Αναπαριστώντας τις τραυματικές πτυχές και τους φόβους μια κοινωνίας που υπόκειται στη βία
Μια ματιά στην παράσταση «Πουπουλένιος» στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών σε σκηνοθεσία Μαίρης Ανδρέου.
Με τη με την κοφτερή πένα του πολυδιάστατου Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Martin McDonagh στο έργο «Ο Πουπουλένιος» (The Pillowman) βρέθηκε αντιμέτωπο το κοινό της Θεσσαλονίκης στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών σε σκηνοθεσία Μαίρης Ανδρέου.
Η συγγραφή του θεατρικού έργου συντελέστηκε το 2003 και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας τον Νοέμβρη του ίδιου έτους. Την επόμενη χρονιά κέρδισε το βραβείο Lawrence Olivier ως θεατρικού έργου της χρονιάς, το βραβείο Drama Desk Award, το βραβείο Κριτικών Θεάτρου της Νέας Υόρκης και βραβεία Tony. Στην Ελλάδα παραστάθηκε για πρώτη φορά το 2005 στο Θέατρο Αμόρε από τη Βίκυ Γεωργιάδου, τη σεζόν 2011-2012 στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από τον Βασίλη Μαυρογεωργίου και τη διετία 2013-2015 στο Θέατρο Αθηνών από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.
Το έργο πραγματεύεται τη διαδικασία της αφήγησης τεσσάρων προσώπων υπό το πρίσμα της παιδικής κακοποίησης αλλά και της πολιτικής βίας μέσα από την φόρμα του παραμυθιού.
Δυο ασφαλίτες συλλαμβάνουν και ανακρίνουν για ένα έγκλημα δύο νεαρά αδέλφια. Ο μεγαλύτερος, ο Κατούριαν, ανακρίνεται επειδή γράφει φανταστικές ιστορίες που έχουν ομοιότητες με επίκαιρες παιδοκτονίες και με παράξενους φόνους και βασανίζεται για να ομολογήσει ότι έγραψε αυτές τις ιστορίες είτε επειδή τις διέπραξε είτε επειδή σκέφτεται να τις διαπράξει. Ο δεύτερος, ο Μίσαλ, που έχει διανοητική υστέρηση, επειδή είναι αδελφός του πρώτου και επειδή θέλει να γίνει συνεργός του. Η κλιμακούμενη ψυχολογική και σωματική βία των ασφαλιτών στα δύο αδέλφια και οι απειλές για την εκτέλεσή τους δομεί ένα εφιαλτικό πεδίο βίας και καταπίεσης, που ολοκληρώνεται με το λυτρωτικό φόνο του νοητικά υστερημένου αδελφού από τον «υγιή» και την εκτέλεση του τελευταίου από τους αστυνόμους.
Η Μαίρη Ανδρέου αξιοποιώντας μεν τη μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου- Παγκουρέλη -με ελάχιστα χαρακτηριστικά γλωσσικής χυδαιότητας και αγοραίων λέξεων – και επιλέγοντας δε ένα μινιμαλιστικό ατμοσφαιρικό ασπρόμαυρο σκηνικό αποτελούμενο από ένα μεγάλο τραπέζι και δυο διαφορετικά δωμάτια -τον χώρο της ανάκρισης και το κελί των αδερφών Κατούριαν- που ορίζονται και χωρίζονται από έναν νοερό τοίχο, απέδωσε δραματικά την performance που πάλλεται μεταξύ της βαρβαρότητας και του παραμυθιακού στοιχείου. Σε αυτό το σκηνικό χώρο εκτυλίσσεται αρχικά η αφήγηση της εισαγωγής του έργου -στοιχείο που θα μπορούσε να παραληφθεί ή να αποδοθεί επιτελεστικά μέσω της εφεύρεσης γοργότερων ρυθμών υλοποιώντας μια περισσότερο υποβλητική ατμόσφαιρα- με έναν κιθαρίστα που αφηγείται μία ιστορία, ενώ στη δεξιά πλευρά της σκηνής στέκεται ένας ηθοποιός είναι όρθιος και ακίνητος πάνω σε ένα τραπέζι. Έπειτα αρχίζει η δράση του θιάσου που αποτελείται από τέσσερεις άνδρες, τον Γιάννη Τσεμπερλίδη (Κατούριαν Κατούριαν), τον Χρίστο Στυλιανού (Μίσαλ), τον Σπύρο Σαραφιανό (αστυνόμος Τουπόλσκι, ) και τον Γρηγόρη Παπαδόπουλο (αστυνόμος Άριελ), οι οποίοι υποδύονται τον καλό και τον κακό αστυνομικό και προσπαθούν να εξιχνιάσουν την υπόθεση και ν’ αποδείξουν την ενοχή των αδερφών Κατούριαν.
