Θέατρο

Η σπουδαία ζωή της Ιωάννας Μανωλεδάκη

Η Ιωάννα Μανωλεδάκη αφηγείται στην Parallaxi τη ζωή της - Θυμάται τα παιδικά της χρόνια, τις συνεργασίες της και το πολύτιμο έργο της

Γιώργος Σταυρακίδης
η-σπουδαία-ζωή-της-ιωάννας-μανωλεδάκη-1014774
Γιώργος Σταυρακίδης

Η Ιωάννα Μανωλεδάκη, σπουδαία ζωγράφος και σκηνογράφος, έχει ζήσει μία υπέροχη ζωή, πάντα συνδεδεμένη με τη Θεσσαλονίκη και με όσα αγάπησε. Παγκόσμια αναγνώριση, πολλές συνεργασίες και μία οικογένεια που πάντα, είχε ξεχωριστή θέση στη ζωή της.

Καθόμαστε στο γραφείο της. Σε έναν χώρο γεμάτο σημεία αναφοράς της δουλειάς της. Φωτογραφίες, βιβλία, κοστούμια, σκηνικά όλα γύρω μας όσο εμείς μιλάμε. Απέναντι στον διάδρομο ένα πιάνο μαρτυρά τη σχέση της οικογένειας με τη μουσική.

Τα σκηνικά αλλά και τα κοστούμια, οι μάσκες, τα καπέλα της, άφησαν εποχή στο θέατρο και στην όπερα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Καθηγήτρια της σκηνογραφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εργάστηκε με πείσμα για να δώσει εφόδια στους νέους σκηνογράφους και μέχρι σήμερα κατέχει ξεχωριστή θέση στις αναφορές πολλών μεγάλων καλλιτεχνών.

«Έχω αλλάξει πολλά επαγγέλματα στη ζωή μου, όχι επειδή δεν ήξερα τι ήθελα, αλλά επειδή από τα πολύ μικρά μου χρόνια τα ήθελα όλα» μου λέει αρχίζοντας να μιλάει για τη ζωή της.

Ιωάννα Μανωλεδάκη

«Ίσως η μεγάλη μου αγάπη ήταν η Όπερα»

Ένιωθα ότι μέσα μου υπήρχαν τέσσερεις άνθρωποι που διεκδικούσαν ταυτόχρονα τη ζωή μου. Γι’ αυτό, ίσως, η μεγάλη μου αγάπη ήταν, εν τέλει, η Όπερα. Επειδή εμπεριέχει όλα αυτά που πάντα αγαπούσα και πάντα ένιωθα να παλεύουν μέσα μου: Η Μουσική, η ποίηση, το θέατρο, τα εικαστικά, ο χορός.

 Ήμουν πολύ πρώιμο παιδί. Όταν ήμουν δυόμισι χρονών οι δικοί μου ανακάλυψαν ότι μπορούσα ήδη να γράφω και να διαβάζω. Είχα μάθει μόνη μου, παρακολουθώντας τη γιαγιά μου που προσπαθούσε να προετοιμάσει τη μεγαλύτερη αδερφή μου για το σχολείο. Επτά χρονών έγραφα ποιήματα και αργότερα, στο σχολείο, έπαιρνα πάντα τα βραβεία ζωγραφικής. Και τα παιδιά μου ήταν πρώιμα. Η κόρη μου (Χριστίνα Λαζαρίδη) έγραφε μικρές αριστουργηματικές ιστορίες από τεσσάρων χρονών, και τώρα είναι συγγραφέας και πολύ επιτυχημένη σεναριογράφος, καθηγήτρια στο Columbia, ο γιος μου ο Γιώργος (Γιώργος Εμμανουήλ Λαζαρίδης), ο γνωστός συνθέτης και πιανίστας, τριών χρονών κάθισε στο πιάνο και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Τώρα, παρακολουθώ τα δύο εγγόνια μου, που έδειξαν κι αυτά τα ίδια πρώιμα σημάδια, η μεγάλη μου στην κατεύθυνση του θεάτρου και του χορού, ο μικρός στη μουσική. Οι φίλοι μου με φωνάζουν αλεξικέραυνο, γιατί, λέει, προσελκύω παλιές ψυχές από το σύμπαν. Αφιέρωσα το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου στα παιδιά μου. Προσπάθησα να βρίσκομαι πάντα δίπλα τους.

Συχνά με ρωτάνε αν έκανα θυσίες στο επάγγελμα για να τα μεγαλώσω . Όχι, εγώ ποτέ δεν το θεώρησα θυσία, αυτό. Πιστεύω ότι τα πάντα είναι θέμα επιλογής. Παρόλο που πολλές φορές έχεις να αντιμετωπίσεις διλήμματα, θυσιάζεις, τελικά, αυτό που θα σου στοίχιζε λιγότερο να το χάσεις. Όχι που έχασα πολλά. Θα μπορούσα βέβαια να σχεδιάσω περισσότερα έργα, να κάνω περισσότερες εκθέσεις ζωγραφικής, να γράψω περισσότερα βιβλία. Δεν νομίζω όμως πως αυτό θα αντικαθιστούσε την τεράστια χαρά που μου έδωσε η ζωή μέσα από το μεγάλωμα των παιδιών μου. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα με γνώμονα πάντα την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία τους. Τα πήρα μαζί μου σε περιοδείες, τα έβαλα ενεργά μέσα στη δουλειά μου και τα έκανα να την αγαπήσουν. Δεν την ανταγωνίστηκαν ποτέ επειδή την έζησαν σαν σημαντικό μέρος και της δικής τους ζωής. Έπαιξαν σε παραστάσεις, ακολούθησαν σε περιοδείες, συνεργάστηκαν, ο Γιώργος, μάλιστα, έχει γράψει και τη μουσική για κάποιες παραστάσεις της Πειραματικής Σκηνής. Για το μεγάλωμα των παιδιών μου είχα ως πρότυπο τον τρόπο που μας μεγάλωσε εμάς η μαμά μου.

