Fate: Ο έρωτας είναι τυχαίος
Συναντήσαμε την ηθοποιό Άννα-Μαρία Ιακώβου και μιλήσαμε μαζί της για την παράσταση «Fate» η οποία θα παίζετε και τον Δεκέμβριο στο Καφεθέατρο Ελληνικό.
Συναντήσαμε την ηθοποιό Άννα-Μαρία Ιακώβου και μιλήσαμε μαζί της για την παράσταση «Fate» η οποία θα παίζεται και τον Δεκέμβριο στο Καφεθέατρο Ελληνικό αφού πήρε παράταση. Είναι το πρώτο συγγραφικό και σκηνοθετικό της εγχείρημα.
Πες μου λίγα πράγματα για σένα.
Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο έγινε μέσω του εργαστηρίου «Ακτίς Αελίου» κι αργότερα συνέχισα και ως μέλος στον θίασο του θεάτρου Εταιρότητα. Δάσκαλοί μου είναι ο Θωμάς Βελισσάρης και ο Νίκος Σακαλίδης. Εκτός από το εργαστήρι της Ακτίδας τελείωσα και τη Νομική Σχολή. Πρόσφατα έδωσα κατατακτήριες και τώρα παρακολουθώ το τμήμα θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών Α.Π.Θ. στην κατεύθυνση της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας. Το Fate είναι μια απόπειρα να παρουσιάσω κάτι δικό μου, κάτι που έγραψα και σκηνοθετώ η ίδια δηλαδή.
Άρα είναι η πρώτη φορά που σκηνοθετείς κάτι;
Σε επίπεδο πλέον επαγγελματικό είναι πρώτη φορά, αφήνω έξω ό,τι κάναμε στα πλαίσια της σχολής.
Και πώς σε έβγαλε ο δρόμος σου στο θέατρο;
Είναι κάτι που σκεφτόμουν από παιδί. Ήμουν κατά καιρούς μέλος σε διάφορες θεατρικές ομάδες αλλά η πρώτη μου ουσιαστική επαφή όπως είπα και πριν ήταν η ΑκτίςΑελίου. Εκεί με δάσκαλο όχι μόνο τον Θωμά αλλά και άλλους, θεωρώ πως γνώρισα το θέατρο με τον τρόπο που το υποστηρίζω και σήμερα.
Σε σχέση με το θεατρικό κομμάτι πώς βλέπεις τα πράγματα από ‘δω και πέρα για σένα;
Ναι, το επαγγελματικό κομμάτι του θεάτρου είναι ένα θέμα σε αυτήν την πόλη είναι η αλήθεια.
Ίσως γενικά στη χώρα.
Δεν ξέρω, εγώ δεν έχω εμπειρία από αλλού, από αυτήν την πόλη γνωρίζω προς το παρόν και όπως είπα δυστυχώς είναι ένα μεγάλο θέμα το επαγγελματικό σε αυτόν τον τομέα. Είναι, βέβαια, πολύ προσωπικό για τον καθένα. Εγώ παλιότερα έλεγα ότι δε θα φύγω ποτέ από τη Θεσσαλονίκη, τώρα όμως σκέφτομαι ότι θα ήθελα να δω το εξωτερικό και πώς λειτουργούν εκεί τα θεατρικά πράγματα.
Δε θα δοκίμαζες πρώτα να δεις πώς κινούνται τα πράγματα στην Αθήνα;
Θα ήθελα να δω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που βλέπω εδώ ώστε να κρίνω κάπως πιο συνολικά την κατάσταση. Ως μακροπρόθεσμο στόχο ας πούμε έχω το Βερολίνο, λόγω του γερμανικού θεάτρου και λόγω της επιρροής που υποτίθεται πως έχει και στο ελληνικό θέατρο πλέον. Μ’ ενδιαφέρει το Βερολίνο γιατί πιστεύω πως είναι πολύ μέσα στα θεατρικά πράγματα οπότε κάτι θα έχει να μου δώσει θεωρώ έτσι κι αλλιώς. Βέβαια ακόμη μιλάμε σε υποθετικό επίπεδο αλλά θα ήθελα πολύ να το κάνω.
