Η μαγεία του «Φάουστ» ένα μεσημέρι στην Όπερα της Βαστίλλης
Η επική όπερα του Charles Gounod σε τετράωρη εκτέλεση, με εντυπωσιακά σκηνικά και ερμηνείες
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Την παραγωγή της επικής όπερας «Φάουστ» του Γάλλου συνθέτη Charles Gounod παρακολουθήσαμε το μεσημέρι της Κυριακής 29 Σεπτεμβρίου, όπως συνηθίζεται, στο σύγχρονο κτήριο της Βαστίλλης, το οποίο με τις τεχνικές του εγκαταστάσεις και δυνατότητες προσφέρεται για το ανέβασμα ενός τέτοιου κολοσσιαίου -σχεδόν τετράωρου- έργου. H αναβίωση ήταν του Βαυαρού σκηνοθέτη Tobias Kratzer, ενώ την Ορχήστρα της Παρισινής Όπερας διηύθυνε ο εκ Στρασβούργου (όπως κι ο Charles Munch) ορμώμενος Emmanuel Villaume, ο οποίος έχει κατά το παρελθόν ξανασυνεργαστεί με τον Νεοζηλανδό τενόρο Pene Pati, που έλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο τού Φάουστ.
Την όπερα ανοίγει μία πειστικά εκτελεσμένη εισαγωγή, ακολουθούμενη από το μελαγχολικό τραγούδι τού Δόκτορος Φάουστ, που αντιλαμβάνεται και παραπονιέται για το ότι δεν έχει γευθεί ούτε και ζήσει τη ζωή του όπως θα το επιθυμούσε, ματαιοπονώντας και αναπολώντας. Την απάντηση σε αυτό το διαρκές αδιέξοδο, το οποίο έχει οδηγήσει και σε δύο ατυχείς απόπειρες αυτοκτονίας τον Φάουστ, δίνει η καθ’ όλα βολική εμφάνιση του διαβολικού Μεφιστοφελή, τον οποίον ενσάρκωσε με τον προσήκοντα κυνισμό ο Ιταλός βαρύτονος Alex Esposito. Όπως είναι γνωστό, η συνάντηση των δύο καταλήγει στη σύναψη συμβολαίου μεταξύ τους, συμφώνως προς το οποίο ο Φάουστ εκποιεί την ψυχή του στον Μεφιστοφελή με αντάλλαγμα το δέλεαρ της ανάκτησης της ένδοξης νεότητάς του. Η κίνηση και το απελπισμένο φωνητικό φορτίο του Pene Pati κατάφεραν όχι απλώς να θέσουν εξαρχής, στη σωστή του διάσταση, τον δραματικό τόνο τού έργου, αλλά, παράλληλα, στην πολύ πετυχημένη μουσική διεύθυνση να ξεδιπλώσει τον επικίνδυνο όσο και προκλητικό διάλογο με τον Μεφιστοφελή. Αυτή την έντονη αίσθηση του κατεπείγοντος υπογράμμισαν με κάποιον σαρκασμό τα υποδόρια βιολιά, δημιουργώντας υπό τον Villaume μια παχύρευστη, ρυθμική και προπαντός σκοτεινή μουσική κίνηση.
Εντύπωση προκαλεί ένα πτυσσόμενο, ημιδιαφανές τηλεπανό που καλύπτει ως πέπλο τη σκηνή και επί του οποίου προβάλλεται μια συναρπαστική, επαυξημένης πραγματικότητας περιήγηση από αέρος στην πόλη τού Φωτός, καλώντας τους θεατές να ακολουθήσουν τον ιπτάμενο ήρωα στο ονειρικό ταξίδι του, υπό τη συνοδεία τής άριστα συντονισμένης χορωδίας. Όλα αυτά γειώνονται σε ένα καγκελόφραχτο γήπεδο μπάσκετ, όπου εμφανίζεται ο Μεφιστοφελής του Esposito και τραγουδά με σπουδαία τσαχπινιά και διονυσιακή φρεσκάδα το μεθυστικό «Le veau d’or», συναρπάζοντας και παρασύροντας στη γιορτή το παρευρισκόμενο πλήθος. Κορύφωση αυτής είναι το χορευτικό βαλς, το οποίο πολύ ευφυώς, και εξυπηρετώντας τη σύγχρονη σκηνοθετική αισθητική της παράστασης, εκτυλίσσεται σε ένα κλαμπ, όπου τα φωτορυθμικά και η κίνηση των θαμώνων έδωσαν ένα ρέον, ευχάριστο αποτέλεσμα.
Ο μονόλογος «Il ne revient pas» της Μαργαρίτας από την εξαιρετική Amina Edris προ της εξώθυρας μιας τσιμεντένιας, σοβιετικού τύπου, πολυκατοικίας, αποδόθηκε πλήρης γλυκάδας και λυρισμού, ακολουθούμενος από την ειρωνική αντίδραση του Μεφιστοφελή με μία περιπαιχτική καντάδα κάτω από το παράθυρο («Vous qui faites l’endormie»). Ο εξαιρετικός Florian Sempey εμφανίζεται ως Valentin, ενώ η πολυκατοικία φωτίζεται ολόκληρη και ο θεατής, παραβιάζοντας τον νοητό εξωτερικό τοίχο, ρίχνει τη ματιά του στα εσωτερικά της δωμάτια, όπου φιγουράρει υπέρκομψη η Siebel της Ελβετίδας Marina Viotti. Διαθέτει μεταξένια φωνητική έκταση με λίγο παραπάνω πυγμή στην υψηλή περιοχή, αλλά και αέρινη σκηνική παρουσία, την οποία καταγράφουν δύο κάμεραμεν, αναμεταδίδοντας με ζωντανή εικόνα την κίνησή της στο διάτρητο πανί προβολής που επανέρχεται. Το φινάλε τού πεντάπρακτου έργου σηματοδοτούν οι έγκαιρες παρεμβάσεις των τυμπάνων και τα αψεγάδιαστα σαλπίσματα των κόρνων, που υπό τον Villaume, σφραγίζουν την τραγωδία όταν έπειτα από το μελίρρυτο ντουέτο Μαργαρίτας-Φάουστ, ο τελευταίος υποτάσσεται στα έξω-γήινα καλέσματα, αντιλαμβανόμενος την καταστροφική συνέπεια της επιλογής του, που καταλήγει σε μία δακρύβρεχτη παράκληση στον θριαμβευτή Μεφιστοφελή.