Η εαρινή πρόκληση των Ανεμοδαρμένων Υψών
Το μεγαλύτερο στοίχημα του ΚΘΒΕ για τη φετινή άνοιξη. Πρακολουθήσαμε την τελευταία πρόβα πριν τη σημερινή πρεμιέρα.
Εικόνες: Τάσος Θώμογλου
Βρεθήκαμε στις εντατικές πρόβες της παράστασης, Ανεμοδαρμένα Ύψη σε σκηνοθεσία και διασκευή του Γιάννη Καλαβριανού. Το δημοφιλέστερο έργο της αγγλικής λογοτεχνίας που αποτέλεσε τον πρόσφορο καμβά για να πειραματιστούν όλες οι σχολές και οι τάσεις της λογοτεχνικής κριτικής, δημοσιεύεται το 1847 υπό το ανδρικό ψευδώνυμο, Έλλις Μπελ. Είναι η ιστορία της τραγικής και σχεδόν δαιμονικής και ολέθριας αγάπης της Κάθριν Έρνσω με τον Χήθκλιφ. Η συγγραφέας, Έμιλυ Τζέην Μπροντέ γεννήθηκε το 1818, το πέμπτο από τα έξι παιδιά του αιδεσιμότατου Πάτρικ Μπροντέ και Μαρίας Μπράνγουελ, αδερφή της Σάρλοτ (συγγραφέας της Τζέην Έυρ). Καλλιεργημένη, ασυμβίβαστη και θιασώτης των ρομαντικών ποιητών γράφει για τον δικό της υπαρκτό μικρόκοσμο, τα χερσοτόπια, το αγγλικό μοναχικό τοπίο του Γιόρκσαϊρ και την ασφυκτική μικροαστική ηθική.
Η Virginia Woolf, σε δοκίμιό της για τις αδερφές Μπροντέ, το 1916, γράφει: « Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη είναι πιο δύσκολο βιβλίο από την Τζέην Έυρ, γιατί η Έμιλυ ήταν σπουδαιότερη ποιήτρια από τη Σάρλοτ. Κοίταξε έξω τον κόσμο, ένα διχασμένο κόσμο και ένιωσε μέσα της τη δύναμη να τον κλείσει ενοποιημένο σ’ ένα βιβλίο.»
Με το που άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ, πέσαμε πάνω στο φιλικό καλωσόρισμα του διευθυντή της Κρατικής Σκηνής, κ. Αναστασάκη, που δεν παραλείπει να αφιερώνει χρόνο, όχι για να επιβλέψει τις πρόβες κάθε πολυαναμενόμενης παράστασης του ΚΘΒΕ, όσο για να μοιραστεί τις αγωνίες και τη λαχτάρα των συντελεστών για ένα άρτιο αποτέλεσμα. Καθίσαμε αθόρυβα στις πρώτες θέσεις του θεάτρου και γίναμε κομμάτι της αφανούς πραγματικότητας των προβών μιας μεγαλεπήβολης παράστασης.
Σκηνικά μιας άλλης εποχής, αλλοτινού αιώνα που αποπνέουν την αίσθηση του ατελούς, του ξεχασμένου, του μισογκρεμισμένου και μη ολοκληρωμένου. Ευρηματική ιδέα, η ένωση δυο αντιθετικών κομματιών που το ένα υποδηλώνει τη φθορά του άλλου και το άλλο την πρώτη του όψη, παραπέμποντας με ατέρμονους παραλληλισμούς στη σχέση των ηρώων, οξύμωρη, αντιθετική, εμμονική, καταστροφική και περιπλανώμενη στους αιώνες ως ανολοκλήρωτη. Καθένα από τα αντιθετικά ζεύγη των ηρώων μπορεί να εκληφθεί ως μέσο για την ερμηνεία ενός ανατρεπτικού για την εποχή του κειμένου που εμπεριέχει την έννοια του αλλεπάλληλου αναδιπλασιασμού.