Πώς θα χαρακτήριζες την κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά το θέατρο;
Δε θεωρώ ότι είναι θέμα της χώρας το πώς πάνε τα πράγματα. Πάνω σε αυτήν την ερώτηση ο καθένας μπορεί να πει ό,τι πρωτοπορία θέλει που δεν είναι απαραίτητο να απηχεί στην πραγματικότητα. Σίγουρα είναι δυσοίωνα τα πράγματα, δεν ξέρω πού μπορούν να καταλήξουν. Ξέρω ότι είναι μια κρίσιμη φάση και νιώθω πως αυτή τη στιγμή το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να παρατηρεί τι συμβαίνει γύρω του και ν’ αρχίσει να συνειδητοποιεί κάποια πράγματα. Πιστεύω όμως πως τελικά χρειάζεται μεγαλύτερη ακρότητα απέναντι στα γεγονότα για να υπάρξει κάποια εξέλιξη. Και η μεγαλύτερη ακρότητα είναι κάτι βαρύ αν σκεφτεί κανείς πως τα πράγματα είναι ήδη ακραία αλλά εμείς είμαστε ακόμη έτσι.
Ας περάσουμε τώρα στο έργο. Δεν ξέρω τι είχες στο μυαλό σου να εκφράσεις μέσα από αυτό αλλά εμένα μου έβγαλε έναν εύστοχο σαρκασμό απέναντι στον έρωτα. Εσύ τι σκεφτόσουν όταν το έγραφες;
Ήθελα να γράψω κάτι. Κάτι με θέμα τον έρωτα. Και ήθελα να το αντιμετωπίσω κωμικά. Αυτό, βέβαια, ακούγεται πολύ γενικό. Με τη βοήθεια του Θωμά (Βελισσάρη) το έκανα πιο ειδικό. Ξεκίνησε από μία άσκηση δική μου πάνω στη σκέψη μου που ήταν «ερωτικές σκηνές για δύο» και μετά έκανα μία σύνθεση οπότε βγήκε. Κύρια αναφορά υπήρξε ο Αλμοδοβάρ. Είναι ένας σκηνοθέτης που μου άρεσε πάντα, θεωρώ πως είναι πολύ επίκαιρος και θίγει κάποια θέματα που με ενδιαφέρουν. Φυσικά έχει μεγάλη σχέση και με τον έρωτα και τον ερωτισμό γενικά. Κάπως έτσι, εφόσον έχω δει πολλές ταινίες του και το θεώρησα ενδιαφέρον θέμα μελέτης, προέκυψε το Fate.
Τώρα όσον αφορά τον σαρκασμό, ναι, είναι μία εκδοχή. Εξάλλου όσοι θεατές υπάρχουν τόσες και οι ερμηνείες. Το δικό μου σκεπτικό πάνω σε αυτό είναι πως η ουσία του έρωτα είναι μία και πολλά τα προσωπεία του. Γι’ αυτό έγινε κι αυτή η σύνθεση με αυτήν τη δομή κι αυτόν τον τρόπο, με την εναλλαγή των τόσων ρόλων και ιστοριών. Επίσης ο έρωτας είναι τυχαίος. Είναι μία σύμπτωση όπως και πολλά πράγματα στο έργο. Όλα αυτά μπορείς να τα εκφράσεις όντως με έναν σαρκασμό, με ειρωνεία και χιούμορ κι αυτός ήταν ο στόχος.
Πώς βίωσες την εμπειρία του να γράφεις και να σκηνοθετείς ένα έργο;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο και θέλει πάρα πολλή δουλειά. Κάτι που ισχύει γενικά για το θέατρο. Θέλει δουλειά συγκεκριμένη, με περιορισμούς, με καθοδήγηση κι έτσι το βίωσα κι εγώ. Είναι μια δημιουργική διαδικασία αλλά για μένα υπερισχύει η δουλειά. Όσον αφορά το κείμενοχρειάστηκε να διαβάσω κάποια πράγματα από λογοτεχνία, από θέατρο, είδα ταινίες, αλλά όταν αναφερόμαστε στο κομμάτι της δουλειάς εννοούμε και την προσωπική με τον εαυτό σου. Γιατί μετά από ένα σημείο όταν γράφεις κάτι που πρόκειται να γίνει παράσταση και μάλιστα σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια πρέπει να σκεφτείς και τον ηθοποιό. Σκεφτόμουν πώς μπορεί αυτό να σταθεί σκηνικά με βάση και την όποια δική μου σκηνική εμπειρία, πώς θα μπορούσα να διευκολύνω τους ηθοποιούς, πώς θα είναι και οι ίδιοι. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να δουλέψεις μέσα σου.
Η σκηνοθεσία είναι άλλο μεγάλο κομμάτι. Με τα παιδιά είμαστε στον ίδιο θίασο και υπάρχει κοινός κώδικας, κάτι που είναι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω αν εγώ θα μπορούσα να το κάνω σε κάποιο άλλο πλαίσιο, γιατί όταν κάτι ξεκινάς να το κάνεις από την αρχή έχει μεγάλη δυσκολία. Το αντιμετώπισα με υπομονή. Όχι για τους ηθοποιούς αλλά γιατί στη σκηνοθεσία έχεις πάντα ένα σύνολο πραγμάτων που πρέπει να διαχειριστείς. Είναι σύνθεση υποκριτικής, χώρου, χρόνου, αιτίας, αποτελέσματος, είναι πολλά. Στο Fate που είναι μουσικοθεατρικό είχαμε και τη μουσική, είχαμε στην πρόβα μουσικό.
Προσπάθησα να αντλήσω και από τις πρόβες πράγματα γιατί θεώρησα πως αυτό θα μπορούσε να με βοηθήσει αφού δεν έχω σχετική προηγούμενη εμπειρία, οπότε σαφώς και τύχαινε να εμπνευστώ κι από τα ίδια τα παιδιά. Είναι σημαντικό μέσα στην ομάδα να προκύπτουν πράγματα. Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι για όλους μας ήταν κάτι δημιουργικό.
Οπότε πώς σου φάνηκε που τελικά είδες όλη αυτήν την προσωπική κι ομαδική δουλειά να ζωντανεύει το κείμενό σου;
Είναι πολύ παράξενο. Δεν έχω καταλήξει ακόμη γενικώς για το τι αίσθηση είναι να βλέπεις το κείμενό σου και τη σκηνοθεσία σου να αναπαρίστανται μπροστά σε κόσμο.
Εμπνέεσαι από βιώματα και γράφεις ή είσαι πιο αποστασιοποιημένη, αν μπορεί κάτι τέτοιο να υφίσταται;
Άποψή μου είναι ότι δεν μπορείς στην τέχνη να είσαι αποστασιοποιημένος. Σε οτιδήποτε καλλιτεχνικό αυτός που το κάνει ανησυχεί, γι’ αυτό και το κάνει. Άρα εμπλέκεται προσωπικά, προσπαθεί να εκφραστεί. Εφόσον ο καλλιτέχνης ανησυχεί, λοιπόν, αυτό που κάνει αφορά και τους άλλους. Αν είναι αποστασιοποιημένος δεν ξέρω ποιον αφορά. Πάντα σε κάτι καλλιτεχνικό θες να δεις αυτόν που είναι μέσα. Είτε είναι ο ηθοποιός, είτε είναι ο σκηνοθέτης, είτε είναι ο συγγραφέας.
Άρα είναι κάτι που εσύ έχεις την ανάγκη να κάνεις και θα συνεχίσεις να το κάνεις.
Έχω την ανάγκη να το κάνω, δεν ξέρω τι θα συνεχίσω απ’ όλα αυτά, πιστεύω θα δείξει ο καιρός.
Έχει αλλάξει κάτι στην παράσταση τώρα που πήρατε παράταση;
Ναι, προστέθηκαν και κάποιοι έκτακτοι εμβόλιμοι ρόλοι σε μία σκηνή τους οποίους κάθε εβδομάδα θα ενσαρκώνει διαφορετικός ηθοποιός.
Καλή συνέχεια, λοιπόν και καλή επιτυχία.
Ευχαριστούμε πολύ.
*6, 13, 20 & 27/12, Καφεθέατρο Ελληνικόν, Ώρα: 21.30, Τηλ. 2310 237016