«Αυτή η νύχτα μένει»: Μπήκαμε στις πρόβες της νέας φιλόδοξης παραγωγής του ΚΘΒΕ
Ένα υλικό που δεν έπαψε ποτέ να επιστρέφει - Ίσως και να μην έφυγε ποτέ πραγματικά ; Δέστε εδώ όλα όσα μοιράζονται μαζί μας οι συντελεστές
Η νέα υπερπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος φέρνει επί σκηνής του Βασιλικού Θεάτρου το λογοτεχνικό κείμενο «Αυτή η νύχτα μένει» του συγγραφέα Θάνου Αλεξανδρή, σε θεατρική απόδοση και σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ, Αστέρη Πελτέκη.
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1994 από τις εκδόσεις «Οδός Πανός» και μόλις έξι χρόνια μετά, το όχι και τόσο μακρινό 2000, έγινε η περίφημη ταινία σε σκηνοθεσία Νίκου Παναγιωτόπουλου. Βασισμένος στο ομώνυμο έργο, ο σκηνοθέτης συνυπογράφει με τον Θάνο Αλεξανδρή το σενάριο που έμελλε να καθιερώσει την ταινία ως μία από τις πλέον ιστορικές καλτ δημιουργίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Πράγματι, τα δώδεκα χρόνια ζωής στα σκυλάδικα απέπνεαν από μόνα τους μια έντονη κινηματογραφική εσάνς. Όμως η πρωτότυπη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη που συνόδευσε τις σεκάνς στη μεγάλη οθόνη, δεν λειτούργησε απλώς ως soundtrack – αλλά σαν η ίδια η ψυχοσύνθεση του κόσμου αυτού. Ένας πυρήνας μνήμης, επιθυμίας, ματαίωσης και υπερβολής, που μοιάζει να διέτρεξε όλα εκείνα τα χρόνια σαν παρτιτούρα.
Έτσι, αφού η ζωή γράφτηκε πρώτα σε αποκόμματα πακέτων από τσιγάρα, προέκυψε το βιβλίο και από εκεί το τραγούδι, η ταινία, το τηλεοπτικό σίριαλ και αργότερα μια σειρά από podcast. Ένα υλικό που δεν έπαψε ποτέ να επιστρέφει — γιατί ποτέ δεν έφυγε πραγματικά.

Την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου, το έργο επιστρέφει για δεύτερη φορά στο πάλκο. Η Parallaxi κάθισε στην πλατεία, μπήκε στα καμαρίνια του Βασιλικού Θεάτρου και επιχειρεί να σας μεταδώσει, έστω και αποσπασματικά, όσα είδε να συμβαίνουν σε αυτή τη ζωντανή διαδικασία: την πρόβα.
Φωτογραφικό υλικό: Λήδα Βενιαμίν & Γιώργος Μπούρμπος (σπουδαστές esp+)
Χωρίς να έχουν απομείνει πολλές μέρες για το ανέβασμα της παράστασης, θα περίμενε κανείς οι τελικές προετοιμασίες να συνοδεύονται από άγχος ή έστω από κάποια νευρικότητα. Αντιθέτως – κι αυτό ίσως οφείλεται στην πολυπληθή ομάδα συντελεστών – πρόκειται για μια υπερπαραγωγή που τολμώ να πω πως έχει ξεπεράσει το στάδιο των προβών και μοιάζει να έχει ήδη διαμορφώσει τους δικούς της εσωτερικούς ρυθμούς.
Αναπόφευκτα, έχει ήδη συντάξει μια μικρή κοινωνία. Και αφού μια μικρή κοινωνία καλείται να υποδυθεί, ίσως να έχουμε την ευκαιρία να ξαναζήσουμε μαζί με αυτούς μια περίοδο που, όπως λέει και ο ίδιος ο συγγραφέας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Μιλώντας με βασικούς συντελεστές της παράστασης «Αυτή η νύχτα μένει», μαθαίνουμε περισσότερα για τον τρόπο που προσέγγισαν το έργο, για τους ρόλους που έχουν κληθεί να υπηρετήσουν οι πρωταγωνιστές, αλλά και για το πώς μια περίοδος που έχει φαινομενικά καθιερωθεί στη συλλογική μνήμη ως «το μεγάλο πάρτι», παρεισφρέει σήμερα — το 2025 — όχι πια ως νοσταλγία, αλλά ως υπενθύμιση του τίμηματος της υπερβολής.
Γιατί τα ένδοξα ’80s και ’90s, τότε που το χρήμα έρεε άφθονο, τότε που η νύχτα έμοιαζε ανεξάντλητη και η ψευδαίσθηση της ευφορίας σχεδόν συλλογική, άφησαν πίσω τους μια ουρά που ακόμη σέρνεται. Και ίσως αυτή ακριβώς η παραγωγή, σήμερα, να είναι πιο επίκαιρη από ποτέ: όχι ως αναπαράσταση μιας εποχής, αλλά ως καθρέφτης των συνεπειών της.
Αστέρης Πελτέκης: «Αυτή η περίοδος της δεκαετίας του 1980 ουσιαστικά είναι ένα μικρό πυρηνικό εκρηκτικό πυροτέχνημα, το οποίο συνέβη σαν ξέσπασμα των ανθρώπων μετά από πάρα πολλά χρόνια πίεσης, καταπίεσης, στέρησης, φτώχειας και λοιπών πολεμικών συρράξεων, κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων»

Το συγκεκριμένο κείμενο έχει επιλεχθεί – γιατί πέρα από την εποχή που είναι η πρώτη μου νιότη και έχω έτσι κάποιες προσλαμβάνουσες οι οποίες στο επίπεδο της νοσταλγίας λειτουργούνε μέσα μου με έναν πολύ έτσι δυνατό τρόπο.
Οι εικόνες, οι αισθήσεις και ο τρόπος με τον οποίο υπήρχε εκείνη την περίοδο σε μια ευαίσθητη ηλικία αυτή η κοινωνία και αφετέρου με την ωριμότητα της διαδρομής στη ζωή, η περίοδος αυτή είναι σημαντική για εμένα για δύο λόγους: πέρα από το προφανές ενός ας το πούμε λαϊκού πανηγυριού και ενός ξεφαντώματος που συνέβη σε εκείνη τη δεκαετία υπάρχει ένα δεύτερο και τρίτο επίπεδο που έχει τρομερό ενδιαφέρον σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο.
Και φυσικά στην ιστορική στιγμή η οποία αντικατοπτρίζεται σε αυτή τη δεκαετία, αν σκεφτούμε ότι εκτός από την Ελλάδα, όλη η Ευρώπη και ο κόσμος έχει βιώσει δύο παγκοσμίους πολέμους, δικτατορίες και εμφυλίους.
Να προσθέσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας, και τα 400 χρόνια τουρκικής οθωμανικής αυτοκρατορίας και κατοχής και σε όλο το Βυζάντιο βέβαια, οπότε καταλαβαίνουμε ότι έπειτα από περίπου 550 χρόνια ξαφνικά για πρώτη φορά και με την έλευση του σοσιαλισμού και του πανελλήνιου σοσιαλιστικού κόμματος που κερδίζει τις εκλογές το 81’ με τον Ανδρέα Παπανδρέου – έρχεται μια νέα εποχή, η οποία είναι ο καθρέφτης της ΠΟΠ κουλτούρας που σαν τσουνάμι ξέσπασε εκείνη την περίοδο σε όλη την Ευρώπη και στον κόσμο, τα απόνερα της οποίας περνώντας από τα αστικά κέντρα και παρασέρνοντας το λαϊκό τραγούδι φτάσανε στην επαρχία, μετατρεπόμενα τα απόνερα αυτά στο γνωστό σε όλους «σκυλάδικο».
Σε αυτή τη λαική ανάγκη έκφρασης και κεφιού και στην αποτύπωσή της στα νυκτερινά κέντρα, στα κέντρα διασκεδάσεως, κέντρα πολιτισμού όπως τα ονόμασε ο αείμνηστος Γιαννόπουλος, αργότερα, πρωθυπουργός του σοσιαλιστικού κόμματος και φυσικά όλος αυτός ο κόσμος και οι χαρακτήρες που γεννήθηκαν μέσα από αυτό το πλαίσιο. Δηλαδή σκεφτείτε ότι μετά από 550 χρόνια καταπίεσης, σκληρής ζωής και ιδίως στην agricultural περιοχή της περιφέρειας, της αγροτικής, της επαρχίας της Ελλάδας – οι άνθρωποι ήταν στερημένοι, ζούσαν σε πάρα πολύ κακές συνθήκες, με πολύ σκληρές δουλειές, με λιγότερο εξοπλισμό και τεχνικά σε επίπεδο πόρων γενικότερα και οικονομικά.
Οπότε, ξαφνικά παρουσιάστηκαν κάποια χρήματα της τότε Ε.Ο.Κ, ας πούμε, τα οποία πέσανε στα χέρια τους και οι άνθρωποι αυτοί στερημένοι από πάρα πολλά πράγματα είδανε ξαφνικά εντός εισαγωγικών ως ιθαγενείς που τους δίνανε χάντρες οι Αμερικάνοι, είδανε αυτές τις χάντρες της διασκέδασης με τα λαμέ κοστούμια και τα λαμπερά φώτα και όλην αυτή την κιτς χλιδή της ΠΟΠ κουλτούρας που έχει μεταφραστεί σε αυτό το ειδικό είδος «το σκυλάδικο» το ελληνικό και γίνανε πράγματα τα οποία διατάραξαν την ισορροπία μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Μου θυμίζει δραματουργικά όλη αυτή η ιστορία τις δραματουργίες του Σαίξπηρ – όπου, δεν συγκρίνω βέβαια τον Σαίξπηρ με τη δραματουργία τη συγκεκριμένη, εννοώ μου θυμίζει σε επίπεδο διασάλευσης της τάξης που συμβαίνει στα σαιξπηρικά έργα και υπάρχει ένας ισορροπημένος λειτουργικός εντός και εκτός εισαγωγικών κόσμος, συμβαίνει ένα γεγονός καταλυτικό, διαταράσσεται η τάξη και το τέλος του έργου είναι η επαναφορά στην πρότερη κατάσταση με τη λύση του προβλήματος, πάλι εντός και εκτός εισαγωγικών.
Πρόκειται για μια διασάλευση της τάξης και την επαναφορά της έπειτα στην «πραγματικότητά». Αυτή η περίοδος της δεκαετίας του 80’ ουσιαστικά είναι ένα μικρό πυρηνικό εκρηκτικό πυροτέχνημα, το οποίο συνέβη σαν ξέσπασμα των ανθρώπων μετά από πάρα πολλά χρόνια πίεσης, καταπίεσης, στέρησης, φτώχειας και λοιπών πολεμικών συρράξεων, κοινωνικών και πολιτικών καταστάσεων.
Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο;
Συνήθως, συμβαίνει με τις μόδες, σε αυτό όλο και με τα διάφορα ρεύματα τα οποία έρχονται και επανέρχονται αλλά νομίζω ότι ακόμα αυτή τη στιγμή ζούμε το τέλος, την ουρά αυτής της εποχής. Για αυτό και βλέπουμε ακόμα να συμβαίνουνε πράγματα από τα απόνερα αυτής της περιόδου.
Ζούμε δηλαδή στον απόηχο αυτής της περιόδου;
Ναι και σε όλα, όχι μόνο σαν τραγούδι – το σκυλάδικο ως μαγαζί και ως είδος έχει κάπως περάσει σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, απλά η νοοτροπία αυτής της δεκαετίας του ΠΑΣΟΚ, των επιδοτήσεων, του ρουσφετιού, του ωχ αδερφισμού, της ξεγνοιασιάς. Γιατί είχε και πολλά θετικά ανάμεσα στα αρνητικά ήτανε μια περίοδος αναμεμειγμένων χαρακτηριστικών – είχε και θετικά και αρνητικά όπως και κάθε εποχή, αλλά υπήρχανε και πολύ λαμπερά και πολύ σκοτεινά σημεία σε όλη αυτή την εποχή. Οπότε, αυτό το συνονθύλευμα έβγαλε έναν πολύ ενδιαφέροντα κόσμο.

Η συνεργασία με τον θίασο έχει πάει πάρα πολύ καλά μέχρι στιγμής. Οι περισσότεροι είναι ηθοποιοί από το ensemble του κρατικού αλλά έχουμε φυσικά και ανθρώπους που είναι από άλλα μέρη, ο Παντελής Καναράκης, ο Δημήτρης Παπάζογλου που κάνει και τις χορογραφίες, εξαιρετικός χορογράφος που παίζει έναν ρόλο έκπληξη στο έργο, ο ίδιος ο συγγραφέας ο Θάνος Αλεξανδρής που είναι και ηθοποιός και κάνει διάφορα μικρά σταντανέ τα οποία νομίζω έχουνε τρομερό ενδιαφέρον στη διπλή του ιδιότητα.
Η Πηνελόπη Σεργουνιώτη, Αντώνης Αντωνάκος, ο Θάνος Κοντογιώργης από τους ανθρώπους που δεν είναι μεν από τα γεννοφάσκια του κρατικού θεάτρου αλλά είναι άνθρωποι που τα τελευταία χρόνια είναι στο ensemble. Η Εύη Σαρμή που είναι και βοηθός μου και μια πλειάδα από πολύ ενδιαφέροντες ηθοποιούς, ο Γεωργάκης επίσης καινούργια προσθήκη.
Ανθρωποι οι οποίοι βάζουνε πραγματικά το καλύτερο κομμάτι του εαυτού τους σε αυτή τη πολύ δύσκολη σκηνικά παρουσίαση αυτού του εγχειρήματος και φυσικά πρόκειται για εξαιρετικούς συνεργάτες.

Τη Φρόσω Λύτρα στο εικαστικό αποτύπωμα μιας εποχής στην προσπάθεια με έναν λιτό τρόπο να αποτυπωθεί τι ήταν ακριβώς αυτή η εποχή της ανοικοδόμησης και του τσιμέντου παντού. Ο Νίκος στα κοστούμια, ο Στέλιος Τζολόπουλος στους φωτισμούς – σταθεροί συνεργάτες στις τελευταίες δουλειές που κάνω.
Η Αναστασία Κελέση στην κίνηση και κινησιολογία ως βοηθός του Δημήτρη Παπάζογλου, ο Σταμάτης Κραουνάκης φυσικά στη μουσική τόσο με πρωτότυπες συνθέσεις και την διαχείριση όλου του μουσικού κόσμου που θα διατρέχει, και είναι αρκετά πλούσιο, σε αυτή την παράσταση.
Να μην ξεχάσουμε τον Mike Rafail ο οποίος κάνει τις φωτογραφίες και όλο το εικαστικό κομμάτι της αποτύπωσης της παράστασης και της επικοινωνίας. Ευελπιστώ ότι δεν ξέχασα κάποιον.
Γενικά όλοι οι άνθρωποι που βλέπετε και πίσω από τη σκηνή είναι άνθρωποι που δουλεύουν νυχθημερόν και φυσικά είναι αυτοί που κουνάνε τα σχοινάκια πίσω από τη σκηνή για να βλέπουμε εμείς αυτό το θεϊκό θέαμα μπροστά – είναι οι κουκλοπαίχτες της σκηνογραφίας που μαζί με τους ηθοποιούς φτιάχνουν όλο αυτό το μαγικό κόσμο που εμείς απολαμβάνουμε ως θεατές
Παντελής Καναράκης: «Μικρός όταν κατέβηκα Αθήνα, είδα την ταινία και δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι κάποια στιγμή θα γίνει θεατρικό και θα κάνω αυτό τον ρόλο»

Μεγάλη χαρά που συμμετέχω σε αυτή τη παραγωγή – αυτή η υπέροχη ζωή μου εκπληρώνει όνειρα. Μικρός όταν κατέβηκα Αθήνα, είδα την ταινία και δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι κάποια στιγμή θα γίνει θεατρικό και θα κάνω αυτό τον ρόλο. Είχα δει μόνο την ταινία, δεν το ήξερα το βιβλίο. Μετά φυσικά, αφότου είδα την ταινία ανατρέχοντας στο ιστορικό του πράγματος είδα ότι ήταν βιβλίο μετά έγινε θεατρική παράσταση.
Η παρουσία του Θάνου Αλεξανδρή και το γεγονός ότι υποδύεστε τον ίδιο επί σκηνής προκαλεί κάποιο άγχος ενδεχομένως ;
Θα μπορούσε έχεις δίκαιο, αλλά λόγω του χαρακτήρα του Θάνου που είναι ένας άνθρωπος γλυκύτατος, γενναιόδωρος, καλλιεργημένος, γνώστης αυτής της κατάστασης – αντί να με αγχώσει και γνωρίζοντας τον καλύτερα με ανακουφίζει. Έχω και την άπλετη βοήθεια του στο να ρωτήσω, στο να συλλέξω πληροφορίες, στο να επικαλεστώ το γούστο του στα πάντα.
Βεβαίως και υπάρχουν επίπεδα στην παράσταση και θα σου πω επίσης μια ευτυχής συγκυρία: ότι εγώ πολλά χρόνια, όπως και τώρα δεν το έχω σταματήσει – ασχολούμαι με τη νύχτα, όχι βέβαια με τα μαγαζιά της επαρχίας που αναφέρεται στο έργο αλλά έχω δουλέψει σε πολλά μαγαζιά με πολλούς καλλιτέχνες – μέχρι πριν 2 χρόνια ήμουνα. Υπήρχε και το συζητούσα με τον Αστέρη (σκηνοθέτη), αυτή η επαφή μου με τη νύχτα και δεν είδα ένα έργο με εντελώς άγνωστες καταστάσεις και έλεγα πως λειτουργούν αυτοί οι άνθρωποι. Είχα αυτή τη γνώση, λόγο της προσωπικής εμπειρίας – οπότε έγινε πολύ γλυκά όλο. Δεν με άγχωσε κάτι πέραν του άγχους που έχει ο κάθε ηθοποιός ανεβαίνοντας σε μια παράσταση να είναι όλα τέλεια όπως προσδοκά. Αλλά, ήτανε όχι σαν να πατούσα σε γνωστά μονοπάτια αλλά σίγουρα υπήρχε και ένα μεγάλο κομμάτι το οποίο δεν μου ήταν ξένο.

Αναφορικά με τη «συμβατική» ζωή που βίωσε ως ηθοποιός ο Θάνος Αλεξανδρής εν συγκρίσει με τη νυχτερινή ζωή στην επαρχία:
Απλά γνωρίζοντας αυτό τον κόσμο – και αυτά που ως παρατηρητής μπορείς να δεις γιατί αν είσαι μέρος αυτού είναι άλλη οι προσλαμβάνουσες και άλλο ναι είσαι και λίγο παρατηρητής όπως ήταν ο Θάνος. Όλη αυτή η εμπειρία, όλος αυτός ο μαγικός κόσμος, επειδή το θέατρο είχε πιο συγκεκριμένο δρόμο τότε ήτανε και φαντάζομαι ότι για αυτό το λέει πιο ενδιαφέρουσα αυτή η σύμβαση, που μπορεί να μην του έκανε όσο υπήρχε στο θέατρο. Ως νέοι θέλουμε να γνωρίσουμε, να ζήσουμε, να πάμε στα άκρα – όλα αυτά. Όχι ότι δεν αγαπάει το θέατρο – απόδειξη ότι η μοίρα του επιφύλασσε να έρθει στο θέατρο και να πατήσει το σανίδι με αυτό το έργο, το καταπληκτικό που έχει κάνει.
Εύη Σαρμή: «Ως ηθοποιός είναι πολύ ωραίο και ελπιστικό και ενδιαφέρον να αγγίζεις πρόσωπα του τότε»