Διακρίνουμε την Έφη Σταμούλη, ως οικονόμο Νέλυ και κεντρική αφηγήτρια, μας χαρίζει ένα ζεστό χαμόγελο και συνεχίζει ακάθεκτη. Ακατάπαυστη εργάτρια και μια από τις πιο σημαντικές ηθοποιούς της γενιάς της, κουβαλάει μια μεστή θεατρική δεινότητα που δεν χωράει περιθώρια για λάθη. Την ακούμε να απευθύνεται προς το σκηνοθέτη, «Θα το προβάρω ξανά και ξανά, όσες φορές χρειαστεί για να βρούμε το σωστό ρυθμό.» Βρίσκεται στο ένα άκρο της σκηνής και εμείς απομνημονεύουμε ένα κομμάτι του μονόλογού της, «Να ζούνε ήσυχη ζωή όσοι δεν αξιώθηκαν γαλήνη εδώ πάνω.» Στο ελάχιστό διάλειμμά της, περιφέρεται γύρω από τα σκηνικά, μετράει τα βήματά της, ακριβής και λεπτολόγος. Όταν κατεβαίνει από τη σκηνή δέχεται τα εγκωμιαστικά σχόλια του οικείου θεατρικού διδύμου που δεν λείπει από καμιά πρόβα της Κρατικής Σκηνής, αναπόσπαστοι πια θαμώνες και γνώριμα ηλικιωμένα θεατρόφιλα πρόσωπα, «Έφη, είσαι υπέροχη.» Η οικονόμος Νέλυ, ή κ. Ντην είναι ο σιωπηλός μάρτυρας και η αδιάσειστη μνήμη που με την αφήγησή της συμπτύσσει τη δράση για να επιτευχθεί η γραμμικότητα και η αβίαστη φυσικότητα των γεγονότων. Κορυφαίο δείγμα ανυπέρβλητου πάθους των κεντρικών ηρώων αποτελεί η σκηνή που προσπαθεί η Κάθριν να εξηγήσει τα αισθήματά της στην πιστή και αφοσιωμένη Νέλυ, «Η αγάπη μου για τον Χήθκλιφ είναι σαν τα αιώνια βράχια αποκάτω- λίγη ευχαρίστηση μου δίνει, αλλά αναγκαία. Νέλυ, είμαι ο Χήθκλιφ.»
Ο σκηνοθέτης, παιδί των ελεύθερων σκηνών, συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Κρατικό Θέατρο. «Δεν έτυχε να μου προταθεί κάτι νωρίτερα, παρότι Θεσσαλονικιός. Όλα τα πράγματα γίνονται στον καιρό τους, οι συνθήκες, τώρα, μοιάζουν οι πλέον κατάλληλες, οπότε η δική μου πρόταση ταίριαξε με την παρούσα διεύθυνση και προχωρήσαμε.»
Το κλασικό ρεπερτόριο στην Κρατική Σκηνή ως σωτήρια επιλογή. «Μια κρατική σκηνή οφείλει να κάνει τα μεγάλα έργα. Με την οικονομική κρίση, τα μεγάλα έργα, τα πολυδάπανα, με πολλούς ηθοποιούς, δεν μπορούν να ανεβούν αλλού. Αλίμονο, αν οι κρατικές σκηνές δεν ανεβάζουν Σαίξπηρ, Στρίντμπεργκ και τέτοιου είδους ρεπερτόριο. Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» δεν εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία γιατί δεν πρόκειται για θεατρικό έργο. Είναι μια σύγχρονη διασκευή, με μια σύγχρονη σκηνοθεσία αλλά πάνω απ’ όλα ένα έργο 200 ετών.»
Διασκευή και σκηνοθεσία. «Συνήθως, δουλεύω μ’ αυτόν τον τρόπο. Στις μέχρι τώρα σκηνοθεσίες μου με εξαίρεση το κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου και ένα κείμενο του Χέρμαν Μπροχ που κάναμε με τη Μπέτυ Αρβανίτη, στα υπόλοιπα επιδιώκω ενεργή συμμετοχή στο κείμενο. Επειδή είναι ιδέες και όχι θεατρικά έργα, συλλαμβάνω μια ιδέα και τη μεταφέρω στη σκηνή. Αυτό με διευκολύνει γιατί μέσα από την ιδέα έχω προβεί στη μισή και παραπάνω ολοκλήρωση της σκηνοθεσίας. Με τη διαδικασία της διασκευής ήδη γνωρίζω τις σκηνές που θα συμπεριλάβω, τον τρόπο που θα εκφράζονται οι ηθοποιοί, έχω επιλέξει τα επεισόδια. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της σκηνοθεσίας έχει επιτευχθεί. Ξέρω ακριβώς τι θέλει να μας πει ο συγγραφέας, κατέχω, δηλαδή, μια πρώτη εκδοχή εφόσον το έχω γράψει εγώ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι πρόβες τρέχουν πολύ πιο γρήγορα.»
Μια διακειμενική νοητή γραμμή ανάμεσα στον Αβελάρδο και την Ελοΐζα, και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. «Για μένα είναι πολλά τα έργα που μπορούν να ενωθούν νοηματικά. Αυτά τα 2 έργα, ο «Αβέλαρδος και Ελοΐζα» και τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» μαζί με το «Φρακενστάιν» της Mary Shelley αποτελούν μια τριλογία που θα ήθελα να ολοκληρωθεί. Ως κόσμοι, ως ιστορία, όχι τόσο ως θέματα αλλά ως περιπτώσεις ανθρώπων. Είναι άνθρωποι που ξεπέρασαν τα συμφωνημένα, επιβεβλημένα όρια της εποχής τους. Θέλησαν να κάνουν πράγματα και τα επεδίωξαν με άκρως δυναμικό τρόπο. Έτσι τα συνδέω. Όχι επειδή είναι έρωτες και εμβληματικές ιστορίες αλλά περιπτώσεις ανθρώπων που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μοίρα τους. Θεωρώ ότι συγγενεύουν με την τραγωδία. Τόλμησαν να βγουν πέρα από τα συμφωνημένα, καταστράφηκαν και η ζωή τους τιμώρησε».
Είναι τραγικοί ήρωες αλλά μπορούν να είναι ταυτόχρονα και κοινοί άνθρωποι; «Αυτό είναι το ζήτημα. Είναι κοινοί άνθρωποι, το γεγονός ότι κάποιος τους τοποθέτησε σ’ ένα χαρτί δεν σημαίνει ότι έπαψαν να έχουν ανθρώπινη υπόσταση. Οι εμπνεύσεις των συγγραφέων είναι συχνά από οικείους τους πραγματικούς χαρακτήρες. Η Μπροντέ έγραφε για τα χερσοτόπια της περιοχής της. Ο ρόλος του Χίντλεϋ είναι επηρεασμένος από αυτοβιογραφικά στοιχεία της ίδιας, από τον αλκοολισμό του αδερφού της, Μπράνγουελ. Είναι κανονικοί άνθρωποι. Και οι κανονικοί άνθρωποι δεν κάνουμε μεγάλα πράγματα; Δεν τα κάνουν οι ήρωες. Επειδή κάνουν μεγάλα πράγματα, λέμε ότι συμπεριφέρθηκαν ηρωικά. Δεν γεννήθηκε κανείς με φωτοστέφανο ή με δόρυ. Είναι καθημερινοί άνθρωποι.»
Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη ως οικείο ανάγνωσμα. «Το είχα διαβάσει στο γυμνάσιο. Μου είχε μείνει στο νου για ένα πολύ περίεργο λόγο. Το διάβαζα ταυτόχρονα με τη Τζέην Έυρ, που δεν μου άρεσε καθόλου και δεν μπορούσα κιόλας να το ξαναδιαβάσω, ενώ αυτό μου έμεινε χαραγμένο. Είναι, σαφέστερα, ένα πιο δυναμικό κείμενο με ιδιαίτερη και πρωτότυπη γραφή πέρα και πάνω από την εποχή του. Είναι ξεκάθαρο ότι γι’ αυτό έμεινε στο χρόνο. Τα κείμενα που είναι ένα με την εποχή τους μπορεί να γίνονται μόδες αλλά στην πορεία ξεχνιούνται, αυτά που παραμένουν είναι εκείνα που η γραφή τους έχει την ικανότητα να μας συγκινεί, να μας συνεπαίρνει, να βρίσκουμε κάτι σ’ αυτό.»
