Χέντα Γκάμπλερ, καιρός για Ίψεν!
Με αφορμή την παράσταση «Χέντα Γκάμπλερ» που είχε πρεμιέρα στο θέατρο Αμαλία από τον θίασο της Εταιρότητας στις 19/10, μιλήσαμε με τον Νίκο Σακαλίδη.
Με αφορμή την παράσταση «Χέντα Γκάμπλερ» που είχε πρεμιέρα στο θέατρο Αμαλία από τον θίασο της Εταιρότητας στις 19/10, μιλήσαμε με τον κύριο Σακαλίδη τόσο για τη θεατρική πραγματικότητα στην εποχή μας όσο και για το τι είναι αυτό που κάνει τον Ίψεν έναν τόσο επίκαιρο συγγραφέα. Τι έχει να μας πει η Χέντα Γκάμπλερ και οι χαρακτήρες της στο σήμερα, λοιπόν;
Κύριε Σακαλίδη πείτε μου δυο λόγια για εσάς και το πώς ξεκίνησε η ιδέα της Ακτίδας (Ακτίς Αελίου) που σχετικά πρόσφατα έγινε Εταιρότητα.
Το Θέατρο Τέχνης Ακτίς Αελίου ξεκίνησε το 2000. Ο βασικός πυρήνας των ανθρώπων που το ξεκίνησαν υπήρξαν μαθητές μου τότε που δίδασκα στη δραματική σχολή του Κρατικού Θεάτρου. Τελειώνοντας κάποια από τα παιδιά αποφάσισαν να κάνουν αυτό το σχήμα και να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους. Μου έκαναν αρχικά την πρόταση να τους κατευθύνω εγώ και με έναν τρόπο να αναλάβω τα ηνία. Τους είπα ότι δε θα το έκανα και θα προτιμούσα να ξεκινήσουν μόνοι τους, να δω τη δουλειά τους και την προσπάθειά τους, κι από ‘κει και πέρα να αποφασίσω. Όντως, λοιπόν, έκαναν μόνοι τους το νησί των σκλάβων του Μαριβώ σε σκηνοθεσία του Θωμά Βελισσάρη. Ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη και είδα την παράσταση η οποία με συγκίνησε. Κι έτσι ξεκίνησε αυτή η συνεργασία η οποία συνεχίζεται ως τώρα με άλλη μορφή βέβαια.
Τι ήταν αυτό που είδατε σε αυτά τα παιδιά και σας συγκίνησε τόσο ώστε αποφασίσατε τελικά να αναλάβετε την ομάδα;
Αυτό που είδα και το οποίο για μένα είναι εξαιρετικά σημαντικό, ήταν το ήθος τους. Και το προσωπικό αλλά κυρίως το θεατρικό. Αυτό ήταν ο βασικός παράγοντας. Από την άλλη με αυτά τα παιδιά είχα δουλέψει πάρα πολύ καλά στη σχολή. Ήταν μια πολύ περίεργη τάξη η δική τους, δηλαδή υπήρχαν πολλά ανόμοια άτομα, κάτι που για εμένα ήταν εξαιρετικά προκλητικό και ερεθιστικό. Η ποικιλία πάντοτε με ενδιαφέρει. Από τους υπόλοιπους καθηγητές δεν είχαν μάλλον την ίδια αντιμετώπιση και με έναν τρόπο έτσι κάπως δέθηκαν περισσότερο μαζί μου. Αυτό από την πλευρά τους υπήρξε καθοριστικό. Κάποια λοιπόν από αυτά τα παιδιά αποφάσισαν να κάνουν αυτό το τόλμημα, το οποίο πολύ καλώς το έκαναν διότι δημιούργησε μια μικρή ιστορία στα θεατρικά πράγματα της Θεσσαλονίκης.
Αυτό που στάθηκε η αιτία να συνεργαστείτε με τα παιδιά, το ήθος τους δηλαδή όπως είπατε, πιστεύετε πως στην εποχή μας είναι κάτι σπάνιο ή δεν έχει και τις ευκαιρίες ώστε να φανεί και να ανθίσει;
Και τα δύο συμβαίνουν. Δηλαδή ούτε εκείνη την εποχή που συνέβη αυτό ήταν κάτι σε πρώτη ζήτηση εδώ που τα λέμε και γι’ αυτό ήταν και προκλητικό και συγκινητικό ταυτόχρονα από τη μία. Από την άλλη σίγουρα στην εποχή μας είναι ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα. Αν υποθέσουμε ότι οι συνθήκες τότε επέτρεπαν σε μια μειονότητα να αντιμετωπίσει το θέατρό με αυτόν τον τρόπο, τώρα οι συνθήκες νομίζω ότι σχεδόν το απαγορεύουν. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι η οποίοι έχουν μια σχετική νοοτροπία αντίστοιχη, έτσι; Αλλά τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα.
Εσείς από την πλευρά σας θα μπορούσατε να συμβουλέψετε τους νέους ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν κάποια βήματα σε αυτόν τον χώρο;
Να συμβουλέψω όχι, πραγματικά. Διότι να πεις τι όταν οι συνθήκες είναι αυτές που είναι;
Τις οποίες μπορείτε να προσδιορίσετε; Τι είναι τελικά αυτό που συμβαίνει σήμερα στον καλλιτεχνικό χώρο;
Κοιτάξτε να δείτε αυτό δεν αφορά μόνο το θέατρο, κακά τα ψέματα. Αυτό αφορά μια κοινωνία ολόκληρη. Η οποία είναι αποσυντονισμένη κι αποπροσανατολισμένη. Όχι ότι συνέβη ξαφνικά αυτό. Κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι σκεφτόμασταν ίσως λίγο περισσότερο πάνω σε αυτά τα θέματα, το είχαμε εντοπίσει εδώ και δεκαετίες ότι δηλαδή όλο αυτό το πράγμα ήταν μια φούσκα η οποία κάποια στιγμή θα έσκαγε –όπως έσκασε πραγματικά- κι ότι ο δρόμος αυτός τον οποίο είχε πάρει αυτή η κοινωνία ήταν κάθε άλλο παρά αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε.
Το θέατρο αποτελεί πάντα ένα κομμάτι της κοινωνίας, όπως και η τέχνη γενικότερα. Ειδικότερα το θέατρο το λέω επειδή είναι μια τέχνη εξαιρετικά ζωντανή. Ζωντανοί άνθρωποι απευθύνονται από σκηνής σε ένα ζωντανό κοινό. Από την άλλη είναι κατεξοχήν κοινωνική τέχνη υπό την έννοια ότι για να φτάσεις στο αποτέλεσμα μιας παράστασης πρέπει να συνεργαστείς με κάποιους ανθρώπους. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρχει εξισορρόπηση και στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Και στις προσωπικές ακόμη. Πόσο μάλλον σε μια συνεργασία για την επίτευξη ενός ενδιαφέροντος αποτελέσματος. Οπότε είναι γενικότερα κοινωνικό το πρόβλημα, δε νομίζω ότι είναι πρόβλημα του θεάτρου.
Από την άλλη βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, τις τελευταίες δεκαετίες ουσιαστικά, ότι πάρα πολύς νέος κόσμος θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο. Γιατί το κάνει αυτό;
Εκεί ήθελα να καταλήξω κι εγώ, σε αυτό το φαινόμενο. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Γιατί; Θα σας πω. Κατά την άποψή μου πάντα. Δεν είναι ότι όλα αυτά τα παιδιά τρέφουν πραγματική αγάπη για το θέατρο. Διότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από αυτά δεν ξέρει τι είναι θέατρο και ούτε έχει δει ποτέ παράσταση στη ζωή του. Λοιπόν, τι συμβαίνει σε αυτό; Όλοι πατάνε στο θέμα της δημοσιότητας και της ανάδειξης που ως επί το πλείστον είναι θέμα της τηλεόρασης και του διαδικτύου πια στις ημέρες μας. Έτσι νομίζουν ότι αν γίνουν πλούσιοι και διάσημοι μέσα από αυτό το κανάλι θα είναι κάτι πολύ ωραίο και πολύ εύκολο. Υπό αυτήν την έννοια. Είναι μικρό το ποσοστό εκείνων των παιδιών που απόλυτα συνειδητά ξεκινάνε να πουν, ναι, έχω δει δέκα παραστάσεις στη ζωή μου, κάτι με προκάλεσε σε αυτές, κάτι μου κίνησε το ενδιαφέρον και, ναι, θέλω να δω τι είναι αυτό το πράγμα.
