Ένας απλοϊκός Προμηθέας
Πήγα με μεγάλο καλάθι στην πρώτη συγγραφική απόπειρα του Άρη Μπινιάρη, και δυστυχώς όπως μπήκα, βγήκα: με το καλάθι σχεδόν άδειο...
Πήγα με μεγάλο καλάθι στο θέατρο Γκλόρια να δω τον Προμηθέα, την πρώτη συγγραφική απόπειρα του Άρη Μπινιάρη, και δυστυχώς όπως μπήκα, βγήκα: με το καλάθι σχεδόν άδειο. Πριν όμως εξηγήσω τους λόγους, επιτρέψτε μου να στραφώ στον «παλιό» Προμηθέα (Δεσμώτη), γιατί έχει σημασία η παρουσία του στη συζήτηση που ακολουθεί.
Το κλασικό αρχέτυπο
Μολονότι έχουμε να κάνουμε με ένα έργο στην όψη στατικό — τι άλλο θα μπορούσε να είναι άραγε με έναν πρωταγωνιστή δεμένο στα βράχια–, δεν παύει να είναι ένα από τα πλέον εκρηκτικά και δυσερμήνευτα έργα. Ένα έργο που εκθέτει το σώμα στο βλέμμα θεών και θνητών και παράλληλα γεμίζει με σκιές τις σημασίες και τις κοινωνικές του προεκτάσεις.
Ο ιδιοφυής Αισχύλος μπορεί να είδε μέσα από τη σύγκρουση του μυθικού Τιτάνα με τους θεούς, τη σύγκρουση του ανθρώπου με το σύστημα, όμως είδε πίσω από αυτή τη σύγκρουση και πολλά άλλα ενδιαφέροντα, γι’ αυτό και μερίμνησε ώστε να εμπλουτίσει τις αμφίσημες στρωματώσεις αυτού του αγώνα με ποικίλες πινελιές, δυσχεραίνοντας την ευανάγνωστη (και εύκολη) λογική μιας ενδεχόμενης μαθηματικής εξίσωσης του τύπου: καλός και κακός και τέλος.
Η όραση και η ακοή
Θα σταθώ σε δύο σημεία τα οποία από τη φύση τους δύσκολα «μονοδρομούνται»: είναι η όραση και η ακοή, που συμβαίνει να είναι και τα δύο κυρίαρχα όργανα του θεάτρου.
Δεν είναι διόλου τυχαία η συχνή αναφορά του Αισχύλου σε αυτά. Ζητά προφανώς την προσοχή μας. Είναι σαν να μας καλεί να δούμε, μέσα από τη σύγκρουση των πρωταγωνιστών του έργου του, τη φαινομενολογική διάσταση των σχέσεων που εκτυλίσσεται στη σκηνή του θεάτρου (και του κόσμου γενικότερα), το πώς ο κάθε άνθρωπος αντικρίζει την πραγματικότητα, αλλά και ποια πραγματικότητα βλέπει τελικά. Πόσο καθαρή άραγε μπορεί να είναι η εικόνα που διαμορφώνουν τα μάτια μας και η ακοή μας καθώς παρακολουθούμε τη βάσανο του μυθικού ήρωα;
Ιδού το μέγα ζήτημα που θέτει σε αυτό το συμπεριληπτικό θέαμά του ο αρχαίος ποιητής, ένα θέαμα όπου συμμετέχουν, άλλοτε ως συμπρωταγωνιστές ή ανταγωνιστές και άλλοτε ως θεατές, ο Ωκεανός, ο Προμηθέας, ο Δίας, η Ιό, ο Ήφαιστος, το Κράτος και φυσικά ο θεατής. Με δυο λόγια, οι πάντες. Όλοι αυτοί, ναι μεν παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα, όμως αυτό που τελικά υποδέχεται η όρασή τους είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένο από το πλαίσιο που περιβάλλει (και τους επιβάλλει) το ίδιο το θέαμα. Είναι σαφέστατος ο Αισχύλος στο πρωτότυπο: «βλέποντες βλέπουσιν μάτην». Επίσης, όταν ο Χορός περιγράφει την ανθρωπότητα ως «αλαόν γένος», υπογραμμίζει αυτήν ακριβώς την αδυναμία του ανθρώπου/θεατή/κριτή να δει πίσω από τα ορατά φαινόμενα και να καταλήξει με βεβαιότητα σε κάποια συμπεράσματα.
Για τον πολιτικό αλλά και θρησκευόμενο Αισχύλο ο άνθρωπος είναι ένας «τυφλός θεατής», υπό την έννοια ότι ο τρόπος που βλέπει και ερμηνεύει τον κόσμο προσδιορίζεται από τη θέση που τον κοιτά. Συνεπώς, καμιά θέαση δεν είναι πλήρης και απόλυτα έγκυρη. Κάθε ζευγάρι μάτια είναι εγκλωβισμένο στα δικά του όρια, και η γνώση, κατά συνέπεια, που αποκομίζει μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί να είναι απόλυτη.
Υποκείμενα και αντικείμενα της όρασης
Τώρα, όσον αφορά ειδικά τον Δία και τον Προμηθέα, έχουμε δύο πρωταγωνιστές-ανταγωνιστές που αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές θέσεις πρόσληψης/κατανόησης του κόσμου. Ο μεν Δίας, ως εξουσία, είναι ένας «ηδονοβλεψίας» (voyeur), υπό την έννοια ότι θέλει να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν. Ο δε Προμηθέας, ως το θύμα της εξουσίας, επιδιώκει να προβάλλει διαρκώς το τραύμα του. Θέλει όσους βρίσκονται κοντά του στον ρόλο “θεατών” του πάσχοντος σώματός του. Το βλέμμα του Δία είναι το βλέμμα εκείνο που επιζητεί τον απόλυτο οπτικό έλεγχο επάνω στο αντικείμενο που παρατηρεί. Από την άλλη, ο Προμηθέας, μέσα από τη στάση του προβάλλει σε κάθε ευκαιρία την άρνησή του προκειμένου να τον βλέπουν οι άλλοι (και οι θεατές) ως «αντικείμενο» θεάματος που αντιστέκεται.
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε, ένθεν κακείθεν το θέμα και το θέαμα της δύναμης: ο κάθε θεός θέλει να κυριαρχήσει επάνω στον άλλο.
Ο ατελής Προμηθέας
Με άλλα λόγια, ο Αισχύλος επικεντρώνεται στις σχέσεις εξουσιαστή/εξουσιαζόμενου προκειμένου να αναδείξει και τις αμφισημίες που γεννά αυτή η αντιπαράθεση, αμφισημίες που προφανώς έχουν να κάνουν και με την ίδια τη διαδικασία της θέασης από την πλευρά της πλατείας.
Κάθε θεατής βλέπει κάτι που ενδεχομένως δεν συμφωνεί κατ’ ανάγκη με αυτό που βλέπει ο διπλανός του, παρ’ όλο που και οι δύο παρακολουθούν τα ίδια σκηνικά υποκείμενα και αντικείμενα. Γι΄ αυτό και ο «πονηρός» Αισχύλος μεριμνά ώστε να μην παραδώσει στην πλατεία έναν τέλειο Τιτάνα θεό. Θέλει να τον εξανθρωπίσει, να τον κάνει πιο οικείο, χρεώνοντάς τον και με ελαττώματα. Για παράδειγμα, όταν αισθάνεται δυνατός δεν το κρύβει. Δείτε τη συμπεριφορά του απέναντι στις Ωκεανίδες. Είναι συμπεριφορά ισχυρού απέναντι σε λιγότερο ισχυρά άτομα. Όταν δεν έχει τη δύναμη καταφεύγει στις αδυναμίες του ώστε να εκμαιεύσει τη συμπάθεια των άλλων, ακόμη και τον οίκτο. Το κάνει πάλι με τις Ωκεανίδες.
Ο Αισχύλος δεν θέλει να δούμε τον Προμηθέα ως Μάρτυρα ή ως τον τύπο που αποτελεί το απόλυτο παράδειγμα ηθικής ακεραιότητας, ότι είναι υπεράνω και ότι παρακινείται από τα πλέον ευγενή κίνητρα. Ας μην ξεχνάμε και το εξής: η αλαζονεία του Προμηθέα δεν υποδηλώνει απλώς ένα οποιοδήποτε θύμα αδικίας αλλά ένα βασιλικό θύμα αδικίας, ένα άτομο που βλέπει τον εαυτό του ως ίσο με τον αντίπαλό του. Με άλλα λόγια, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν αγώνα επικράτησης δύο ισχυρών, προνομιούχων ατόμων. Έχουμε μια καθ’ ολοκληρίαν μίμηση πράξεως θεϊκής, και είναι λογικό ο αγώνας να μην αναδείξει τον απόλυτο νικητή. Στο τέλος και οι δύο χάνουν/κερδίζουν.
Αυτά πολύ σύντομα γύρω από τον Αισχυλικό Προμηθέα, σε μια προσπάθεια να τονίσω τη θεατρικότητα της σύγκρουσης και παράλληλα τη σχετικότητά των όποιων συμπερασμάτων. Και περνάω στον σύγχρονο Προμηθέα.
Ο σύγχρονος Προμηθέας
Ο Άρης Μπινιάρης, ένας σημαντικός καλλιτέχνης με πολλά και ενδιαφέροντα δείγματα μουσικής και σκηνικής γραφής, ξεκαθαρίζει τις σχέσεις του με το πρωτότυπο λέγοντας ότι ο Προμηθέας του είναι ένα εντελώς καινούργιο κείμενο. Είναι, όμως; Πώς εννοεί άραγε το «καινούργιο»; Γιατί αυτό που βλέπουμε και ακούμε στην παράσταση μπορεί να μην είναι διασκευή ή προσάρτηση, όμως κάθε άλλο παρά καινούργιο είναι. Είναι ένα κείμενο που εμπνέεται και επηρεάζεται βαθύτατα από το αρχαίο κείμενο, ένα κείμενο που διαλέγεται ευθέως με το αρχαίο κείμενο ή, θα έλεγα ακόμη, πως είναι ένα κείμενο το οποίο οφείλει την ύπαρξή του στο αρχαίο, υπό την έννοια ότι χτίζει όλη την επιχειρηματολογία του επάνω σε αυτό που πιστεύει ότι αποτελεί τον πυρήνα του αρχαίου μύθου. Ποιο είναι αυτό;
Ο μονόδρομος του σύγχρονου Προμηθέα
Ο συγγραφέας-Μπινιάρης, αναζητώντας μονοπάτια να φέρει κάτι από το αρχαίο στο σύγχρονο παράκαμψε το ποικιλόμορφο δάσος του Αισχυλικού Προμηθέα και στάθηκε στο δέντρο. Δηλαδή, απομόνωσε από όλο το αινιγματικό πλέγμα των σχέσεων του αρχικού κειμένου τόσο με την εξουσία όσο και με την ίδια την υπόσταση του κεντρικού ήρωα, την ιδέα της απλής αλληγορίας θυματοποίησης και με αυτό ως σημείο εκκίνησης τακτοποίησε τον τραγικό αγώνα ανάμεσα σε δύο κόσμους: Από τη μια ο μάρτυρας και από την άλλη η κακιά εξουσία, ο ήρωας ένθεν και ο τύραννος κακείθεν, το φως ενάντια στο σκοτάδι. Λάθος; Όχι.
Κανείς δεν αρνείται ότι υπάρχει και αυτή η πολύ σημαντική παράμετρος, όμως δεν αρκεί, γιατί οδηγεί σε απλοϊκά και μονοσήμαντα συμπεράσματα. Στριμώχνοντας τα πάντα στα όρια της δικής του «ορθής» συγκρουσιακής οπτικής, ο Μπινιάρης άφησε εκτός όλη τη μυστήρια γοητεία που χαρακτηρίζει τον αγώνα του ήρωα, όλες τις γκρίζες ζώνες και μάλιστα σε μια εποχή, όπως η σημερινή, η οποία κάθε άλλο παρά ευανάγνωστη και εύληπτη είναι. Άλλως πως, άφησε εκτός εκείνη την κλιμακούμενη ανησυχία που οδηγεί ένα κείμενο σε δραματική κορύφωση και εναλλασσόμενες διαθέσεις.
Ο γρίφος της βιοπολιτικής
Η σύγχρονη βιοπολιτική, όπως ασκείται σήμερα, γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη γιατί είναι αόρατη και ούσα αόρατη διαμορφώνει μια πλασματική και δαιδαλώδη πραγματικότητα που βολεύει την ίδια και δυσκολεύει όλους τους άλλους. Εάν ήταν ορατή η εξουσία σίγουρα θα είχε ανατραπεί. Υπ’ αυτή την έννοια, και τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, δεν διαφέρουμε και πολύ από τους αρχαίους τουλάχιστο ως προς τις σχέσεις μας με την εξουσία: βλέπουμε και ακούμε ό,τι και οι ήρωες του Αισχυλικού Προμηθέα: ατελή θεάματα, την ίδια στιγμή που πρωταγωνιστούμε και συνδράμουμε σε αυτά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε (τις περισσότερες φορές).
Θυμίζω επί τροχάδην αυτό που υποστηρίζει στη θεωρία του ο Φουκώ: «Το υποκείμενο που συγκροτείται από την εξουσία είναι ταυτόχρονα το όχημά της». Άρα το υποκείμενο δεν προϋπάρχει της εξουσίας. Προκύπτει από τις σχέσεις και πρακτικές της. Αυτό σημαίνει ότι η βιοπολιτική εξαρτάται από τη συνεργασιμότητα του πολίτη ως παραγωγική δύναμη. Το να ζεις και να παράγεις δεν ξεχωρίζουν πλέον. «Η δύναμη της βιοπολιτικής αγκαλιάζει όλη την κοινωνική ζωή. Είναι αποτελεσματική γιατί γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι των λειτουργιών του σώματος και των τρόπων που προσλαμβάνει και κατανοεί τον κόσμο και τις τέχνες του». Και επιστρέφω στον Προμηθέα.
Η φυλακή του λόγου
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι ενώ το έργο δρομολογεί όλα τα διαθέσιμα υλικά του ώστε να εκθέσει τον δογματισμό της εξουσίας και τις βιοπολιτικές μεθοδεύσεις της, το ίδιο με τον τρόπο του, και ίσως άθελά του, απαντά στον δογματισμό με διδακτισμό. Δεν αφήνει περιθώρια μιας κάποιας εναλλακτικής θέσης, μιας απορίας. Και σε αυτό το «κλειστό» παιχνίδι της επιβίωσης (στη σκηνή του κόσμου γενικώς) παίζει τεράστιο ρόλο ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας τον λόγο, πώς κινείται μαζί του και πώς μεταφέρει τις έννοιές του.
Ο Μπινιάρης μας παρέδωσε προς κρίση ένα απόλυτα λογοκεντρικό κείμενο, ένα κείμενο διδακτικού θεάτρου που φωνάζει διαρκώς για να το ακούσουμε και φυσικά να το πιστέψουμε. Μοιράστηκε μαζί μας ένα ποταμό λέξεων που ναι μεν θέλουν διακαώς να εκθέσουν την εξουσία, όμως το αξιοπερίεργο είναι ότι οι ίδιες αυτές λέξεις ποτέ δεν εκτίθενται, ποτέ δεν κάνουν την αυτοκριτική τους. Άλλως πως, δεν γίνονται «μετα-λέξεις», κατ’ αναλογία με το «μετα-θέατρο», που είναι κατά βάση ο αισχυλικός Προμηθέας: θέαμα μέσα στο θέαμα, κρίση μέσα στην κρίση.
Θέλω να πω με αυτό ότι ο συγγραφέας-Μπινιάρης αφήνεται να παρασυρθεί από τα θέλγητρα και τα «προ-ορισμένα» νοήματα των λέξεων. Ενώ απώτερος στόχος του είναι να αποδομήσει καταστάσεις, όπως χρησιμοποιεί τον λόγο όχι μόνο δεν αποδομεί αλλά απεναντίας έστω και άθελά του τον υπηρετεί, υπηρετεί τη δύναμή του, τα κλισέ του και τα οικεία σχήματά του. Δεν επιχειρεί να βγει έξω από αυτά, προκειμένου να πάρει κάποιες στοχαστικές αποστάσεις προκειμένου να τα κρίνει και κρίνοντας τα να πολλαπλασιάσει τις εννοιολογικές και ιδεολογικές τους στρωματώσεις, την ευμεταβλητότητά τους και μαζί με αυτά να πολλαπλασιάσει και τις πιθανές γωνίες πρόσληψής τους από την πλατεία. Παραμένοντας εντός των ορίων τους με τον τρόπο του τα «νομιμοποιεί» δεν τα απομυθοποιεί. Προφανής αντίφαση. Δεν μπορείς από τη μια να καταφεύγεις σε ένα πομπώδη πολιτικό-διδακτικό λόγο που μιλά για ελευθερία και την ίδια στιγμή ως χρήστης του λόγου να μην επιχειρείς μια ανατροπή ή έστω αναστάτωση αυτής ακριβώς της ευταξίας ιδεών, πραγμάτων και εννοιών που διαιωνίζουν την εξουσία και τις χιλιοειπωμένες κουβέντες της.
Και διερωτώμαι: πώς περιμένει από τον θεατή να δει μια «άλλη» πραγματικότητα όταν ο ίδιος είναι παγιδευμένος στη φαινομενολογία μιας «νομιμοποιημένης» λεκτικής πραγματικότητας;
Αυτός ακριβώς ο εγκλωβισμός στον κόσμο του οικείου και των όποιων ιδεολογημάτων του, θα έχει ως αποτέλεσμα, πάντα κατά την άποψή μου, το κείμενο της παράστασης να εξαντλήσει τα αποθέματα και τον πολιτικό του λόγο μέσα στα πρώτα δεκαπέντε λεπτά. Από κει και πέρα όλα ακολουθούν την πεπατημένη, χωρίς να αφήσουν κάτι στη δημιουργική και μη ελεγχόμενη (συναισθηματικά) φαντασία του θεατή. Μια συνεχής επανάληψη όσων είχαν διατυπωθεί με άλλες λέξεις στις πρώτες σκηνές.
Και λίγη σιωπή δεν βλάπτει
Και σκέφτομαι: Μήπως λίγες στιγμές σιωπής θα έφερναν ένα καλύτερο σκηνικό αποτέλεσμα, εκείνο το μυστήριο που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη κατάσταση, εκείνο το αίσθημα του φόβου και του απρόβλεπτου;
Το επαναλαμβάνω: Ο Μπινιάρης είναι ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης, ευφυής, ανήσυχος και πολιτικά υποψιασμένος. Και με ξάφνιασε το γεγονός ότι δεν είδε το προφανές: ότι ο στόμφος, τα ατελείωτα κρεσέντι, το οργίλο και καταγγελτικό ύφος αφαιρούν από την παράσταση κάθε αίσθημα «απειλής» και «φόβου», δεν λειτουργούν ούτε απομυθοποιητικά ούτε πειστικά και εννοείται ούτε θεραπευτικά. Καταργούν την πολυσημία και επιβάλλουν τη μονοσημία.
Μουσική, μάσκες, σκηνικά
Είναι γνωστή η αγάπη του σκηνοθέτη-συγγραφέα για τη μουσική και την οργανική ένταξή της σε ρόλο πρωταγωνιστή στις σκηνοθεσίες του. Στον Προμηθέα επιλέγει στίχους από τη μουσική του Άγνωστου Χειμώνα (Γιώργου Σιατίστα), με στόχο να μεταφέρει τη ραπ, δηλαδή την ποίηση του δρόμου, στην καρδιά ενός κλασικού μύθου, προκειμένου να επικοινωνήσει καλύτερα με το σύγχρονο κοινό, να αποκτήσει μια αμεσότητα και παράλληλα μια μουσικότητα ανάλογη με τη ποιητική μουσικότητα των αρχαίων κειμένων. Δεν είναι κακό αυτό. Κάθε άλλο.
Το θέμα που μετράει είναι πώς τελικά παραδίδεται το όλο πακέτο στην πλατεία. Και αυτό κρίνεται σε συνάρτηση με όλα τα υπόλοιπα συστατικά μέρη. Όπως π.χ. οι μάσκες της Μάρθας Φωκά, οι οποίες μπήκαν στην παράσταση α) για να ακυρώσουν κατά κάποιον τρόπο το άτομο ως μονάδα και να αναδείξουν τον τύπο, β) για να λειτουργήσουν ως διακειμενική γέφυρα ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, και γ) για να προσθέσουν ορισμένες παραμορφωτικές εξπρεσιονιστές πινελιές. Και αυτό έκαναν. Όμως, την ίδια στιγμή σκέφτομαι, πόσες φορές να δούμε την εξουσία να ντύνεται έτσι, να μιλά έτσι, να περπατά έτσι, να παραμορφώνεται έτσι και να φωνάζει έτσι; Θυμίζω ότι ο Γερμανικός εξπρεσιονισμός του Μεσοπολέμου δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επενδύει στο γκροτέσκο, στην στρέβλωση, στην υπερβολή, στο μακάβριο και στις δυνατές φωνές. Όμως πέρασαν εκατό χρόνια από τότε, και η εξουσία έχει αλλάξει δεκάδες πρόσωπα και προσωπεία..
Όσο για τα σκηνικά του Πάρι Μέξη κατασκευάστηκαν στο πνεύμα της σκηνοθετικής γραμμής: σκόπιμα ψυχρά και απρόσωπα. Πουθενά το συναίσθημα. Ένα εκτυφλωτικό λευκό στους τοίχους και μια ηλεκτρική καρέκλα ακριβώς στο κέντρο, σύμβολο της τιμωρίας, προφανώς για τον σύγχρονο Προμηθέα-θύμα. Είναι ο βράχος του.
Στα όρια αυτής της ευανάγνωστης χωρικής διαρρύθμισης περιφέρονται οι Θεοί-εξουσιαστές, φορώντας τις μάσκες της Φωκά, υπενθυμίζοντάς μας ότι έρχονται από τα βάθη του χρόνου και ότι ο αγώνας συνεχίζεται. Όπως τότε έτσι και τώρα ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι υποταγμένος σε απρόσωπες δυνάμεις εξουσίας. Και πολύ σωστά. Το θέμα, το ξαναλέω, είναι ότι οι απρόσωπες δυνάμεις δεν έγιναν μέρος της φαινομενολογίας και του λόγου της σκηνής, δεν μπήκαν δηλαδή με αποδομητικές στοχεύσεις στο σκηνικό παιχνίδι ώστε να επηρεάσουν τη σύνθεση, τη φυσιογνωμία και την επικοινωνία του με την πλατεία.
Ερμηνείες
Ο Προμηθέας της παράστασης Μιχάλης Βαλάσογλου μας συστήνεται ημίγυμνος, παραπέμποντας στην αντίστοιχη σκηνή του μυθικού Προμηθέα, με μακριά λευκά μαλλιά, υποδηλώνοντας τον χρόνο που πέρασε. Αμέσως μετά ακολουθούν οι υπόλοιποι. Πρώτα είναι ο εισαγγελέας (Αυγουστίνος Κούμουλος) και μετά η ψυχίατρος (Βάσω Καβαλιεράτου), οι δύο εκπρόσωποι της εξουσίας που αναλαμβάνουν τον ρόλο ελέγχου του κρατούμενού τους, άλλοτε διά του εκφοβισμού άλλοτε του εφησυχασμού, της απειλής, των υποσχέσεων, των συμβουλών κ.λπ. Τέλος εμφανίζεται η συγκρατούμενη (Μαρία Μαντά) του Προμηθέα, που περιγράφει, για ευνόητους λόγους, τα όσα υπέστη στα χέρια των εξουσιαστών της. Όλοι ηθοποιοί άξιοι.
Ο στόχος της διδασκαλίας των ρόλων σαφής: τα θέλει όλα πλεγμένα (όχι μπλεγμένα) γύρω από τις σχέσεις πολίτη και εξουσίας, χωρίς μετέωρες καταστάσεις. Μας θέλει όλους στην πλατεία να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε περίπου το ίδιο πράγμα. Και προς την κατεύθυνση αυτής της επικοινωνιακής καθαρότητας πορεύθηκαν οι ηθοποιοί. Υποδύθηκαν μονοδιάστατα ανδρείκελα και τα υποδύθηκαν επαρκώς, όχι όμως και αποκαλυπτικά. Εννοώ, δεν μάθαμε κάτι που δεν ξέραμε. Δεν μπήκαμε στη διεργασία της «απορίας»: γιατί αυτό, γιατί το άλλο; Δεν στοχαστήκαμε επάνω στα όρια του βλέμματός μας. Τι βλέπουμε; Πώς βλέπουμε; Γιατί έτσι κι όχι αλλιώς; Θέλω να πω πως ο τρόπος που διδάχτηκαν οι ρόλοι δεν βοήθησε ώστε να παραδώσουν στην πλατεία κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν στη σκηνή, κάποια έστω ίχνη αμφισημίας. Στο σπίτι επιστρέφουμε παρέα με αυτά που ήδη γνωρίζαμε. Τίποτα το καινούργιο είτε ιδεολογικά είτε βιοπολιτικά είτε αισθητικά (εξού και το «άδειο καλάθι» που αναφέρω στην αρχή του κειμένου).
Συμπέρασμα
Μια παράσταση που ήθελε να μιλήσει για τη σύγχρονη και παμφάγο κοινωνικοπολιτική εξουσία, όμως επιλέγοντας τον μονόδρομο μιας μαθηματικής εξίσωσης κατέληξε σε μια απλοϊκή τακτοποίηση μιας πολυσύνθετης σύγκρουσης. Εκτός κάδρου τα ερωτηματικά του Αισχύλου, η φαινομενολογία του πραγματικού, οι αμφισημίες της θέασης. Εντός κάδρου, ο στόμφος και τα κλισέ, όμως και τα δυο ανίκανα να φωτίσουν τη σύγχρονη εικόνα φυλάκισης και απαξίωσης του ανθρώπου.