Θέατρο

Επιδαύριος πόλεμος

Ενώ έχει ξεσπάσει ένας 48ωρος πόλεμος στα social για τις Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου ο Σάββας Πατσαλίδης βάζει τα πράγματα στη θέση τους χωρίς φόβο και πάθος

Σάββας Πατσαλίδης
επιδαύριος-πόλεμος-1033667
Σάββας Πατσαλίδης

Εικόνες: Χρήστος Συμεωνίδης

Διαβάζω σαστισμένος τη χιονοθύελλα των σχολίων που προκάλεσε η «ανίερη» Λένα Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο με τις διασκευασμένες αριστοφανικές «Σφήκες». Κάτι σαν σεισμός εν μέσω καύσωνα. Πολεμικό προσκλητήριο. Στα άρματα όλοι για τη θωράκιση του θεάτρου.

Ριπές από βαρύγδουπες τοποθετήσεις και εκρήξεις θυμού που ζητούν μέχρι και την παραίτηση της διοίκησης του Εθνικού και του Κρατικού θεάτρου, κραυγές αγωνίας για το επερχόμενο τέλος της Επιδαύρου (και του θεάτρου γενικότερα), προειδοποιήσεις για τη «δελφιναριοποίηση» της Επιδαύρου, εκδηλώσεις αηδίας για τη βεβήλωση του “ιερού” χώρου από μία «ψωνάρα», απειλές θεατών του τύπου “δεν θα ξαναπάω Επίδαυρο”, εκφράσεις ανακούφισης από άλλους “ευτυχώς που δεν πήγα”, νοσταλγικές αναμνήσεις “στην εποχή μας ήταν όλα τόσο διαφορετικά….και ωραία.. υπήρχε…σεβασμός”, συμπερασματικές τοποθετήσεις «…γι’ αυτό πάει κατά διαόλου η Επίδαυρος», όρκοι “εκδίκησης” για τον τρόπο που διασπαθίζεται τόσο απερίσκεπτα το παραδάκι των φορολογουμένων (κάποιοι μιλούν και για τερματισμό των επιχορηγήσεων), μέχρι και για σύσταση επιτροπής λογοκρισίας και εισαγγελίας θεαμάτων έχω διαβάσει. Και έπεται συνέχεια.

Διαδικτυακή Ιερά Εξέταση

Εδώ και μέρες έχει συσταθεί μια πανεθνική Ιερά Εξέταση για τη σωτηρία του πολιτισμού και του θεάτρου (και δη του κλασικού!!!). Όλοι οι χρήστες του διαδικτύου στον ρόλο αδέκαστων (επι)κριτών. Τέτοιο πρωτόγνωρο πάθος για τον πολιτισμό μας, ομολογώ δεν το περίμενα.

Εντάξει, δέχομαι ότι δεν άρεσε σε πολλούς η παράσταση. Αντιλαμβάνομαι ότι, ακριβώς επειδή πολύς κόσμος αντιμετωπίζει τους κλασικούς ως μέρος των περιουσιακών του στοιχείων, είναι, ή προσποιείται ότι είναι, ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ό,τι αφορά τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Σου λέει, εάν είναι να τραβήξεις πολύ το σκοινί κάτσε γράψε το δικό σου έργο και άσε τους κλασικούς στην ησυχία τους. Όμως, δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Να θυμηθούμε ότι οι πρώτοι που δίδαξαν την παραποίηση των πηγών τους, προς ίδιον όφελος, ήταν οι ίδιοι οι κλασικοί ποιητές. Και έκτοτε συνεχίζει να γράφεται η ιστορία τους μέσα από προσαρμογές, μεταποιήσεις και παραποιήσεις, άλλοτε ήπιες και άλλοτε ριζοσπαστικές. Και λέω ευτυχώς, γιατί εάν σταματήσουν οι καλλιτέχνες κάθε γενιάς να τους κατεβάζουν από τα ράφια των βιβλιοθηκών και να δοκιμάζουν να αναμετρηθούν μαζί τους, μοιραία θα περάσουν ως έκθεμα στο μουσείο.

Οπότε, λίγη αυτοσυγκράτηση στα (επι)κριτικά σχόλια δεν βλάπτει. Ηρεμήστε, συμπατριώτες. Δεν είναι δα και η συντέλεια του κόσμου. Είναι άλλη μια παράσταση-«παρανάγνωση» (όπως θα την ονόμαζαν οι μεταμοντέρνοι) ανάμεσα σε χιλιάδες που προηγήθηκαν και χιλιάδες που θα ακολουθήσουν.

Το μέλλον της Επιδαύρου

Για όσους φοβούνται ότι μας τελείωσε η Επίδαυρος, καλά θα κάνουν να μην φοβούνται, γιατί τίποτε απολύτως δεν τελείωσε. Τίποτε απολύτως δεν θα πάθει η Επίδαυρος, όπως δεν έπαθε τόσα χρόνια που την εκμεταλλεύτηκαν μέχρις εκεί που δεν πάει άλλο «επιφανή» πρόσωπα και «καθωσπρέπει» καλλιτέχνες που διαλαλούσαν ότι την υπηρετούσαν. Άτομα θεσμικά. Άτομα όλων των ιδεολογικών παρατάξεων. ‘Άτομα που λυμαίνονταν τον χώρο με τις μεταφράσεις, τις επιχορηγήσεις, τις παρέες, τις σκηνοθεσίες και δεν συμμαζεύεται.

Οπότε όσοι και όσες έχετε την τάση να ανακαλείτε παλιά μεγαλεία, να ωραιοποιείτε το χθες προκειμένου μέσα από τη σύγκριση να καταδικάσετε το «ανίερο» σήμερα, καλύτερα μην το κάνετε. Δεν βγαίνει η εξίσωση. Η ιστορία δεν είναι με το μέρος σας.

Η άγρια ομορφιά του θεάτρου

Να πω και κάτι σκόπιμα απόλυτο, που ωστόσο θεωρώ ότι αφορά την κουβέντα που γίνεται αυτές τις μέρες: το θέατρο που δεν πυροδοτεί διαφωνίες είναι ένα νεκρό θέατρο.

Η “άγρια” ομορφιά του θεάτρου πηγάζει ακριβώς από το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να το ορίσει και να το αξιολογήσει με όρους απόλυτους. Το θέατρο από τη φύση του αγαπά την ετερομορφία. Είναι είδος ατίθασο. Έχει κανόνες αλλά κατά βάθος αγαπά τη σύγκρουση που τους ανατρέπει και τους αναστατώνει. Η σύγκρουση είναι το καύσιμό του. Έτσι πορεύεται και ανανεώνεται.

Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αναπτύσσει στην πορεία και έλκη και ρυτίδες και δυσκαμψία και οστεοαρθρίτιδα αλλά δεν πτοείται, συνεχίζει και πάντα βρίσκει τον δρόμο του και το φάρμακο της θεραπείας του. Και κάτι ακόμη αυτονόητο.

Σε όλη αυτή την πορεία του μέσα στον χρόνο το θέατρο δεν φιλοξένησε μόνο ταλαντούχους ένοικους. Φιλοξένησε και πολλαπλάσιους ατάλαντους που είδαν φως και μπήκαν και όπως μπήκαν ξαφνικά βγήκαν και δεν τους πήρε κανείς χαμπάρι. Η νομοτέλεια των θεατρικών πραγμάτων. Φως και σκοτάδι στο ίδιο οικοδόμημα.

Περί «κριτικής»

Και έρχομαι στο διά ταύτα. Το να διαφωνούμε στην κρίση μας για μια παράσταση είναι ό,τι πιο υγιές. Εκείνο που δεν είναι υγιές είναι οι πολεμικές ιαχές και μάλιστα σε στήλες ατόμων που υπογράφουν ως «κριτικοί». Δεν τους γνωρίζω, αλλά αν κρίνω από τον τρόπο που γράφουν μακράν απέχουν από οποιαδήποτε έννοια κριτικής. Πιο πολύ λειτουργούν με τη λογική της κριτικής-selfie. «Γράφω για να τραβήξω την προσοχή επάνω μου και όχι επάνω στην παράσταση». Και φυσικά ο αναθεματισμός, η απροκάλυπτα αρνητική κρίση, ο αφορισμός, ο εμπύρετος λόγος της ακύρωσης, και η προβολή του εαυτού ως θεματοφύλακα της τιμής του θεάτρου (εν προκειμένω της Επιδαύρου), είναι ο ευκολότερος και συντομότερος δρόμος προς την πολυπόθητη δημοσιότητα (έστω και ορισμένων λεπτών).

Το facebook πλέον βάζει τον πήχη. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στον οποιονδήποτε να μεταμορφώσει τον χώρο της κριτικής σε ρωμαϊκή αρένα. Όμως, το θέατρο είναι αρένα ευεργετικού διαλόγου ανάμεσα στον κριτικό (και το κοινό) και τον καλλιτέχνη. Δεν είναι αρένα που λειτουργεί δίκην εκτελεστικού αποσπάσματος. Ας το καταλάβουν όσοι απεγνωσμένα προσπαθούν να υποδυθούν τους κριτικούς.

Έχω την αίσθηση ότι πολλοί από αυτούς που πήγαν στην Επίδαυρο είχαν ήδη διαμορφωμένη στο μυαλό τους (ή περασμένη στο κομπιούτερ τους) την αρνητική κριτική. Εάν η Κιτσοπούλου τους έδινε κάτι άλλο πέρα από αυτά που κατά βάθος ευχόντουσαν, θα ήταν μια μεγάλη απογοήτευση.

Υπ’ αυτήν την έννοια πολύ χάρηκαν που πήραν αυτό που περίμεναν ή φαντασιώνονταν ή ευελπιστούσαν. Ήταν ευκαιρία να δείξουν σε όλο το «φεϊσμπουκικό» κοινό τους πόσο αδέκαστοι είναι, πόσο πολύ νοιάζονται για το θέατρο, πόσο αγαπούν την ποιότητα, πόσο τους θυμώνει η “ανευθυνότητα” των δύο μεγάλων κρατικών σκηνών και άλλα πολλά πομπώδη. Ως θεματοφύλακες της τιμής και των αξιών της Επιδαύρου κήρυξαν (τρομάρα τους) αγώνα ανένδοτο ενάντια στον βανδαλισμό της “ιερότητας” του χώρου και του αριστοφανικού κειμένου.

Περί ιερότητας και άλλων φαντασιώσεων

Είναι πολλοί εκείνοι που δεν θέλουν να καταλάβουν ότι ο χώρος της Επιδαύρου είναι ένα πολύ ωραίο, το καλύτερο στο είδος του, θεατρικό οικοδόμημα στον κόσμο. Αυτό. Ως εκεί. Ας μην το μπλέκουμε με ιερά και όσια. Δεν το αφορούν. Αφορούν μόνο εμάς. Είναι οι δικές μας επινοήσεις και επενδύσεις των στερημάτων και φαντασιώσεών μας.

Η Επίδαυρος ήταν εξαρχής ένας λαμπρός χώρος της τότε αθηναϊκής θεατρικής ζωής, ένας απόλυτα λαϊκός και θορυβώδης χώρος, τον οποίο εμείς βλακωδώς και αγωνιωδώς τον μετατρέψαμε σε Άγιο Τόπο του θεάτρου μας. Και κάνοντας αυτό βάλαμε (πέρα από τον γύψο) και τον πήχη των κριτηρίων κατά πώς βόλευε και έτσι πορευτήκαμε και αλίμονο σε όποιον δεν ακολουθεί. Το ίδιο κάναμε και με την ερμηνεία των έργων. Τα πνίξαμε σε απόλυτους κανόνες, σε σημείο οποιαδήποτε παρέκκλιση να ενοχοποιείται.

Παραστάσεις εκτός Επιδαύρου

Επειδή έχω την τύχη (και την πολυτέλεια) πολλές παραστάσεις που παίζονται στην Επίδαυρο να τις βλέπω ξανά και στο Θέατρο Δάσους (στη Θεσσαλονίκη), τολμώ να πω ότι οι όποιες ποιότητες κρύβουν αναδεικνύονται πολύ πιο καθαρά εκτός Επιδαύρου. Και εξηγούμαι.

Η Επίδαυρος, ακριβώς ένεκα του φορτίου που κουβαλά ως χώρος, “αισθητικοποιεί΄” την εμπειρία υποδοχής μιας παράστασης πολύ πριν η ίδια η παράσταση μας δείξει (ή μας πείσει) τι είναι.

Από τη στιγμή που μια παράσταση μπαίνει στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου έχει ήδη μπει σε ένα χώρο με δεδομένες σημάνσεις, προδιαγραφές και προσδοκίες. Ο χώρος της επιβάλλεται είτε έτσι είτε αλλιώς (όπως επιβάλλεται και στα μάτια και τις προσδοκίες του θεατή). Και αυτό συνήθως αποβαίνει, τις περισσότερες φορές, εις βάρος της τελικής αξιολόγησής της. Εξού και κρίσεις του τύπου το σκηνικό «δεν ταίριαζε με το τοπίο», «αντιμαχόταν το τοπίο», τα «μικρόφωνα δεν είχαν θέση», «θα τρίζουν τα κόκκαλα του ποιητή» κ.λπ. Λογικές όσο και αποκαλυπτικές εκτιμήσεις, πάντα σε σχέση με τον τόπο φιλοξενίας της παράστασης. Έχει σημασία γιατί το υπογραμμίζω αυτό.

Σε έναν άλλο χώρο, όπως το Θέατρο Δάσους, λ.χ., η ίδια η παράσταση, απαλλαγμένη από την καταλυτική δυναμική και σημειωτική του αρχαίου χώρου και τις αναπόφευκτες συγκρίσεις και τα λοιπά βαρίδια, λειτουργεί αλλιώς, πιο «απελευθερωμένα».

Ο θεατής του «Δάσους», χωρίς τις προσδοκίες ενός θεατή που κάνει ένα ολόκληρο ταξίδι για να μπει στο μυθικό περιβάλλον της Επιδαύρου, είναι σε θέση να δει και αυτός πιο απελευθερωμένα και πιο καθαρά τους αρμούς επάνω στους οποίους κυλούν τα σκηνικά πάθη και τραγικά παθήματα.

Με δυο λόγια, η παράσταση μπορεί να μην «συνομιλεί» πλέον με το συγκεκριμένο αρχαίο περιβάλλον, όμως αποκτά μια άλλη επικοινωνιακή παρουσία ως αυτοτελές και «νομαδικό» δημιούργημα. Με δυο λόγια: πολύ πιο εύκολα «επανα-εδαφικοποιείται» και «επανα-ιστορικοποιείται» μια παράσταση στο Θέατρο Δάσους από ό,τι στην Επίδαυρο. Κλείνει η παρένθεση και επιστρέψω στην Κιτσοπούλου.

Περί κανιβαλισμού

Μια παράσταση εφόσον μπαίνει στη δημόσια σφαίρα μοιραία μπαίνει και στο ραντάρ της κριτικής. Καθ’ όλα αναμενόμενο αυτό και επιθυμητό. Εκείνο όμως που θεωρώ άθλιο είναι όταν η κρίση στρέφεται στο ίδιο το πρόσωπο του/της δημιουργού (είτε συγγραφέα είτε σκηνοθέτη, ηθοποιού κ.λπ). Η προσωπική επίθεση που εξαπέλυσαν όλοι οι «ενοχλημένοι», οι «θιγμένοι» και «αγανακτισμένοι» ζητώντας λίγο έως πολύ την κεφαλή της Κιτσοπούλου επί πίνακι (και των ηθοποιών, αν είναι δυνατόν!!), ήταν ό,τι πιο βρωμερό.

Το ξαναλέω: δικαίωμα του καθενός να μην αρέσει η δουλειά της όποιας Κιτσοπούλου (ή η απόδοση των ηθοποιών). Δικαίωμα του καθενός να τη θεωρεί αυτή ή και τους συνεργάτες της μέτριους ή κατώτερους των προσδοκιών του και δεν ξέρω τι άλλο. Για θέατρο μιλάμε. Δεν είναι ποτέ μονόδρομος. Οι εκτιμήσεις είναι όπως ένα καρδιογράφημα. Πάνω-κάτω. Σχετικοί και άσχετοι μαζί. Ο καθένας με τα γούστα του, τα στάνταρ του, τις αγκυλώσεις του, την παιδεία ή την έλλειψη παιδείας του, και φυσικά τις κωλοτούμπες του (χθες υπέρ του τάδε, σήμερα κατά, αύριο, ε, ό,τι ήθελε προκύψει!). Τουλάχιστο αυτό το δικαίωμα, να έχεις άποψη και να την εκφέρεις χωρίς τον κίνδυνο τιμωρίας και εξοστρακισμού είναι η ευλογία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν είναι όμως δικαίωμα κανενός να προσβάλλει την προσωπικότητα του άλλου. Είναι αισχρό, ανέντιμο και πέραν από κάθε έννοια δημοκρατίας και λογικής. Αυτό δεν είναι κριτική. Είναι κανιβαλισμός. Έλεος, κυρίες και κύριοι! Έτσι δεν χτίζεται ο ευεργετικός διάλογος.

Η Κιτσοπούλου καλλιτέχνις

Προσωπικά παρακολουθώ το έργο της Κιτσοπούλου από την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα (και στο θέατρο). Δηλαδή από το 2006 με τις Νυχτερίδες. Σε αυτήν ανήκει η Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α, το ‘Άουστρας ή η Αγριάδα, ο Αθανάσιος Διάκος, η Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα και σκηνοθεσίες όπως τα θαυμάσια Χαίρε Νύμφη και η Γυναίκα της Πάτρας, μεταξύ άλλων.

Τη θεωρώ μια ιδιαίτερη φωνή, με συν και πλην. Κάποια έργα της μου αρέσουν περισσότερο, κάποια λιγότερο και κάποια ελάχιστα ή και καθόλου. Όπως συμβαίνει άλλωστε και με όλους τους δημιουργούς. Σε ορισμένα θεωρώ ότι είναι υπερβολική και σκόπιμα προσβλητική, λες και απώτερος στόχος της είναι να προκαλέσει με τρόπο πούρο, αφτιασίδωτο, την ανοχή του δέκτη. Και το φωνάζει. Ενίοτε αυτές οι δηλητηριώδεις φωνές της λειτουργούν εις βάρος της ποιότητας. Είναι όμως φορές που το δηλητήριο της γραφής της βρίσκει διάνα τον στόχο, ξεγυμνώνει και ξεβρακώνει, βρίσκει τα κοινωνικά καρκινώματα, τις παθογένειες και τα προβάλλει μετωπικά χωρίς περιστροφές και περικοκλάδες.

Γενικά τη θεωρώ μια ευφυή, ταλαντούχα και εξωστρεφή καλλιτέχνιδα, με πολύ καλή αίσθηση του ρυθμού, της σκηνικής γλώσσας και της θεατρικής ατάκας. Πολλοί μονόλογοι της είναι ποιητικοί κι ας βωμολοχούν. Γνωρίζει την τεχνική της σάτιρας, του αυτοσαρκασμού, του κοινωνικού σχολιασμού, τις τεχνικές και την αφηγηματική επιθετικότητα της stand up comedy.