Τα πρώτα κοστούμια με δαντέλες από τα δισκάκια του Φλόκα

Η μαμά μου είχε μεγάλη μόρφωση, αλλά και πολλές ικανότητες και ταλέντα. Μεγάλωσε στο αστικό περιβάλλον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, σπούδασε σε Αγγλικό σχολείο, ήξερε τέσσερεις γλώσσες, και ζωγράφιζε υπέροχα. Παρόλο όμως που μεγάλωσε ως μια συνηθισμένη καλομαθημένη κοπέλα, όχι μόνο δεν δίστασε ποτέ να ασχοληθεί με δουλειές που θα θεωρούνταν ανάρμοστες στο κοινωνικό περιβάλλον της, αλλά ενθουσιαζόταν να καταπιάνεται με κάθε είδος δημιουργικής χειρωνακτικής εργασίας. Στην κατοχή, έφτιαχνε μόνη της ξυλοπάπουτσα για τις κοπέλες που τη βοηθούσαν στο σπίτι, και αργότερα, από υλικό στρατιωτικό, μας έφτιαξε τις πρώτες μας σχολικές τσάντες, που τη δική μου την έχω ακόμα. Απ΄ αυτήν πήρα την αγάπη μου, ίσως και την ικανότητα για κατασκευές κάθε είδους. Στη μαμά μου χρωστάω τη βάση για κάθε τι που έκανα αργότερα. Η μαμά μου, μου άνοιξε τον κόσμο της ζωγραφικής, της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, του θεάτρου και της μουσικής. Είχε φέρει από την Πόλη δικά της βιβλία Αγγλικά και Γαλλικά, που μας τα διάβαζε και στη συνέχεια μας τα μετέφραζε στα Ελληνικά. Έτσι έμαθα Γαλλικά, χωρίς ποτέ να σπουδάσω συστηματικά τη γλώσσα. Μας βοηθούσε επίσης να στήνουμε θεατρικές παραστάσεις μέσα στο σπίτι, με έργα από δικά της παιδικά βιβλία. Τότε έκανα και τα πρώτα μου κοστούμια από χαρτί με διακόσμηση τις δαντέλες από τα χάρτινα δισκάκια για τις πάστες, του Φλόκα. Όμως το πιο αξιοθαύμαστο κατά τη γνώμη μου, ήταν που μας είχε παραχωρήσει έναν ολόκληρο τοίχο του καθημερινού δωματίου όπου παίζαμε, και εκεί μπορούσαμε ελεύθερα να ζωγραφίζουμε, να γράφουμε μηνύματα, να κολλάμε πράγματα. Κάθε Σεπτέμβρη, ο τοίχος ασπριζόταν και μας τον παραδίνανε πάλι. Ήταν το πιο παλιό είδος γκράφιτι που ξερω! Τότε δεν βγαίναμε πολύ, ούτε είχαμε πολύ ανοιχτό σπίτι, λόγω του επαγγέλματος του μπαμπά μου που ήταν δικαστής. Τότε, οι δικαστές δεν έπρεπε να έχουν κοινωνικές επαφές. Ήταν, εξάλλου και δύσκολα χρόνια. Ήμασταν όμως πολύ δεμένα τα τρία αδέρφια, η αδερφή μου η Μαίρη, καθηγήτρια πιάνου και αργότερα σύζυγος του Αριστόβουλου Μάνεση, ο αδερφός μου ο Γιάννης Μανωλεδάκης, ο γνωστός ποινικολόγος, και εγώ. Και μείναμε δεμένοι σε όλη μας τη ζωή. Για ό, τι έκανα αργότερα, οι βάσεις μου, δόθηκαν από τη μαμά μου. Αν όμως σ΄ αυτήν οφείλω την γενικότερη καλλιέργεια και τη χαρά που σου προσφέρει η γνώση, στο μπαμπά μου οφείλω την πρακτική εφαρμογή αυτής της γνώσης , δηλαδή την επαγγελματική μου κατοχύρωση.

Μετά το σχολείο, εγώ ήμουν αποφασισμένη να φύγω στην Αγγλία για να σπουδάσω θέατρο. Ο μπαμπάς μου είχε σοβαρές αντιρρήσεις. Επέμενε να τελειώσω το Πανεπιστήμιο πρώτα, εδώ, στην Ελλάδα, και μετά να κάνω ό, τι θέλω. Δυσκολεύτηκε να με πείσει, αρχικά αντιστάθηκα πολύ, όμως εν τέλει δέχτηκα να ακολουθήσω τη συμβουλή του. Σπούδασα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, που τότε ήταν ανάμεσα στα καλύτερα Πανεπιστημιακά τμήματα στην Ευρώπη. Η σπουδή μου αυτή μου χρησίμεψε σημαντικά, όταν αργότερα αποφάσισα να κάνω θέατρο. Με βοήθησε να εμβαθύνω στα αρχαία κείμενα, συμπλήρωσε τις γνώσεις μου στην ιστορία της τέχνης και τη φιλοσοφία. Ως φοιτήτρια, αλλά και αργότερα, στα μεταπτυχιακά μου χρόνια, είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε σημαντικές ανασκαφές. Στο Πανεπιστήμιο είχα εξαιρετικούς δασκάλους, γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους και έκανα φιλίες ζωής.

