Έρχονται οι “Κωμικοί” των Πιατά & Σερέφα – Μπήκαμε στις πρόβες της νέας παράστασης του ΚΘΒΕ
Μία ξεχασμένη εποχή - άγνωστη για άλλους - αναβιώνει στη Μονή Λαζαριστών - Φωτογραφίες και δηλώσεις λίγο πριν την πρεμιέρα
Με μία μεγάλη παράσταση επιστρέφει στην πόλη ο σπουδαίος Δημήτρης Πιατάς, υπογράφοντας μαζί με τον Σάκη Σερέφα μία δουλειά που καταγράφει και φέρνει στο σήμερα μία ολόκληρη εποχή κωμικών ηθοποιών, με ευχάριστο τρόπο κάνοντας μία μουσική κωμωδία που συνδυάζει τις τέχνες και αποτελεί θεατρική πρόταση για τον θεατή.
Άλλωστε, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, δείχνει από πέρυσι πως τολμάει νέες δουλειές, ενώ χαρακτηριστικό της φετινής σεζόν, μέχρι τώρα και αν αναλογιστούμε δύο μεγάλες παραγωγές που παρουσιάζει αυτές τις μέρες, τόσο το «Βίρα τις άγκυρες» όσο και τώρα τους «Κωμικούς», φαίνεται πως έχει βαλθεί να ασχοληθεί πλέον με το «σπίτι» του και με την ιστορία των ανθρώπων του, τους ηθοποιούς.
Μπαίνοντας πριν λίγες μέρες σε μία από τις τελευταίες πρόβες της παράστασης, η μαγεία μία άλλης εποχής μαζί με τη διάθεση όλων να βγάλουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, ήταν τα έντονα στοιχεία που αντιληφθήκαμε αμέσως.
Το έργο, μια μπουρλέσκ κωμωδία μυθοπλασίας, με αναφορά στο 1920, αφιερωμένο στους πρώτους Έλληνες κωμικούς του βωβού κινηματογράφου και βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή και την πορεία του Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ που υπήρξε ένας από τους πρώτους κωμικούς ηθοποιούς και ιδιαίτερα δημοφιλής στην εποχή του.
Φωτογραφίες για την Parallaxi: Ευθύμης Βλάχος
Μια παράσταση «έπος» της προπολεμικής κωμωδίας, με έναν εξαιρετικό 25μελή θίασο και ζωντανή μουσική, που επιμελείται ο Στάθης Παχίδης, με συνοδοιπόρους ταλαντούχους ηθοποιούς και σπουδαίους συντελεστές. Ο Δημήτρης Πιατάς – που συμμετέχει στην παράσταση- υπογράφει τη σκηνοθεσία, ο Μανόλης Παντελιδάκης τα σκηνικά & κοστούμια, ο Δημήτρης Παπάζογλου τη χορογραφία, ενώ τα κινηματογραφημένα στιγμιότυπα που θα προβληθούν κατά τη διάρκεια της παράστασης έχουν γυριστεί από τον Νίκο Σούλη. Ο Χρήστος Τουρλάκης κινηματογραφεί ζωντανά επί σκηνής.
Στην παράσταση, σε γκεστ εμφάνιση, συμμετέχει ο Λάκης Λαζόπουλος. Μέσα από μια κινηματογραφημένη σκηνή, υποδυόμενος τον Τσάρλι Τσάπλιν σε μεγάλη ηλικία, επισκέπτεται ονειρικά, τον δικό μας Έλληνα «Σαρλώ», τον Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ.
Δημήτρης Πιατάς: «Αυτό που παρουσιάζω τώρα, είναι αναφορά στην παιδικότητα μου»
«Αισθάνομαι πολύ συγκινημένος που βρίσκομαι στο Κρατικό Θέατρο. Ανήκω στην κατηγορία των θεατρίνων που θέλω να λέω χαίρω πολύ στους συναδέλφους μου και αυτό το έζησα στο Κρατικό με συναδέλφους που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μη συναντούσα ποτέ. Θέλω να γνωρίζω νέους ανθρώπους γιατί αυτοί είναι η συνέχεια μας. Είναι υπέροχο να επικοινωνώ με ανθρώπους. Κάτι που είναι απαραίτητο στη δουλειά αυτή που επιδιώκουμε να φτιάξουμε. Διεκδικώ την οικειότητα όλων των συντελεστών. Γιατί είναι δουλειά συνόλου. Είναι η ιστορία της κωμωδίας. Ξέρετε, μου άρεσαν πάντα τα μεγάλα στοιχήματα και δεν φοβάμαι τη δουλειά. Θέλω να κάνω πράγματα που να έχουν να πουν όμως κάτι στο κοινό και σε εμένα. Αυτό που παρουσιάζω τώρα, είναι αναφορά στην παιδικότητα μου. Γιατί το ότι έγινα κωμικός μίας καριέρας, το οφείλω στο παιδί που ήμουν και που έβλεπε συνέχεια σινεμά, χοντρό και λιγνό, Σαρλό, Μπάστερ Κιτον, Τρίο Στούτζες και αντίστοιχους κωμικούς έλληνες της δεκαετίας του ’50, που ανθούσαν τότε. Όταν έφτασα κάποια στιγμή να θέλω όλα αυτά να τα κάνω θέατρο με αναφορά σε αυτή την ιστορία της εποχής, μπήκα να ψάξω και ανακάλυψα έναν συγκλονιστικό θησαυρό. Ότι το 1915 με 1920, γινόταν στην Αμερική και στην Ευρώπη ταινίες μικρού μήκους, βουβές ταινίες με σταρ τον Σαρλό, αντίστοιχα στην Ελλάδα γυρίστηκαν ταινίες και εμφανίστηκαν μιμητές του Σαρλό. Αναζητώντας τους λοιπόν, βρήκα δύο. Τον Μιχαήλ Μιχαήλ, με ταινίες που διασώθηκαν και τον Ερβέ Βιλάρ, που παίξανε σχεδόν παράλληλα. Μετά ασφαλώς ακολούθησαν κι άλλοι. Είναι η εποχή που στήνονται οι κινηματογραφικές ταινίες και ένας ολόκληρος κόσμος με ηθοποιούς οπερέτας που υπηρετούν εκείνη την εποχή αυτό το είδος. Μάλιστα θεωρούν τον κινηματογράφο μία μόδα που θα περάσει και πολύ γρήγορα. Όμως αυτές, είναι οι βάσεις της κωμωδίας. Είναι το ξεκίνημα της νέας ελληνικής κωμωδίας. Στην πραγματικότητα η μετεξέλιξη των κωμικών μας σήμερα ξεκίνησε τότε. Το 1915. Κι εγώ παίρνω την πηγή. Και κάνουμε μία δουλειά πάρα πολύ δύσκολη, αναζητώντας στοιχεία. Διασώθηκαν λίγα πράγματα, αλλά ευτυχώς τα βρήκαμε. Βρήκα συνοδοιπόρο τον Σάκη τον Σερέφα, ενωθήκαμε και ξεκινήσαμε μία δουλειά που όταν την ολοκληρώσαμε, ήταν δέκα ώρες παράσταση. Κι αυτό, έπρεπε να το κάνουμε δύο ώρες. Μεσολάβησε όμως κορονοϊος και άλλαξαν όλα. Η δουλειά όμως υπήρχε σε επίπεδο προεργασίας. Να είναι καλά το Κρατικό Θέατρο που με εμπιστεύτηκε και το κάνουμε πράξη τώρα.
Όλοι οι ηθοποιοί που παίζουν στην παράσταση, υποδύονται πραγματικούς ήρωες που με κάποιο τρόπο ο καθένας έχει διασωθεί. Πραγματικά πρόσωπα. Και προσπάθησαν να δώσω την προσωπική ταυτότητα κάθε προσώπου, γιατι τα περισσότερα έχουν ημερομηνία γέννησης και θανάτου. Θεωρώ μάλιστα, πως η αφίσα της παράστασης έχει το ύφος και την ατμόσφαιρα του κάθε ήρωα κι αυτή είναι η επιτυχία της. Με το στυλ του καθένα, τον χαρακτήρα και τα λοιπά. Δεν υπάρχουν πολλές αφίσες 25 ανθρώπων που να βλέπεις 25 ιστορίες οπτικά.
Παντρεύω σε αυτή την παράσταση το θέατρο και τον κινηματογράφο. Πρόκειται για μία μοντέρνα παράσταση με υλικά που φαινομενικά είναι πολύ παλιά, απλά γιατί είναι του 1920. Και δίνω με ένα κλείσιμο του ματιού, στο κοινό τι είναι κινηματογράφος.»
