Θέατρο

Ένας πλούτος που θα μπορούσε και πλουσιότερος

Ο Σάββας Πατσαλίδης σχολιάζει τον διασκευασμένο αριστοφανικό «Πλούτο» (ΚΘΒΕ), με την υπογραφή του Γάννη Κακλέα

Σάββας Πατσαλίδης
ένας-πλούτος-που-θα-μπορούσε-και-πλουσ-1187235
Σάββας Πατσαλίδης

Εάν δεχτούμε ότι ο χρόνος είναι ο μέγας αντίπαλος/εξολοθρευτής των πάντων, δεν υπάρχει πιο ευάλωτο είδος στην αναμέτρηση μαζί του από την κωμωδία, πολλώ δε μάλλον τη σάτιρα. Και τούτο γιατί η αποτελεσματικότητά τους καθορίζεται απόλυτα από το πνεύμα κάθε εποχής, και την κουλτούρα κάθε λαού. Άλλη αίσθηση του χιούμορ ή του καυστικού σχολίου έχουν οι Άγγλοι, λχ., και άλλη εμείς. Διαφορετικά αντιδρά το σώμα των Γιαπωνέζων όταν γελά με μια κωμική ατάκα και διαφορετικά το δικό μας. Αυτό σημαίνει ότι το γέλιο που προκαλεί μια κωμωδία ναι μεν είναι σωματική αντίδραση, όμως παράλληλα είναι και πολλά παραπάνω.

Για παράδειγμα, τον 18ο αιώνα τόσο η διανόηση της εποχής όσο και η υψηλή κοινωνία θεωρούσε το γέλιο δείγμα κακής ανατροφής. Γι’ αυτό και στα θεατρικά έργα της εποχής οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας όταν γελούσαν όφειλαν να καλύπτουν το πρόσωπο με τη βεντάλια (που πάντοτε κουβαλούσαν) ώστε να μην φαίνεται ότι γελούν (ότι δηλαδή δίνουν προτεραιότητα στις αντιδράσεις του σώματος, αντί του νου που ήταν το κοινωνικά και ταξικά πρέπον). Αβίαστα μπορούσαν να γελάνε οι υπηρέτριες και τα άτομα των χαμηλών τάξεων (που δεν διέθεταν «νου», παρά μόνο σώμα και ορμές). Θέλω να πω με αυτά τα επί τροχάδην σχόλια ότι το γέλιο, το χιούμορ, τα χωρατά, κ.λπ. δηλαδή τα συμπτώματα του κωμικού λόγου είναι άρρηκτα δεμένα με πρόσωπα της εποχής, καταστάσεις της εποχής, ευτράπελα της εποχής, ψυχοσυνθέσεις και φιλοσοφικές θεωρήσεις της εποχής, στερεότυπα κ.λπ. Τίποτα δεν είναι τυχαίο και τίποτα δεν είναι για «γέλια».

Ο Αριστοφάνης και οι «φύλακές» του

Και για να έρθω στο δια ταύτα, αφορμή για τα παραπάνω σχόλια είναι τα όσα απίστευτα διαρκώς επαναλαμβάνονται από τους μόνιμους «θεατρολόγους-κριτικούς» της κερκίδας και του διαδικτύου και αφορούν το «πειραγμένο» αριστοφανικό έργο. Μόνιμη επωδός: Γιατί να παρέμβει κάποιος στο σώμα του κειμένου, ερωτούν όλο αγωνία (!!); Γιατί να το αλλοιώσει; Με ποιανού το δικαίωμα; Το ίδιο ρεφραίν δεκαετίες τώρα με κολλημένη τη βελόνα.

Η απάντηση στους σοβαροφανείς θεματοφύλακες του «αυθεντικού» αριστοφανικού λόγου, είναι απλή: Γιατί εάν δεν πάρει κάποιος το ρίσκο της επικαιροποίησης, ο κωμικός Αριστοφάνης θα κιτρινίζει σε κάποια βιβλιοθήκη, αγέλαστο μνημείο μελέτης ερευνητών φιλολόγων. Φανταστείτε παράσταση Αριστοφάνη χωρίς καμιά διασκευή. Σας διαβεβαιώ ότι μέσα σε ένα εικοσάλεπτο θα αδειάσει το θέατρο, γιατί απλούστατα δεν θα λειτουργήσει το χιούμορ του έργου, τα αστεία του, η σάτιρά του, οι λόγοι που έγραψε το έργο. Όλα θα γκριζάρουν. Για να λειτουργήσουν και να επικοινωνήσουν προαπαιτούν γνώση του ιστορικού/κοινωνικού πλαισίου, των προσώπων και καταστάσεων και φυσικά άλλη αίσθηση χιούμορ, άλλη αντίληψη περί βωμολοχίας κ.ο.κ