Η πρώτη μου επαφή με το θέατρο, εκτός σπιτιού, ήταν μια παράσταση του έργου «Σκρούτζ», που ανέβασε το σχολείο μου, η Παιδαγωγική Ακαδημία, στο Βασιλικό Θέατρο. Παρόλο που ήμουν πολύ μικρή, στην τρίτη δημοτικού, για κάποιο λόγο με διάλεξαν και μάλιστα μου δώσανε ρόλο. Θυμάμαι πως αρχικά είπα πως δεν θέλω να παίξω, όχι επειδή δεν ήθελα στ’ αλήθεια, αλλά επειδή το ήθελα τόσο πολύ που δεν μπορούσα να το αντέξω. Τον πήρα τελικά το ρόλο, και ήμουν μουδιασμένη από λαχτάρα και περηφάνια. Όμως με είχαν ντύσει, θυμάμαι , με ένα κοστούμι που κατά τη γνώμη μου δεν ήταν σωστό. Εκ των υστέρων ξέρω πως είχα δίκιο, όμως τότε δεν τόλμησα να πω τίποτε, από φόβο μη μου πάρουν το ρόλο. Μια μέρα, μετά την πρόβα, ήμουν τόσο συνεπαρμένη, που ξεκίνησα για το σπίτι πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Χάθηκα για κάμποση ώρα περιπλανώμενη, προς μεγάλη απόγνωση των δικών μου, όμως τελικά, ρωτώντας, κατάφερα να βρω το δρόμο.

Στο ατελιέ του Λεφάκη

Ζωγραφική άρχισα να σπουδάζω ως μαθητευόμενη του σπουδαίου ζωγράφου, Χρήστου Λεφάκη, όπου με πήγε ο μπαμπάς μου όταν ήμουν ακόμα στο γυμνάσιο. Ο Λεφάκης είχε το ατελιέ του πολύ κοντά στο σπίτι μας και η ανηψιά του ήταν συμμαθήτριά μου και φίλη μου. Ο Λεφάκης ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και ένας πολυμερής και εξαιρετικά εφευρετικός καλλιτέχνης. Μου έμαθε εκτός από τις τεχνικές της παραδοσιακής ζωγραφικής, όλων των ειδών τις εικαστικές τεχνικές, γραμμικό σχέδιο, χαρακτική, ψηφιδωτό και βιτράιγ, αρχαιολογικό σχέδιο, καταγραφή, συντήρηση και αποκατάσταση αρχαίων μνημείων, αλλά και Βυζαντινή καλλιγραφία, και επίχρυση διακόσμηση παπύρων, τεχνική που με αυτήν διακοσμούσαμε τα βραβεία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Ακόμα και μικρά έπιπλα κατασκευάζαμε στο ατελιέ.

Όταν εκλέχτηκε καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής, τον ακολούθησα ως βοηθός του. Στην ίδια έδρα, δίδαξα κι εγώ, αργότερα, για πολλά χρόνια. Ο Λεφάκης δεν ασχολήθηκε ποτέ με το Θέατρο. Όμως αυτά που έμαθα κοντά του με βοήθησαν σημαντικά όταν αργότερα ασχολήθηκα με το θέατρο.

Ζωγραφική μου έχω εκθέσει σε πολλά μέρη του κόσμου, και μπορώ να είμαι ευχαριστημένη με την υποδοχή που είχαν. Δεν μου άρεσε όμως ποτέ όταν ερχόταν η ώρα να πουλήσω έναν πίνακα. Ένιωθα σαν να πουλάω τον εαυτό μου. Προτιμούσα να χαρίζω το έργο, όταν έβλεπα ότι κάποιος το καταλαβαίνει και το θέλει γι αυτό που είναι. Η ενασχόλησή μου με το Θέατρο ξεκίνησε ερασιτεχνικά. Αρχικά, σχεδίαζα σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις σχολείων. Η πρώτη μου σχεδόν επαγγελματική δουλειά ήταν το 1964, με το έργο του Μπέκετ “Περιμένοντας τον Γκοντό” που ανέβασε ο Σύλλογος Αποφοίτων του Γαλλικού Λυκείου. Ήταν η πρώτη παρουσίαση αυτού του έργου στην Ελλάδα. Σχεδίασα επίσης κάποιες διπλωματικές εργασίες για το Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, με την οποία για ένα διάστημα είχα και αλληλογραφία, όταν προσπαθούσε να με πείσει να αφήσω την αρχαιολογία και να αφοσιωθώ στο χορό.

Το Κρατικό Θέατρο, ο Βολανάκης και η Μερκούρη

Στο επαγγελματικό θέατρο μπήκα ως βοηθός σκηνογράφου του Νίκου Σαχίνη, σε έργα που του ανέθετε το Κρατικό Θέατρο. Εκεί εξοικειώθηκα και πρακτικά με τις τεχνικές της σκηνής. Ωστόσο, ως κατ’ εξοχήν δάσκαλό μου για την πρακτική του θεάτρου θεωρώ τον εξαιρετικό Κώστα Δημητριάδη, που ήταν Τεχνικός Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου για πολλά χρόνια. Ο Δημητριάδης ήταν ένας από τους πιο σοφούς τεχνικούς θεάτρου που γνώρισα ποτέ. Εκτός από τις τεχνικές γνώσεις που αποκτούσες παρακολουθώντας τον, έπαιρνες και μαθήματα θεατρικού ήθους, από την ηρεμία, την ευγένεια και την δίχως έπαρση σιγουριά του. Στο Κρατικό θέατρο μπήκα για τα καλά, μετά τη μεταπολίτευση, με πρόταση της Μελίνας, ως μέλος και αργότερα ως πρόεδρος της καλλιτεχνικής Επιτροπής. Ήταν μια περίοδος Αναγέννησης για το θέατρο, μια λαμπρή εποχή με σπουδαίες προσωπικότητες στο Διοικητικό Συμβούλιο και καλλιτεχνικό Διευθυντή το Μίνω Βολανάκη. Αλλά και με πολλές αντιθέσεις, στην προσπάθεια να εδραιωθεί ένας νέος προοδευτικός θεσμός με γνώμονα τη δημοκρατία που όλοι ονειρευόμασταν.

Την εποχή εκείνη η Μελίνα ήταν Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και είχαμε στενή επαφή, καθώς ήμουν τότε υπεύθυνη δραματολογίου. Στενή συνεργασία είχα επίσης με τον Μίνω Βολανάκη. Θυμάμαι πολλά απογεύματα που τα περνούσαμε οι δυο μας διαβάζοντας και επιλέγοντας έργα. Ήταν μια υπέροχη εποχή. Αργότερα συνεργάστηκα και ως ενδυματολόγος με το Μίνω, σε έργα που τα θεωρώ πάντα ανάμεσα στα πιο σημαντικά που έχω σχεδιάσει.

Στο Κρατικό Θέατρο, εκτός από σκηνογράφος και ενδυματολόγος, υπηρέτησα επίσης με διάφορες διοικητικές αρμοδιότητες. Αρχικά ως μέλος και αργότερα ως πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής, στη συνέχεια ως μέλος του ΔΣ, και εν τέλει ως πρόεδρος και υπεύθυνη εικαστικών στην Όπερα Θεσσαλονίκης, που ιδρύθηκε στον απόηχο της πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 1997, και παρά τις αναρίθμητες διοικητικές δυσκολίες, είχε μια μεγάλη ανοδική πορεία για πολλά χρόνια. Αργότερα, για λόγους που δεν θα ήθελα τώρα να εξετάσω, διαλύθηκε, μαζί με το καταπληκτικό βεστιάριο που είχαμε κατορθώσει να δημιουργήσουμε .

Η Όπερα Θεσσαλονίκης

Τώρα δεν υπάρχει πια Όπερα στη Θεσσαλονίκη, ενώ στα χαρτιά υπάρχει ακόμα ως Ανεξάρτητο Τμήμα του Κρατικού Θεάτρου. Με πονάει πολύ αυτή η εξέλιξη. Πιστεύω πως η Θεσσαλονίκη χρειάζεται ένα μόνιμο Λυρικό Θέατρο, αυτό αποδείχτηκε εξάλλου με τον τρόπο που το κοινό αγκάλιασε την προσπάθεια όλα τα χρόνια της λειτουργίας της. Είμαι όμως περήφανη που τότε, μια ομάδα ονειροπόλων εθελοντών, δημιουργήσαμε και κρατήσαμε το θεσμό, με πολλές προσωπικές θυσίες και σκληρή δουλειά, φτάνοντας στο σημείο να αναφέρεται η Όπερα Θεσσαλονίκης από τα διεθνή περιοδικά ως ένας υπολογίσιμος προορισμός για κάθε λυρικό καλλιτέχνη.

Ένα ακόμα από τα ανεκπλήρωτα μέχρι σήμερα όνειρά μου για τη Θεσσαλονίκη, είναι η δημιουργία ενός Θεατρικού Μουσείου που να εμπεριέχει και μια Τεχνική Σχολή- Εργαστήριο, με στόχο την εκπαίδευση νέων στις παραδοσιακές τεχνικές του θεάτρου. Θα είχα να δωρίσω πολλά σ’ ένα τέτοιο Μουσείο-Εργαστήριο.

«Τη Θεσσαλονίκη τη λατρεύω»

Για τη Θεσσαλονίκη έχω προσπαθήσει πολύ. Από τον καιρό που ως νέοι καλλιτέχνες, τότε, φωνάζαμε ζητώντας την ίδρυση της Σχολής Καλών Τεχνών, και αργότερα συμμετέχοντας στις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Θα προσπαθούσα και πάλι, όμως τώρα πρέπει να περάσει η πρωτοβουλία στις επόμενες γενιές. Τη Θεσσαλονίκη τη λατρεύω. Και την παλιά και την καινούρια, όπως εξελίσσεται τα τελευταία χρόνια. Έχει κάπως μειωθεί η εντύπωση της καταστροφής που είχε υποστεί όταν τα υπέροχα νεοκλασικά που τη στόλιζαν χάθηκαν στο βωμό της ανοικοδόμησης. Αγαπώ τα δέντρα, που έκρυψαν πολλές ασχήμιες, το πλατάνι μου που μεγάλωσε στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι μας, και με γεμίζει οξυγόνο και θετική ενέργεια. Την παραλία που μεγάλωσε και γέμισε δέντρα, τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου. Εξάλλου, ζώντας μια ζωή ολόκληρη σε μια πόλη, δημιουργείς σταδιακά και αναπόφευκτα, όλο και περισσότερα σημεία αναφοράς, όλο και περισσότερους τόπους και γωνιές αναμνήσεων, ακόμα και κείνες που σε πονάνε. Αυτά, και οι άνθρωποι που αγαπάς είναι που κάνουν μια αγαπημένη πόλη.

*Η Ιωάννα Μανωλεδάκη έχει βραβευθεί από τον Δήμο Αθηναίων, τον Δήμο Θεσσαλονίκης, το Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος. Είναι μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Σκηνογράφων, Αρχιτεκτόνων και Τεχνικών Θεάτρου. Έργα της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά βιβλία και λεξικά τέχνης καθώς και στον Τόμο “WORLD SCENOGRAPHY” 1990-2005. Σκηνικά και κοστούμια της έχουν εκτεθεί σε Μουσεία και Γκαλερί εντός και εκτός Ελλάδας, όπως στο Τελλόγλειο Ίδρυμα του ΑΠΘ, στο Βαφοπούλειο Ίδρυμα, στο Μουσείο της Επιδαύρου, στη Διεθνή Έκθεση Σκηνογραφίας στην Πράγα(διάκριση Ελληνικού Περιπτέρου), σε ιδιωτικές Γκαλερί και Πανεπιστημιακά μουσεία στις ΗΠΑ, κλπ. Είναι μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Σκηνογράφων και Τεχνικών Θεάτρου.Το καινούριο της βιβλίο με τίτλο «Το κοστούμι: Στοιχείο συνερμηνείας στην οπτική ανάγνωση του θεατρικού λόγου» (Εκδόσεις Ρώμη) μιλάει για το θεατρικό κοστούμι, πάνω και κάτω από τη σκηνή. Με ιστορίες και απολαυστικές αφηγήσεις που κάνουν πολύτιμη την ανάγνωση του.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα