπνοή και ατακάρω. Το νου σας.
*Mιχάλης Συριόπουλος
Το σπίτι μας έγινε ένα «νεο» οχυρό
Σεπτέμβριος 2019. Το περιοδικό Parallaxi σε συνεργασία με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος διοργάνωσε την έναρξη των Δημητριων με ιστορίες Λευκού Πύργου. Μια παράσταση σε κείμενα του Άκη Δήμου και σε σκηνοθεσία του Χάρη Πεχλιβανίδη μας έφερε αντιμέτωπους κοινό και συντελεστές με την πραγματική ιστορία του μνημείου…
Το απόλυτο σύμβολο της πόλης, ένα οχυρωματικό έργο οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα και στο τέλος μια φυλακή θανατοποινιτών. Μια γιορτή της παράλλαξης για το χτες το σήμερα και το αύριο. Μόνο που τότε δεν γνωρίζαμε τι θα επακολουθήσει. Η έναρξη του πρώτου lockdown έφερε και την παύση των θεατρικών παραστάσεων. Το σπίτι μας έγινε ένα «νέο» οχυρό . Όσο περνούσε ο καιρός το σπίτι μας ερμηνεύτηκε ως μια «νέα» φυλακή αδράνειας και αναμονής..
Παρολαυτα εγώ συνεχίζω να στέλνω τον αριθμό 6 για άθληση στην παραλία. Και κάθε πρωί είτε οι ειδήσεις είναι δραματικές είτε τα διαγγέλματα αμήχανα, ο Λευκός Πύργος είναι πάντα εκεί. Πάντα παρών στις πρωινές μου εξορμήσεις. Να μου θυμίζει ότι το οχυρό μπορεί να γίνει φυλακή, η φυλακή μνημείο και το μνημείο η αφορμή για μια νέα θεατρική παράσταση…