Το πιο σημαντικό για μένα είναι ότι ως συγγραφέας κάνει θέατρο τις ίδιες τις αντιφάσεις της. Εκθέτει τα κακώς κείμενα του κακοφορμισμένου μικροαστισμού μας (με τον τρόπο που αυτή επιλέγει να το κάνει) και παράλληλα εκτίθεται. Πατά διαρκώς σε δύο βάρκες, και το δείχνει. Ξεμπροστιάζει και ξεμπροστιάζεται. Εντός και εκτός συστήματος. Αντιθεσμική και παιδί των θεσμών. Ριζοσπαστική και πολύ mainstream. Στα έργα της πρωταγωνιστεί η εικόνα του ανθρώπου ως βαθύτατα αντιφατικού όντος. Δεν ξέρω πολλούς που να το κάνουν αυτό. Οι περισσότεροι κρύβουν τις αντιφάσεις τους κάτω από το χαλί.

Θα μου πείτε ότι θα μπορούσε αυτή την έκθεση να την αξιοποιήσει με ένα τρόπο διαφορετικό. Δεν το κάνει. Επενδύει σε αυτό που ίδια δείχνει να αγαπά. Συνεχώς επιστρέφει στο οικείο μοντέλο γραφής (και αυτο-διαγραφής), συχνά επαναλαμβάνεται, συχνά γίνεται ενοχλητική, αλλά ποτέ δεν περνά απαρατήρητη. Την προσέχεις. Στήνεις αυτί. Κάτι σημαίνει αυτό. Χωρίς να το ομολογείς αισθάνεσαι ότι κάποια από αυτά που λέει στέκουν. Και θυμώνεις γιατί σου τα τρίβει στα μούτρα, έστω και άτσαλα ή άτεχνα καμιά φορά. Σου υπενθυμίζει και τις δικές σου αντιφάσεις. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι όλοι μιλάνε γι’ αυτήν. Δείχνουν ενοχλημένοι (ο καθένας για διαφορετικούς λόγους). Άρα, έμμεσα ή άμεσα, τους αφορούν τα έργα της, διαφορετικά θα την τιμωρούσαν με τον πιο σκληρό τρόπο, που είναι η σιωπή, η αδιαφορία.

Οτιδήποτε δημιουργεί θόρυβο γύρω από μια παράσταση κερδισμένη βγαίνει πάντα η παράσταση.

Περί εκνευρισμού

Και να προσθέσω κάτι τελευταίο, Προτιμώ να βλέπω στην Επίδαυρο (και όχι μόνο) παραστάσεις που με εκνευρίζουν ή με προκαλούν παρά παραστάσεις που με κοιμίζουν. Τουλάχιστο αυτές που με εκνευρίζουν τις θυμάμαι, τις συζητώ, αναζητώ τους λόγους που με θύμωσαν ή με προκάλεσαν. Τις υπόλοιπες ούτε που τις θυμάμαι (πώς να τις θυμάμαι όταν τα μάτια γλαρώνουν και ο νους κοιμάται). Το ανησυχητικό είναι ότι με αυτές τις παραστάσεις είναι που γίνεται η μεγάλη ζημιά, γιατί κανείς δεν τις ξεμπροστιάζει (να υποθέσω ότι όλοι κοιμούνται, όπως κι εγώ και ξυπνούν στο τέλος για το χειροκρότημα;). Και για όσους κρατούν αρχείο, η Επίδαυρος είναι γεμάτη από παραστάσεις-hipnosedon. Κάτι σαν εθνικό κοιμητήριο. Δεν είδα κανένα από αυτούς που τώρα διαμαρτύρονται να βγάλει απαγορευτικό, να καταθέσει την οργή του. Εκτός κι αν θεωρούν τον ύπνο δικαίωση των κλασικών. Οπότε, «ναι» στην Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα