Ένα οδοιπορικό στα μονοπάτια της ήττας του ανθρώπου
Ένα πολυσχιδές εγχείρημα που συνδυάζει κώδικες από το θέατρο ντοκουμέντο, το site specific, το αφηγηματικό, το (μετα)δραματικό και το περιπατητικό.
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που η ομάδα Γκραν Γκινιόλ μας ενθουσίασε με την εξαιρετική και ευφρόσυνη πρότασή της επάνω στο δύσβατο έργο του Αλφρέ Ζαρί “ Υμπύ” και να ‘σου επιστρέφει τώρα ορμητικά με μία επίσης απαιτητική δουλειά, όμως εντελώς άλλων αισθητικών/επιτελεστικών προδιαγραφών, το «Λίγο φαϊ για τον δρόμο», ένα πολυσχιδές εγχείρημα που συνδυάζει κώδικες από το θέατρο ντοκουμέντο, το θέατρο site specific, το αφηγηματικό θέατρο, το (μετα)δραματικό και το περιπατητικό. Και όχι μόνο πολυσχιδές αλλά και τολμηρό, γιατί αγγίζει ένα θέμα που “καίει”, αγγίζει μια «φιμωμένη» ιστορία εκτοπισμού και αφανισμού γεμάτη ενοχές, εγκλήματα, ατιμωρησία, πάθη και πόνο.
Είναι η ιστορία και η κατάληξη της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, μια ιστορία την οποία η νεότερη γενιά εν πολλοίς αγνοεί, λες και δεν συνέβη ποτέ, γιατί απλούστατα είναι μια ιστορία που ακούγεται είτε «από σπόντα» είτε, στην καλύτερη περίπτωση, σαν θραυσματικός ψίθυρος, ποτέ όμως με τη μορφή ολοκληρωμένης αφήγησης με αρχή, μέση και τέλος, με πρωταγωνιστές και ανταγωνιστές, θύτες και θύματα, έρωτες και τραύματα ανεπούλωτα.
Σε αυτή την ανείπωτη ιστορία, λοιπόν, που πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την πόλη και τη στοιχειώνει κοντά στις οκτώ δεκαετίες, επέλεξε να δώσει «ορατότητα» η δραστήρια ομάδα Γκραν Γκινιόλ του Στάθη Μαυρόπουλου, αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, τη λογική και τη δυναμική του συμμετοχικού δρώμενου, προκειμένου να εντάξει τους θεατές στα γεγονότα παρελθόντων χρόνων, με σημείο εκκίνησης τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, εκεί όπου τον Μάρτιο του 1943 είχαν αναχωρήσει τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς.
Η περιπατητική εμπειρία: θέατρο ανοικτού χώρου
Φορώντας ακουστικά και ακολουθώντας, με τη βοήθεια της τεχνολογίας ΑΙ, τις οδηγίες και την αφήγηση της έμπειρης δημοσιογράφου Εύης Καρκίτη (Thessaloniki Walking Tours), εύστοχα διανθισμένης με αποκαλυπτικά αποσπάσματα από Ντίνο Χριστιανόπουλο, Γιώργο Ιωάννου και Νίκο Κοκάντζη (Τζιοκόντα), αποσπάσματα εφημερίδων της εποχής, καταθέσεις μαρτύρων, σκέψεις και ιδεολογήματα από Αλιγκιέρι, Νϊτσε και Κατσνέλσον, διασχίσαμε τους δρόμους και τους χώρους του δράματος που εξελίχτηκε τότε, σε εκείνες τις σκοτεινές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας. Περάσαμε από το περίφημο γκέτο Χιρς, το σημείο όπου συγκέντρωναν τους Εβραίους πριν επιβιβαστούν στα τρένα για το Άουσβιτς, και εν συνεχεία επιστρέψαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου μας περίμενε το λεωφορείο για να μας μεταφέρει σε ένα άλλο σημείο της πόλης. Πριν όμως στραφούμε στον τελευταίο σταθμό αυτού του οδοιπορικού, επιτρέψτε μου να προσθέσω μερικά σχόλια παραπάνω.
Η καθημερινότητα ως θέαμα
Στις δύο πρώτες πράξεις (σταθμούς) που εκτυλίσσονται σε υπαίθριους χώρους προφανώς δεν μιλάμε για ατόφιο θεατρικό θέαμα με συμβατικούς όρους, αλλά για «θέατρο μιας κατάστασης» που αναζητά τρόπους παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα και στις μνήμες της, ένα θέατρο μεταξύ πολιτικού ακτιβισμού και αισθητικής πρακτικής.
