γιώργος-κωνσταντίνου-nιώθω-ότι-αν-δεν-1345778

Θέατρο

Γιώργος Κωνσταντίνου: «Nιώθω ότι αν δεν υπήρχε το θέατρο αυτή τη στιγμή, δεν θα υπήρχα κι εγώ»

Με αφορμή το «Εκείνος κι Εκείνος» που σήμερα κι αύριο θα είναι στη Θεσσαλονίκη, ο μεγάλος ηθοποιός μιλά στην Parallaxi και θυμάται την σπουδαία πορεία του

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Ελάχιστοι ηθοποιοί σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ιστορία για το ελληνικό θέατρο και αν υπάρχει ένας που απόλυτα ενεργά συνεχίζει να παίζει, να ονειρεύεται ρόλους και να γίνεται ένα με τις θεατρικές ομάδες που εντάσσεται, αυτός τότε είναι ο Γιώργος Κωνσταντίνου!

Ο σπουδαίος ηθοποιός που οι παλιότεροι (αλλά και οι νεότεροι) γνωρίσαν μέσα από τις, ελάχιστες αλλά πολύτιμες, ελληνικές ταινίες του, που άλλοι – όπως κι εγώ ως γενιά – τον απολαύσαμε μία περίοδο που πρωταγωνιστούσε καλλιτεχνικά και στην τηλεόραση με σειρές που έγραφε και πρωταγωνιστούσε και που με σημερινά νούμερα θα λέγαμε πως έσκιζαν,  αλλά που όλοι μαζί τον θαυμάσαμε πάνω σε μία σκηνή θεάτρου να ερμηνεύει ρόλους διαφορετικούς αλλά πάντα, σημαντικούς.

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, πρωταγωνιστεί αυτό το καλοκαίρι στην παράσταση “Εκείνος κι Εκείνος” του Κώστα Μουρσελά, σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα και δίπλα στους Λεωνίδα Κακούρη, Δημήτρη Σταρόβα και Σοφία Μανωλάκου.

Το φημισμένο και εμβληματικό έργο «Εκείνος κι Εκείνος» είναι ένας ύμνος στην ποιητική αλητεία, στην παράλογη λογική σκέψη και στο ελεύθερο χιούμορ. Ένα έργο που συγγενεύει με το θέατρο του παραλόγου και με την επιθεώρηση, μα πάνω απ’ όλα, με την σατυρική – σκεπτόμενη κωμωδία. Μία κωμωδία “αναρχική” – “αλήτικη” – “ανατρεπτική”. Μία κωμωδία υπεράνω σκέψεων, υπεράνω καταστάσεων, υπεράνω λογικής…

Ο Λουκάς (Γιώργος Κωνσταντίνου) και ο Σόλων (Λεωνίδας Κακούρης), οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές του έργου, είναι δύο σοφοί περιπλανώμενοι μποέμ, δύο άνθρωποι που θέλουν να είναι ελεύθεροι και τίποτα να μην τους εμποδίζει στο ταξίδι της ελευθερίας τους.

Με αφορμή τις δύο παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη, στις 8 και 9 Ιουλίου στο Θέατρο Κήπου, ο αγαπημένος ηθοποιός μιλάει στην Parallaxi και θυμάται στιγμές της σπουδαίας του ζωής, ξεκινώντας από την πόλη και την αγάπη του γι’ αυτήν

«Ξέρετε, έχω πει από παλιά, που ήμουν ακόμα νέος, ότι θα μπορούσα να ζήσω σε δύο άλλες πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη και στο Λονδίνο. Είχα ζήσει στη Θεσσαλονίκη πάρα πολύ όμορφα, όπως λέω και πάντα όποτε έρχομαι πάνω. Ήρθα στο Κρατικό Βόρειου Ελλάδος για δύο χρόνια και την ευχαριστήθηκα την πόλη, γιατί έλεγα πάντα πως ερχόμαστε μόνο για να παίξουμε τρεις μέρες και φεύγουμε. Σε εκείνα τα δύο χρόνια, ανεβάσαμε τον «Κατά Φαντασίαν Ασθενή», ανεβάσαμε την «Ειρήνη» επί Χατζάκη. Η Θεσσαλονίκη, έχει ανθρώπους «έξω καρδιά» και γνώρισα φίλους καλούς εκεί. Ένας από αυτούς, είναι ο Γιάννης ο Σερβετάς. Ξέρετε, βγάινω στον δρόμο στη Θεσσαλονίκη και νιώθω πως είναι όλοι συγγενείς μου. Με χαιρετάνε όλοι»

Η νέα επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη, είναι με ένα γνώριμο έργο για εσάς

Είναι γνώριμο τόσο για εμάς, όσο και για τον κόσμο. Πρόκειται για ένα σπουδαίο, διαχρονικό έργο του Μουρσελά που κάποτε το παίζαν στην τηλεόραση ο Διαμαντόπουλος με τον Μιχαλακόπουλο, όπου ο ένας ήταν δάσκαλος μου και ο άλλος συνάδελφος μου, και το θαύμαζα από τότε. Από τότε έβλεπα το σουρεάλ που είχε αυτό το έργο, γιατί αυτό το έργο είναι τόσο προχωρημένο, που αργότερα που έμαθα τι είναι ο Μπέκετ, είδα πόσο μοιάζουν τα έργα του με αυτό. Έχει φιλοσοφίες τις οποίες μπορεί και τώρα ο κόσμος να τις έχει στο μυαλό του, να ονειρεύεται αυτά που ονειρεύονται οι ήρωες της παράστασης. Αυτούς που κάποτε τους έλεγαν αλήτες αλλά δεν είναι. Απλά, δεν τους αρέσει το κατεστημένο, δεν τους αρέσει το σύστημα. Αυτοί, ονειρεύονται διαφορετικά τη ζωή. Τους αρέσει να στοχάζονται, να φτάνουν στη θάλασσα, να χορεύουν στη βροχή, να ερωτεύονται, να μετράνε τα αστέρια, να αγαπάνε, να χαμογελάνε. Έτσι τη βλέπουν τη ζωή αυτοί και δεν έχουν να φάνει, που λέει ο λόγος.

Είναι δύο άνθρωποι που θέλουν να σπάνε στερεότυπα, να μη συμβιβάζονται με το προφανές και σκέφτομαι πως από τότε που γράφτηκε από τον Μουρσελά (αρχές του 70) μέχρι σήμερα παλεύουμε ακόμα με αυτά τα στερεότυπα

Μα κοίταξε, αυτοί ζουν σε ένα παράλογο κόσμο που τον ονειρεύονται όπως τον θέλουν αυτοί. Αρχικά, είναι εναντίον της εργασίας. Ο κόσμος δεν είναι γεννημένος να εργάζεται λένε. Είναι γεννημένος να ζει έτσι. Να έχει τη θάλασσα μπροστά του, να ψαρεύει, να ερωτεύεται, να αγαπάει. Έτσι βλέπουν αυτοί τη ζωή. Είναι όμως κι ένα έργο που έχει πάρα πολύ γέλιο αλλά έχει και πολύ προβληματισμό από τον Μουρσελά. Μεταφέρει τη φιλοσοφία του.Και ίσως να είναι και από τους λόγους που είναι μέχρι σήμερα τόσο διαχρονικό και αγαπητό.

Τι κοινό έχει ο Γιώργος Κωνσταντίνου με αυτόν τον ήρωα;

Θα έλεγα πως είναι εντελώς αντίθετος. Εργάζεται μανιωδώς, ζει μέσα από το θέατρο, βιώνει δηλαδή την αγάπη του θεάτρου. Ξέρετε, επειδή είμαι σε μία ηλικία αρκετά μεγάλη, νιώθω ότι αν δεν υπήρχε το θέατρο αυτή τη στιγμή, δεν θα υπήρχα κι εγώ. Για μένα το θέατρο είναι δημιουργία, είναι κάτι το οποίο κάθε χρόνο θα αλλάξεις ήρωα, θα αλλάξεις φιλοσοφία, θα αλλάξεις τον τύπο του ήρωα, θα δουλέψεις πάνω σε αυτό και αυτό όλο, είναι ζωή. Αυτή είναι η ζωή. Το να κάθεσαι με τους ανθρώπους να βλέπεις τηλεόραση, δεν είναι…

Έχετε ακόμα επιθυμία για ρόλους και έργα;

Ασφαλώς. Υπάρχουν έργα που θέλω να τα παίξω. Θα ήθελα ας πούμε να παίξω τον «Βασιλιά Ληρ» που είναι και κοντά στην ηλικία μου, όπως και τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ. Κάτι τέτοιο ήταν και το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην» που κάναμε για δύο χρόνια με τον φίλο μου τον Τότσικα και τον Κώστα τον Γάκη και ήμασταν συνέχεια sold out. Δεν το είχα δει ξανά αυτό στα 65 χρόνια που είμαι στο θέατρο! Ο κόσμος κάθε βράδυ σηκωνόταν όρθιος για να χειροκροτήσει.

Είστε άνθρωπος της ομάδας;

Δε θα μπορούσα να είμαι μοναχικός «λύκος». Μ’ αρέσει η ομάδα, μ’ αρέσει η συνεργασία και γενικά, όταν οι άνθρωποι είναι ταλαντούχοι, μπορώ να κάτσω στην κουίντα και να τους παρακολουθώ και να χαίρομαι που τους βλέπω. Έτσι λατρεύω κι αυτούς τους ανθρώπους τώρα που δουλεύω μαζί τους στο «Εκείνος κι Εκείνος» για ένα έργο που εκτός του χαρίσματος που έχει να μην κουράζει προσφέρει και γέλιο αλλά σου δίνει και τη δυνατότητα να φιλοσοφήσεις.

Κι έχετε και πολύ καλή σχέση και με τους νέους ηθοποιούς

Από όταν ήμουν νέος και όταν έκανα και κάτι δικούς μου θιάσους, πάντα λάτρευα τους νέους. Κι όταν μου ‘ήρθε η πρόταση για τον «κύριο Γκρην» δεν περίμενα ο Γάκης και ο Τότσικας να έρθουν προς εμένα, αλλά πήγα εγώ προς αυτούς. Με το δικό τους κέφι, με τη δική τους πλάκα

Ακόμα και στις τηλεοπτικές σειρές που κάνατε, πολλά παιδιά νέα βγήκαν τότε από εσάς

Ναι πολλοί. Τρανό παράδειγμα και ο Σπύρος Παπαδόπουλος αλλά και πολλοί άλλοι.

Ήταν μια ωραία εποχή εκείνη η τηλεοπτική για σας;

Ήταν μία πολύ ωραία εποχή.  Έγραφα εγώ, σκηνοθετούσα και νομίζω πως είχα κάνει πολύ ωραίες σειρές. Υπήρχε εποχή που είχα και δύο σειρές σε διαφορετικά κανάλια και μαζί και θέατρο.

Γράφετε ακόμα;

Γράφω συνέχεια. Ξέρετε, τα γράφω, τα βάζω στο συρτάρι μου. Δε με ενδιαφέρει να τα δώσω πουθενά. Αν χρειαστεί κάτι, μπορεί να γίνει.

Πώς ήταν στην εποχη που ήσασταν νέος να λέει κάποιος στους δικούς του πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ακόμα και σε μία περίπτωση όπως τη δική σας που και οι δύο είχαν σχέση με το θέατρο;

Εγώ δεν το είπα ποτέ. Η μάνα μου, μου το είπε. Εγώ ήθελα να γίνω οτιδήποτε άλλο, θυμάμαι έλεγα να γίνω τεχνίτης. Ήταν και μία εποχή που δεν είχαν τα παιδιά μέλλον. Δύσκολα χρόνια. Μία μέρα λοιπόν, η μητέρα μου με πιάνει και μου λέει, θες να γίνεις ηθοποιός; Της απάντησα «ναι» τότε χωρίς να το πιστεύω καν. Έτσι πήγα σε κάποια Σχολή, μετά έδωσα στο Εθνικό αλλά με διώξανε γιατί ήμουν αληθινός, δηλαδή όπως θα έπαιζα τώρα έπαιξα και στην οντισιον. Τον καιρό εκείνο όμως, ήταν διαφορετική η υποκριτική και όλοι μιλούσαν με στόμφο, κάτι που εγώ δεν έκανα. Όμως με πήρε μετά ο Κουν που ήταν πραγματικά μοντέρνος και έτσι τελείωσα.

Εκεί πια συνειδητά είπατε πως θέλετε όντως να γίνετε ηθοποιός;

Εκεί όταν πήγα, το θέατρο μπήκε στο αίμα μου. Ήταν το δικό μου πανεπιστήμιο εκεί. Διαβάσαμε Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Τένεσσι Ουίλιαμς. Συμμαθητές μου ήταν η Μάρθα Βούρτση και ο Κώστας ο Καζάκος και μαζί τα είχαμε διαβάσει όλα. Ανταγωνιζόμασταν ποιος διάβασε πιο πολλά τότε.

Ήταν εύκολο τότε για έναν ηθοποιό να βρει δουλειά;

Ήταν πάρα πολύ δύσκολα, όπως είναι περίπου και τώρα. Δεν υπήρχε τότε ούτε τηλεόραση να σε απορροφήσει. Εγώ, μετά τη σχολή βασανίστηκα για κάποια χρόνια μέχρι που με την Βουγιουκλάκη κάναμε τότε εκείνο το «προφιτερόλ» και έτσι ξεχώρισα και έγινα πρωταγωνιστής. Όμως εγώ στο σύνολο, δεν έγινα γνωστός από τις ταινίες μου. Δε με δέχτηκε ο κόσμος τότε από τον κινηματογράφο γιατί δεν ήμουν τυποποιημένος. Δεν έκανα συνεχώς τον ψηλό βλάκα όπως θα ήθελαν. Εγώ άλλαζα, από τον Αντωνάκη στο «Ξύπνα Βασίλη» και το «Καλώς ήρθε το δολάριο». Ο κόσμος λοιπόν μπερδεύτηκε με εμένα και επειδή δεν ήταν μόδα τότε, με απόρριψαν από τον κινηματογράφο. Γι’ αυτό και έκανα λίγες ταινίες, οι οποίες αναγνωρίστηκαν αργότερα. Τώρα μιλούν όλοι για τις ταινίες μου και ευτυχώς είμαι ακόμα εν ζωή.