Στάθης Παχίδης: «Φτάνει με τις ιστορίες των επιτυχημένων, ας κοιτάξουμε λίγο και τους αποτυχημένους»
«Ο πρωταγωνιστής είναι ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Ένας ηθοποιός που είχε πολλές αποτυχίες στη ζωή του. Εμένα, τέτοιες ιστορίες με συγκινούν πολύ. Φτάνει με τις ιστορίες των επιτυχημένων, ας κοιτάξουμε λίγο και τους αποτυχημένους. Το ωραίο είναι ότι όταν αρχίσαμε με τον Δημήτρη (Πιατά) να συζητάμε γι’ αυτό. Η εποχή εκείνη έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μάλιστα, μιλάμε για έναν άνθρωπο που πέρασε δύσκολα. Με ένα τέλος, επίσης, δραματικό. Ο Σάκης ο Σερέφας, ο οποίος είναι μεγάλο ψαχτήρι και ως συγγραφέας του έργου, κάποια στιγμή βρήκε ένα τραγούδι που είχε γράψει ο Μιχαήλ για την αγαπημένη του. Την Ηρώ Χαντά, για την οποία μάλιστα άλλαξε και το όνομα του και από Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, έγινε Μιχαήλ Χαντάς. Μου φέρνει λοιπόν τους στίχους ο Σάκης και σκεφτείτε πως ο Μιχαήλ πέθανε πριν 80 χρόνια, οπότε πόσο παλιοί ήταν αυτοί οι στίχοι. Μάλιστα, ήταν άτεχνοι και σε τρίτο πρόσωπο. Προφανώς δεν μπορούσε να αντέξει το δράμα του, γιατί λέει την ιστορία του αποτυχημένου έρωτα του προς την Ηρώ. Άρα, είχα κι ένα μεγάλο πρόβλημα για αυτόν που θα το τραγουδούσε. Δεν είναι δηλαδή ένα τραγούδι που είχε τον κλασική συναισθηματική προσέγγιση του τραγουδιστή σε αυτό. Ιούλιος ήταν και ήμασταν με τις βερμούδες με τον Πιατά και πίναμε καφέ κάπου στο κέντρο όταν μου δίνει τους στίχους, τους διαβάζω μέσα στο αυτοκίνητο και μέχρι να πάω στο σπίτι, μου είχε έρθει το ρεφρέν. Μου έρχεται μία μελωδία, την φτιάχνω στο κινητό ένα ντέμο με κιθάρα και τη στέλνω στον Δημήτρη. Του άρεσε κι έτσι το συνέχισα. Αφού το τελείωσα, κάναμε μουσική παραγωγή μαζί με τον Γιώργο Πεντζίκη, τον θρύλο της Θεσσαλονικιώτικης δισκογραφίας. Μετά, είχα την ιδέα να το προτείνω σε έναν καλό φίλο, γιατί το τραγούδησα εγώ και δε μου άρεσα. Ήμουν υπεραισθηματικός. Αυτό το τραγούδι όμως, θέλει μία απόσταση γιατί μιλάει σε τρίτο πρόσωπο όμως είπαμε. Ήθελε κάποιον ο οποίος θα το αφηγείται. Ο φίλος αυτός λοιπόν είναι ο Μίλτος ο Πασχαλίδης. Τον πήρα μία μέρα που η ΑΕΚ νικούσε και μου λέει θα το άκουγε την επόμενη μέρα. Με παίρνει τελικά και μου λέει «το λέω το κομμάτι, μου αρέσει». Τον ευχαριστώ δημοσίως. Είναι το τραγούδι – αποχαιρετισμός όλων των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής στον Μιχαήλ που φεύγει. Κι αμέσως μετά, μιλάει ο Μιχαήλ με το πρότυπο του το οποίο παίζει ο Λάκης Λαζόπουλος. Αυτά είναι ο συνδυασμός τεχνών που κάνουμε εδώ. Είναι τέσσερις τέχνες μαζεμένες. Εγώ επιμένω πολύ στη δουλειά επί χάρτου και στον σχεδιασμό. Ήξερα εγώ από παλιά αυτή την εποχή τραγουδιών, ακόμα από τον καιρώ των Άγαμων Θυτών και είχα κάποια τραγούδια ήδη. Έγινε όμως πάρα πολύ σημαντική δουλειά με τον Δημήτρη. Ξεκινήσαμε να το δουλεύουμε μουσικά από τον Μάιο. Στοίχημα μας ήταν όμως να τα κάνουμε όλα αυτά να ακούγονται όσο γίνεται σημερινά»
Πάνος Σκουρολιάκος: «Θα είναι μία παράσταση αντάξια του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος»
«Είναι μία παράσταση με πάρα πολλά στοιχεία από την περιοχή των παραστατικών τεχνών. Είναι μία θεατρική παράσταση αλλά δεν είναι μόνο μία θεατρική παράσταση, είναι κι ένα μιούζικαλ με ζωντανή μουσική. Έχει στοιχεία κινηματογράφου, με κινηματογραφημένες σκηνές από το έργο αυτό και κάποια κομμάτια από τις πρώτες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν. Γιατί το θέμα της παράστασης, μέσα από τον Μιχαήλ Μιχαήλ που είναι ο κεντρικός ήρωας, είναι τα άγχη και οι αγωνίες των πρώτων ηθοποιών και σκηνοθετών του ελληνικού κινηματογράφου. Έτσι λοιπόν, είναι μία πολυπαράσταση με πάρα πολλά στοιχεία αλλά σε έναν ενιαίο καμβά. Μιλώντας για αυτούς τους ανθρώπους, βλέπουμε και το έργο τους σε μικρές δόσεις. Εγώ κάνω τον Αχιλλέα Μανδρά, μια φοβερή προσωπικότητα που πέθανε στις αρχές του ’70, σε ηλικία κοντά στα 100. Ήταν Κωνσταντινουπολίτης και είχε κάνει θέατρο στο Παρίσι. Δε ξέρουμε πόσο αλήθεια ή ψέματα είναι αυτό, γιατί έλεγε ότι ήταν στο Παρίσι, ήταν απογοητευμένος, αποφάσισε να πέσει από μία γέφυρα του Σηκουάνα και τον είδε η Σάρα Μπερνάρ και του πρότεινε να τον κάνει πρωταγωνιστή. Κι έτσι λοιπόν, γύρισε στην Ελλάδα με τις δάφνες του μέλους του θιάσου της Μπερνάρ, μιλώντας μάλιστα με γαλλική προφορά. Υπάρχει ένα μικρό πορτρέτο που έκανε για τον Μαρδά ο Αλέκος Σακελλάριος και το οποίο υπάρχει και στο διαδίκτυο. Από εκεί και πέρα, έκανε κάποιες ταινίες, άλλες ήταν καλές, άλλες όχι. Κάποια στιγμή λοιπόν, οι κινηματογράφοι δεν έπαιζαν έργα του γιατί δεν τους αρέσανε. Τότε εκείνος, γύρισε μία ταινία όπου πρωταγωνιστεί πάλι αυτός και η γυναίκα του αλλά, με ψευδώνυμα! Ότι δήθεν δηλαδή είναι κάποιοι άλλοι. Έχουμε βάλει λοιπόν πολύ πείσμα, πολλή αγάπη όλοι σε αυτή τη δουλειά. Οι συντελεστές είναι όλοι εκπληκτικοί. Θα είναι μία παράσταση αντάξια του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος που μας αγκαλιάζει πολύ ουσιαστικά».
Γιώργος Καύκας: «Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο…»
«Είναι μεγάλη η τιμή που συμμετέχω σε αυτή την παράσταση, γιατί νιώθω πως κι εγώ με τη σειρά μου, αποτείνω φόρο τιμής σε αυτούς τους πρωτοπόρους συναδέλφους του βωβού κινηματογράφου. Ο Μιχαήλ Μιχαήλ που κάνω στην παράσταση, υπήρξε ένα ιστορικό πρόσωπο που μαζί με άλλους εκείνη την εποχή υπήρξαν πρωτοπόροι. Ενώ δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν ένας φοβερά ταλαντούχος ηθοποιός, ήταν τρομερά τολμηρός άνθρωπος και γι’ αυτό έκανε πράγματα μπροστά από την εποχή του. Ήταν και μία περίεργη εποχή, χωρίς μέσα και ήταν συνηθισμένο να μιμούνται άλλους μεγάλους σταρ. Ωστόσο, να πούμε πως δεν ήταν ο μόνος που μιμούνταν τον Σαρλό τότε, γιατί γνωρίζουμε πως υπήρξαν και άλλοι μιμητές του Σαρλό και σε άλλα κράτη. Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση γιατί παίζω έναν αντιήρωα. Δεν έχουμε πολλές πληροφορίες βέβαια γι’ αυτόν, αλλά ό, τι υπήρχε το ερευνήσαμε και το μελετήσαμε. Εγώ όμως αφήνω στα πράγματα να λειτουργήσει και η μεταφυσική, το ένστικτο. Η παράσταση, είναι ένα καινούριο εγχείρημα. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο, με τον τρόπο αυτό γιατί δεν είναι απλώς μία μουσικοχορευτική δουλειά, αλλά έχει στοιχεία μπουρλεσκ, έχει χορογραφίες… Νομίζω ότι είναι μία πρόταση. Πλησιάζουμε αυτούς τους ανθρώπους με την καρδιά μας, με την ψυχή μας και με χιούμορ».
Χρίστος Στυλιανού: «Παρουσιάζεται επί σκηνής η αιώνια μοίρα του ηθοποιού»
«Κάθε παράσταση είναι μία πρόκληση. Αυτή έχει και μία παραπάνω το ότι μας μεταφέρει σε μία συγκεκριμένη εποχή, χωρίς να κάνουμε βιογραφία κανενός ήρωα. Είναι όμως μία ιστορία με πραγματικά πρόσωπα. Νομίζω μάλιστα ότι η πρόθεση του Δημήτρη Πιατά, που εμένα αυτό με συγκινεί περισσότερο σε αυτή τη δουλειά, είναι ότι παρουσιάζεται επί σκηνής η αιώνια μοίρα του ηθοποιού. Δηλαδή το πόσο παλεύει για να φτιάξει τη ζωή του, την καριέρα του, να πατήσει στο σανίδι, το πώς παλεύει για να γίνει κάποιος, πώς τα καταφέρνει κάποια στιγμή και έρχεται μετά η πτώση και στο τέλος πεθαίνει μόνος του. Νομίζω πως διαχρονικά είναι τα ίδια και ας αλλάζουν τα μέσα οι εποχές και οι άνθρωποι. Υπάρχει μια στιγμή στο έργο όπου είναι ένας κάπως μεταφυσικός αποχαιρετισμός του Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, τον οποίο ερμηνεύει ο Γιώργος ο Καύκας, όπου εκεί νιώθω ότι συναντιούνται οι ζωές όλων μας που ασχολούμαστε με αυτή τη δουλειά, και όχι μόνο εμείς που είμαστε επί σκηνής αλλά και σε αυτούς που μας βλέπουν, που υπήρξαν και σε αυτούς που θα υπάρχουν. Θα μάθετε κάτι παραπάνω για τη φύση της δουλειάς αυτής. Ότι είναι θνησιγενής, και ότι αν έχεις την ευτυχή συγκυρία να σου έρθουν ευκαιρίες στη ζωή σου και να τις γραπώσεις, ώστε να προχωρήσεις και να πατήσεις στα βήματα σου, καλώς. Αλλά υπάρχουν και πολλοί συνάδελφοι που δεν κατέληξαν κάπου. Όπως είναι πολύ χαρακτήρες αυτής της παράστασης, που δεν έγιναν γνωστοί μετά.
Εγώ κάνω τον Λυκούργο Καλαποθάκη, ο οποίος ηταν υπαρκτό πρόσωπο και αυτός, τενόρος και σκηνοθέτης. Για μένα ήταν μία τραγουδιστική πρόκληση κυρίως, γιατί τραγουδάω δύο τρεις όπερες, που αυτό ήθελε μελέτη. Δεν έχω ξανατραγουδήσει όπερα, προσπαθώ με τον δικό μου τρόπο να το αποδώσω. Επειδή συζητιέται προς το τέλος και ο θάνατος του Πουτσίνι, ερμηνεύω κι ένα κομμάτι από το “Nessun dorma”, σήμα κατατεθέν τα του Πουτσίνι αλλά και του Παβαρότι».
Πολυξένη Σπυροπούλου: «Σπουδαία εμπειρία να ενσαρκώνω την Γεωργία Βασιλειάδου»
«Είναι μία πολύ σπουδαία εμπειρία να ενσαρκώνω την Γεωργία Βασιλειάδου. Είναι ένα ταξίδι με πολύ μεγάλη ευθύνη, και πολύ μεγάλη συγκίνηση. Γιατί πρόκειται για μία από τις αγαπημένες μου ηθοποιούς, και με την έρευνα που κάναμε, ήταν και ένας φοβερά αξιόλογος άνθρωπος. Ήταν μία γυναίκα που στην εποχή της, ήταν όχι απλώς φεμινίστρια, ήταν φοβερά ανεξάρτητη, αυτάρκης, έζησε πάρα πολλά πράγματα, ήταν πάντα στο παρών της δυναμική, ήταν ένα πολύ αντισυμβατικό άτομο και αντισυμβατική καλλιτέχνιδα. Νομίζω λοιπόν ότι ο κόσμος θα δει κάτι άλλο από αυτό που ξέρει για τη Βασιλειάδου. Καταρχάς βουτηγμένη στο θέατρο και δεν ήθελε με τίποτα να κάνει σινεμά. Βέβαια μιλάμε για τον βωβό σινεμά. Όταν όμως ο κινηματογράφος έγινε μία ομιλούσα τέχνη, εκεί πια μετά από πολλές περιπέτειες στη ζωή της, αποφάσισε να βυθιστεί και σε αυτό και εκεί ήρθε και η αναγνώριση πια. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει πώς στα πρώτα βήματα αυτή η καλλιτέχνιδα ήταν τόσο σταθερή στην αγάπη της και αυτό προσωπικά με συγκινεί και επειδή πλέον έχουν γίνει όλα κάπως σχετικά, η τέχνη να θεωρείται πλέον μία πολυτέλεια ή χόμπι, είναι πάρα πολύ σημαντικό να υπερασπιστούμε την τέχνη μας, και να δούμε πώς αυτοί οι κωμικοί ηθοποιοί δεν ήταν αστείοι στη ζωή τους. Ήταν φοβερά σοβαροί άνθρωποι, πολύ υπεύθυνοι με πολύ μεγάλες δυσκολίες. Το ότι είναι ένας χαρακτήρας, ο μοναδικός, που είναι αναγνωρίσιμος για το κοινό είναι ένα στοίχημα. Το θέμα είναι ότι την Βασιλειάδου, την γνωρίζουμε από τα 60 και μετά και τη γνωρίζουμε μέσα από τους ρόλους της. Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος για εκείνη και εμείς θέλουμε να το φωτίσουμε κάπως, είναι η προσωπικότητα της και η δουλειά της η θεατρική πριν από αυτά και μάλιστα προπολεμικά, στη δεκαετία του ’20 και του ’30 που ήταν σταρ του θεάτρου, στο μουσικό θέατρο. Εγώ ελπίζω ο κόσμος να αγκαλιάσει αυτό που θυμάται, με αυτό που έχουμε φτιάξει εμείς. Δεν κάνουμε μία μίμηση εδώ, μέσα από την έρευνα μας θέλουμε και να προσθέσουμε στις πληροφορίες που έχει ο κόσμος αλλά και να δώσουμε έναν διάλογο και κουμπώνει και με τη δική μου τη θεατρική πορεία γιατί κι εγώ είμαι φανατική θεατρίνα και εκεί συνδεόμαστε. Υπάρχουν πολλά που στο πέρασμα του χρόνου ξεχάστηκαν. Η Γεωργία Βασιλειάδου μέχρι τα 40 ήταν ένας άνθρωπος και από τα 40 και μετά, ήταν ένας άλλος. Γιατί στα 40 είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που παραμόρφωσε όλο της το πρόσωπο, τότε έμεινε και μόνη της με ένα παιδί στα χέρια, άλλαξε όλη της η κοσμοθεωρία, έπεσε στη φτώχεια και ξαφνικά όλη αυτή η αδυναμία της έγινε μία τεράστια δύναμη».
Κωνσταντίνος Χατζησάββας: «Ελπίζω αυτή τη φαντασμαγορία που θέλουμε να πετύχουμε, να την καταφέρουμε»
«Εγώ είμαι ο Ερβέ Βιλάρ στην παράσταση. Ένας πρωταγωνιστής της εποχής του 1920 και βάλε. Ήταν πιο διαχρονικός από τον Μιχαήλ Μιχαήλ και είχε καριέρα και στο εξωτερικό, στην Γαλλία που τότε ήταν το κέντρο του θεάματος. Έχει γυρίσει ταινίες και μάλιστα μπορείτε να βρείτε και στο διαδίκτυο κάποιες και είναι τρομερό τι έφτιαχναν τότε χωρίς τεχνικά μέσα. Στην Ελλάδα τεχνικά ελάχιστοι ήταν οι άνθρωποι που γνώριζαν το αντικείμενο. Για μένα, υπήρχε δυσκολία όπως σε κάθε δουλειά. Μηδενίζω το κοντερ και ξεκινώ από το μηδέν. Οι πρόβες μας κράτησαν πολύ καιρό και ελπίζουμε πως αυτή η φαντασμαγορία που θέλουμε να πετύχουμε θα την καταφέρουμε. Με τον Πιατά αγαπιόμαστε, εκτιμούμε ο ένας τον άλλον και υπήρχε η επιθυμία να δουλέψουμε ξανά μαζί. Είναι ένας πολυπράγμων άνθρωπος, χορτασμένος και ακόμα, παιδικά ανήσυχος».