Τα αντιθετικά ζεύγη ανθρώπων. «Η Μπροντέ εισάγει στο κείμενο όλες τις συγκρούσεις. Οι άνθρωποι έρχονται στη ζωή και υπάρχει ένας διαρκής αγώνας συγκρούσεων με άλλους ανθρώπους με άλλα θέλω, με την περιοχή, τη χρονική στιγμή. Ένας μόνιμος αγώνας, μια πάλη για να προχωρήσεις και αυτό είναι το μαγικό, οι ήρωες δεν τα παρατάνε, επιμένουν, μάχονται, λαβώνονται, ξανασηκώνονται. Υπάρχει μια συνεχής κίνηση στο βιβλίο.»
Τον αγαπάμε τον Χήθκλιφ. «Δεν κρίνουμε τους ήρωες, δεν είναι αυτή η δουλειά και η οπτική μας, να βγάλουμε συμπεράσματα, αν αυτός είναι καλός ή κακός. Μπορεί να μην τους συγχωρούμε αλλά τους καταλαβαίνουμε. Δεν είναι πολλές οι περιπτώσεις στη λογοτεχνία που υπάρχει μονό κακός χαρακτήρας, ακόμα και εκεί, κάτι υποθέτεις ότι πήγε λάθος. Δεν είναι γεννημένοι δολοφόνοι αλλά άνθρωποι που η ζωή μπορεί να μην τους πήγε καλά.»
Οι αρνητικές κριτικές του έργου. «Θεωρήθηκε ρομαντικό κείμενο με την έννοια μιας εύπεπτης σημασίας. Όταν διάβασα το έργο και το ξαναδιάβασα τον τελευταίο 1,5 χρόνο ένιωσα ότι δεν ήταν το έργο που μεταφέρουν οι ταινίες. Δεν είναι ένας ωραίος και μια ωραία που τρέχουν στα χερσοτόπια και αυτός φεύγει και αυτή μένει και θρηνεί. Αναμφισβήτητα πρόκειται για έργα που όλοι έχουμε μια εικόνα, τα έχουμε διαβάσει, τα έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη, κάτι γνωρίζουμε από αυτά και έχουμε φτιάξει μια ιδέα για το πώς είναι. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο. Δεν κάνουμε λόγο για την κακώς, βεβαίως, εννοούμενη γυναικεία λογοτεχνία. Μην ξεχνάτε ότι η Μπροντέ, επειδή ακριβώς ήξερε ότι το έργο είναι περίεργο και θα τύχει περίεργης αποδοχής, επέλεξε ένα ανδρικό ψευδώνυμο. Όταν ανακάλυψαν ότι το έγραψε γυναίκα, οι κριτικοί αντέδρασαν άσχημα, δεν μπορούσαν να διανοηθούν πώς γίνεται μια γυναίκα να γράφει για τόσο ανήθικους ανθρώπους. Για να γίνω σαφής και κατανοητός, με την αναφορά της γυναικείας λογοτεχνίας εννοώ τον όρο που εσφαλμένως αποδόθηκε για να χαρακτηρίσει τις εύκολες και εύπεπτες ιστοριούλες σε βιβλία περιπτέρου. Δεν είναι αυτό.»
Η Κρατική Σκηνή ανεβάζει για πρώτη φορά το αριστουργηματικό έργο της αγγλικής γραμματείας, Ανεμοδαρμένα Ύψη, σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Καλαβριανού, που ευελπιστεί να αποκαταστήσει τις επιφανειακές και εσφαλμένες αντιλήψεις περί φτηνού ρομάντζου και να αναδείξει την αξία ενός έργου πέρα από την εποχή του που επανέρχεται για να γράψει τη δική του θεατρική ιστορία.
Οι πρόβες συνεχίστηκαν μέχρι αργά το βράδυ. Τα θεατρικά δίδυμα με χειροφίλησαν και με αποχαιρέτησαν πιστά στη ρομαντική διάθεση που αρμόζει στα Ανεμοδαρμένα Ύψη.