Η γοητευτική Ωραία του Πέραν
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μαζί με την Αντιγόνη Φρυδά αποδείχτηκαν ένα καλοκουρδισμένο δίδυμο!
Λίγες παραστάσεις έμειναν για την Ωραία του Πέραν που παίζεται στο θέατρο Τ μέχρι τις 30 Οκτωβρίου.
Η σαπουνόπερα είναι “η τσίχλα των ματιών”. Το μελόδραμα “ η ηχώ του ιστορικά άφωνου υποκειμένου”. Και πάει λέγοντας. Τα τσιτάτα και τα γνωμικά δεν έχουν τελειωμό. Και δικαίως. Το μελόδραμα είναι το καθημερινό μας ψωμί, κατά πως λέει και ο σπουδαίος Κουβανός μυθιστοριογράφος, Αλέχο Καρπεντιέ. Δεν περνά στιγμή χωρίς να το ζήσουμε στο πετσί μας. Μας πολιορκεί: από την τηλεόραση μέχρι τους δακρύβρεχτους λόγους των πολιτικών.
Το μελόδραμα είναι ένα περίεργο είδος. Από τη μια οι ιστορίες του σε εγκλωβίζουν και, από την άλλη, αισθάνεσαι άβολα όταν αφήνεις τον εαυτό σου να εγκλωβιστεί. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο είδος το οποίο οι κριτικοί αγαπούν για να μισούν τόσο.
Μελοδραματικές παρεξηγήσεις
Για τους περισσότερους η λέξη «μελόδραμα» είναι κάτι σαν pass-partout: το κοτσάρουν σε οτιδήποτε δεν αρέσει. Δικαίωμά τους, βεβαίως. Όμως, χρειάζεται προσοχή. Δεν πρέπει να συγχέονται οι όροι «μελόδραμα» και «μελοδραματικό». Άλλο το ένα (που αναφέρεται σ’ ένα ολόκληρο και δύσβατο είδος) κι άλλο τ’ άλλο (που είναι ένας απλός χαρακτηρισμός ειδικής στόχευσης).
Το ενδιαφέρον με τον χώρο αυτό είναι ότι, αν και δημοφιλής, δεν ξεκαθάρισε ποτέ τη φυσιογνωμία του. Ήταν εξαρχής ένα κουβάρι, το οποίο ήρθε να χειροτερέψει με τις αθλιότητες της η τηλεόραση, με όλες εκείνες τις εμετικές σαπουνόπερες, που και να ήθελε η κριτική (εννοώ η σοβαρή και ενημερωμένη) να τις υπερασπιστεί δεν θα μπορούσε. Πώς να κρίνει άραγε κανείς τη σαχλεπίσαχλη καταιγίδα των μεξικάνικων, των βραζιλιάνικων αλλά και των δικών μας σειρών που απαξίωναν (και εξακολουθούν να απαξιώνουν) κάθε ίχνος πνευματικής αξιοπρέπειας;
Όμως, το ξαναλέω, δεν μπορούμε να κρίνουμε την ποιότητα όλου του χώρου απομονώνοντας μόνο το τηλεοπτικό παράδειγμα ή τους μελοδραματισμούς των τηλεοπτικών ειδήσεων και τα άθλια λογύδρια των πολιτικών (το απόλυτα κακόγουστο μελό).
Υπάρχουν δημιουργικοί χώροι που εμπλέκονται πιο υπεύθυνα με το είδος και τις ιδιαιτερότητές του. Και εκεί διαπιστώνει κανείς το πολυσύνθετο του πράγματος, ότι δεν είναι όλα μαύρο-άσπρο. Υπάρχουν αγωνιστικά και ανατρεπτικά μελοδράματα, όπως και μελοδράματα της ήττας, μελοδράματα όπου ούτε η αρετή αποκαθίσταται ούτε ο κακός τιμωρείται, μελοδράματα σύνθετα και απαιτητικά, όπως και η ζωή.
Ιστορικά
Εάν κάποιος αναζητεί ευδιάκριτες (και αυτό πολύ σχετικό είναι) αφετηρίες, θα χρειαστεί να πάει πίσω στη Γαλλία, εκεί όπου έχουμε και το πρώτο μελοδραματικό μυθιστόρημα, το: “Σελίνα ή Το παιδί του μυστηρίου” (1802) του Πιξερεκούρ.
Στην Ελλάδα οι μελετητές δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει ως προς τα ειδολογικά του χαρακτηριστικά, ούτε καν για την ονομασία του. Σε αντίθεση με την Γαλλία και την Αγγλία, όπου εξαρχής ως μελόδραμα ορίστηκε το θεατρικό είδος εκείνο που συνδύαζε τον πεζό λόγο με τη μουσική υπόκρουση, το τραγικό με το κωμικό, τους τυποποιημένους χαρακτήρες και τις απροσδόκητες ανατροπές της τύχης, στην Ελλάδα το ορισμός ναι μεν περιείχε κάποια από τα παραπάνω (βορειοευρωπαϊκά) στοιχεία, αλλά πιο πολύ είχε να κάνει μ’ ένα θέαμα όπου υπερτερούσε η μουσική και το τραγούδι (εξού και η άμεση σύνδεσή του με το λυρικό θέατρο και την όπερα, όπως και στην Ιταλία).
Οι μελετητές μας τείνουν, ακόμη και σήμερα, να χρησιμοποιούν πιο πολύ τον όρο “μυθιστορηματικό δράμα” (έχοντας ως «πάτημα» το μεγάλο αριθμό μυθιστορημάτων που είχαν διασκευαστεί σε μελοδράματα τον 19ο αι.), ενώ οι θίασοι που καθιέρωσαν το είδος τότε συνήθιζαν να διαφημίζουν τις παραστάσεις τους ως “οικογενειακά δράματα” ή “δράματα κωμικοτραγικά”. Πουθενά η λέξη μελόδραμα.
Στην Ελλάδα, ως πρώτο μελόδραμα, θεωρείται η παράσταση του “Κωδωνοκρούστη” (1858), αγνώστου συγγραφέα, από το θίασο Καμπούρογλου. Όσο για τον πρώτο Έλληνα συγγραφέα μελοδράματος που βλέπει έργο του να παρουσιάζεται στη σκηνή είναι ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, με τη θεατροποιημένη εκδοχή του διηγήματός του “Ο συμβολαιογράφος” (“Η θεία δίκη”), από το θίασο του Σούτσα (παίζεται στην Πόλη το 1863).
Χαρακτηριστικά
Σ’ ένα μελόδραμα σημασία δεν έχει η αλήθεια αλλά η αληθοφάνεια, η μαγεία που προκαλούν οι παλινδρομήσεις, οι αποκρύψεις, οι ανατροπές της πλοκής, οι οριακές καταστάσεις που βιώνουν οι ήρωες και οι οποίες προκαλούν ρίγη συγκίνησης.
Ο χώρος δράσης των ηρώων είναι συνήθως ο οικογενειακός κύκλος, με έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις, εκεί όπου προβάλλονται δυναμικά θέματα καταπίεσης, εκμετάλλευσης, συζυγικής απιστίας, εξαθλίωσης, σκληρότητας. Και “Η ωραία του Πέραν” είναι ένα καλό δείγμα γραφής που εμπεριέχει πολλά απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η ωραία του Πέραν
Το διήγημα του Δημήτρη Παπαδόπουλου (Τυμφρηστού) γράφτηκε το 1920 και απετέλεσε ένα από τα πλέον αγαπημένα θεάματα του λαϊκού θεάτρου (και των μπουλουκιών). Το 1953 μεταφέρθηκε στο σινεμά, με πρωταγωνιστή τον Ορέστη Λάσκο.
Η ιστορία επικεντρώνεται στον «απαγορευμένο» έρωτα της πλούσιας Ερμιόνης με τον φτωχό Αιμίλιο. Και όπως συμβαίνει σ’ όλα τα μελοδράματα που σέβονται τον εαυτό τους, έτσι και εδώ ισχύει η λογική που λέει ότι: όσο πιο μεγάλος είναι ο έρωτας τόσο πιο καλές και οι προϋποθέσεις της σύγκρουσης.
Το ενδιαφέρον με τα περισσότερα οικογενειακά μελοδράματα είναι ότι λειτουργούν σε δύο επίπεδα. Το ένα αφορά την εικόνα που έχουν για την οικογένεια οι εκτός. Το άλλο, είναι πιο κλειστό και αφορά μόνο τα μέλη της οικογένειας όπου φαίνεται όλη η παθογένεια, οι αρρωστημένες σχέσεις, που πόρρω απέχουν από τη δημόσια εικόνα τους. Και η οικογένεια της Ερμιόνης είναι ένα τυπικό παράδειγμα.
Στην επιφάνεια υπάρχει ειρήνη. Από κάτω, όμως, ρέουν πυρακτωμένες εντάσεις που πηγάζουν από την άνιση θέση των φύλων στην ιεραρχία. Πρόκειται για μια ανισότητα που καθιστά αδύνατη τη συμφιλίωση της γυναικείας επιθυμίας με την πραγματικότητα. Η Ερμιόνη απαγορεύεται να επιθυμεί. Απαγορεύεται να διαχειρίζεται το σώμα της. Για να υπάρχει οφείλει να υποτάσσεται στις κοινωνικές και οικονομικές νόρμες της οικογενειακής δομής.
Η Ερμιόνη, ως τυπική μελοδραματική ηρωίδα, ζει μέσα στις και από τις αντιφάσεις της πατριαρχικής οικογένειας. Η λύση που δίνει είναι η εκμηδένιση της εαυτότητάς της μέσα από την αυτοκτονία. Είναι ο μόνος (ειρωνικός) τρόπος να περάσει το σώμα της στην κατοχή της: εξαφανίζοντάς το. Ήττα και νίκη παράλληλα. Είναι η στιγμή που το μελόδραμα συναντά μετωπικά την τραγωδία του καθημερινού.
Η παράσταση
Η παράσταση της “Ωραίας του Πέραν”, που επεξεργάστηκε δραματουργικά η Θεοδώρα Καπράλου και πρωτοπαρουσιάστηκε με επιτυχία πέρυσι στο θέατρο του Νέου Κόσμου, φιλοξενήθηκε στο θέατρο “Τ”, το οποίο φέτος μπήκε πολύ δυναμικά στα θεατρικά τεκταινόμενα της πόλης μ’ ένα πρόγραμμα ποιοτικά προσεγμένο και υποσχόμενο.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου (στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα) και η Θεοδώρα Καπράλου, μπήκαν υποψιασμένοι στον πολυπλόκαμο και ποικιλοτρόπως «επικίνδυνο» χώρο του μελοδράματος. Έψαξαν πηγές, ενημερώθηκαν, είδαν φωτογραφικό υλικό, διάβασαν σχετική βιβλιογραφία κι έτσι κατάφεραν να διαχειριστούν με αξιώσεις τις ιδιαιτερότητες του είδους και κυρίως τα άπειρα κλισέ του. Και εκτιμώ πως σωστά έπραξαν και εστίασαν επάνω τους, γιατί εάν τ’ αγνοούσαν ή τ’ άφηναν να λειτουργήσουν από μόνα τους θα τους είχαν παρασύρει στον πάτο. Όπως θα τους είχαν παρασύρει προς τα κάτω εάν έμπαιναν με πρόθεση να τα χλευάσουν. Ορθά υποστήριξαν την ακεραιότητά τους. Τα σεβάστηκαν. Σκάλισαν και βρήκαν τη θεατρική τους θερμοκρασία και μέσα από επιλεγμένες (και έξυπνες) τεχνικές παραξενίσματος διεμβόλιζαν, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την πυκνή μελοδραματική τους αύρα και έτσι προϊδέαζαν τους θεατές ως προς τις υπερβολές τους αλλά και ως προς τη σημασία τους στην εξέλιξη του στόρι.
Και οι δύο σκηνοθέτες κινήθηκαν με τρόπο ευφυή όσο και απλό και απόλυτα λειτουργικό και στα δύο επίπεδα, δείχνοντας ότι είχαν καλά μελετήσει την αισθητική της εποχής, το λαϊκό της θέατρο, την πρακτική, τις τεχνικές δυνατότητες των μπουλουκιών. Και αυτό φάνηκε από την πρώτη εικόνα, από την ίδια τη μορφοδομή του περιβάλλοντος της δράσης, που παρέπεμπε στη δεκαετία του 1920 και πιο πριν.
Το σκηνικό
Οι λάμπες, πρόχειρα τοποθετημένες μπροστά από τη σκηνή-πατάρι, σαν κι αυτές που χρησιμοποιούν ακόμη οι υπαίθριοι πωλητές σε πανηγύρια, τα ζωγραφιστά σκηνικά που άλλαζαν στο γύρισμα μιας μανιβέλας για να υποδηλώσουν τους χώρους της δράσης (Κωνσταντινούπολη, Οδησσός κ.λπ), οι διάφοροι ήχοι προερχόμενοι από απρόσμενες και άκρως «ταπεινές» πηγές (όπως οι δύο καρύδες για τον ήχο αλόγων που καλπάζουν, το ταψί με το ρύζι για τα κύματα που σκάνε στην ακτή, η αίσθηση του αέρα που φυσά μέσα από μια ενδιαφέρουσα χειροκίνητη κατασκευή), όλα αυτά κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα πολύ θεατρικό περιβάλλον, που από μόνο του λειτουργούσε ως μεταθεατρικό σχόλιο στη μελοδραματική αληθοφάνεια της ιστορίας. Και αυτό καθόριζε και τη γωνία θέασης, σε συνδυασμό με το συνεχές μπες βγες των ηθοποιών στους ρόλους (πατέρας, εραστής, κόρη, αντίζηλος ερωμένη κ.λπ) —με τη βοήθεια ενός πανιού παρμένου από την παράδοση του θεάτρου σκιών.
Ερμηνείες
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μαζί με την Αντιγόνη Φρυδά αποδείχτηκαν ένα καλοκουρδισμένο δίδυμο, με ευεργετική χημεία, γρήγορα αντανακλαστικά, πλαστικότητα και καλό τάιμινγκ. Ντυμένοι σε κλίμα εποχής (από την Τσάμη), κινήθηκαν με χάρη, αυτοπεποίθηση και άνεση στα όρια της θεατρικότητας και του ρεαλισμού της ιστορίας.
Το παίξιμό τους σε καμιά στιγμή δεν κορόιδεψε το συναισθηματικό κόσμο των δύο νέων, αλλά και σε καμιά στιγμή δεν παρασύρθηκε από αυτόν ώστε να καταλήξει στην καταγέλαστη υπερβολή. Έδειξαν να έχουν επίγνωση της θέσης τους και κινήθηκαν με τη δέουσα προσοχή.
Γενικά, η διπλή κωδικοποίηση της σκηνικής τους παρουσίας, σε συνδυασμό με την άνεση χειρισμού όλων των μικροαντικειμένων, είχε μια κομψότητα και σκηνική ευφυία, που αναγνώρισε και χειροκρότησε θερμά η πλατεία.
Πολύ ουσιαστική η παρουσία του μουσικού Γιώργου Μαυρίδη, ο οποίος, άλλοτε με τη βοήθεια της λύρας άλλοτε με ένα τουμπερλέκι ακόμη και με τη βοήθεια ενός πιάνου-παιχνίδι, έδινε ρυθμό, υπογράμμιζε συναισθήματα, χρωμάτιζε καταστάσεις, ενίσχυε το σασπένς.
Κι ένα ελεγκτικό σχόλιο
Στα «ελεγκτικά» μου σχόλια στέκομαι σε κάποιες ξεψυχισμένες τονικότητες στην εκφορά του λόγου, που πρόδιδαν μάλλον αμηχανία στη διαχείριση των ηχοχρωμάτων μιας ιστορίας αρκετά μακριά από τη ψυχοσύνθεση νέων ανθρώπων της εποχής μας. Εκείνες τις στιγμές σαν να έσβηνε η ενέργεια και οι δύο ηθοποιοί πρόδιδαν την «ξενότητά» τους με το υλικό που ζωντάνευαν στη σκηνή. Πιο πολύ φάνηκε αυτό στον πιο κινητικό και από την αρχή ορμητικό Παπαγεωργίου, ο οποίος όσο διαχειριζόταν την παρουσία του με εξωστρέφεια είχε χαρακτηριστική (εντυπωσιακή, για να ακριβολογώ) επικοινωνιακή άνεση, όταν όμως έπρεπε να χαμηλώσει τους τόνους και να επενδύσει σ’ ένα πιο εσωστρεφές παίξιμο σαν να έχανε κάπως το βηματισμό του.
Συμπέρασμα: παράσταση (στα όρια της περφόρμανς) απλή, ουσιαστική, έξυπνη, ψαγμένη. Δείτε την. Θα σας γοητεύσει.
info: «Η Ωραία του Πέραν» του Δημητρίου Παπαδόπουλου
Η «Ωραία του Πέραν», η αναβίωση του λαϊκού ρομάντζου του Δημητρίου Παπαδόπουλου από τους Θεοδώρα Καπράλου και Γιώργο Παπαγεωργίου, που έγινε γρήγορα από τα sold out της περσινής σεζόν στο Θέατρο του Νέου Κόσμου στην Αθήνα, έρχεται τον Οκτώβριο στην Θεσσαλονίκη, για 12 παραστάσεις στο Θέατρο Τ.
Αυτό το ερωτικό ρομάντζο γράφτηκε το 1920 και αποτέλεσε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα των λαϊκών θιάσων. Από τα στενά του Βοσπόρου και τα προάστια της Κωνσταντινούπολης, η ερωτική ιστορία του Αιμίλιου και της Ερμιόνης, που αγαπήθηκε τότε από χιλιάδες ζευγάρια, ξαναζεί σε μια παράσταση που υπερασπίζεται με πάθος τoν «μαύρο» ρομαντισμό της εποχής της. Οι δυο ερμηνευτές της, Γιώργος Παπαγεωργίου και Αντιγόνη Φρυδά, με εργαλεία τη ζωντανή μουσική της πολίτικης λύρας και δάνεια από τα ανεβάσματα των λαϊκών θιάσων παρασύρουν το κοινό στην αναβίωση ενός παλιού ρομάντζου.
*7-30 Οκτωβρίου, Θέατρο Τ, Αλεξ. Φλέμινγκ 16, τηλ. 2310 854333, Ώρες: Παρασκευή-Σάββατο στις 9.30 μ.μ. Κυριακή στις 7 μ.μ., Είσοδος: 12€, 10€ και 8€ μειωμένο