Από το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην»

Γιατί νομίζετε πως αγαπάμε σήμερα ακόμα τόσο πολύ τον Αντωνάκη και την κυρία Κοκοβίκου

Πέρα το ότι σε αυτές τις ταινίες υπάρχει ένα είδος αθωότητας, ένα είδος όπου ενδόμυχα ο θεατής θα ήθελε να ζήσει αυτή τη ζωή που ζουν οι ήρωες. Την γλύκα της και την  απλότητα της. Μία νοσταλγία που την έχουμε σήμερα για εκείνη την εποχή. Γι’ αυτό έχει τόσο μεγάλη επιτυχία. Από εκεί και πέρα, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο βέβαια και το πόσο καλή είναι η ταινία και πόσο καλά απέδωσαν οι ηθοποιοί. Γιατί αυτές τουλάχιστον που έκανα εγώ, δεν ήταν μερικές απλές ασπρόμαυρες ταινίες. Είχαν αξία. Και από όλο αυτό, κέρδισα την αγάπη του κόσμου. Δε κέρδισα ούτε λεφτά, ούτε τίποτα. Κέρδισα όμως το να με θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Αυτό είναι το κέρδος μου.

Αλήθεια, ποια είναι η άποψη σας για τη νέα μόδα που βάζουν χρώμα στις ασπρόμαυρες ταινίες;

Εγώ το επικροτώ. Γιατί αυτό τραβάει και τους νέους ανθρώπους. Τα παιδιά συχνά απορρίπτουν το ασπρόμαυρο, το θεωρούν παλιατζούρα. Ενώ οι πιο μεγάλοι, αντέδρασαν σε αυτή την αλλαγή.

Σήμερα θα κάνατε τηλεόραση;

Δε μπορώ εγώ να κάνω αυτή την τηλεόραση που γίνεται σήμερα. Δεν μπορώ να πάω να διεκπεραιώσω έναν ρόλο δραματικό ή κάτι που δεν το πιστεύω. Δεν μου πάει. Έχω άλλη νοοτροπία. Έχω κάνει 25 σήριαλ αλλά άλλη νοοτροπία έχω περί της τηλεόρασης. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου.

Το να δίνατε ένα δικό σας σενάριο ίσως;

Αυτό ναι! Αυτό δεν το συζητάω και έχω σενάριο έτοιμο. Αλλά επει΄δη τώρα η μόδα είναι αυτή που βλέπετε, το δικό μου φαίνεται παράταιρο. Αλλά, δε με νοιάζει καθόλου. Εμένα, το θέατρο είναι η ζωή μου. Είναι η σύζυγος μου και η τηλεόραση ήταν η ερωμένη μου. Η ερωμένη κάποια στιγμή χάνεται

Σας θυμόμαστε πολλοί όμως και από την τηλεόραση

Ναι, αλλά δεν παίζονται για να τα μάθουν οι νεότεροι. Αλλά τα έχουν αποκλείσει. Έχω κάνει πολύ ωραία σήριαλ με φοβερούς ηθοποιούς όπως η Μίρκα Παπακωνσταντίνου ή τον Σπύρο Παπαδόπουλο.

Ποια εποχή θα λέγατε πως ήταν η καλύτερη για το θέατρο στην Ελλάδα;

Τώρα περνάμε μία πάρα πολύ ωραία εποχή με μεγαλύτερες απαιτήσεις και μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Έχουν αλλάξει τα πράγματα πάρα πολύ. Το θέατρο απέκτησε έναν πλούτο. Το μόνο δυστύχημα σε όλο αυτό, είναι ότι υπάρχουν 300 θέατρα και σίγουρα κάποια χάνονται. Πρέπει δηλαδή να ξεχωρίσεις όπως τα άλογα στον υπόδρομο. Αλλιώς, οι καλύτερες εποχές του θεάτρου υπήρξαν από το 1975 και μετά, όταν έφυγε η χούντα. Εκεί άνοιξε πάρα πολύ το θέατρο, άνοιξε πολύ η επιθεώρηση, τα μιουζικαλ. Κάναμε πράγματα πάρα πολύ ωραία τότε.

*Το “Εκείνος κι Εκείνος” έρχεται στη Θεσσαλονίκη, στις 8 και 9 Ιουλίου στο Θέατρο Κήπου | Ώρα: 21.15 | Προπώληση: more

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα