Η κωμωδία μετά την πανδημία
Η κωμωδία είναι η τέχνη της επιβίωσης. Γι’ αυτό ο μεταπανδημικός κόσμος στρέφεται μαζικά σε αυτήν. Θέλει να ξαναβρεί τη ζωή που έχασε.
Τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την κυριαρχία της πολιτικής ορθότητας και κινημάτων όπως το #Metoo, η κωμωδία δίνει την εντύπωση πως δεν πατά γερά στα πόδια της. Δοκιμάζεται. Και τούτο γιατί καλείται να διαχειριστεί έναν καινούργιο πολιτισμό όπου διακυβεύονται εθνικές αφηγήσεις, σύμβολα και γνώριμα έμφυλα στερεότυπα που για δεκαετίες ήταν η καύσιμη ύλη της. Με άλλα λόγια, καλείται να ανακαλύψει ξανά τα υλικά της, τα σύμβολά της, τους τύπους της, το χιούμορ της, που σημαίνει να ανακαλύψει ξανά και τους θεατές της, κάτι διόλου εύκολο αν αναλογιστεί κανείς την πολιτισμική (και όχι μόνο) διάσπαση του κοινωνικού σώματος.
Ας μην ξεχνάμε ότι η κωμωδία είναι κατά βάση μια συλλογική (και κυρίως τοπική) εμπειρία, δηλαδή πηγάζει μέσα από την αναγνώριση ορισμένων κοινών πραγμάτων, προσώπων και δράσεων, οπότε το γεγονός ότι σήμερα κυριαρχούν πλέον οι κοινότητες των πολλών και ποικίλων συλλογικών προσδοκιών, είναι απόλυτα λογικό να τη δυσκολεύουν και να την αποπροσανατολίζουν.
Βέβαια, όπως και να το δει κανείς, η κωμωδία, σε αντίθεση με το τι πιστεύουν πολλοί, δεν είναι, όπως και δεν ήταν ποτέ, εύκολη δοκιμασία. Είναι ένα καλλιτεχνικό είδος ιδιαίτερα απαιτητικό. Πρέπει να το πιστέψει κανείς, διαφορετικά εκθέτει. Ακόμη και η πλέον ανάλαφρη κωμωδία είναι μια σκληρή δοκιμασία. Απαιτεί, πέρα από ταλέντο, βαθιά γνώση των κωδίκων της και των ιδιαιτεροτήτων της. Δεν είναι παίξε γέλασε. Δεν κάνεις πλάκα με την κωμωδία. Μόνο η κωμωδία δικαιούται να κάνει πλάκα, όχι οι συντελεστές. Δείτε πόσο εύκολα ένας καλλιτέχνης κάνει τον κόσμο να κλάψει και πόσο πιο δύσκολα να γελάσει. Ο κόσμος έχει συνηθίσει να «αγοράζει» με σχετική ευκολία τις τραγωδίες και τα (μελο)δράματα της ζωής παρά τις κωμωδίες της. Έχει πιο έτοιμο το δάκρυ από το γέλιο.
Και μιας και μιλάμε για (μελο)δράματα προσθέτω εδώ διευκρινιστικά ότι η κωμωδία δεν γυρίζει την πλάτη, όπως λανθασμένα πιστεύουν πολλοί, στη σκοτεινή όψη της ζωής. Απλώς καλλιεργεί μια αλλιώτικη σχέση μαζί της. Μας τη γνωρίζει μέσα από ένα άλλο πρίσμα, ενίοτε παράλογο, ενίοτε τραγελαφικό, περίεργο, αλλοπρόσαλλο κ.λπ.
Η κωμωδία, με άλλα λόγια, είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος να αντικρίζει και να αντιλαμβάνεται κανείς τον κόσμο μέσα από την προσβολή/πρόκληση των φυσικών του νόμων, της ευταξίας του. Και για να την εκτιμήσει πρέπει να την υποδέχεται με βάση τους όρους, τους νόμους και τα όρια που θέτει η ίδια και όχι με βάση τα δεδομένα κάποιας σταθερής «σοβαρής» και γενικά αποδεκτής θεωρίας ή μεθόδου.