Διασαλεύοντας την ακεραιότητα της κλειστής θεατρικής αισθητικής από μια πραγματική παρουσία, όπως είναι η καθημερινότητα στους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης, το «Λίγο φαϊ για τον δρόμο» ξεκαθαρίζει τους στόχους του εξαρχής: θέλει να μετατρέψει μέσα από τις επιλογές του το δρώμενο σε εμπειρία αμφίδρομη. Από τη μια είμαστε εμείς, οι θεατές, τώρα συμμετέχοντες-περιπατητές, που παρατηρούμε τη ζωή μιας καθημερινότητας καθώς τη διασχίζουμε, την ίδια στιγμή που οι «κάτοικοι» αυτής της πραγματικότητας, ο ανυποψίαστος κόσμος στους δρόμους, παρατηρεί και αυτός εξίσου περίεργα αυτούς τους απρόσκλητους εισβολείς με τα φορητά ακουστικά. Έτσι, ξαφνικά γινόμαστε στα μάτια του κι εμείς θέαμα, την ίδια στιγμή που λειτουργούμε και ως «ηδονοβλεψίες» του «θεάματος» του τραύματος καθώς κρυφοκοιτάζουμε μέσα από τον φράκτη του γκέτο του Χιρς τα ρημαγμένα σπίτια όπου κρατούνταν οι Εβραίοι πριν τη βίαιη αναχώρησή τους. Πώς να ‘ταν άραγε εκείνη η τελευταία μέρα; Και ενώ κοιτάμε και νοερά πλάθουμε ο καθένας τη δική του αφήγηση, το περίεργο βλέμμα των περαστικών μας κάνει να αισθανθούμε την παρουσία της κοινότητας, κάτι που δεν συμβαίνει στην καθημερινότητά μας, όπου πριν βγούμε από το σπίτι μας έχουμε πάντα μαζί μας προστατευτικά εργαλεία ώστε να παραμείνουμε έξω από αυτή την κοινότητα (π.χ έχουμε τα κινητά μας, τα οποία μας μεταφέρουν διαρκώς αλλού).
Περιδιαβαίνοντας, λοιπόν, αυτό τον δημόσιο χώρο τον διεκδικούμε με την ξαφνική εισβολή-παρουσία μας και ταυτόχρονα τον μεταμορφώνουμε για λίγο σε μια μορφή (οικο)τέχνης που δεν (εξ)αγοράζεται. Δηλαδή, τέχνη που δεν διατηρεί μέσα από την επανάληψή της την παρουσία της. Γεννιέται και πεθαίνει πριν αυτή ενταχθεί στο σύστημα της αναπαράστασης.
Ο κλειστός χώρος
Μετά από μία ώρα «χωροχρονικής» περιπλάνησης ένα λεωφορείο θα μας μεταφέρει βορειοδυτικά, στο Ελευθέριο Κορδελιό, σε μια σκοτεινή αποθήκη-σαν φυλακή, σε ένα κυριολεκτικά χειροποίητο θεατρικό περιβάλλον, όπου πριν αποφασίσει η ομάδα να στεγάσει το τελευταίο σκέλος της περφόρμανς δεν υπήρχε απολύτως τίποτα παρά μόνο ετοιμόρροπα ντουβάρια, μούχλα, σκοτεινιά, παγωνιά, εγκατάλειψη, τα οποία τώρα, σε συνδυασμό με τους υποβλητικούς φωτισμούς του Διονύση Καραθανάση, την έξυπνη διαρρύθμιση του χώρου από τη Μαρία Καβαλιώτου, τις εξαιρετικές μουσικές επιδόσεις της Χρύσας Λαζαριώτου και το σχολιαστικό soundscape του Χρήστου Γκουγκούμα, θα πάρουν τη μορφή μιας εξωπραγματικής ατμόσφαιρας (όπως εξωπραγματική ήταν και η ίδια η εμπειρία του Ολοκαυτώματος), μιας ετεροτοπίας που αγκάλιαζε όλο τον κόσμο και τον ενέτασσε στο όλον μιας τελετουργίας που έμοιαζε με ένα είδος διαβατήριου περάσματος από το φως στο σκοτάδι, από τη ζωή στον θάνατο, από το ατομικό στο συλλογικό, από το εγκόσμιο στο απόκοσμο.
Σε αυτό τον χώρο της απόλυτης δυστοπίας και παρακμής θα συναντήσουμε για πρώτη φορά και τους ηθοποιούς της περφόρμανς, τον Στάθη Μαυρόπουλο, τον Διονύση Καραθανάση, την Ιωάννα Λαμνή, την Ιωάννα Σιδηροπούλου, τον Σάββα Τραπεζάνογλου, και τη Μαρία Κατσιά, ανώνυμα πλάσματα-φαντάσματα, φιγούρες-σκιές λες και ξεπήδησαν από τα βάθη της γης (ή μήπως της ιστορικής μνήμης;) για να μοιραστούν μαζί μας ιστορίες τραυμάτων, εμπλουτίζοντας έτσι την εμπειρία του Ολοκαυτώματος και με άλλες τραυματικές εμπειρίες πανανθρώπινου πόνου.
Μπροστά μας, γύρω μας, δίπλα μας, μας πολιορκούν οι αφηγήσεις τους (από το πρωτότυπο κείμενο του Κωνσταντίνου Μαυρόπουλου), τα φωνητικά τους, η κινησιολογία τους, η ρυθμικότητα των σωμάτων τους, μετατρέποντας το μέχρι πριν από λίγο συμμετοχικό δρώμενο ανοικτού χώρου που είχαμε βιώσει, σε δραματικό γεγονός κλειστού χώρου. Αλλάζει η μορφή της εμπειρίας και οι σχέσεις μας με τα δρώμενα. Από το δράμα της χωροχρονικά καταγεγραμμένης ιστορίας περνάμε στο δράμα ενός μεταφορικού (και άχρονου) teatrum mundi, όπου, όπως λέει και ο Σαίξπηρ, εκεί ανήκουμε όλοι, ένοχοι και αθώοι. Και στην προβολή αυτού του συμπεριληπτικού δράματος θα στοχεύσει η σκηνοθεσία του κειμένου, των φωνών και των σωμάτων από τον Χρήστο Παπαδημητρίου. Όλα στήνονται οριακά, στο μεταίχμιο χώρου και χρόνου, μνήμης και αμνησίας, στέρεης πραγματικότητας και υγρής φαντασίας. Εντός και εκτός, ταυτόχρονα. Κάπου ανάμεσα και κάπου μεταξύ, όπως θα έλεγε ο ανθρωπολόγος Βίκτωρ Τέρνερ. Μια συνεχής τραμπάλα από το «εκεί και τότε» στο «εδώ και τώρα», με αποδέκτες πενήντα νοματαίους καθισμένους αντικριστά, κάποιοι με το σημάδι της εθνικής/θρησκευτικής τους διαφορετικότητας καρφιτσωμένο στο στήθος, όλοι αποδέκτες μιας αέναης επανάληψης τραυμάτων της ανθρώπινης ιστορίας με τη μορφή θεάματος, αυτή τη φορά οργανωμένου, ως αντίστιξη σε ό,τι προηγήθηκε στους ανοικτούς χώρους της πόλης.
‘Όμως σε αυτό το σημείο θέλω να επιστρέψω πάλι εκεί που άρχισα, στον ανοικτό χώρο, γιατί είναι ορισμένα θέματα που αξίζει να τα σκεφτούμε λιγάκι παραπάνω.
Περί δυσκολιών και παγίδων
Ειδικά για εμάς τους Έλληνες, που σπάνια χρησιμοποιούμε τους δημόσιους χώρους για να δημιουργήσουμε τέχνη – συνήθως είναι χώροι παρελάσεων, διαδηλώσεων, γκράφιτι, σκουπιδιών, κυκλοφοριακής ασφυξίας, διαμαρτυριών και εξεγέρσεων–, δρώμενα τα οποία ενσωματώνουν την τέχνη στην καθημερινότητα, μας υπενθυμίζουν τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με την πόλη και την κοινότητά μας.
Βέβαια, η συμμετοχή ενός απλού θεατή σε ένα τέτοιο παρεμβατικό δρώμενο δεν είναι απλή υπόθεση. Εξαρτάται πάντοτε από τη διάθεσή του καθενός από μας να αφεθεί και να γίνει ένα από τα γρανάζια μιας προκατασκευασμένης επιτελεστικής «μηχανής», κάτι που δεν είναι πάντοτε καλοδεχούμενο από όλους, καθώς ο τρόπος που λειτουργεί αυτή η μηχανή (του συμμετοχικού θεάτρου) θέτει σε δοκιμασία τις ευαίσθητες ισορροπίες που αφορούν τις παγιωμένες αντιλήψεις που έχει ο κόσμος γύρω από τον ρόλο του ως θεατής σκηνικών μυθευμάτων (εκεί και τότε).
Αυτό τι σημαίνει; Για να αποκομίσει ευεργετικά ερεθίσματα μέσα από αυτή την συμμετοχική εμπειρία ο θεατής πρέπει να ξεπεράσει τους φόβους ή τις αναστολές που έχει και να αφεθεί να ενσωματωθεί, να συμπορευθεί και με τον τρόπο του να γίνει «συν-δημιουργός» της εμπειρίας. Και σε αυτό παίζει τεράστιο ρόλο ο τρόπος που ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του διαχειρίζονται το διαθέσιμο υλικό και τις ιδέες που το συνοδεύουν. Τι εννοώ;
Εάν, για παράδειγμα, παρασυρθούν και αφήσουν το συναίσθημα ή την οργή να γίνουν ο απώτερος σκοπός του όλου εγχειρήματός τους και όχι το μέσον προς το σκοπό, αυτό ενδέχεται να προσελκύσει μόνο άτομα που σκέφτονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, που σημαίνει ότι η όλη εμπειρία μετατρέπεται σε κάτι εντελώς προβλέψιμο, εύκολο, άρα ποιος ο λόγος να πάει κανείς να τη ζήσει, αφού θα είναι μια απλή επιβεβαίωση αυτών που ήδη γνωρίζει.
Γιατί να συμμετάσχω;
Στο δικό μου μυαλό απώτερος στόχος τέτοιων προσπαθειών που παλεύουν με τον γρίφο της αλήθειας είναι να κάνει τον θεατή να σκεφτεί, να αναλογιστεί, να στοχαστεί να αναθεωρήσει, να εκπλαγεί. Δηλαδή, μια περφόρμανς που επιλέγει εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας, για να έχει πειθώ οφείλει να βλέπει με προσοχή τι ανασύρει από τα ντοκουμέντα της ιστορίας, πώς τα ανασύρει και πώς τους δίνει ξανά ζωή, μορφή, ενέργεια και επικοινωνιακή δυναμική. Και εφόσον πετύχει (δεν συμβαίνει συχνά), τότε μπορούμε να μιλάμε για μια σημαντική δοκιμασία, η οποία με τον τρόπο της εμπλουτίζει τα εκφραστικά εργαλεία του χώρου και παράλληλα ωθεί το κοινό να θέσει ερωτήσεις που να αφορούν τις σχέσεις ανθρώπου/φύσης/κοινωνίας/ιστορίας και βεβαίως ερωτήσεις που αφορούν το νόημα της θεατρικότητας, της αναπαράστασης, της αλήθειας, της αυθεντικότητας, της συμμετοχικότητας, της παρουσίας/απουσίας. Όπως, για παράδειγμα, ποιος κάνει τέχνη; Με ποιον τρόπο; Πού; Για ποιον λόγο; Με ποιους αποδέκτες; Πού στοχεύει; Ποιες αλήθειες πρεσβεύει;
Πρόκειται για ερωτήσεις που προκαλούν τον θεατή να ξεπεράσει τα όρια του θεάτρου και να αναρωτηθεί και για την προσωπική του πολιτική (και καλλιτεχνική) ταυτότητα σε ένα κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται, σε ένα κόσμο που απειλείται, σε ένα κόσμο που έχει αναγάγει το ψέμα σε υπέρτατη τέχνη και αξία. Πολύ απλά: τον καλούν να ξανασκεφτεί τον ρόλο του: Ποιος είναι; Τι σημαίνει να είναι κανείς θεατής «εδώ και τώρα», αυτή τη δεδομένη στιγμή, τι σημαίνει να συμμετέχει, να δοκιμάζεται και να εξερευνά άγνωστες πτυχές μιας περφόρμανς, να προβληματίζεται αναφορικά με το πολιτικό και οικολογικό πλαίσιο που πλαισιώνει και διαμορφώνει το habitus του;
Αξιολογώντας το γεγονός
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, για τους συνταξιδιώτες στην παράσταση «Λίγο φαϊ για τον δρόμο», η αποτίμηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας της εξαρτάται από την απάντηση που δίνει ο καθένας ξεχωριστά σε ερωτήσεις όπως οι παραπάνω, αλλά και οι παρακάτω: πέτυχε να μας αλλάξει σε κάτι η ομάδα Γκραν Γκινιόλ; Μας βοήθησε να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο; Μας ξάφνιασε; Μέσα από τις επιλογές της μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε τη ρευστότητα των ορίων ανάμεσα στην