Ο Γιάννης Τσεμπερλίδης απέδωσε μια διεισδυτικά ανθρώπινη ερμηνεία σ’ έναν απαιτητικό ρόλο αυτού του συγγραφέα των παιδικών παραμυθιών, Κατούριαν Κατούριαν, που κρατείται υπό ακραίες συνθήκες ως βασικός ύποπτος για τον θάνατο τριών παιδιών που πρωταγωνιστούν και στις ιστορίες του. Σε αυτή τη συνθήκη μεταμφιέζεται σε ένα αντιθετικό ζεύγος προσωπικότητας αποτελούμενο, αρχικά, από ένα άβουλο και υποτακτικό ον που ακολουθεί τις εντολές των ανακριτών και γίνεται έρμαιο της άμετρης ψυχολογικής και σωματικής βίας που του ασκούν, αλλά, στο τέλος, θαρραλέα αναλαμβάνει όλη την ευθύνη για τις πράξεις που έκαναν άλλοι. Ο Χρίστος Στυλιανού υποδύεται με ανεπιτήδευτη αφέλεια τον Μίσαλ, τον αδερφό του Κατούριαν, έναν άντρα με νοητική υστέρηση, ο οποίος λατρεύει τα παραμύθια του αδερφού του και διατηρεί για πάντα μέσα του την αθωότητα. Αν και πλησίασε επαρκώς την κινησιολογική αδεξιότητα ενός διανοητικά ανάπηρου χαρακτήρα, ακόμη και στις σκηνές όπου δεν είναι δρον πρόσωπο, λεκτικά υστέρησε λόγω της ταχύτητας του λόγου του, η οποία απέδωσε περισσότερη διαύγεια και πνευματική καθαρότητα από όση διαθέτει ένας άνθρωπος με νοητικές δυσκολίες.
Το αστυνομικό δίδυμο που προσωποποιεί την έννοια της παραφροσύνης και της απειλής, αποδόθηκε από τους Σπύρο Σαραφιανό και Γρηγόρη Παπαδόπουλο στους ρόλους των ανακριτών αστυνομικών Τουπόλσκι και Άριελ αντίστοιχα, που βίωσαν εξίσου τη βία αφενός των γονιών τους και αφετέρου της εκπαίδευσης τους στα πλαίσια της υπηρεσίας. Ο Σπύρος Σαραφιανός με σκηνική άνεση και παιγνιώδη τρόπο ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του ρόλου του, αποδίδοντας τη στυγνή περιφρόνηση και την ταπείνωση της άρχουσας τάξης. Ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος ακολουθώντας τη σκηνοθετική προσέγγιση απέδωσε υπερ του δέοντος -θα μπορούσαμε να πούμε- το νευρωτικό, βίαιο, ζοφερό αλλά και βαθιά ταραγμένο όργανο της εξουσίας με αποτέλεσμα να περιθωριοποιείται και να καθίσταται ενίοτε μία αυτόνομη σκηνική μονάδα. Τέλος εύστοχη και καινοτόμα σε σχέση με τις προηγούμενες θεατρικές εκδοχές του έργου, ήταν αισθητική επιλογή της Μαίρης Ανδρέου να εμφανίσει επί σκηνής το τρίτο θύμα του Μισάλ, το Πράσινο Κοριτσάκι, που ενσαρκώθηκε από την Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη.
Πέραν από την σκηνοθεσία, η Μαίρη Ανδρέου δημιούργησε και τα κοστούμια της παράστασης, τα οποία ήταν απλά και καθημερινά και ανταποκρίνονταν στους ρόλους και τις προσωπικότητες του πλαισίου στο οποίο διαδραματίζεται το έργο. Φυσικά εντύπωση προκάλεσαν οι χρωματισμένες στο χέρι μάσκες μέσα από τις οποίες οι ήρωες μεταβαίνουν από την πραγματικότητα στο παραμυθιακό στοιχείο, από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα. Σημαντικός συντελεστής της παράστασης ήταν τα ασπρόμαυρα και μακάβρια βίντεο σχεδιασμένα από τις Αθηνά Σωτήρογλου και Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη, που σε συνδυασμό με την αλλοιωμένη μικροφωνική φωνή του πρωταγωνιστή δημιούργησαν μία μυστηριακή ατμόσφαιρα. Η τεχνική αυτή ναι μεν πρόσθεσε την αρμόζουσα ένταση στην παράσταση, αφαίρεσε όμως την έννοια και τη συνθήκη της αληθινής διάδρασης και της ζωντανής αλληλεπίδρασης μεταξύ ηθοποιών και θεατών.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια παράσταση που στο σύνολο της αναπαριστά και υπογραμμίζει τις τραυματικές πτυχές και τους φόβους μια κοινωνίας που υπόκειται στη βία -ανεξαρτήτως προέλευσης- σε έναν ακαθόριστο χρονικά περιβάλλον, που εναλλάσσεται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Οι σκοτεινές αποχρώσεις του κειμένου άγγιξαν και καθήλωσαν το κοινό και δημιούργησαν ένα γόνιμο έδαφος προβληματισμού που πάντα θα παραμένει επίκαιρος.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη Σκηνοθεσία/ Σκηνικά- Κοστούμια: Μαίρη Ανδρέου Μουσική: Γιάννης Τσεμπερλίδης Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος Βίντεο: Αθηνά Σωτήρογλου, Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη Βοηθός σκηνοθέτη/Επιμέλεια κίνησης: Ευανθία Σωφρονίδου Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Νίκος Τσολερίδης Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη
Διανομή
Τουπόλσκι: Σπύρος Σαραφιανός Κατούριαν: Γιάννης Τσεμπερλίδης Άριελ: Γρηγόρης Παπαδόπουλος Μίσαλ : Χρίστος Στυλιανού Φιγκυραν: Πράσινο Κοριτσάκι – Ευαγγελίνα Καρυοφύλλη