Η επιστροφή της κωμωδίας
Όλα αυτά τα εισαγωγικά έχουν ως αφορμή την εντυπωσιακή φέτος παρουσία της κωμωδίας τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται πως η μελαγχολία και η όλη δυσοίωνη ατμόσφαιρα που επέβαλε η πανδημία και ο αναγκαστικός εγκλεισμός δεν άφησε ανεπηρέαστους καλλιτέχνες και θεατές. Όλοι τρέχουν να καλύψουν το χαμένο έδαφος. Να βρουν ξανά τα νήματα εκεί που τα άφησαν. Σαν να αναζητούν βαλβίδες αποσυμπίεσης, κάποιες νησίδες χαράς και αισιοδοξίας, μια νότα ελπίδας κι ας είναι δοσμένη αυτή η ελπίδα μέσα από ξεσαλωμένες, άναρχες και απίστευτες καταστάσεις. Και η κωμωδία προσφέρεται γι’ αυτή την αποσυμπίεση, γιατί είναι μια καλλιτεχνική μορφή απελευθέρωσης, έστω και στιγμιαίας, από τα δεσμά που μας κρατούν υποταγμένους στη λογική της τάξης, μια κίνηση μακριά από την τακτοποιημένη κοινωνία που ελέγχεται από τη συνήθεια, τις μεθόδους, τους νόμους, τα τελετουργικά δεσμά, τη σκοτεινιά, με κατεύθυνση ένα κόσμο πιο φωτεινό και ελπιδοφόρο.
Η κωμωδία είναι η τέχνη της επιβίωσης. Γι’ αυτό ο μεταπανδημικός κόσμος στρέφεται μαζικά σε αυτήν. Θέλει να ξαναβρεί τη ζωή που έχασε.
Και τώρα, στο διά ταύτα
Στο θέατρο «Τ» τα ντοματίνια εκατομμυρίων
Στο θέατρο “Τ”, είδα σε πανελλήνια πρώτη και σε σκηνοθεσία/ μετάφραση του Μιχάλη Σιώνα, τη μονόπρακτη φαρσοκωμωδία The Three Million Dollar Lunch του Αμερικανού Fred Carmichael. Ένα πρώτο σχόλιο. Μην περιμένετε κάποιο συγγραφικό αριστούργημα, βαθυστόχαστο, πνευματώδες ή περιπλεγμένο. Είναι ένα απλό (ενίοτε απλοϊκό) θεατρικό πόνημα, με καλλιεργημένη ωστόσο αίσθηση χιούμορ, ορισμένες ευφυείς ατάκες, το οποίο ό,τι έχει να πει μας το λέει εξαρχής, στις πρώτες σκηνές. Από κει και πέρα επαναλαμβάνει τον εαυτό του, χωρίς να αναπτύσσει ή να εμβαθύνει τα θέματα που το απασχολούν.
Και ένα δεύτερο σχόλιο: Παρ’ όλα αυτά που αναφέρω στο πρώτο σχόλιο, δεν το διαγράφω από τον σκληρό δίσκο της μνήμης, γιατί ακριβώς έχει κάτι που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, κάτι που μας αφορά. Και αυτό το κάτι ο συγγραφέας το συλλαμβάνει το 1980, δηλαδή αρκετά χρόνια πριν αρχίσει να χτυπά δυνατά η σειρήνα συναγερμού γύρω από το περιβάλλον και την επισιτιστική κρίση. Μέσα από αυτό το πρίσμα, λοιπόν, το έργο έχει ειδικό και ανθεκτικό ενδιαφέρον και χαίρομαι που μας το γνώρισε η ομάδα Drama Queens.
Η υπόθεση
Η υπόθεση του έργου έχει τη μορφή παρωδίας θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, με αποχρώσεις από το Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμιουελ Μπέκετ. Λαμβάνει χώρα σε μια εποχή όχι πολύ μακρινή, όπου τα χάπια έχουν αντικαταστήσει διά νόμου τα τρόφιμα, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Πρωταγωνίστριες σε αυτό το ζοφερό «αύριο» του πλανήτη, είναι αρχικά τέσσερις γυναίκες (συν μια που θα προστεθεί αργότερα), οι οποίες οργανώνουν σε μια ιδιότυπη Λέσχη εβδομαδιαίες συναντήσεις όπου συζητούν, δίκην ομαδικής ψυχοθεραπείας, τις νέες απαγορευμένες συνταγές της κλασικής πλέον αλλά δυσεύρετης μαγειρικής. Κορύφωση των συναντήσεων είναι η άφιξη στη Λέσχη ενός ντίλερ, ο οποίος αντί για ναρκωτικά, όπως ενδεχομένως θα περίμενε κανείς, φέρνει νόστιμα ντοματίνια ανεκτίμητης αξίας (εξού και ο περίεργος τίτλος). Οπότε αρχίζει και το «πάρτι» των μελών της παρέας, πλην του νέου μέλους το οποίο εγκαταλείπει πανικόβλητο την παρέα προς μεγάλη αγαλλίαση των υπολοίπων. Και η ζωή συνεχίζεται απτόητη με τον κόσμο «χαπακωμένο», εν αναμονή της άφιξης του επόμενου «Γκοντό», με τα δικά του διατροφικά και διαστροφικά καλούδια.
Αυτό είναι εν περιλήψει το στόρι. Θα μπορούσε και καλύτερα εάν ο συγγραφέας δεν επέλεγε τη μονόπρακτη φόρμα που δεν του άφησε πολλά περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και ολοκλήρωσης μιας ενδιαφέρουσας σκέψης.
Σκηνοθεσία και συντελεστές
Ο Μιχάλης Σιώνας σωστά επέλεξε να δώσει ένα γρήγορο, ατακαριστό ρυθμό προκειμένου να υπογραμμίσει την τρέλα των συναντήσεων των δραματικών προσώπων. Μπορεί να μην μας ξάφνιασε με τις επιλογές του, κατάφερε ωστόσο να κρατήσει το ρόλερ κόουστερ των δρωμένων σε μια διαρκή και ευφρόσυνη (μετα)κίνηση επάνω σε ράγες καθαρές, όπου οι πέντε κεφάτες ηθοποιοί (Στέλλα Νικολαΐδου, Άννα Σωτηρούδη, Σοφία Ταγταλενίδου, Μελίνα Ταχτσίδου, Δόμνα Χουρναζίδου), επένδυσαν τις εμμονές τους, τις ψυχώσεις τους και την αγωνία τους με όπλο τον καλό συντονισμό, την καλή χημεία μεταξύ τους και τα γρήγορα αντανακλαστικά. Μπήκαν ορμητικά και με ενθουσιασμό (εξαιρετική η απόδοση του εναρκτήριου μονολόγου) μέσα στην κωμική κατάσταση και πέτυχαν να κρατήσουν, στη μεγαλύτερη διάρκεια της παράστασης, τις ισορροπίες και το απαιτούμενο μέτρο. Και λέω «στη μεγαλύτερη διάρκεια» γιατί υπήρχαν στιγμές που είτε από υπερβολικό ενθουσιασμό είτε από επικοινωνιακό άγχος έχαναν το επιτελεστικό μέτρο, οδηγούσαν το σώμα τους σε ένα αχρείαστο υπερπαίξιμο και μια επίσης αχρείαστη υπερκινητικότητα και υπερεκφραστικότητα, προκειμένου να εκμαιεύσουν από την πλατεία το γρήγορο γέλιο. Θα μπορούσαν να το αποφύγουν. Το γέλιο δεν εκβιάζεται. Σε μια κωμωδία ο ηθοποιός δεν πρέπει να δείχνει ότι «πιέζεται», γιατί έτσι απλώς «φαίνεται» αστείος, δεν «είναι» όμως αστείος. Το «είναι» αποτελεί το ζητούμενο. Και αυτό προϋποθέτει ένα απόλυτα φυσιολογικό, αυτονόητο παίξιμο χωρίς μούτες και πόζες ώστε να λειτουργεί ως κοντράστ με αυτό που η πλατεία θεωρεί φυσιολογικό. Το γέλιο βγαίνει ακριβώς στο χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο.
Καταλήγοντας
Το έργο του Carmichael ακολουθεί τους νόμους και τους αποκαλυπτικούς τρόπους πιο πολύ της φάρσας θα έλεγα παρά της καθαρόαιμης κωμωδίας. Μολονότι η διάκριση ανάμεσα στα δύο είδη είναι πολύ δύσκολη, εάν μας ζητούσαν να τα διαφοροποιήσουμε κάπως θα λέγαμε ότι η κωμωδία είναι, τις περισσότερες φορές, πιο αληθοφανής, ενώ η φάρσα πιο παράλογη και γκροτέσκα. Εάν στην κωμωδία δεχτούμε ότι ο ηθοποιός υποδύεται/παίζει τον χαρακτήρα, σε μια φάρσα παίζει πιο πολύ την κατάσταση. Και εδώ η κατάσταση με τα απαγορευμένα φαγητά είναι αυτή που οδηγεί τα δραματικά πρόσωπα σε τραβηγμένες περιπέτειες και απόψεις, με κατάληξη το γέλιο της αναγνώρισης.
Προσωπικά πέρασα ευχάριστα. Χάρηκα ιδιαίτερα τις λεκτικές ακροβασίες και στρεβλώσεις, όπως η χρήση του γράμματος σίγμα «σ», μπροστά από όλες τις λέξεις (σκασέρι, σφαγητό, σπίτσα κ.λπ).. Τέλειο!
Όσο δε για το ίδιο το θέμα, ομολογώ πως παρ’ όλη, όπως είπα πιο πάνω, την ελλειπτικότητά του και τη light αντιμετώπισή του από τον συγγραφέα, δεν με άφησε αδιάφορο. Μέσα από το γέλιο αναγνώριζα ότι με αφορούσε.
Στο θέατρο «Αυλαία» ιπτάμενες λέξεις και αόρατες πάστες
Η άλλη κωμωδία, στο θέατρο «Αυλαία», είναι το πιο πρόσφατο έργο του σεναριογράφου Ευθύμη Φιλίππου Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα (έκανε πρεμιέρα στο Δώμα του θεάτρου του Νέου Κόσμου το 2023). Ένας τίτλος που, όπως αποδεικνύεται και στη συνέχεια, καμιά σχέση δεν έχει με την υπόθεση. Καταρχάς κανείς δεν είναι μόνος στο έργο (ως φυσική παρουσία—η μοναξιά εδώ είναι απόλυτα πνευματική, εσωτερική) και πουθενά δεν υπάρχει ποτήρι με γάλα.
Σκόπιμα, λοιπόν, ο Φιλίππου στρώνει το χαλί για να το τραβήξει κάτω από τα πόδια μας αργότερα. Μας προϊδεάζει για το τι μέλλει γενέσθαι προκειμένου να το περιμένουμε να γίνει πράξη. Μας παραπλανεί, όπως μας παραπλανεί κάθε κωμωδία που σέβεται τον εαυτό της. Άλλωστε η κωμωδία είναι το είδος που πάντα ξεφεύγει από τις δαγκάνες της αστυνομίας, του τμήματος ηθών, της προβλεψιμότητας. Η κωμωδία είναι ο δραπέτης της λογικής. Αρχίζει να σκέφτεται εκεί που τελειώνει ο προγραμματισμένος ορθός λόγος.
Σε αυτή την κωμωδία, λοιπόν, πρωταγωνιστούν δύο νέες γυναίκες για τις οποίες δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα. Δεν μας δίνεται κάτι για να τις αντιμετωπίσουμε ως ξεχωριστές και ολοκληρωμένες (τρισδιάστατες) οντότητες. Μοιάζουν πιο πολύ με ανθρώπινα καρτούν που εκστομίζουν από το πουθενά και κυριολεκτικά στο πουθενά μια σειρά από ξεκούδουνες ατάκες. Το ότι τις συναντούμε να συζητούν σε ένα ζαχαροπλαστείο, δεν σημαίνει ότι αυτός ο χώρος δράσης κουβαλά κάποιο ιδιαίτερο στίγμα ή κάποια λειτουργική παρουσία στα δρώμενα. Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει. Και να απουσίαζε και να ήταν κάτι άλλο, ένα σαλόνι ας πούμε, δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Και τούτο γιατί σε αυτή την παράλογη συνεύρεση των δύο κοριτσιών το παν, η καύσιμη ύλη, είναι το «πινγκ πονγκ» του διαλόγου τους, τα αλλεπάλληλα ήξεις αφήξεις τους, που σκηνοθέτησαν εύστοχα και ερμήνευσαν εξίσου εύστοχα οι Τζωρτζίνα Λιώση και Νάνσυ Μπούκλη. Ο διάλογος, ο οποίος στην ουσία δεν είναι διάλογος επικοινωνίας αλλά παράλληλοι μανικοί μονόλογοι γαρνιρισμένοι με μπόλικο χιούμορ που έρχεται κατευθείαν από το ανθολόγιο των συγγραφέων του παραλόγου, κινείται κυκλικά και φυσικά δεν οδηγεί κάπου. Δεν βγάζει σε κάποιο ξέφωτο.
Οι δύο νεαρές γυναίκες μιλούν ακατάπαυστα λες και θέλουν να μας δείξουν ότι δεν έχουν πεθάνει ακόμη. Μιλούν σε ρυθμούς και λογική ζάπινγκ. Μπαινοβγαίνουν σε εικόνες και μνήμες, σε συμβάντα και καταστάσεις χωρίς προεόρτια και χωρίς μεθεόρτια. Αρχίζουν να μιλούν για κάτι και ποτέ δεν το ολοκληρώνουν. Πιο πολύ τους αρέσει να ακούνε τον εαυτό τους να μιλά παρά να τις ακούει κάποιος που μιλούν. Ούτε παύσεις ούτε σιωπές. Μια συνεχής αιώρηση λέξεων και σκέψεων. Ο ήχος των λέξεων, και όχι το νόημά τους, είναι γι’ αυτές το οξυγόνο τους. Άλλωστε ποιος νοιάζεται για το τι σημαίνουν οι λέξεις! Εκφωνώντας τις λέξεις υπάρχουν αλλά δεν συνυπάρχουν. Τελούν αλλά δεν συντελούν. Κάθε Εγώ κινείται και επιτελεί δαιμονικά στον δικό του μικρόκοσμο. Κάθε Εγώ πρωταγωνιστεί στο δικό του μικρό σύμπαν. Δυο Εγώ που «είναι» ό,τι νομίζουν. Δυο Εγώ σύγχρονα, με μπόλικη παιδικότητα χωρίς απολογίες και χωρίς καμιά πραγματική διάθεση επικοινωνίας. Η χωρική τους συνύπαρξη είναι καθαρά συμπτωματική. Δεν οδηγεί ούτε σε μια καλύτερη κατανόηση ούτε σε νέες υποσχέσεις. Απλώς συνέβη.
Οι δυο καλλιτέχνιδες, που επέλεξαν να σκηνοθετήσουν τους εαυτούς τους, βρήκαν τον ρυθμό στον εκφωνημένο λόγο και διαμόρφωσαν ένα απολαυστικό ακουστικό σύμπαν αρκούντως παράλογο, αρκούντως καταιγιστικό και αρκούντως ψυχαγωγικό. Συντονίζοντας τον λόγο τους με τους κώδικες του σωματικού θεάτρου πέτυχαν να ενισχύσουν την εικόνα δύο υπάρξεων ομοιόμορφα ντυμένων (τα ρετρό κουστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα), που κινούνται με τον ίδιο τρόπο, μιλούν με τον ίδιο τρόπο και σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο.
Ο Φιλίππου μας παρέδωσε μια καλογραμμένη και ρέουσα κωμωδία η οποία, μολονότι μικρού βεληνεκούς ως προς τις ιδέες, την ανάπτυξη, την εμβάθυνση και την πρωτοτυπία, δεν παύει να είναι ενδεικτική της σύγχρονης πραγματικότητας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα της γλώσσας να φέρει πιο κοντά τα άτομα. Όπως στο Μάθημα του Ιονέσκο, έτσι και εδώ ο Λόγος απλώς υπάρχει για να μεταφέρει την επικοινωνιακή (αν)υπαρξία του παντού. Δεν πρέπει να ξενίζει που συγγραφείς όπως ο Πίντερ και κυρίως ο Μπέκετ μετά την κατάρρευση του λόγου θα περάσουν στην αλαλία και στη σιωπή.
Τελευταία σχόλια
Δύο ευχάριστες κωμωδίες στις σκηνές της Θεσσαλονίκης, οι οποίες με τον τρόπο τους, τα «τερτίπια» και τις «πονηριές» τους προσπαθούν να αναμετρηθούν με τα θραύσματα της πανανθρώπινης τρέλας και ασυνεννοησίας. Τα δρώμενά τους απηχούν, σε ένα βαθμό, τη γενικότερη εικόνα διάλυσης της πάλαι ποτέ συνεκτικής κοινωνίας, όπως επίσης αντανακλούν και την ταχύτητα με την οποία αυτή κινείται και μεταλλάσσεται.
Επίσης το γεγονός ότι και στις δύο κωμωδίες πρωταγωνιστούν γυναίκες είναι ένα δείγμα, μικρό έστω, ότι κάτι αλλάζει στο θεατρικό τοπίο, μια αλλαγή που άρχισε βέβαια εδώ και αρκετά χρόνια (ήδη από τη δεκαετία του 1970), όμως πλέον προχωρά με πολύ ταχείς ρυθμούς. Η παρουσία των γυναικών όχι μόνο είναι αισθητή αλλά προβλέπεται μέσα στην επόμενη δεκαετία να είναι καταλυτική. Και πριν ολοκληρώσω επιτρέψτε μου να μοιραστώ μαζί σας το παρακάτω παράδειγμα, προς επίρρωση της παραπάνω σκέψης.
Ως Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών τεχνών είχαμε διοργανώσει πριν από τρία χρόνια μια σειρά σεμιναρίων με θέμα την τέχνη της κριτικής. Τα σεμινάρια είχαν διάρκεια περίπου 10 εβδομάδες και τα παρακολούθησαν 33 εγγεγραμμένα άτομα από τα οποία 32 ήταν γυναίκες. Αυτό από μόνο του μπορεί να είναι ένα πολύ μικρό δείγμα για να βγάλει κανείς ασφαλή συμπεράσματα, όμως σε συνδυασμό και με άλλα δείγματα από τον θεατρικό χώρο (δείτε για παράδειγμα τι γίνεται στις δραματικές σχολές), μας προϊδεάζει ως προς τις εξελίξεις και τη μελλοντική ανθρωπογεωγραφία του θεάτρου στο σύνολό του.