ενοχή και την απενοχοποίηση, την επαφή μας ή την απουσία επαφής μας με τον κόσμο; Μας έκανε να αναρωτηθούμε τι σημαίνει συμμετέχω σε μια αναβίωση ενός ιστορικού γεγονότος; Νιώσαμε κάτι το ιδιαίτερο ακούγοντας θέματα ξεχασμένα ή φιμωμένα; Διερωτηθήκαμε πόσο απέχει η αλήθεια από την αληθοφάνεια, η σοβαρότητα από το φολκλόρ, η ετερότητα από τον εξωτισμό, η θέαση του τραύματος από την ηδονοβλεψία; Νιώσαμε να μας σφίγγει ο κλοιός της αφήγησης; Νιώσαμε να μας φυλακίζουν τα ακουστικά, να μας περιορίζουν τους ορίζοντες της δικής μας σκέψης, να μας χειραγωγούν ή ακριβώς το αντίθετο, λειτούργησαν απελευθερωτικά μέσα από τον εμπλουτισμό των στοιχείων και των γνώσεών μας; Αισθανθήκαμε να απειλείται η σοβαρότητα μιας τέτοιας επαναφοράς από την εισβολή του κιτς, της γραφικότητας και της εμπορευματοποίησης; Και εάν όχι, πώς πέτυχε η ομάδα Γκραν Γκινιόλ, εν προκειμένω, να προστατεύσει την ακεραιότητα των επιλογών της ως καλλιτεχνικό γεγονός; Κι αν θεωρούμε ότι απέτυχε, τι πήγε στραβά;
Με δυο λόγια, και έχοντας όλα τα παραπάνω κατά νου, αναπτύχθηκε σε όλη αυτή τη διαδρομή των δύο και κάτι ωρών κάποια ευεργετική σχέση ανάμεσα στη σύνθεση, τη δομή και την οργάνωση της όλης διαδικασίας και τους θεατές/συμετέχοντες;
Ιδού, λοιπόν, κάποιες ερωτήσεις/απορίες ατάκτως ερριμμένες. Ο καθένας από μας προφανώς έχει τη δική του απάντηση. Το ότι έβαλα όλα αυτά τα ζητήματα στο τραπέζι είναι γιατί θεωρώ σημαντικό να δούμε την υπό συζήτηση περφόρμανς μέσα από ένα διαφορετικό κανάλι σκέψης ώστε να την κρίνουμε με βάση τους όρους και τους νόμους που θέτει η ίδια και όχι που θέτουμε εκ των προτέρων εμείς. Ας το θυμόμαστε πάντα αυτό: η παράσταση είναι ο νομοθέτης του τρόπου ανάγνωσης και αξιολόγησής της.
Η άποψή μου
Με βάση, λοιπόν, αυτά που μας παρέδωσε προς θέαση, συμμετοχή και κρίση η ομάδα Γκραν Γκινιόλ, προσωπικά μου άρεσε, με συγκίνησε, με έβαλε σε σκέψεις, με ενέπλεξε, με προβλημάτισε και με ξάφνιασε, γιατί με πέρασε από δρόμους που έχω να περάσω εδώ και δεκαετίες. Ξέχασα ότι υπήρχαν. Η περφόρμανς μου το θύμισε αυτό και μαζί μου θύμισε και όλο αυτό το ιστορικό αρχείο που πάει να ξεχαστεί. Μάλιστα, θα καλωσόριζα κι άλλα αποσπάσματα, κυρίως μπροστά από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, ώστε να πυκνώσει το ανθολόγιο των μαρτυριών, των καταγραφών και να φανεί ακόμη πιο έντονα το τερατώδες και εν πολλοίς απερίγραπτο της εμπειρίας. Η ήττα του ανθρώπου, σε όλο της το «μεγαλείο».
Το «Λίγο φαϊ για τον δρόμο» θεωρώ ότι είναι μια ουσιαστική και αποκαλυπτική προσθήκη στη θεατρική ζωή της πόλης, την οποία προτείνω ανεπιφύλακτα. Ένας εμπλουτισμός της καλλιτεχνικής της καθημερινότητας, από μια ομάδα που δεν κουράζεται να αναζητεί συνεχώς καινούργιους τρόπους να κάνει θέατρο τις αγωνίες και τις έγνοιες της, που είναι και δικές μας αγωνίες και έγνοιες.
Υστερόγραφο
Να σημειώσω ότι πριν από λίγους μήνες μια άλλη περφόρμανς, επίσης από τον χώρο του θεάτρου ντοκουμέντο, φιλοξενήθηκε στη μικρή σκηνή της Μονής Λαζαριστών, το 96% σε σκηνοθεσία του Πρόδρομου Τσινικόρη, μια περφόρμανς επικεντρωμένη σε ένα συγκεκριμένο θέμα: τις περιουσίες της εβραϊκής κοινότητας, κάτι που επανέρχεται και στην περφόρμανς της ομάδας Γκραν Γκινιόλ, δείγμα ότι το θέμα ενδιαφέρει και αυτό είναι καλό σημάδι.