Είναι μεγάλη μου χαρά να είμαι βοηθός σκηνοθέτη σε αυτή την παράσταση – είναι γενικά μεγάλη χαρά αυτή η παράσταση. Είναι μια εποχή πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, θα το δείτε είναι μια εποχή που όλοι την έχουμε συναντήσει, έστω κι αν δεν την έχουμε ζήσει. Ακόμα και οι νεότεροι θεατές με κάποιο τρόπο έχουν ακούσει για αυτά τα χρόνια, για αυτές τις μέρες, για αυτά τα μαγαζιά των 80s.
Σε μια υπερπαραγωγή του κρατικού θεάτρου βορείου Ελλάδος, με τη σκηνοθεσία του Αστέρη Πελτέκη, ένα μεγάλο καράβι φτιάχνεται που θα μας ταξιδέψει ελπίζουμε για πολύ καιρό σε περίεργα και φωτεινά και σκοτεινά μονοπάτια εκείνης της εποχής.
Ως ηθοποιός είναι πολύ ωραίο και ελπιστικό και ενδιαφέρον να αγγίζεις πρόσωπα του τότε. Εγώ προσωπικά έχω γνωρίσει ανθρώπους από εκείνη την εποχή που εργάζονταν σε μαγαζιά και ζούσαν στη νύχτα. Είναι μεγάλη μου χαρά που ερμηνεύω μια τέτοια περσόνα τη Μαρίνα, που είναι μια τραγουδίστρια, σε ένα από αυτά τα μαγαζιά και τα τραγούδια είναι ωραία και τα ρούχα είναι ωραία και η εποχή είναι ωραία.
Και όχι μόνο ωραία, έχει και τα σκοτάδια της φυσικά – αλλά (υπάρχει μια νοσταλγία για αυτή την εποχή;) Υπάρχει. Υπάρχει κάτι, ναι – εγώ τώρα είμαι και παιδί των 80s δεν λέω ηλικίες αλλά θέλω να πω ότι τα θυμάμαι αυτά τα πράγματα. Θυμάμαι τη μαμά μου να ντύνεται έτσι, τα θυμάμαι αυτά τα τραγούδια, τα άκουγα στο ραδιόφωνο. Κι αν δεν τα άκουγα στο ραδιόφωνο κάπως τα άκουγα, δηλαδή δεν μου είναι άγνωστα, δηλαδή πιστεύω θα αρέσει πάρα πολύ στους παλιότερους που θα το παρακολουθήσουν και σίγουρα θα συνδεθούν με κάτι από το παρελθόν τους και οι νεότεροι ενδεχομένως θα δούνε ή θα γνωρίσουν ή θα μυρίσουνε έστω κάτι από εκείνη την εποχή που έχουν ακούσει σίγουρα.

Είναι πάντως τρομερό το γεγονός ότι κάνεις επιστροφή σε μια εποχή όπου όλοι περνούσαν «υπέροχα» και δεν ξέρανε τι τους επιφύλασσέ το προσεχές μέλλον ;
Εμείς ξέρουμε – οι λίγο μεγαλύτεροι ξέρουμε τι μας περίμενε. Θέλω να πω ότι ζούμε στα απόνερα αυτής της εποχής, ακόμα και σήμερα. Παρόλα αυτά ήτανε μια εποχή με πάθος, λάθη, τρέλα, έντονη ζωή – πολλή μυρωδιά, ουίσκι, τσιγάρο, ξενύχτι. Αυτά που νομίζω ότι για τον Έλληνα ακόμα και σήμερα είναι λίγο ή πολύ οικεία του πράγματα. Καταστάσεις που ναι μεν οικίες αλλά δεν τις πολύ συναντάμε πλέον και ειδικότερα μετά την Κοβιντ περίοδο.
Αν κάποιος δεν τα έχει ψιλοζήσει ή δεν έχει ακούσει του ακούγεται πολύ μακρινή εποχή, η εποχή αυτή. Ενώ δεν είναι. Είναι πολύ κοντά μας.
Τα τραγούδια και την όψη των ανθρώπων – τη θυμάμαι δεν μου είναι μακρινή, δεν τα είδα δηλαδή σε φωτογραφίες. Όταν κάναμε την έρευνα και αρχίσαμε να βλέπουμε πράγματα για την εποχή λέγαμε – «α η Θεία μου».

Είμαι παιδί της πόλης, παρόλα αυτά δεν ήτανε πολύ διαφορετικά τα πράγματα θέλω να πω, εντάξει ίσως ήτανε πιο έντονα στην επαρχία αλλά σκέψου ότι το κομμάτι της μόδας δεν ήτανε πολύ διαφορετικό στην επαρχία ή σε μια πόλη μεγαλύτερη. Νομίζω ότι ήτανε κοινό, Νομίζω, τουλάχιστον τη νύχτα, στο γλέντι.
Όταν κάποιος αποφάσιζε να βγει έξω και να ντυθεί, να φτιαχτεί για να πάει να διασκεδάσει. Πολύ λαμέ, πολύ πούλια θα δείτε, πολύ γκλίτερ, πολύ ουίσκι θα δείτε, καπνό, εμάς χαρούμενους που το εμψυχώνουμε αυτό το σύστημα όλο. Είναι μια υπερπαραγωγή με τα όλα της. Και σας περιμένουμε με μεγάλη χαρά να ταξιδέψετε μαζί μας.
Πηνελόπη Σεργουνιώτη: «..το πώς τοποθετούμαστε απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους σίγουρα έχει να κάνει με απόλυτο σεβασμό αλλά πάντα στο μυαλό μου υπάρχει και ένα ερωτηματικό, What if?»

Γενικότερα και ηθοποιός και τραγουδίστρια και χορεύτρια, το πάω μαζί. Αν μπορούσα να είμαι και επαγγελματίας χορεύτρια θα είχε γίνει και αυτό. Κάπως γίνεται και αυτό στην παράσταση αλλά όχι στο βαθμό που θα ήθελα. Η Ελλάδα δεν το πολύ σηκώνει.
Στην Ελλάδα δεν έχουμε μάλλον παραγωγές που θα απορροφήσουν την τριπλέτα σε ένα υψηλό επίπεδο – νομίζω πως για να κάνω αυτά που θα θέλω, θα έπρεπε να έχω δύο, τρεις ζωές ακόμη. Το έχω πάρει απόφαση ότι δεν θα προλάβω και να συμβιβαστώ και να αποδεχθώ και να αγαπήσω αυτό που έχω.
Με αυτό που έχω τώρα πάει καλά, γιατί είναι και μια συνθήκη που συνδυάζει υποκριτική, τραγούδι – είναι μια εποχή η οποία έχει ένα ενδιαφέρον για τη γενιά μας καθώς αυτό που ζούμε τώρα θεωρώ πως έχει άμεση σχέση με εκείνο το πάρτι εκείνης της δεκαετίας και λίγο κάπως τα αποκωδικοποιείς τώρα.
Δηλαδή εγώ τουλάχιστον μπήκα σε μια λογική αποκωδικοποίησης του τι συνέβαινε τότε και πώς έχουμε φτάσει μέχρι εδώ, είναι πολύ άμεσο το παρελθόν. Πολύ πρόσφατο. Είμαστε στον απόηχο ακόμα.
Νομίζω πως ακόμα βιώνουμε αυτό που συνέβαινε στα σκυλάδικα του τότε – απλά σε διαφορετικούς χώρους. Έχει αλλάξει περιτύλιγμα, έχει αλλάξει σίγουρα το αμπαλάζ του night life της έντονης νύχτας – που το ζήσανε τότε αλλά εμείς δεν το έχουμε προλάβει ούτε κατά διάνοια. Όλο εκείνο το πάρτι, το οικονομικό, θεωρώ ότι έχει να κάνει με αυτό που βιώνουμε ως κρίση πολλά πολλά χρόνια, που είμαστε έτσι παιδιά από κρίση σε κρίση.

Έχω μπει στη λογική του ότι «έχω μπει στα παπούτσια» του ρόλου και των ανθρώπων που το ζήσανε όλο αυτό. Βγαίνοντας απ’ έξω και βλέποντας ότι αυτοί οι άνθρωποι, αυτή η γενιά που υπάρχει ακόμα, είναι ακμαία – σε ένα επίπεδο κτλ. ζήσανε τόσο στα άκρα, γιατί το χρήμα που κυκλοφορούσε και έρρεε άφθονο. Το τίμημα του είναι διττό πάντα, από την μια περνάγανε καλά από την άλλη υπήρχε μια αμετροέπεια σε όλα τα επίπεδα.
Οι συμπεριφορές που ενδεχομένως, πάντα αυτό θα υπάρχει απλά εκεί υπήρχε σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, είναι ότι το χρήμα και η εξουσία πάνε μαζί φαίνεται αυτό σε κάθε έκφανση – ποιος έχει τα λεφτά, ποιος είναι το αφεντικό, ποιος κινεί πίσω τα νήματα οπότε όσοι είναι υπό αυτού του ανθρώπου υφίστανται και τις συνέπειες.
Αυτό συμβαίνει σε άλλη κλίμακα σήμερα, σε πιο μικρή ή όχι τόσο προφανώς. Οπότε ναι μεν από τη μια μεριά έχουμε το ότι περνάμε καλά, ζούμε καλά, ζούμε το τώρα στα κόκκινα. Γιατί όντως ζούσανε στα κόκκινα, δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι και από ότι μας λέει ο κύριος Αλεξανδρής πηγαίνανε σερί για δουλειά, δεν κοιμόντουσαν, κοιμόντουσαν μετά, το ζούσανε στο φουλ.

Από την άλλη, ξεπερνιέται και το μέτρο – οπότε είναι πάντα … ξέρεις προσπαθώ να κρατήσω μια απόσταση ίση από όλα και να τα δω ως παρατηρητής. Αλλά σίγουρα μπορούμε να το πάρουμε πιο βαθιά εμείς – που δεν έχουμε ζήσει κάτι αντίστοιχο, μπορεί και κάπου ενδιάμεσα να τους κατηγορήσουμε, αυτή τη γενιά, για αυτό που ζούμε τώρα για αυτούς που ήταν τότε και κινούσαν τα νήματα στην εποχή και ξεβράζεται μια κατάσταση.
Δηλαδή το πώς τοποθετούμαστε απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους σίγουρα έχει να κάνει με απόλυτο σεβασμό αλλά πάντα στο μυαλό μου υπάρχει και ένα ερωτηματικό WHAT IF, τι θα γινόταν αν δεν είχε γίνει όλο αυτό το πάρτι και κάποια πράγματα είχαν μια άλλη συνέχεια μες το χρόνο.
Είναι η πρώτη φορά που συμμετέχω σε παραγωγή του κρατικό, είναι μια συνθήκη στην οποία δεν έχω κιόλας εμπειρία από Βόρεια Ελλάδα και το ζω όλο, η Θεσσαλονίκη έχει το vibe αυτό – είμαστε τώρα σε πυρετώδες ρυθμούς για να ξεκινήσουμε και αδημονούμε να πάρει σάρκα και οστά όλο αυτό που κτίζουμε τόσο καιρό.

Δημήτρης Παπάζογλου: «Δεν είμαι υπέρ του μεταμοντέρνου μέσα στο κανονικό. Το μεταμοντέρνο θέλει όλο μια αλλαγή και άποψη, δεν είναι αυτό»
Η χορογραφία είναι μες τα πλαίσια της ανάγκης του έργου – δεν είναι κάτι, δεν κάνουμε χοροθέατρο. Κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνει ένας Έλληνας χορογράφος μέσα στα πλαίσια αυτού που λέμε «ελληνική μυθολογία» ή «λαϊκή μυθολογία». Είμαστε μια προέκταση αυτό που λένε ελληνική κουλτούρα, ελληνικός κινηματογράφος, ελληνικό θέατρο – αυτή είναι η χορογραφία και αυτό εξυπηρετεί την παράσταση.
Δεν είμαι υπέρ του μεταμοντέρνου μέσα στο κανονικό. Το μεταμοντέρνο θέλει όλο μια αλλαγή και άποψη, δεν είναι αυτό. Νομίζω έχω κάνει αυτά που υπάρχουν και στα μιούζικαλ, σε κάποιες σκηνές χρειάζεται κάτι που να είναι λίγο σαν μιούζικαλ, σαν ένας χορός μιας Αττικής κωμωδίας κτλ. Σε αυτά τα πλαίσια δηλαδή.

Ο ρόλος μου είναι ο εξής: αυτός είναι και που με ιντρίγκαρε στο να έρθω. Γιατί έχοντας παίξει στα κόκκινα φανάρια με τον Βασίλη Μπισμπίκη – είχα ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα και όταν μου προτάθηκε αυτός ο ρόλος, ο οποίος αφορά έναν άνθρωπο ο οποίος βρισκόταν σε ένα μέρος της επαρχίας τη δεκαετία του 80 της Ελλάδος, εμφανιζότανε – αυτός πίστευε κάτι μεταξύ Boy George και κάτι μεταξύ Bülent Ersoy (Τουρκάλα τραγουδίστρια) – ήτανε αγόρι και έκανε αλλαγή φύλου.
Ο ρόλος, αυτός ο άνθρωπος κάνει κάτι ανάμεσα σε αυτά τα δύο – το θεώρησα κάτι πολύ προχωρημένο για την δεκαετία του 80’, όχι μόνο σαν κίνηση αλλά και σαν ψυχισμό. Τι τσαμπουκάς χρειάστηκε ώστε αυτός ο άνθρωπος να κάνει αυτό που ήθελε να είναι – είχε ένα πολύ καλό ατού, ήτανε πολύ καλός τραγουδιστής κι ότι έφερε πολιτισμό στο μέρος που ήτανε.
Πήγαινε στην Αθήνα και έβλεπε τα προγράμματα της Μαρινέλλας, των μεγάλων καλλιτεχνών και έπαιρνε στοιχεία, φωτιστικά, ορχήστρες και τέτοια και λένε ότι πήγαινε και οικογενειακό κοινό και τον παρακολουθούσε. Άρα, δεν ήταν δηλαδή της σαχλαμάρας – κι αυτό εμένα με ιντριγκάρισε να το κάνω – κάτω από την μπαγκέτα του διευθυντού του κρατικού θεάτρου.
Εύα Βάρσου: «Το θέμα είναι πώς συνδέεται με την εποχή μας;Έχουμε εποχή ΟΠΕΚΕΠΕ εντάξει; Θέλω να πω συνδέονται με έναν τρόπο όλα. Για αυτό και είναι σύγχρονο το έργο»

Ο δικός μου ο ρόλος έχει μια ιδιαιτερότητα: εγώ παρατηρώ και καταγράφω, δηλαδή την ιστορία την αφηγείται ο ήρωας και πρέπει εγώ να αποτυπώσω την αλήθεια του μέσα από τη μνήμη, μέσα από την εμπειρία του και την αφήγηση του – για να γίνει αυτό το βιβλίο που γράφουμε.
Στην ουσία είμαι παρατηρητής, δημοσιογράφος, συγγραφέας και φίλη. Γιατί χρειάζεται και ένα επίπεδο εμπιστοσύνης, για να ανοιχτεί ένας άνθρωπος να γράψεις κάτι σε ένα ρεπορτάζ, να γράψεις σε ένα βιβλίο σε βάθος. Γιατί στην ουσία αυτό το ρεπορτάζ τι είναι; Είναι η ζωή του. Και είναι η πραγματική ζωή του συγγραφέα μας του Θάνου του Αλεξανδρή. Μέσα από τα λόγια του Παντελή Καναράκη που είναι ο ήρωας ζωντανεύει.
Ο ρόλος ο δικός μου έχει μια δυσκολία, επειδή δεν συμμετέχει ενεργά στη δράση, είναι δηλαδή σαν το επάγγελμα σας – περιγράφεται τα γεγονότα αλλά τα ζείτε, αλλά δεν συμμετέχει ενεργά στη δράση δεν είναι μέρος της ανάμνησης είναι ο φορέας που το φέρνει στη ζωή. Είναι ο ενδιάμεσος, χωρίς τον ενδιάμεσο δεν υπάρχει αυτό το βιβλίο.
Σαν το ριντό που ανεβοκατεβαίνει και είναι παρελθόν, παρών. Για μένα είναι μια μαγική διαδικασία, έχει μια δυσκολία με την έννοια ότι πρέπει να είσαι και αποστασιοποιημένος και παρούσα εγώ ως γυναίκα. Εμένα μου είναι πολύ γοητευτικός αυτός ο ρόλος. Ο κύριος Αλεξανδρής – ο συγγραφέας μας επέζησε από όλο αυτό, βγήκε αλώβητος, με ποια έννοια;

Με την έννοια ότι δεν ταυτίστηκε ποτέ, το έζησε, το έζησε μέχρι το μεδούλι, μέχρι το μεδούλι – παρόλα αυτά είναι ακέραιος, έχει πάρει το καλό κομμάτι, παρότι τα έχει δει όλα.
Η παράστασή μας έχει επίπεδα – και βεβαίως είναι θέατρο άρα είναι ψευδαίσθηση, είναι ζωτικό ψεύδος άρα αλήθεια. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό από το ζωτικό ψεύδος. Δηλαδή, μέσα από τα σκηνικά, από τις υποκριτικές, από τα φώτα και από τη σύμβαση βρίσκεις την αλήθεια. Ένα κομμάτι ζωής ατόφιο, έρχεται ο θεατής αυτές τις 2, 2μιση ώρες και παίρνει όλη την αίσθηση της εποχής.
Εγώ είμαι το μέσο για να γίνει αυτό – ο Παντελής είναι ο πρωταγωνιστής, ο απόλυτος, ο οποίος περιγράφει, ζει, αφηγείται αλλά το μέσο προχωράει μέσα από τη δημοσιογράφο. Όπως είναι και στη ζωή βέβαια. Και δίνουμε και ατμόσφαιρες – προσπαθείς να ερμηνεύσεις αυτούς τους ανθρώπους να τους φέρεις στη ζωή, να είναι ζωντανοί. Να θυμίζουν δηλαδή πραγματικούς ανθρώπους να μην είναι σκίτσα – να αναπνέουνε με έναν τρόπο, αυτή είναι η δυσκολία.
Να φέρεις δηλαδή την αλήθεια της εποχής, κάποιοι τα έχουνε ζήσει, κάποιοι δεν τα έχουνε ζήσει – τα νεότερα παιδία δεν έχουν ζήσει την εποχή του σκυλάδικου, του ακραίου χρήματος που έκαιγαν τα ουίσκι, παίρναν τα γαρύφαλλά. Και τι σημαίνει αυτό; Το θέμα είναι πώς συνδέεται με την εποχή μας;

Έχουμε εποχή ΟΠΕΚΕΠΕ εντάξει; Θέλω να πω συνδέονται με έναν τρόπο όλα. Για αυτό και είναι σύγχρονο το έργο. Δηλαδή, ο Αστέρης Πελτέκης πέτυχε διάνα που διάλεξε αυτή τη συγκεκριμένη επιλογή – τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Έχουμε ένα σκάνδαλο μεγατόνων που φιγουράρει και με έναν τρόπο συνδέονται όλα αυτά. Πιο σύγχρονο από ποτέ. Τώρα ας πούμε μπορεί να μην είναι σκυλάδικα και να είναι φεράρι. Εμείς όμως αγαπάμε τους ήρωες μας που είναι οι πρωταγωνιστές και μιλάμε για τα πάθη τους, μιλάμε δηλαδή για την αλήθεια αυτών των ανθρώπων – ήταν ένοχοι; αθώοι; Δεν ξέρω τι θα πει η παράσταση και ο θεατής στο τέλος;

Η πρεμιέρα της παράστασης «Αυτή η νύχτα μένει» είναι προγραμματισμένη να δοθεί την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2025 στο Βασιλικό Θέατρο.
Μια δημοσιογράφος πασχίζει να ανακαλύψει στοιχεία για τον κόσμο της νυχτερινής διασκέδασης, στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και του ’90, τότε που οι άνθρωποι της μεταπολιτευτικής περιόδου έβλεπαν μια καλύτερη ζωή να ανοίγεται μπροστά τους.
Ένας ηθοποιός κατρακυλάει από την υψηλή τέχνη στον κόσμο της νύχτας και των σκυλάδικων. Κατρακυλάει ή απογειώνεται;
Πώς βιώνει το ταξίδι αυτό με τα εφόδια που κουβαλάει, σε μια σκοτεινή πραγματικότητα όπου οι άνθρωποι αφήνουν τα πάθη τους να αναδύονται αχαλίνωτα, για να επιστρέψουν το πρωί στις καθημερινές τους ζωές; Γνωρίζει τους νόμους της νύχτας και επιβιώνει στα όρια της απόλαυσης και της καταστροφής.
Εκεί που οι αντιστάσεις χαλαρώνουν και που οι πελάτες εμφανίζουν τον αληθινό τους εαυτό.

Συντελεστές:
Θεατρική απόδοση -Σκηνοθεσία: Αστέριος Πελτέκης | Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης | Εικαστική σύνθεση και εγκατάσταση: Φρόσω Λύτρα | Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης | Χορογραφίες: Δημήτρης Παπάζογλου | Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος | Συνεργάτις σκηνογράφος – ενδυματολόγος: Δανάη Πανά | Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Σαρμή | Οργάνωση παραγωγής: Αλέξης Τζίμας
Διανομή:
Αντώνης Αντωνάκος | Nίνα Ακτύπη | Θάνος Αλεξανδρής | Εύα Βάρσου | Νίκος Γεωργάκης | Θανάσης Δισλής | Ζωή Ευθυμίου | Χριστίνα Ζαχάρωφ | Στέλιος Καλαϊτζής | Σοφία Καλεμκερίδου | Παντελής Καναράκης | Γιάννης Καραμφίλης | Θάνος Κοντογιώργης | Χριστίνα Κωνσταντινίδου | Χρήστος Μαστρογιαννίδης | Ιωάννης Μόχλας | Κατερίνα Μπουλούμη | Δημήτρης Παπάζογλου | Βασιλική Ρέινα | Κώστας Σαντάς | Εύη Σαρμή | Πηνελόπη Σεργουνιώτη | Γιάννης Τσάτσαρης