Για τη θεατρική εκπαίδευση στη χώρα μας σήμερα τι έχετε να πείτε;
Ε, κοιτάξτε να δείτε η θεατρική εκπαίδευση είναι αντίστοιχη με αυτά που συμβαίνουν γενικότερα. Όλη η παιδεία πάσχει, δεν πάσχει μόνο η θεατρική εκπαίδευση, κακά τα ψέματα. Το σχετικά απαισιόδοξο μ’ εμένα είναι ότι δε βλέπω σήματα τα οποία θα μπορούσαν να διορθώσουν αυτήν την κατάσταση. Αυτό είναι το σημαντικό. Διότι, εντάξει, η κατάσταση είναι αυτή που είναι. Δε βλέπω όμως να υπάρχει μία βούληση η οποία κάτι να προσπαθεί να διορθώσει και να κατευθύνει τα πράγματα. Προς κάτι πιο ουσιαστικό τουλάχιστον. Οπότε δεν μπορώ να κρίνω από μόνη της την εκπαίδευση τη θεατρική. Την κρίνω στα πλαίσια της γενικότερης παιδείας-εκπαίδευσης της ελληνικής κοινωνίας.
Με βάση αυτό που λέγαμε για την πληθώρα των νέων ανθρώπων που θέλουν σήμερα να γίνουν ηθοποιοί ανεξάρτητα με το αν έχουν σχετικά πτυχία ή ό,τι άλλο χρειάζεται, τι είναι κατά την άποψή σας αυτό που καθιστά κάποιον-να το πω απλοϊκά ίσως- ηθοποιό; Πιστεύετε στο ταλέντο, την πολλή δουλειά, τι;
Θα σας πω. Σίγουρα θα πρέπει να έχει εντοπίσει κάτι το οποίο να τον ελκύει προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Δηλαδή μια ουσιαστική επιθυμία, όχι μια ψευδή επιθυμία. Όχι να νομίζει, δηλαδή, ότι επιθυμεί να ασχοληθεί με το αντικείμενο. Το δεύτερο πολύ σημαντικό είναι, βεβαίως, η εκπαίδευση, αλίμονο. Το θέατρο έχει τεχνική. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας. Χρειάζεται μια παιδεία και μάλιστα μακροχρόνια η οποία –για να σας πω την άποψή μου- δε σταματάει σε καμία σχολή είτε δραματική είτε πανεπιστημιακή ή οτιδήποτε. Αν αποφασίσει κανείς να ασχοληθεί ουσιαστικά με το θέατρο συνεχώς πρέπει να είναι ανοιχτός και να εκπαιδεύεται μέχρι να εγκαταλείψει το αντικείμενο είτε λόγω ηλικίας ή για οποιονδήποτε άλλον λόγο. Σε ό,τι αφορά το θέμα του ταλέντου, ναι, υφίσταται ταλέντο, κακά τα ψέματα. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι αυτό που λέμε γεννημένοι γι’ αυτό.
Δηλαδή πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια πρώτη ύλη η οποία με βάση τη δουλειά εξελίσσεται.
Σαφώς. Αλλά από την άλλη πιστεύω ότι ακόμη και οι άνθρωποι οι οποίοι δεν το έχουν αυτό το πράγμα, μέσα από την εκπαίδευση και την παιδεία τη θεατρική, μέσα από έναν πιθανόν λίγο πιο σκληρό αγώνα μπορούν να το πετύχουν. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι μόνο οι ταλαντούχοι μπορούν ν’ ασχοληθούν γιατί στο κάτω-κάτω πόσοι είναι οι ταλαντούχοι; Και γενικότερα στην τέχνη πόσοι είναι οι ταλαντούχοι; Επειδή υπάρχει για παράδειγμα ο Πικάσο σημαίνει πως δεν υπάρχουν άλλοι ζωγράφοι; Υπ’ αυτήν την έννοια το λέω.
Εδώ στη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένα πώς τα βλέπετε τα πράγματα;
Όπως σε όλη την Ελλάδα.
Δεν ισχύει δηλαδή κατά τη γνώμη σας αυτό που λένε κάποιοι ότι ίσως στην Αθήνα να υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες σε αυτόν τον τομέα.
Όχι δεν υφίσταται αυτό. Αλλά να σας πω και κάτι άλλο σε σχέση με όλη αυτήν την πληθώρα των νέων ανθρώπων που λέμε, που ασχολούνται με το θέατρο. Αυτά τα παιδιά θα πρέπει κάπου να διοχετευτούν κι επειδή επίσημο θέατρο δεν υπάρχει -είτε εμπορικό, είτε ποιοτικό, είτε κρατικό κλπ- ώστε να απορροφήσει όλον αυτόν τον κόσμο, αναγκάζονται για ένα μικρό διάστημα να συνεργαστούν. Δημιουργούν κάτι επειδή έχουν μια ζέση μέσα τους και μια πολύ βαθιά επιθυμία να κάνουν όντως κάτι και μετά τι; Άντε, κάνουν μια-δυο παραστάσεις οι οποίες ολοκληρώνουν τον κύκλο τους και τελειώνει η υπόθεση. Αυτό ισχύει και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Γιατί έχει η Αθήνα περισσότερες ευκαιρίες; Επειδή έχει τηλεόραση; Έτσι όπως έχει καταντήσει η τηλεόραση ούτε παραγωγές κάνει, ας πούμε, ώστε να πεις ότι τουλάχιστον υπάρχει τέλος πάντων και αυτό.
Ερχόμαστε τώρα σε αυτό το όμορφο πάντρεμα του θεάτρου Αμαλία με τον θίασο της Εταιρότητας. Ήταν κάτι που είχατε σαν ιδέα γενικότερα από παλιά αυτό το άνοιγμα η προέκυψε πρόσφατα με κάποια αφορμή;
Το συγκεκριμένο ήταν μια ευτυχής συγκυρία. Αλλά σίγουρα είχαμε μπει σε μια διαδικασία να σκεφτόμαστε ότι το υπόγειο είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του. Ήταν άλλες οι εποχές εκείνες στις οποίες το υπόγειο έκανε τις μεγάλες του επιτυχίες και καλλιτεχνικές και εμπορικές. Είχε εξαντληθεί πια αυτό το πράγμα. Και γι’ αυτόν τον λόγο από πέρυσι είχαμε αρχίσει και ξανοιγόμασταν. Δηλαδή οι περσινές παραστάσεις δεν έγιναν μόνο στο υπόγειο. Έγιναν στο Blackbox, έγιναν στο Αυλαία, ξανοίχτηκαν, δηλαδή, στις σκηνές της πόλης. Κάποιες είχαν γίνει παλιότερα στο Άνετον. Δηλαδή υπήρχε αυτή η τάση του να ανοιχτούμε. Τώρα έτυχε το Αμαλία διότι ενοικιαζότανε. Το έμαθε ο Θωμάς ο Χαρέλας, έγιναν οι πρώτες κουβέντες κι έτσι μπόρεσε να επιτευχθεί αυτή η συνεργασία,την οποία θεωρώ εξαιρετικά σημαντική γιατί είναι τρεις διαφορετικές δυνάμεις της πόλεις που ασχολούνται με το θέατρο. Ο Θωμάς ο Χαρέλας, ο Γιάννης ο Γκουντάρας κι εμείς, ως Εταιρότητα. Οπότε ήταν όντως από τις ευτυχείς συγκυρίες. Και ξαφνικά ανοίγει ξανά το Αμαλία.
Ο θίασος της Εταιρότητας αποτελείται από κάποια βασικά άτομα κι εμπλουτίζεται κάθε τόσο από καινούργια. Είναι παιδιά του εργαστηρίου κατά βάση;
Και παιδιά του εργαστηρίου και παιδιά από δραματικές σχολές που διδάσκει ο Θωμάς ο Βελισσάρης. Διαρκώς ανανεώνεται το σχήμα. Αλλά αυτό το πράγμα το είχαμε από τότε που δημιουργήθηκε το ΑκτίςΑελίου. Θέλω να πω πως ήταν μια συνεχής διαδρομή αυτή. Την ξεκίνησαν τα παιδιά μα ποτέ δεν έκανε παράσταση μόνο ο πυρήνας. Πάντοτε εμπλουτιζότανε με νέους ανθρώπους εκ των οποίων κάποιοι ήταν συγκυριακοί συνεργάτες (διότι άλλοι κατέβαιναν Αθήνα, άλλοι ήθελαν να κάνουν κάτι άλλο κλπ) και κάποιοι άλλοι παρέμειναν πολλά χρόνια. Το ίδιο πράγμα συνεχίστηκε. Δηλαδή και στην Εταιρότητα αλλά και στον συνδυασμό Εταιρότητα-Αμαλία που έτσι κι αλλιώς είναι κάτι πολύ καινούργιο. Αυτός όμως είναι ο στόχος, αυτή είναι η λογική. Η συνεχής ανανέωση.
Για να μπει λοιπόν κάποιο νέο παιδί στον θίασό σας θα πρέπει πρώτα να ξεκινήσει με κάποιο εργαστήριο της Εταιρότητας;
Και αυτό ναι. Τώρα πια είμαστε αρκετοί. Θέλω να πω ότι είναι μια πηγή από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε για δύο για τρεις και για τέσσερις παραγωγές μέσα σε μία σεζόν. Από την άλλη κάποιο παιδί το οποίο ενδιαφέρεται μπορεί σαφέστατα να μας προσεγγίσει, να δηλώσει το ενδιαφέρον του και να γνωρίσει κάτω από ποιες συνθήκες γίνεται αυτό. Γιατί είναι πάρα πολύ σκληρές, ομολογώ. Δεν είναι δηλαδή ότι έρχεται σε έναν θίασο όπου θα παίρνει τον κανονικό του μισθό κλπ, δεν είμαστε τέτοιου είδους θέατρο. Περισσότερο ρίχνουμε βάρος ακόμη και στις παραστάσεις μας στο εκπαιδευτικό κομμάτι. Δηλαδή ακόμη και οι παραστάσεις για κάποια παιδιά είναι ένα σχολείο για την εξέλιξή τους. ΚΙ αυτό δε σταματάει ποτέ, είναι αυτό που σας έλεγα και πριν για μία συνεχή εκπαίδευση. Διαφορετικά δεν έχει και νόημα. Βεβαίως, λοιπόν, οποιοσδήποτε μπορεί να προσεγγίσει.
Ας έρθουμε τώρα λίγο στο έργο. Νομίζω ότι για τον θίασο της Εταιρότητας είναι η πρώτη παράσταση στο θέατρο Αμαλία, ουσιαστικά το εγκαινιάζετε με την Χέντα Γκάμπλερ.
Ναι, ναι, έτσι είναι.
Πώς αποφασίσατε, λοιπόν, να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;
Με αυτό το έργο είχα αποφασίσει να ασχοληθώ εδώ και τέσσερα χρόνια, όταν υπήρχε ακόμη το Ακτίς Αελίου. Γι’ αυτό είχε γίνει και παραγγελία της μετάφρασης στον Βασίλη τον Παπαγεωργίου. Ειδικά για μία παράσταση η οποία θα ανέβαινε τότε. Οι συνθήκες δε μας επέτρεψαν να το ανεβάσουμε αλλά παρ’ όλα αυτά ο Βασίλης ολοκλήρωσε τη μετάφραση και την εξέδωσε. Κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Τώρα που έτυχε το θέμα του θεάτρου Αμαλία κι επειδή ήθελα να είναι ένα κλασικό έργο,ταίριαξε να γίνει αυτό. Το έχω πει πολλές φορές σε ιδιωτικές συζητήσεις, τώρα το λέω και δημόσια. Δε θα αποφάσιζα ποτέ να εγκαινιάσω το θέατρο Αμαλία με Μπάρκερ. Με τον συγγραφέα, δηλαδή, με τον οποίο ασχοληθήκαμε πέρυσι στο Αυλαία. Γιατί; Διότι σε ένα τέτοιο θέατρο το οποίο δε στοχεύει μόνο στο κοινό που είχε το Ακτίς Αελίου αλλά και σε ένα ευρύτερο κοινό, ένα πιο αστικό κοινό αν θέλετε, θα πρέπει ξεκινώντας να υπάρξει κάτι θελκτικό. Ε, θελκτικότερο από αυτό το θαυμάσιο έργο δεν υπάρχει. Το ένα κομμάτι είναι αυτό. Το άλλο κομμάτι είναι, όμως, ότι υπήρχε ο θίασος ο οποίος θα μπορούσε να το στηρίξει. Αυτό που σας έλεγα πριν, ότι από τα είκοσι άτομα το οκτώ μπορούν να κάνουν αυτό αυτή τη στιγμή. Οι υπόλοιποι θα λάβουν μέρος στις υπόλοιπες παραγωγές. Αλλά αν δεν υπήρχαν κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα, κάτι που ισχύει γενικότερα αλλά τώρα μιλάω για το πώς έβλεπα εγώ το έργο, δε θα μπορούσα να το κάνω. Δε θα είχε και νόημα να γίνει βεβιασμένα κάτι τέτοιο, δηλαδή. Αυτά τα δύο πράγματα ήταν που με οδήγησαν στην επιλογή του έργου και φυσικά η αγάπη μου για τον Ίψεν.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μπορεί να καταστήσει τον Ίψεν έναν τόσο επίκαιρο συγγραφέα κατά την άποψή σας;
Ο Ίψεν κατά την άποψή μου εξακολουθεί να είναι επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε. Και όχι μόνο η Χέντα Γκάμπλερ. Πολλά από τα έργα του είναι εξαιρετικά επίκαιρα στην εποχή μας. Διότι οι ουσιαστικές συνθήκες-όχι οι επιφανειακές- δεν έχουν μεταβληθεί από την εποχή της βιομηχανικής αστικής κοινωνίας. Αυτό είναι όλο το ζήτημα. Ο προβληματισμός του εξακολουθεί και ισχύει διότι στην πραγματικότητα δεν έχουν απαντηθεί τα ερωτήματα τα οποία έθεσε. Είτε στο κοινωνιολογικό επίπεδο, είτε στο πολιτικό, είτε στο ψυχολογικό-ψυχαναλυτικό, σε ένα σωρό πράγματα. Στις ανθρώπινες σχέσεις, στη θέση της γυναίκας και πολλά άλλα. Μπορεί να θεωρούμε τους εαυτούς μας εξελιγμένους σε σχέση με ό,τι αφορά τις συνθήκες του 1890 που γράφτηκε το συγκεκριμένο έργο ή και γενικότερα με τα έργα του που γράφτηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μα στην πραγματικότητα δεν ισχύει αυτό. Ισχύει μόνο, αν θέλετε, στην επιφάνεια. Δηλαδή, εντάξει, δεν είναι τόσο αυστηρές οι κοινωνικές συμβάσεις. Στην επιφάνεια όμως, όχι στην ουσία.
Συμφωνώ. Οπότε ας το πάμε και πιο συγκεκριμένα. Η Χέντα Γκάμπλερ σε σχέση με το σήμερα.
Ναι. Η Χέντα Γκάμπλερ σε σχέση με το σήμερα είναι εξαιρετικά επίκαιρη. Διότι αφενός θέτει το θέμα της γυναίκας μέσα σε μια κοινωνία τέτοια, έτσι; Αλλά η Χέντα Γκάμπλερ δε θα πρέπει να ιδωθεί μόνο σαν το θηλυκό το οποίο ασφυκτιάσε μια κοινωνία ανδροκρατούμενη. Γενικότερα θέτει τον προβληματισμό του ανθρώπου ο οποίος έχει οράματα τα οποία πιθανόν δεν έχει απολύτως συνειδητοποιημένα. Κάτι που αντιλαμβάνεται ότι κοντράρει με τις κοινωνικές συβάσεις. Η βαθύτερη, δηλαδή, επιθυμία και η ουσία του. Αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Και γι’ αυτό φτάνει σε αδιέξοδο. Αυτό είναι το βασικό. Από ‘κει και πέρα είναι μια εξαιρετική πινακοθήκη χαρακτήρων της αστικής κοινωνίας και μια διαπραγμάτευση των σχέσεων μεταξύ τους και των συμβάσεων οι οποίες αναγκαστικά καθυποτάσσουν την ουσία της επικοινωνίας.
Ήταν η αμέσως επόμενή μου ερώτηση σε σχέση με τους χαρακτήρες ακριβώς επειδή συνήθως είναι χαρακτήρες που μπορούμε να συναντήσουμε γύρω μας. Ποιους από αυτούς της Χέντα Γκάμπλερ πιστεύετε ότι όντως θα μπορούσαμε να συναντήσουμε και στο τώρα;
Όλους. Όλους ανεξαιρέτως. Δεν έχω να διακρίνω κανέναν, όλοι είναι ένας κι ένας.
Και γενικά στον Ίψεν είναι πολύπλευροι. Δηλαδή δε θα συναντήσεις κάποιον μόνο κακό ή μόνο καλό, έχουν πάρα πολλά διαφορετικά στοιχεία.
Επουδενί, ακριβώς. Είναι εξαιρετικά σύνθετοι χαρακτήρες και ψυχολογικά και κοινωνικά, ούτε συζήτηση. Είναι χαρακτήρες γεμάτοι αντιφάσεις. Δηλαδή, όπως είναι η ανθρώπινη φύση, ακριβώς. Και αυτό είναι το θέμα. Όλο αυτό το υλικό το οποίο υπάρχει μέσα τους πώς διοχετεύεται και πώς καθοδηγείται λόγω των συβάσεων.
Θα θέλατε να μας πείτε εσείς κάτι παραπάνω είτε για το έργο είτε για τα παιδιά πριν κλείσουμε;
Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα συνεργασία όπως είναι τις περισσότερες φορές. Νομίζω ότι όλοι προχωρήσαμε μέσα από αυτήν την εμπειρία. Ήταν ένα στοίχημα επίσης γιατί ακριβώς επειδή έπρεπε να γίνουν κατά την άποψή μου τα εγκαίνια του Αμαλία με ένα έργο της Εταιρότητας οι πρόβες συμπιέστηκαν. Θέλω να πω, ανέβασα αυτό το έργο βάζοντας ένα στοίχημα και με τον εαυτό μου αλλά και με τους ανθρώπους οι οποίοι συμμετέχουν. Συνήθως δεν το κάνω αυτό. Είναι πολύ μεγαλύτερος ο χρόνος της προετοιμασίας. Προηγείται συνήθως ένα σεμινάριο, ένα στούντιο σε σχέση με τον συγγραφέα αν όχι με το συγκεκριμένο έργο και όλα αυτά, κάτι που αυτήν την φορά δεν έγινε. Κι έτσι μέσα από ένανάλλονσυγγραφέα με τον οποίο ασχολήθηκα σεμιναριακά το καλοκαίρι, επειδή είχα στον νου μου και στόχευα προς τα εδώ, μπόρεσα να δώσω κάποια πράγματα στα παιδιά σε εκείνο το σεμινάριο για να δουλέψουν έχοντας υπόψιν ότι θα χρησιμοποιηθούν σε έναν άλλον συγγραφέα.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Εγώ ευχαριστώ.
ΧΕΝΤΑ ΓΚΑΜΠΛΕΡ Του Χένρικ Ίψεν
Από 19 Οκτωβρίου 2016
στο Θέατρο ΑΜΑΛΙΑ – Εταιρότητα
Το Θέατρο ΑΜΑΛΙΑ – Εταιρότηταεγκανιάζει την επαναλειτουργία του Θεάτρου με την πρώτη δική του παραγωγή για την φετινή θεατρική περίοδο. Πρόκειται για το δημοφιλέστατο έργο του Χένρικ Ίψεν: Χέντα Γκάμπλερ, σε μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου και σκηνοθεσία του Νίκου Σακαλίδη.
Το έργο Ο μεγάλος Νορβηγός δραματουργός Χένρικ Ίψεν έγραψε το τετράπρακτο έργο του Χέντα Γκάμπλερ στο Μόναχο το 1890. Το έργο ανέβηκε εκεί, παρουσία του συγγραφέα, τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Δημοσιεύτηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1890 στην Κοπεγχάγη και την Χριστιανία (Όσλο) από τον ίδιο εκδοτικό οίκο σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός εξαιρετικά σημαντικός την εποχή εκείνη, όπως και τη δική μας. Το 1891 παρουσιάστηκε και στο θέατρο της Χριστιανίας. (από το σημείωμα του μεταφραστή) Η μετάφραση του έργου από τον Βασίλη Παπαγεωργίου έγινε έπειτα από πρόταση του Νίκου Σακαλίδη για το Θέατρο Τέχνης ΑκτίςΑελίου, το 2011.
Η παράσταση Μία Γυναίκα, μία καλλιτέχνις, πιθανόν, παρακολουθεί την Χέντα Γκάμπλερ του Χ. Ίψεν. Βρίσκεται στο σπίτι της, με τους θεατές να την παρακολουθούν. Το έργο του Ίψεν, τοποθετημένο στη δεκαετία του ’40, συμβαίνει μπροστά της – μέσα στο μυαλό της ίσως; – και μπροστά στα μάτια του κοινού. Η Χέντα Γκάμπλερ ένα πνεύμα εκτός της εποχής της, αλλά και της δικής μας, εμπνέει αυτήν την Γυναίκα για την δική της διαδρομή ζωής που είναι συνυφασμένη με την δημιουργία. Βασικοί προβληματισμοί του έργου είναι, ο εγκλωβισμός στις κοινωνικές συμβάσεις και η αναζήτηση του ωραίου και του υψηλού χωρίς περιορισμούς. Το αίτημα δηλαδή της ηρωίδας για ομορφιά στις ανθρώπινες πράξεις. Και όπως όλοι οι άνθρωποι που αποζητούν την ομορφιά πέραν των όποιων κοινωνικών συμβάσεων, έτσι και η Χέντα Γκάμπλερ ακολουθεί τον δικό της μοναχικό – και αδιέξοδο – δρόμο. Όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης της παράστασης: ο προβληματισμός του έργου δεν είναι καθόλου ξεπερασμένος… Τα πράγματα ίσως έχουν αλλάξει στην επιφάνεια αλλά όχι στο βάθος… αποσπώντας το έργο απο τις λεπτομερείς τυπικότητες της εποχής του, έχει κανείς τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στις δυναστευτικές τυπικότητες και τις συμβάσεις, τις οποίες στην ουσία καθόλου δεν έχουμε ξεπεράσει.
Συντελεστές Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου Σκηνοθεσία: Νίκος Σακαλίδης Σκηνικό – κοστούμια: Μένη Τριανταφυλλίδου Ηχητική επιμέλεια – μουσική διδασκαλία: Ευτυχία Καβαλίκα Φωτισμοί: Νίκος Σακαλίδης – Αντώνης Διρχαλίδης Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Αρουτζίδου Οργάνωση Παραγωγής: Τατιάνα Νικολαϊδου Φωτογραφίες της παράστασης: Νώντας Στυλιανίδης
Διανομή Γυναίκα: Μαρίνα Καζόλη Μπέρτε: Ντίνα Λιάκου Δεσποινίς ΓιουλιάνεΤέσμαν: Ελένη Σαμαντζή Γιέργκεν Τέσμαν: Κώστας Χατζηγεωργίου Χέντα Γκάμπλερ: Μελίνα Γαρμπή Κυρία Έλβστεντ: Μάρω Καραγεώργου Δικαστής Μπρακ: Δημήτρης Κουστολίδης Έιλερτ Λέβμποργκ: Θωμάς Βελισσάρης
Πληροφορίες παράστασης Πρεμιέρα: 19 Οκτωβρίου 2016 Ημέρες παραστάσεων: Τετάρτη με Σάββατο στις 21:00 και Κυριακή στις 20:00 Διάρκεια παράστασης: 140’ με διάλειμμα 10’ Τιμή προπώλησης: 7,00 ευρώ έως και το πρωί της Τετάρτης 19/10 Τιμή Εισιτηρίου: Γενική είσοδος: 12,00 ευρώ, φοιτητικό, ανέργων: 10,00 ευρώ. Κάθε Πέμπτη γενική είσοδος 8,00 ευρώ Προπώληση Εισιτηρίων: www.viva.gr, Public, Reload, MediaMarktSevenSpots, 11876, και στο ταμείο του Θεάτρου Αμαλία Πληροφορίες: 2310888894
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ & ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ: ΘΕΑΤΡΟ ΑΜΑΛΙΑ Αμαλίας 71 & Παρασκευοπούλου Τ: 2310 888894 E: [email protected]