Λίγα λόγια για το έργο
Μέσα από την ιστορία του ελληνικού βωβού κινηματογράφου ο Δημήτρης Πιατάς και ο Σάκης Σερέφας δημιουργούν μια ευρηματική (ευφάνταστη) κωμωδία με ζωντανή μουσική και ιστορικά ντοκουμέντα, που έχει ως ήρωες πραγματικούς ηθοποιούς της εποχής, οι οποίοι έζησαν και έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ιστορίας της χώρας μέσα στα ταραγμένα χρόνια, μεταξύ του 1920 και του 1939. Ηθοποιούς που αν και ξεχάστηκαν μέσα στον χρόνο, άφησαν, ωστόσο, το στίγμα τους και έδειξαν τον δρόμο στους μεταγενέστερους Έλληνες κωμικούς.
Στην παράσταση ακούγεται το πρωτότυπο τραγούδι «Το Όνειρο του Παλιάτσου» σε μουσική Στάθη Παχίδη και στίχους του Μιχαήλ Μιχαήλ, ερμηνευμένο από τον Μίλτο Πασχαλίδη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παράσταση θα κινηματογραφηθεί για να προβληθεί από την Εταιρεία Παραγωγής Direct Productions & την Εταιρεία Θεάτρου «COMMEDIA» σε συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ, την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Το κείμενο του έργου «Οι Κωμικοί» θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις «Μικρός ΄Ηρως» σε μορφή κόμικς, σε σχέδια του Δημήτρη Αγκαράϊ.
Ο Σάκης Σερέφας που μαζί με τον Δημήτρη Πιατά έγραψαν το έργο, γράφει για την παράσταση:
Γεωργία Βασιλειάδου. Αχιλλέας Μαδράς. Σωτηρία Ιατρίδου. Ερβέ Βιλλάρ. Σπυρίδων Δημητρακόπουλος. Τάλα Κρανόφσκα Βαλέτα. Δήμος Βρατσάνος. Κώστας Βατίστας. Ηρώ Χαντά. Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Κοντσέτα Μόσχου. Ιωσήφ Χεπ.
Εκτός από τη Βασιλειάδου, ονόματα άγνωστα σήμερα, ξεχασμένα, σχεδόν εξωτικά. Ονόματα που τα χώνεψε η λήθη. Κι όμως, αυτοί είναι οι άνθρωποι, ηθοποιοί, παραγωγοί και σκηνοθέτες, που με τα σώματά τους έχτισαν το βουβό σινεμά στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’20. Άνθρωποι του θεάτρου, μαθημένοι να ρουφούν τις ανάσες του κοινού πάνω στο σανίδι, βρέθηκαν απέναντι από μια μηχανή που κατέγραφε τις συσπάσεις και τα σουσούμια σωμάτων και προσώπων που δεν εξέπεμπαν ήχο, σαν άφωνα νευρόσπαστα μιας νέας τεχνολογίας, η οποία λες και χρειαζόταν την ενέργειά τους για να πάρει μπρος. «Μαζί με μας θα πεθάνει μια μέρα και το κοινό μας. Κανείς δεν θα μας θυμάται». «Τι είναι μια ταινία όταν τη βλέπεις; Δεν μοιάζει με όνειρο; Ε, σαν όνειρο ξεχνιέται κιόλας» ακούγονται να λένε μέσα στο έργο Οι Κωμικοί, την έμπνευση του οποίου είχε ο δαιμόνιος και πολύτροπος Δημήτρης Πιατάς. Και το πίστευαν αυτό που έλεγαν. Γιατί βρέθηκαν στο γύρισμα μιας εποχής στην οποία κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι ο κινηματογράφος είναι μια εφήμερη μόδα που θα πεθάνει σύντομα, σε αντίθεση με το θέατρο.
Στο έργο αποτυπώνονται με χιούμορ ο ερασιτεχνισμός, οι γκάφες, οι μωροφιλοδοξίες, οι ίντριγκες, η αγνωμοσύνη, τα ευτράπελα, οι αυτοσχεδιασμοί, οι κουτοπονηριές, οι ζαβολιές, οι γκάφες, μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν οι πρώτες βουβές ταινίες μυθοπλασίας στην Ελλάδα. Ενώ, παράλληλα, αποτυπώνεται η κοινωνική και ιστορική δίνη της σπαρταριστής πραγματικότητας: ο Σαγγάριος, η δικτατορία του Πάγκαλου, το νέο ημερολόγιο, το κόψιμο των χαρτονομισμάτων στα δύο και η οικονομική κρίση, ανάμεσα σε άλλα. Διάβασε ξανά τα ονόματά τους, θεατή. Άραγε θα θυμάσαι κάποιο από αυτά όταν θα βάζεις το κλειδί στην πόρτα επιστρέφοντας;
Συντελεστές: Κείμενο: Δημήτρης Πιατάς – Σάκης Σερέφας, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Πιατάς, Σκηνικά – Κουστούμια: Μανόλης Παντελιδάκης, Χορογραφία: Δημήτρης Παπάζογλου, Πρωτότυπη μουσική σύνθεση – Μουσική επιμέλεια: Στάθης Παχίδης, Ενορχηστρώσεις: Τραϊανός Αλμπανούδης, Στάθης Παχίδης, Φωτισμοί: Γιάννης Τούμπας, Μουσική διδασκαλία: Έλσα Μουρατίδου, Βοηθοί σκηνοθέτη: Άννη Τσολακίδου, Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Χριστόφορος Μαριάδης, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Χαρά Τσουβαλά, Βοηθός χορογράφου: Αναστασία Κελέση, Video: Σκηνοθεσία κινηματογραφημένων σκηνών: Νίκος Σούλης, Διεύθυνση φωτογραφίας: Κώστας Σταμούλης, Postproduction: Κανάρης Κωστόπουλος, Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη, Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Μελίνα Καμάρα.
Διανομή (με αλφαβητική σειρά): Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Σπυρίδων Δημητρακόπουλος), Νεφέλη Ανθοπούλου (Τάλα Κρανόφσκα), Μπέτυ Αποστόλου (Κοντσέτα Μόσχου), Ηρώ Δημητριάδου (Ριρή Ασπριώτου, Περαστική), Χρύσα Ζαφειριάδου (Πόπη Μέγγουλα), Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ροζαλία Παντελιάδου), Χρύσανθος Καγιάς (Ευτύχιος Βονασέρας, Μαγαζάτορας Μάρκος), Σοφία Καλεμκερίδου (Ευαγγελία Παρασκευοπούλου), Παναγιώτης Καμμένος (Διονύσιος Ταβουλάρης – Μπατσακούτσας), Γιώργος Καύκας (Μιχαήλ Μιχαήλ του Μχαήλ), Ελένη Μισχοπούλου (Λολόττα Ιωαννίδου), Νίκος Νικολάου (Ιωσήφ Χεπ), Χρήστος Παπαδημητρίου (Εδμόνδος Φρυστ), Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Γιώργος Πλούτης, Ιερέας Β’), Ιωάννα Πιατά (Ηρώ Χαντά), Δημήτρης Πιατάς (Δήμος Βρατσάνος), Σπύρος Σιδέρης (Ιερέας, Παραγιός), Πάνος Σκουρολιάκος (Αχιλλέας Μαδράς), Πολυξένη Σπυροπούλου (Γεωργία Βασιλειάδου), Χρίστος Στυλιανού (Λυκούργος Καλαποθάκης), Δημήτρης Τσιλινίκος (Κώστας Βατίστας), Άννη Τσολακίδου (Σωτηρία Ιατρίδου), Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Έρβε Βιλάρ)
Φιγκυράν – Κινηματογραφία επί σκηνής: Χρήστος Τουρλάκης
Μουσικοί επί σκηνής: Γιώργος Αβραμίδης (τρομπέτα), Τραϊανός Αλμπανούδης (κοντραμπάσο), Χρήστος Γκουγκούμας (πιάνο – συνθεσάιζερ), Βαγγέλης Καλαμαράς (τύμπανα – κρουστά), Μελίνα Παπαδοπούλου (βιολί)
Πληροφορίες: Μονή Λαζαριστών- Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη) | Πρεμιέρα: Κυριακή 28|01/2024 | Ωρες παραστάσεων: Τετάρτη: 18.30, Πέμπτη- Παρασκευή: 20.30, Σάββατο: 17.30 & 20.30, Κυριακή: 18.30 | Προπώληση: ntng.gr | more.com | 11876 | Πληροφορίες – κρατήσεις στο Τ. 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