Κεραυνός εν αιθρία στην πολιτιστική δημοσιογραφία;
Σκέψεις με αφορμή την απομάκρυνση της κριτικού Ματίνας Καλτάκη από το iefimerida.gr
Το Σάββατο 29 Ιουνίου, λίγες μέρες πριν από την έναρξη του Φεστιβάλ Επιδαύρου, η συνεργασία της κριτικού θεάτρου Ματίνας Καλτάκη με το iefimerida.gr έληξε αιφνίδια, με ένα τηλεφώνημα από το μέσο και με την αιτιολογία του «εξορθολογισμού του κόστους εργασίας», όπως γνωστοποίησε η ίδια στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook.
Για όσους δεν τη γνωρίζουν, η Ματίνα Καλτάκη, μέλος της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών και της Επιτροπής του Θεατρικού Βραβείου Μελίνα Μερκούρη, γράφει κριτικές παραστάσεων από τη δεκαετία του ’90 και έχει συνεργαστεί με μεγάλα μέσα, όπως ο Επενδυτής, Η Καθημερινή, η LIFO και η ΕΡΤ. Πρόκειται, είτε συμφωνεί κανείς με τα κείμενά της είτε όχι, για μια εμπεριστατωμένη, αξιόπιστη και γι’ αυτό ισχυρή κριτική φωνή, η οποία ουκ ολίγες φορές έχει προκαλέσει «θόρυβο», έχει ενοχλήσει.
Γιατί πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά η απομάκρυνση της Ματίνας Καλτάκη από το iefimerida.gr; Καταρχάς, αν η αιτιολογία ευσταθεί, άλλη μία δημοσιογράφος του πολιτισμού χάνει τη θέση εργασίας της, όπως άλλωστε έχει συμβεί αμέτρητες φορές μέχρι σήμερα. Οι δημοσιογράφοι του πολιτισμού είναι πάντα οι πρώτοι που χάνουν τη δουλειά τους σε περιόδους κρίσης. Αν, όμως, η αιτιολογία αποτελεί δικαιολογία, από το Σάββατο, η θεατρική δημοσιογραφία μετρά μία κριτική φωνή λιγότερη, σε μια εποχή μάλιστα που έχουν κυριαρχήσει οι all-star cast θεατρικές παραστάσεις, οι παραστάσεις των μεγάλων εταιρειών παραγωγής με τα μεγάλα ονόματα. Και σε μια εποχή που η πολιτιστική δημοσιογραφία εργαλειοποιείται ολοένα και περισσότερο, λειτουργώντας ως ένα ακόμα μέσο προώθησης. Δεν έχει τύχει να πέσετε κι εσείς πάνω σε πηχυαίους τίτλους για «άχαστες παραστάσεις» που ξεχωρίζουν πριν καν παρουσιαστούν;
Τι θεατρική κριτική έχουμε στη Θεσσαλονίκη;
Προσωπικά, η out-of-the-blue απόλυση της Ματίνας Καλτάκη με προβλημάτισε και για έναν ακόμα λόγο: για τις συνέπειες που επιφέρει η απουσία τεκμηριωμένου κριτικού λόγου, συνέπειες με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι στο θέατρο της Θεσσαλονίκης αλλά σπάνια αναδεικνύονται και γίνονται αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
Σήμερα στη Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση τα κριτικά κείμενα του Σάββα Πατσαλίδη και τα κριτικά σχόλια της Ζωής Βερβεροπούλου, οι θεατρικές παραστάσεις αξιολογούνται κατά κύριο λόγο από αυτοαποκαλούμενους «κριτικούς», άτομα δηλαδή που υστερούν σε θεατρική παιδεία, κατάρτιση και εμπειρία, στοιχεία απαραίτητα για την ανάπτυξη επιχειρημάτων, την τεκμηρίωση θέσεων και την τοποθέτηση των παραστάσεων στο ευρύτερο θεατρικό γίγνεσθαι. Σήμερα στη Θεσσαλονίκη, κριτική είναι δυσνόητα κείμενα-σεντόνια διανθισμένα με αμέτρητα επίθετα· κείμενα που περιγράφουν διεξοδικά υποθέσεις έργων, αδυνατώντας να αξιολογήσουν σκηνοθετικές προσεγγίσεις, σκηνογραφικές ή ενδυματολογικές επιλογές και ερμηνείες ηθοποιών με επιχειρήματα· βιτριολικά κείμενα με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ή διθυραμβικά κείμενα με εκθειαστικούς χαρακτηρισμούς που και τα δύο απέχουν έτη φωτός από την αποστολή της θεατρικής κριτικής· κείμενα που παραφράζουν ή χρησιμοποιούν αυτούσια αποσπάσματα από δελτία τύπου, το φαινόμενο που ερευνητές του κλάδου έχουν ονομάσει «προωθητική νέο-κριτική» (promotional neo-criticism). Και φυσικά, υπεύθυνοι επικοινωνίας και πολλοί καλλιτέχνες αποσπασματικοποιούν τις «κριτικές» αυτές και τις χρησιμοποιούν για την προώθηση παραστάσεων. Από που προέρχονται, δεν έχει καμία σημασία. Αρκεί να είναι θετικές για να προσελκύσουν κόσμο.
Προφανώς, η εμπορική επιτυχία μιας παράστασης είναι ζητούμενο τόσο για θεατρικούς επιχειρηματίες, παραγωγούς και επαγγελματίες της επικοινωνίας όσο και για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Ποιος, όμως, αξιολογεί την καλλιτεχνική αξία ενός θεατρικού εγχειρήματος στη Θεσσαλονίκη; Δεδομένου ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες και σπουδαστές θεάτρου στην πόλη μας δεν παρακολουθούν παραστάσεις συναδέλφων τους, ένα από τα ζητήματα που τόνισε και ο Χάρης Πεχλιβανίδης στην ημερίδα της Parallaxi για την καλλιτεχνική αιμορραγία της πόλης, οπότε η ανατροφοδότηση, η ανταλλαγή απόψεων, ο εποικοδομητικός διάλογος είναι σχεδόν ανύπαρκτα, η απουσία «ειδικών» γιγαντώνει το πρόβλημα που υπάρχει. Χωρίς ουσιαστική κριτική, πώς μπορεί να βελτιωθεί ένας καλλιτέχνης; Πώς μπορεί να αναγνωρίσει αστοχίες για να μην τις επαναλάβει; Πώς μπορεί να προβληματιστεί, να εμπνευστεί, να εξελιχθεί στην επόμενη δουλειά του; Πολλοί καλλιτέχνες που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και να αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα, υποστηρίζουν ότι το κάνουν γιατί η πόλη έχει «ταβάνι». Πόσο βέβαιοι μπορεί να είναι ότι έχουν αγγίξει αυτό το «ταβάνι» όταν η δουλειά τους δεν αξιολογείται σοβαρά;
Επαγγελματικό Vs Ερασιτεχνικό θέατρο
Πέρα από την ανάλυση, την ερμηνεία και την αξιολόγηση παραστάσεων, οι επαγγελματίες θεατρικοί κριτικοί στην Αθήνα ασχολούνται συχνά και με κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: ανακαλύπτουν και συστήνουν στο κοινό μικρά, μη εμπορικά «διαμάντια» ή/και νέα ταλέντα που αξίζει να αναδειχθούν. Αλήθεια, πόσοι πολιτιστικοί δημοσιογράφοι στη Θεσσαλονίκη παρακολουθούν, για παράδειγμα, διπλωματικές σπουδαστών από το Τμήμα Θεάτρου και τις Δραματικές Σχολές της πόλης; Και μια ερώτηση σε διαφορετική κατεύθυνση: Πόσοι πολιτιστικοί δημοσιογράφοι αναδεικνύουν ερασιτεχνικές παραστάσεις; Η αναφορά στις ερασιτεχνικές παραστάσεις δεν είναι τυχαία, καθώς στη Θεσσαλονίκη παρατηρείται το εξής παράδοξο: Επαγγελματίες και ερασιτέχνες μοιράζονται τις ίδιες θεατρικές σκηνές, ανεβάζουν παραστάσεις με το ίδιο, συχνά, εισιτήριο, συμπεριλαμβάνονται στις ίδιες πολιτιστικές ατζέντες, παραχωρούν ακόμα και συνεντεύξεις στα ίδια μέσα και, φυσικά, αξιολογούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο από «κριτικούς». Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω τίποτα εναντίον των ερασιτεχνικών θεατρικών ομάδων. Μακάρι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι να επιλέγουν την τέχνη του θεάτρου για να εκφραστούν. Είναι, όμως, ευθύνη αιθουσαρχών και δημοσιογράφων να διαχωρίζουν το επάγγελμα από τη δραστηριότητα ελεύθερου χρόνου.
Πέρα από την απαξίωση των επαγγελματιών θεατρικών καλλιτεχνών, η εξίσωση του επαγγελματικού με το ερασιτεχνικό θέατρο στη Θεσσαλονίκη αποπροσανατολίζει και δημιουργεί σύγχυση στο κοινό. Και δεν αναφέρομαι στους «εκπαιδευμένους» θεατρόφιλους αλλά στα άτομα που δεν πηγαίνουν τόσο συχνά στο θέατρο. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ακούσει ανθρώπους να ταυτίζουν το «επαγγελματικό» με το «γνωστό», θεωρώντας επαγγελματικές μόνο τις παραστάσεις που έρχονται από την Αθήνα – λόγω γνωστών ονομάτων – και τις παραγωγές του ΚΘΒΕ. Πόσο επικίνδυνες είναι, όμως, τέτοιες διαστρεβλωμένες αντιλήψεις για τα τοπικά επαγγελματικά καλλιτεχνικά σχήματα;
Μια πόλη χωρίς θεατρική κριτική, μια πόλη με θεατρικά βραβεία
Κι ενώ η θεατρική κριτική στη Θεσσαλονίκη έχει πεθάνει, τα θεατρικά βραβεία ζουν και βασιλεύουν. Θεατρικά βραβεία για τα οποία δεν αποφασίζουν επαγγελματίες κριτικοί, τα οποία δίνονται κυρίως σε καλλιτέχνες από την Αθήνα, στα οποία συνυπάρχουν και πάλι επαγγελματίες με ερασιτέχνες, τα οποία, τέλος, στηρίζει το Κέντρο Πολιτισμού της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, που επιλέγει να είναι κοντά στους ερασιτέχνες του θέατρου της πόλης αλλά μακριά από τους επαγγελματίες του.
Επίλογος
Πέρα από θεατρικές κριτικές, το τελευταίο εξάμηνο η Ματίνα Καλτάκη έγραψε στο iefimerida.gr και μια σειρά από σημαντικά άρθρα, ασκώντας κριτική στο Εθνικό Θέατρο με αφορμή την παράσταση «Βασιλιάς Ληρ», μιλώντας για τη μόδα της αφηγηματικότητας, τα ζητήματα που προκαλούν ασφυξία στη θεατρική αγορά της Αθήνας, το σύγχρονο ελληνικό θεατρικό έργο, θέματα που μόνο ένας/μία επαγγελματίας με πολυετή εμπειρία και «ειδική» γνώση μπορεί να αναδείξει. Γι’ αυτό και η φίμωση αυτής της φωνής αλλά και κάθε φωνής είναι πλήγμα. Γι’ αυτό και οφείλουμε να αναλογιστούμε, εδώ στη Θεσσαλονίκη, τι σημαίνει να μην υπάρχουν κριτικές φωνές. Τι σημαίνει για την καλλιτεχνική κοινότητα, για θεσμούς και παράγοντες, για τη δημοσιογραφία, για το κοινό, για την ποιότητα της πολιτιστικής ζωής της πόλης μας. Ας προβληματιστούμε, πριν «βουτήξουμε» στη θάλασσα των καλοκαιρινών εκδηλώσεων.
Εικόνα: Unsplash