Να το πω απλά και επί τούτω απόλυτα: το να «πειράξει» κανείς το έργο του Αριστοφάνη δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Εάν δεν είναι κάποιος διατεθειμένος να το κάνει, καλύτερα ας αφήσει τον άνθρωπο να αναπαύεται εν γαλήνη σε κάποιο ράφι βιβλιοθήκης. Όσο δε για το άλλο κ(ε)νοφανές επιχείρημα που ακούγεται συχνά, «μα επιβίωσε τόσους αιώνες», η απάντηση κι εδώ είναι απλή. Δεν επιβίωσε το έργο (το τεμάχιο ύλης που βρίσκει κανείς σε ένα βιβλιοπωλείο) αλλά το κείμενο της παράστασης, ή καλύτερα τα κείμενα των παραστάσεων που δημιουργήθηκαν μέσα από το έργο στο διάβα του χρόνου. Επάνω σε αυτή την εξελικτική παράδοση της σκηνικής κειμενικότητας χτίζει ο κάθε νέος σκηνοθέτης την πρότασή του, έχοντας φυσικά ως αφετηρία το πρώτο κείμενο. Εάν για τον ένα ή τον άλλο λόγο πάψουν οι σκηνοθέτες να κάνουν προτάσεις, το έργο όπως είπα θα περάσει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Και ένα τελευταίο που έχει να κάνει με τις βωμολοχίες, που και αυτές φαίνεται να ενοχλούν. Θυμίζω, ως απάντηση, ότι στην κωμωδία και δη την αριστοφανική, ο απόλυτος πρωταγωνιστής είναι το σώμα. Η ιδιαιτερότητα ενός κωμικού ήρωα, σε σύγκριση με έναν τραγικό, για παράδειγμα, έγκειται στο ότι κάνει αισθητή την παρουσία του στα δρώμενα πρωτίστως μέσα από το σώμα του, γιατί ακριβώς το ενδιαφέρον του δεν είναι τόσο πολύ στραμμένο στις πνευματικές ιδιότητες των ανθρώπων όσο στα υλικά που συνθέτουν την ίδια τη ζωή: φαγητό, σεξ, διασκέδαση, ντύσιμο, επιβίωση, δράση (βλ. Πενία, Πλούτος κ.λπ).

Το κωμικό σώμα μπορεί να πεινάει, να πονάει αλλά δεν παύει ποτέ να χαίρεται αυτό που είναι και να το δείχνει, ενίοτε με τρόπο υπερβολικό και επιθετικό, μέσα από μορφασμούς, λικνίσματα, παντομιμικές κινήσεις, κραυγές, σφαλιάρες, πορδές, με τον τρόπο που ντύνεται, που μιλάει, που συμπεριφέρεται και τα μέσα που χρησιμοποιεί.

Ο καλός κωμωδιογράφος, ένας Αριστοφάνης για παράδειγμα, μας ψυχαγωγεί (και μας «περιπαίζει») δείχνοντας τις εύθραυστες βάσεις της πολιτισμένης συμπεριφοράς μας, εντοπίζοντας την υποκειμενικότητά μας μέσα στην υλική της υπόσταση, αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες του σώματος, την παντοδυναμία του βρώμικου και προβάλλοντας θέματα τα οποία θα ήταν ανεπίτρεπτα αλλού. Όπως εύστοχα σχολιάζει ο George Orwell, “Ο σκοπός ενός αστείου δεν είναι να μειώσει κάποιον, αλλά να του θυμίσει ότι είναι μειωμένος”. Στο άκουσμα του αστείου ο υποδοχέας του αποκτά συνείδηση της θέσης του στα πράγματα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την παρουσία του σώματος στην κωμωδία: θυμίζει στον άνθρωπο-θεατή ότι έχει σώμα που ενίοτε μυρίζει, ενίοτε δυσλειτουργεί, βασανίζεται, ενοχλεί και ενοχλείται, πεινάει, ονειρεύεται πλούτη και μεγαλεία και στο τέλος μπορεί και να κοιμάται με άδειο στομάχι (βλ. Καραγκιόζης).

Ως εδώ τα γενικά. Στα ειδικότερα, τώρα.

Στο δια ταύτα

Ο διασκευασμένος αριστοφανικός «Πλούτος» (ΚΘΒΕ), με την υπογραφή του Γιάννη Κακλέα, ήταν ένα θέαμα με αρκετές καλές στιγμές αλλά και με ορισμένες στιγμές αμήχανες και επίπεδες (κυρίως στο τελευταίο μέρος). Μια από τις βασικές σκηνοθετικές παρεμβάσεις ήταν η αλλαγή της φυσιογνωμίας του Χορού, όπου αντί χωρικούς ο Κακλέας επέλεξε μια ομάδα νεαρών φίλων του Καρίωνα, προκειμένου να μιλήσουν εκ μέρους της νεολαίας που είναι πάντα αυτή που πλήττεται πρώτη από την οικονομική κατάσταση. Μέσα από αυτή την επιλογή ήταν προφανής η πρόθεσή του Κακλέα να κρατήσει τον πυρήνα του σκεπτικού του Αριστοφάνη που δεν έχει να κάνει με τον πολιτικό βίο αλλά τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

Ο Αριστοφάνης θυμίζουμε καταφεύγει σε μια αλληγορική ουτοπία, με τη μορφή ενός νέου επαναστατικού κοινωνικού συμβολαίου, που ευφυώς αφήνει να αιωρείται. Δεν το κλείνει με κάποια απάντηση. Απλώς το «κλείσιμο» το αφήνει τους θεατές. Στην ίδια περίπου γραμμή πλεύσης είδαμε να κινείται και ο Κακλέας. Και λέω «περίπου» γιατί ήταν αρκετές οι στιγμές εκείνες που αισθάνθηκα ότι η σκηνοθεσία οδηγούσε την παράσταση στο κλείσιμο του θέματος, δίνοντας απαντήσεις.

Εν πάση περιπτώσει, η παράσταση ως όλον είχε ευφυείς και ευφρόσυνες σκηνές, με κορυφαία τον αγώνα ανάμεσα στον Χρεμύλο και την Πενία, την οποία σημειωτέον υποδύονται τέσσερις ηθοποιοί, νέες, όμορφες και εντυπωσιακά ντυμένες. Μια, κατά τη γνώμη μου, εύστοχη σκηνοθετική επιλογή μιας και θα περίμενε κανείς το διαμετρικά αντίθετο. Δηλαδή, γυναίκες κακομοιριασμένες, μοχθηρές, σκοτεινές, ταλαιπωρημένες από τα βάσανα της ζωής κ.λπ. Οι Πολυξένη Σπυροπούλου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Άννα Ευθυμίου και Κλειώ Δανάη Οθωναίου, λαμπερές, μέσα στα απαστράπτοντα λευκά φορέματά τους, μας συστήθηκαν με μπρίο, άνεση και καθαρό λόγο και μας έδειξαν ότι η Πενία έχει πολλά πρόσωπα, πολλούς στόχους, πολλούς τόπους και τρόπους δράσης και ότι δεν έχει να κάνει μόνο με την εμφάνιση. Πένητας είναι και εκείνος που στερείται εσωτερικής καλλιέργειας (άλλωστε το όλο σκεπτικό του Αριστοφάνη από κει αρχίζει ώστε να καταλήξει στη δίκαιη κοινωνία).

Απέναντι στην Πενία είναι ο Χρεμύλος ένας απλοϊκός άνθρωπος, μάλλον απονήρευτος που θέλει να κάνει τη ζωή του (και του παιδιού του) πιο εύκολη μέσα από τη δίκαιη κατανομή του πλούτου. Εις μάτην όμως, γιατί δεν θα αργήσει η στιγμή που η πραγματικότητα θα τον προσγειώσει. Και η στιγμή της επώδυνης αναγνώρισης έρχεται όταν βλέπει να εμφανίζονται μπροστά του φανταχτερά ντυμένοι ο ένας μετά τον άλλο γνωστοί και φίλοι. Είναι όλοι «άλλοι» άνθρωποι. Ο Αρτεμίδωρος, ο Θρασύμαχος, η Αρχιδάμια κ.λπ, πένητες στην ψυχή πλούσιοι στην τσέπη. Τότε ο δύσμοιρος Χρεμύλος αντιλαμβάνεται ότι αυτό που ονειρεύεται θα παραμείνει στα όρια του επιθυμητού. Δεν με έπεισε ιδιαίτερα η σκηνή μεταμόρφωσης του τυφλού Πλούτου σε ολόχρυσο νεαρό αγόρι. Αντιλαμβάνομαι ότι αποτελεί ένα σχόλιο της σκηνοθεσίας ώστε να είναι ευθυγραμμισμένο με την νέα τάξη πραγμάτων, όμως μου φάνηκε ως τελετουργικό εύρημα μάλλον ρηχό και επίπεδο.

Συντελεστές

Ο Μάνος Βακούσης, μας σύστησε έναν Χρεμύλο απλό, ανθρώπινο, καθημερινό, γεμάτο απορίες. Έναν «Έλληνα» μπαμπά που πιστεύει ότι η δουλειά είναι και υποχρέωση και ευτυχία. Το παίξιμό του, αρκούντως οικείο, κράτησε την επαφή με το κοινό και έδειξε αυτό που θα ήθελε και ο Αριστοφάνης: ότι μπροστά στο Πλούτο όλοι προδίδουμε τη φτώχεια μας και την πνευματική μας χρεοκοπία.

Ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης, ως Πλούτος, έδωσε τη μάχη του για να κερδίσει τις εντυπώσεις και να μας πείσει για την αξία του στη ζωή μας, και τα κατάφερε. Πολύ καλά τα πήγε και ο Γιάννης Σύριος ως Καρίωνας. Ο Δημήτρης Διακοσάββας, με το γνωστό κωμικό του ένστικτο, μας παρέδωσε έναν ευφρόσυνο Κλεώνυμο. Το ίδιο και όλη η τρελοπαρέα των φίλων του Χρεμύλου, από τη Φαίη Κοκκινοπούλου, τη Φωτεινή Τιμοθέου, τον Γιάννη Χαρίση μέχρι την Ελένη Μισχοπούλου κ.λπ., όλοι «κρυμμένοι» πίσω από τα περιπαιχτικά κιτς κουστούμια τους, έπαιξαν με άνεση τους τύπους τους με επιδεικτική εξωστρέφεια ώστε να χρωματιστεί έντονα η εικόνα του γκροτέσκου και του σατιρικού σχόλιου.

Ομολογώ ότι στην αρχή διασκέδασα με αυτή την πινακοθήκη των ξιπασμένων, όμως από ένα σημείο και μετά η συνεχής συσσώρευση υπερβολικών εικόνων άρχισε να χάνει το στοιχείο της έκπληξης και της σατιρικής χρησιμότητας και να γίνεται απλώς διεκπεραιωτική και εύκολη. Κάπου έγινε too much. Και όχι μόνο αυτό αλλά τονίζοντας την όψη των πραγμάτων τόσο πολύ, δημιουργούσε πρόβλημα για τη συνέχεια. Εννοώ, πώς διατηρείται από δω και πέρα εξίσου ζωηρό αυτό το πολύχυμο μωσαϊκό; Και πράγματι. Μετά το κρεσέντο των χρωμάτων, του υπερπαιξίματος, της κραυγαλέας επίδειξης κ.λπ. αισθάνθηκα ότι η παράσταση άρχισε σιγά σιγά να «κάθεται», να αδειάζει από ευρήματα και να ατονεί. Λες και ό,τι ήταν να μας πει μας το κλείδωσε με την πασαρέλα των μεταμορφωμένων φίλων, και το μόνο που της απέμεινε τώρα είναι να οδεύσει κάπως βαριεστημένα προς την έξοδο. Και αυτό έκανε. με τη συνοδεία της μουσικής που συνέθεσε ο Βάϊος Πράπας.

Η μουσική ραπ/τραπ

Η μουσική παρτιτούρα ήταν ένα μείγμα από ραπ και τραπ με προφανείς κοινωνικούς στόχους, αν και πλέον το είδος της μουσικής αυτής εκτιμώ πως κάθε άλλο παρά το περιθώριο εκφράζει. Απλώς το χρησιμοποιεί, μιας και είναι ο ταχύτερος και ευκολότερος δρόμος προς το ταμείο. Το περιθώριο ως άλλοθι εύκολου πλουτισμού.

Η τραπ (όπως πλέον και η Αφρικανο-Αμερικανική ραπ) είναι απόλυτα ενταγμένη στη λογική του ακραίου καταναλωτισμού, θα τολμούσα να πω ότι τον εκφράζει κιόλας, οπότε και αυτά που λένε οι στίχοι δεν πείθουν. Λέγονται για να λέγονται και να πουλάνε. Με αυτές τις μάλλον αρνητικές διαθέσεις ως προς τη ιδεολογική και κοινωνική σημασία του συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος υποδέχτηκα με πολλές επιφυλάξεις την παρουσία στη σκηνή του «Τελευταίου Καλεσμένου», όπως και των Χατζηφραγκέτα με το «Εντάξει Κική» και της Nalyssa Green με το «Χρήμα» του Αττίκ. Δεν μου προκάλεσαν κανένα ενδιαφέρον ούτε θεωρώ ότι πρόσθεσαν ποιότητα ή νόημα στα δρώμενα.

Τα σκηνικά/κουστούμια/κίνηση

Τα διπλά σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη ήταν δηλωτικά ενός παρακμιακού βιομηχανικού συμπλέγματος στην αρχή, και ενός κραυγαλέου κιτσάτου μπαρόκ νεοπλουτισμού στη συνέχεια. Όσοι είχαν την τύχη να δουν τις παραστάσεις του Κακλέα στο θρυλικό πια Παγοποιείο, είμαι σίγουρος ότι το βιομηχανικό τοπίο του Παντελιδάκη θα τους οδηγήσει εκεί, τότε που μαζί τους ήταν και η Ιφιγένεια Αστεριάδη που πρόσφατα χάσαμε. Και όπως είπε ο Παντελιδάκης, αιτιολογώντας την παρουσία των λευκών επίπλων στην παράσταση, ήταν ένα “homage” στη συνάδελφο που έφυγε.

Εξαιρετικά σε έμπνευση, λάμψη και εικόνα τα κουστούμια της Ηλένιας Δουλαρίδη. Εντυπωσιακά, όπως εντυπωσιακό είναι γενικά το σύνολο της δουλειάς της. Θυμίζω τον «Επιθεωρητή», πάλι σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα (Βασιλικό, 2023).

Οι χορογραφίες της Στεφανίας Σωτηροπούλου απλές και παλιές ως κόνσεπτ. Δεν τις είδα ως προεκτάσεις των δρωμένων. Απλώς ως χορευτικά ιντερμέδια χωρίς χαρακτήρα και έμπνευση.

Η παράβαση

Όσο για τη πολυσυζητημένη παρουσία της ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου οι αντιδράσεις του κοινού του τύπου «αυτό δεν είναι θέατρο», μόνο ως δείγμα βασανιστικής ημιμάθεας (για να μην πω κάτι χειρότερο) τις αντιλαμβάνομαι. Αναρωτιέμαι αν ρωτούσαν αυτούς που χειροκρότησαν την κυρία που φώναζε πώς εννοούν το θέατρο, θα μας ξάφνιαζε. Εν πάση περιπτώσει, δεν βρήκα άσχημη την ιδέα της παράβασης.Νομίζω έδενε με το σύνολο του προβληματισμού. Ήταν μια ιστορική διαδρομή που μας έδινε ανάγλυφα τον τρόπο που οι άνθρωποι και οι θρησκείες αντιμετώπισαν τον πλούτο. Την άκουσα με προσοχή. Θα μπορούσε να είναι τουλάχιστο κατά πέντε λεπτά συντομότερη ώστε να μην δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα πριν από το φινάλε.

Συμπέρασμα

Ο Κακλέας είναι ένας ικανός σκηνοθέτης, από τους λίγους που διαθέτουμε που ξέρει να διαχειρίζεται με τόση άνεση και καθαρότητα μεγάλα πλήθη σε μεγάλες σκηνές χωρίς να μπουρδουκλώνεται και να πανικοβάλλεται. Στον «Πλούτο» μπορεί να μην μας παρέδωσε μια παράσταση για ανθολόγιο ή μια παράσταση που να επιχειρεί κάποια τομή στην αριστοφανική παραστασιολογία (είχε πολλές ευκολίες), όμως στο σύνολό της ήταν ευφρόσυνη, είχε χρώμα και κωμικούς χυμούς. Πιστεύω πως το αποτέλεσμα θα ήταν πληρέστερο εάν το τελευταίο ημίωρο διατηρούσε τον αρχικό δυναμισμό και την ενέργεια. Μετά την πασαρέλα των επιδειξιομανών, η σκηνοθεσία φάνηκε σαν να μην είχε τι άλλο να προσθέσει. Έχοντας εξαντλήσει τις ιδέες και τα ευρήματά της, έσπρωχνε το έργο προς την έξοδο. Σε εκείνο το τελευταίο κομμάτι ομολογώ πως βαρέθηκα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα