Εν αρχή ο συγγραφέας
Κριτική για την παράσταση «Ο Φάρος». Παίζεται μέχρι τις 29 Απριλίου στο θέατρο Αριστοτέλειον.
O «Φάρος» είναι ένα έργο βαθιά γλωσσοκεντρικό, από αυτά που γοητεύουν όλους τους αγγλοσάξονες οι οποίοι, σε πείσμα των καιρών και των…. Γερμανών, εξακολουθούν να θεωρούν το θέατρο πρωτίστως τέχνη του συγγραφέα και μετά του ηθοποιού. Ο σκηνοθέτης είναι γερμανική (και κεντροευρωπαϊκή) υπόθεση, γι αυτό δεν φαίνεται να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Όπως και τους Αμερικανούς αλλά και τους Αυστραλούς.
Πίντερ, Κέιν, Μάρμπερ, Ρέιβενχιλ, Γουερτεμπέικερ, Τσέρτσιλ, Μακντόνα, Πέιτζ, Κριμπ, Μπάρκερ, Μάμετ, Σων, Σέπαρντ, και βεβαίως Κόνορ Μακφέρσον, ο συγγραφέας του «Φάρου» (που είδαμε στο Αριστοτέλειον), γράφουν έργα για ηθοποιούς που αγαπούν τον λόγο και ξέρουν να τον αρθρώνουν, να παίζουν τη λέξη και να επικοινωνούν διά της λέξης. Δεν έχουν κανένα άλλο στήριγμα. Η λέξη είναι όλος τους ο κόσμος. Είναι το όπλο τους να εκφραστούν, να πληγώσουν, να επικοινωνήσουν, να επιβιώσουν. Ακόμη και χωρίς μάτια μπορεί κάποιος να επιβιώσει (όπως ο Ρίτσαρντ, ο πρωταγωνιστής του «Φάρου») όχι όμως χωρίς λέξεις.
Η ιστορία
Η ιστορία που μας αφηγείται ο Μακφέρσον είναι ένα κράμα ρεαλισμού και μεταφυσικής. Ο νεαρός Σάρκι μόλις έχασε τη δουλειά του ως σοφέρ ευκατάστατου κτηματομεσίτη και επέστρεψε στο Δουβλίνο να φροντίσει τον τυφλό αδερφό του Ρίτσαρντ. Παράλληλα κάνει μεγάλη προσπάθεια να κόψει το ποτό. Δυο μέρες τώρα είναι εντελώς στεγνός. Η ένταση είναι εξαρχής αισθητή, κυρίως ένεκα των υπερβολικών απαιτήσεων του Ρίτσαρντ. Στην παρέα είναι και ο Ιβάν ο οποίος δεν θέλει ή μάλλον δεν τολμά να επιστρέψει στο σπίτι του γιατί φοβάται την αντίδραση της γυναίκας του.
Κάποια στιγμή καταφθάνει και ο Νίκυ παρέα με κάποιον κύριο Λόκχαρτ, κουστουμαρισμένο, και πολύ περίεργο. Με αυτούς τους πέντε ολοκληρώνεται το καστ του έργου, με τόπο δράσης ένα δωμάτιο, και χρονικό ορίζοντα ένα βράδυ. Ενδιαφέρον προκαλεί η απουσία γυναικών. Εννοώ η σωματική τους απουσία, γιατί ως εικόνα είναι διαρκώς παρούσες μέσα από τις κουβέντες των ανδρών (το διαμετρικά αντίθετο από αυτό που συναντούμε στο έργο των Κεχαϊδη/Χαβιαρά, «Με δύναμη από την Κηφισιά», για παράδειγμα).
Τεχνοτροπικά έχουμε μπροστά μας ένα έργο εν πολλοίς συμβατικό, ίσως το πιο συμβατικό από όσα έχει γράψει ως τώρα ο συγγραφέας, παράλληλα όμως έχουμε ένα έργο του οποίου τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά είναι μια πρόκληση, καθώς δίνουν στον συγγραφέα την ευκαιρία να ερευνήσει τι μπορεί να συμβεί ή να ειπωθεί ή να εξελιχθεί μέσα σε αυτά τα ασφυκτικά νατουραλιστικά πλαίσια και σε μας τους θεατές να δούμε πόσο μακριά μπορεί να απλωθεί η φαντασία του δραματικού νου του συγγραφέα. Πώς μπορεί να μας εκπλήξει και να μας κερδίσει σε ένα χώρο τόσο δα;
Περί μέθης
Καταρχάς, εκείνο που εντυπωσιάζει είναι η αυτοπεποίθηση που δείχνει ο συγγραφέας στη διαχείριση της γλώσσας και της ιρλανδέζικης κουλτούρας. Κατέχει τους χυμούς και τους ρυθμούς τους. Μιλά εκ των έσω. Εξ ου και ο ασθμαίνων και άκρως ποιητικός διάλογος των χαρακτήρων του, εκείνο το ποδοβολητό που μας έρχεται κατευθείαν από την εργατική τάξη του Δουβλίνου και την περίφημη κουλτούρα των μπαρ, το δεύτερο σαλόνι κάθε Ιρλανδού που σέβεται τον εαυτό του.
Με όχημα τη λέξη οι λακέδες του έργου παραμυθιάζουν (κυριολεκτικά) τους γύρω τους και παραμυθιάζονται. Και είναι σημαντικό σε ένα ιρλανδέζικο περιβάλλον να μπορεί κανείς να «μυθολογεί». Σε μια χώρα βουτηγμένη στους θρύλους, στα στοιχειά και τα στοιχεία της φύσης, στις περίεργες εξωτικές ιστορίες, οι λέξεις μετράνε πολύ. Αυτές πλέκουν το θραυσματικό περιβάλλον όπου κινούνται άτομα που παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες, τις μνήμες και τις ενοχές τους, άτομα που περίπου έχασαν το παιχνίδι με τη ζωή και που τώρα αφήνονται να τους παρασύρει, για άλλη μια φορά, η μέθη, με άλλοθι ότι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα. Και όσο πιο πολύ πίνουν τόσο μας αποκαλύπτονται.
Το ποτό απελευθερώνει αλλά και τιμωρεί. Το ποτό ανοίγει χώρους στον συγγραφέα προκειμένου να ακτινογραφήσει τον εσωτερικό τους κόσμο, και καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά αντιλαμβανόμαστε ότι η κόλασή τους δεν είναι οι άλλοι (κατά πως λέει ο Σαρτρ), αλλά η ίδια η μοναξιά τους, δηλαδή η απουσία των άλλων. Αυτή η απουσία κάνει και την έξοδο από την κόλαση όλο και πιο δύσκολη. Τόσο δύσκολη που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συνθηκολογήσουν ακόμη και με τον διάβολο, εφόσον τους υπόσχεται λίγη ευτυχία.
Ο διάβολος
Ο Λόκχαρτ είναι το «άλλο», το άγνωστο και φοβιστικό. Το αντίπαλο δέος στη ζωή. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας τον βάζει στο παιχνίδι, ανοίγει κουβέντα μαζί του. Του δίνει χώρο να μας πει τα δικά του. Μάλιστα του δίνει και τον εκτενέστερο μονόλογο, όπου περιγράφει την κόλαση.
Ο διάβολος του έργου δεν είναι ο κακός της παρέας. Τον έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, φαίνεται να υποστηρίζει ο συγγραφέας, γιατί τους ταρακουνά, όπως ταρακούνησε τον νεαρό Σάρκι, όταν τον βοήθησε να βγει από τη φυλακή, αφού πρώτα τον είχε προκαλέσει σε μια παρτίδα πόκερ, την οποία έχασε αλλά του υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει —εννοώντας ότι θα είναι διαρκώς κομμάτι της ζωής του.
Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για το ορατό κομμάτι του πραγματικού, όμως δεν τον αφήνει ασυγκίνητο και το αόρατο κομμάτι, το υπερφυσικό. Θέλει να τα συγκεράσει. Και καλά κάνει. Θεωρώ ωστόσο ότι κάπου σκοντάφτει η σύλληψή του. Ενώ μας λέει συνοπτικά τα λάθη του Σάρκι που του στοίχησαν το ξεπούλημα της ψυχής του, δεν μας λέει πώς ο ίδιος τα βίωσε. Πώς τον άλλαξαν ώστε να αντιληφθούμε και το βάρος της επίσκεψης του διαβόλου. Κάπου έπρεπε να ενταχθεί στα δρώμενα και η εικόνα των αιτιών της πτώσης και της συνακόλουθης λύτρωσης, η οποία έρχεται μάλλον εύκολα και γρήγορα (κάτι σαν deus ex machina), ενώ ο διάβολος μπαίνει στο παιχνίδι πολύ αργά. ¨Έχει περάσει μία ώρα από τη στιγμή της γνωριμίας μας με τους βασικούς χαρακτήρες και τίποτα δεν μας προϊδεάζει για την εμφάνισή του.
Όμως, μου άρεσε γενικά η κεντρική ιδέα του έργου, κι ας μην ήτανε απόλυτα πειστική ή συνεπής στη διάρθρωσή της. Μου άρεσε η γραφή. Η μουσικότητα των λέξεων. Η τρέλα. Το παραμύθι, που δεν είναι παραμύθι. Στο τέλος υπάρχει κάποιο φως, έστω και αμυδρό, έστω κι αν τρεμοσβήνει όπως το φως στην εικόνα της Παναγίας στο βάθος του σκηνικού, για να δικαιολογείται και ο τίτλος «Φάρος» (αντί για το «Ναυτικός» που είναι ο πρωτότυπος τίτλος) που επέλεξε ο μεταφραστής του (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) για την ελληνική απόδοση. Και ο φάρος λέγεται αγάπη. Κάτι που ο άνθρωπος νιώθει πιο έντονα σε ειδικές στιγμές, όπως τα Χριστούγεννα, στιγμή ανανέωσης και ελπίδας.
Συγκρίσεις
Ως προς τις προθέσεις, εάν ήταν να το συγκρίνω με άλλα έργα, θα έλεγα ότι είναι κάπου ανάμεσα στον Φάουστ του Γκαίτε και το Πάρτι Γενεθλίων του Πίντερ. Είναι ένα έργο για τη ζωή-κόλαση, για τις πιθανότητες ανάστασης, λύτρωσης. Ένα έργο ανάμεσα στον εαυτό μας και τον άλλο μας εαυτό. Τον διάβολο που όλοι κρύβουμε ή θάβουμε μέσα μας γιατί δεν θέλουμε την αναμέτρηση μαζί του. Δεν ξέρω πως, αλλά σε πολλά σημεία μου θυμίζει και έναν άλλο Ιρλανδό, μετανάστη στην Αμερική, τον Ευγένιο Ο Νιλ στο Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα, αλλά και στο Ο Παγοπώλης έρχεται. Και σε εκείνα τα έργα ο κόσμος των πρωταγωνιστών είναι κλειστός. Κάθε φορά που εισβάλλει κάποιος (όπως η περίπτωση στον Παγοπώλη) ταράζονται οι ισορροπίες γιατί μπαίνει διαλυτικά (και ενίοτε αποκαλυπτικά) μια άλλη παρουσία, με τις δικές της άλλες αφηγήσεις. Και στα έργα του Ο ‘ Νιλ πρωταγωνιστεί το ουίσκι, ο μέγας εξομολογητής. Είναι το «δηλητήριο» που οδηγεί στην αμαρτία (ο άνθρωπος σε κατάσταση μέθης κάνει περίεργα πράγματα) αλλά και το φάρμακο» που χαλαρώνει και οδηγεί σε στιγμές αποκαλυπτικές. Είναι ένας σύνδεσμος μεταξύ ανθρώπων, απλά δεν κρατάει πολύ. Και το πρόβλημα σε όλα αυτά τα έργα είναι τι κάνουν οι άνθρωποι χωρίς τη ψευδαίσθηση που προκαλεί η μέθη;
Όπως επίσης, είναι σχεδόν κοινός τόπος στα ιρλανδικά έργα να πρωταγωνιστεί η οικογένεια με όλες στις αντιφάσεις της. Βαθιά θρησκευόμενη και συνάμα εντελώς ξεπεσμένη. Ρεαλιστική και δεισιδαιμονική ταυτόχρονα. Συντηρητική και προοδευτική.
Παράσταση
Η Αθανασία Σμαραγδή μας παρέδωσε τα βασικά: ένα χώρο αποπνικτικό, σκοτεινό, αφιλόξενο, ερειπωμένο, προέκταση της ρημαγμένης ζωής των ηρώων. Ο Αλέκος Γιάνναρος φώτισε και αυτός ανάλογα τα δρώμενα ώστε να ενισχύουν αυτή την ατμόσφαιρα της παρακμής.
Ο Μαρκουλάκης πήρε στις πλάτες του τον δύσκολο ρόλο του τυφλού Ρίτσαρντ και μας παρέδωσε μια ερμηνεία καθαρή και συνεπή. Έπαιξε καθ’ όλη τη διάρκεια συγκεντρωμένα, σαν μαέστρος που μολονότι τυφλός τους κρατά όλους σε μια ενορχηστρωμένη κίνηση. Δεν ξέφυγε στο βλέμμα, στην κίνηση. Απελευθέρωνε vibes. Ήταν διαρκώς μέσα στον ρόλο κι ας μην τον προίκισε με εκείνο το έξτρα κάτι για να τον απογειώσει και να τον θυμόμαστε για καιρό. Σίγουρα εκτιμήσαμε αυτό που είδαμε.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ένας ηθοποιός με μέγα ταλέντο, αλλά φοβάμαι πως από πολύ ενωρίς εγκλωβίστηκε σε μια υποκριτική και φωνητική μανιέρα που επαναλαμβάνει διαρκώς. Είναι κρίμα γιατί μπορεί να κερδίσει τον κόσμο και με άλλους κώδικες. Σε κάθε περίπτωση, ο Σάρκι του είχε τα στοιχεία του μετανιωμένου νέου που το παλεύει να μην ξανακυλήσει. Εκείνο που δεν είχε είναι δείγμα του εσωτερικού του δράματος. Πιο πολύ κατέβαινε στην πλατεία το χιούμορ και όχι η αγωνία του για κάτι που κρύβει βαθιά μέσα του. Γι’ αυτό και η συνάντησή του με τον διάβολο δεν απελευθέρωσε κάποια ενέργεια ώστε να καταλάβουμε το διακύβευμα. Δεν έπεισαν τα ξαφνικά του σωματικά σκιρτήματα και τινάγματα, το φοβισμένο μάζεμά του μπροστά στην παρουσία του διαβόλου. Και δεν έπεισαν γιατί δεν φωτίστηκε το πλαίσιό τους.
Ο Νίκος Ψαρράς (Ιβάν) ήταν μια προωθητική δύναμη. Έπαιξε με φυσικότητα, καλή αίσθηση του χιούμορ και με επαρκή δοσολογία ελεγχόμενου φόβου, τον συνηθισμένο άνθρωπο, τον λούζερ. Δεν του ξέφυγαν επεισόδια. Ήταν διαρκώς μέσα στη δράση. Στα μικρά και στα μεγάλα. Ακόμη και χωρίς τα γυαλιά του, βρέθηκε από σπόντα και μέσα στην τελική λύση.
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος (Νίκυ) αν και κατά διαστήματα με προσποιητή (πιεσμένη) άνεση, και σχετική εκφραστική φλυαρία, στάθηκε γενικά καλά ανάμεσα στους άλλους πιο έμπειρους συντελεστές, αναστατώνοντας με τη ζωηρή κίνησή του τις μεταξύ τους ισορροπίες τους.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης (Λόκχαρτ) έφερε μαζί του ένα απόκοσμο αίσθημα μυστηρίου, μαζί και κυνικότητας, ζήλειας, και υφέρπουσας εκδικητικότητας. Πόνταρε στις σιωπές, στο λοξό βλέμμα και γενικά κατέθεσε μια ερμηνεία αλλιώτικη από αυτές που τον έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Βασική μου ένσταση το γεγονός ότι μας παρέδωσε ένα τύπο «αντιπαθητικό», κάτι που νομίζω πως αντιστρατεύεται τον τρόπο που τον έχει συλλάβει ο συγγραφέας.
Σκηνοθεσία
Σε κάθε περίπτωση, όλες οι ερμηνείες κινήθηκαν περίπου στο ίδιο επίπεδο σε μια παράσταση ευπρεπή και καλά κουρδισμένη από τον Μαρκουλάκη, ο οποίος έχει δείξει ότι προσέχει τις λεπτομέρειες, και ξέρει να διαχειρίζεται σωστά τον ρεαλισμό χωρίς να κουράζει. Σωστά άφησε το έργο να του υποδείξει τον δρόμο. Απλά εκτιμώ ότι από το τελικό αποτέλεσμα έλειπαν κάποιες εκτινάξεις της φαντασίας, το σκηνοθετικό ξάφνιασμα. Όλα κινήθηκαν σε μια καλά προσχεδιασμένη ευθεία, η οποία στο δεύτερο μέρος έφερε σημάδια κόπωσης. Εκεί είχε ανάγκη από κάποια αναστύλωση.
Συμπέρασμα: Εκείνο που έχει δείξει σε όλες τις πρόσφατες σκηνοθετικές δουλειές του είναι ότι σέβεται τη νοημοσύνη του κόσμου. Δεν λέω ότι καινοτομεί ή πειραματίζεται. Όχι. Ούτε ρισκάρει στην επιλογή των έργων. Παρακολουθεί τις μεγάλες διεθνείς σκηνές και επιλέγει έργα που έχουν ήδη καταξιωθεί. Όμως, δεν παύουν να είναι έργα «επικίνδυνα» στο σανίδι και κατ’ επέκταση και στο ταμείο.
Θέλω να πω ότι ένα έργο βραβευμένο δεν σημαίνει ντε και καλά εγγύηση ότι θα συγκινήσει όταν μετακινηθεί σε μια άλλη χώρα. Συνήθως αυτού του τύπου τα έργα, έργα πολύ αυστηρών δομικών (και όχι μόνο) προδιαγραφών, απαιτούν γνώση των βασικών υλικών του θεάτρου και προσοχή στη μεταχείρισή τους. Ένα κάτι ελάχιστο αρκεί για να τα δυναμιτίσει. Και ο Μαρκουλάκης δείχνει πως γνωρίζει καλά τους κανόνες του παιχνιδιού.
Και κάτι ακόμη σχετικό: ξέρει με ποιους να «συντελέσει» τους κανόνες. Είναι από τους ελάχιστους πρωταγωνιστές τους θεάτρου μας που δεν διστάζει να συγκατοικήσει στο σανίδι με άλλα κορυφαία ονόματα. Δεν δείχνει να «φοβάται» ότι μπορεί να τον επισκιάσουν. Επιδεικνύει ένα ομαδικό πνεύμα που συχνά καταλήγει σε παραστάσεις που χειροκροτούν και οι πιο ψαγμένοι και οι καθόλου ψαγμένοι. Κέρδος πολλαπλό.