Οι λέξεις και το σώμα της «Αγγελικής»

Όλοι κουβαλάμε μέσα μας το παιδί που ήμασταν κάποτε. Και η «Αγγελική» είναι αυτό ακριβώς: ένα θεατρικό δρώμενο back to the future.

Σάββας Πατσαλίδης
οι-λέξεις-και-το-σώμα-της-αγγελικής-120611
Σάββας Πατσαλίδης

 Οι Γιορτές Ανοιχτού Θεάτρου, που διοργανώνει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, συμπληρώνουν αυτό το καλοκαίρι 34 χρόνια δημιουργικής παρουσίας στην πόλη. Η φετινή διοργάνωση έγινε, όπως κάθε χρόνο, στο Δημοτικό Θέατρο Κήπου, από 1 έως 28 Ιουλίου 2016 και μας παρουσίασε οκτώ έργα που ξεχώρισαν στο δραματουργικό ρεπερτόριο της φετινής σεζόν. Από αρχαία τραγωδία και κλασικά ξένα έργα μέχρι και νέο ελληνικό κείμενο και παραμύθι, το πρόγραμμα κάλυψε όλο το θεατρικό φάσμα. Ανάμεσά τους η “Αγγελική” από την Ομάδα Killing the Fly: «Αγγελική» (αληθινή μαρτυρία της Αγγελικής Ματθαίου). Σκηνοθεσία: Κατερίνα Δαμβόγλου, Robin Beer, Jorge Arbert. Παίζουν: Κατερίνα Δαμβόγλου, Robin Beer, Γιάννης Κουκουράκης

Killing the Fly

Oι προσωπικές ιστορίες, όσο επώδυνες ή αποκαλυπτικές μπορεί να είναι, δεν παύουν να αποτελούν πολύ επικίνδυνο υλικό για το θέατρο, υπό την έννοια ότι ενδέχεται να μην ενδιαφέρουν κανέναν άλλο πλην του ατόμου που τις βίωσε.

Δεν αντιλέγω ότι η Μικρασιατική Καταστροφή και όλες οι (μικρο)αφηγήσεις που εκπορεύονται από αυτήν συνιστούν σημαντικότατο κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας μας. Όμως, δεν παύουν να είναι και ένα κεφάλαιο θεατρικά (κι όχι μόνο) χιλιοειπωμένο, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε απόπειρα μετατροπής τους σε δημόσιο θέαμα προαπαιτεί δουλειά σε βάθος ώστε να συγκινήσει εκ νέου.

Ιστορικό

Η Αγγελική Ματθαίου, από τις Φώκαιες της Σμύρνης, έζησε στο πετσί της όλη την τραυματική εμπειρία της καταστροφής. Έξι μόνο χρόνων οδηγήθηκε από τους «τσανταρμάδες» (Τούρκους στρατοχωροφύλακες) στα βάθη της Ανατολής (μια πάγια τακτική τότε που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για την εξόντωση των Ελλήνων), όπου πέρασε πάρα πολύ δύσκολες στιγμές. Εκεί έχασε και όλη της την οικογένεια. Κάποια στιγμή βρήκε το κουράγιο να αποδράσει, διασχίζοντας όλη την Τουρκία, για να καταλήξει στο Ρέθυμνο (με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού) όπου έζησε ήρεμα το υπόλοιπο της ζωής της.

Το 1995 της ζήτησαν τα εγγόνια της να γράψει τις εμπειρίες της από τα σκοτεινά εκείνα χρόνια. Το έκανε. Της πήρε εφτά ολόκληρα χρόνια και ένα σύνολο 23 χειρόγραφων σελίδων, που λίγο αργότερα  είδαν το φως της δημοσιότητας μέσα από μια τοπική εφημερίδα. Και αυτό το υλικό κατέληξε στα χέρια της Κατερίνας Δαμβόγλου (ο πατέρας της—και αυτός Μικρασιάτης– γνώριζε την Αγγελική) η οποία, σε συνεργασία με τους Robin Beer και Jorge Albert, το μετέτρεψε σε θεατρικό μονόλογο –αυτόν που είδαμε και ακούσαμε στο Θέατρο Κήπου, στις «Γιορτές Ανοιχτού Θεάτρου», από την ομάδα  Killing the Fly –αφού πρώτα παίχτηκε με επιτυχία στην Κρήτη και κατόπιν στην Αθήνα, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.

Ο μονόλογος

Παρ’ όλο που υπήρχαν πολιτικοί απόηχοι στη σκηνική μεταποίηση του υλικού (εκτοπισμός, προσφυγιά, μετανάστευση, βία, μετεγκατάσταση κ.λπ), δεν ήταν αυτό που με τράβηξε ως θεατή. Χωρίς καμιά πρόθεση να υποβιβάσω τη σημασία του θέματος αυτού, και μάλιστα σε εποχές σαν κι αυτήν που ζούμε σήμερα, για μένα εκείνο που λειτούργησε καθοριστικά στη θετική πρόσληψη του έργου ήταν η παιγνιώδης θεατρικότητά του πέρα από τα όποια ιδεολογήματά του. Εκεί ήταν όλα τα λεφτά. Μια θεατρικότητα που ανέδειξε με τρόπο άμεσο και συγκινητικό την αγάπη της Αγγελικής για τη ζωή. Γιατί εάν αυτό το κορίτσι δεν αγαπούσε τόσο πολύ τη ζωή δεν υπήρχε περίπτωση να επιβιώσει. Και θεωρώ πως αυτό ακριβώς το βαθύ συναίσθημα, αυτό το μεγάλο «Ναι» στη ζωή,  κατάφερε να απελευθερώσει η ευφάνταστη σκηνοθεσία των Δαμβόγλου, Beer και Arbert.

Το ομιλούν σώμα

Οι τρεις συνεργάτες, ορθά σκεπτόμενοι, προσέγγισαν το υλικό τους εκ των έσω, δηλαδή μέσα από τα μάτια της αφηγήτριας. Είδαν ότι είχαν να κάνουν με ένα πλάσμα το οποίο, παρ’ όλες τις κακουχίες και  την προχωρημένη ηλικία, δεν χάνει την παιδικότητά της. Μιλάει για τα χρόνια που ήταν κι αυτή παιδί και νιώθει παιδί. Και απ’ αυτό ορμώμενοι προχώρησαν στη δική τους (ανα)σύνθεση, με πλοηγό την ολοένα και πιο δημοφιλή στην πατρίδα μας σωματική μέθοδο του Λεκόκ, η οποία αντλεί ζωή από τη δυναμική της μιμικής, του αυτοσχεδιασμού και του παιγνίου.

Σώματα με μνήμες. Σώματα του λόγου και της σιωπής. Σώματα-ιδέες. Σώματα-ύλη. Σώματα «χαμαιλέοντες». Σώματα-λάστιχο. Σώματα έτοιμα να εικονοποιήσουν τα πάντα: τις αισθήσεις, τις καιρικές συνθήκες, τους τόπους, τον χρόνο, τα αντικείμενα, τις ψυχικές καταστάσεις, το χιούμορ, την αθωότητα. Σώματα μετακινούμενα ασταμάτητα ανάμεσα στη λογική της δραματικής αναπαράστασης και στη λογική της μεταδραματικής επιτέλεσης, αβίαστα, σχεδόν αυτονόητα. Αυτή ήταν η «Αγγελική»: ένας βομβαρδισμός από εικόνες, σαν κινούμενη άμμος, με την μια εικόνα να διαδέχεται την άλλη ή να επικάθεται στην άλλη, συναρθρώνοντας το γαϊτανάκι μιας γοητευτικής και φρέσκιας αφήγησης για μικρούς και μεγάλους. Θυμάμαι πρόχειρα τη σκηνή του ανεμόμυλου στην αρχή. Χάρμα. Θυμάμαι τις στιγμές όπου το τραγούδι έμπαινε σφήνα για να υπογραμμίσει συναισθήματα (όπως η είδηση θανάτου της αδερφής της Αγγελικής). Ρυθμικότητα. Μια ζαλιστική τραμπάλα. Ένα νανούρισμα των αισθήσεων. Ένα χάιδεμα της μνήμης. Μια κυματοειδής παρτιτούρα που απλωνόταν ευεργετικά στον άβολο χώρο του Θεάτρου Κήπου και κέρδιζε φίλους, πέραν ηλικίας και φύλου, με προεξάρχουσα τη Δαμβόγλου. Παίξιμο γεμάτο ζωή, ενέργεια, οίστρο. Δίπλα και ολόγυρά της, με το σωστό τάιμινγκ και τις εύστοχες τοποθετήσεις ο  Roben Beer και ο Γιάννης Κουκουράκης.

Μια ένσταση

Εάν είναι κάτι που ελέγχεται η όλη σκηνοθετική προσπάθεια είναι  ότι ενίοτε πρόδιδε μια περίεργη αγωνία (άγχος μήπως;) που την οδηγούσε σε μια κάπως υπερβολική, κατά τόπους, χρήση της σωματικής λύσης. Λες και δεν είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην επικοινωνιακή  δυναμική των λέξεων. Κι όμως, εκτιμώ πως θα έπρεπε η σκηνοθεσία να αφήσει λίγο χώρο και στο λόγο να ανασάνει από μόνος του, χωρίς τους αναπνευστήρες του σώματος. Δεν ήταν ανάγκη σε κάθε λέξη να παρεμβαίνει το σώμα. Μπορούσαν και οι λέξεις, πιο ελεύθερες, να μας πουν κι αυτές ανεμπόδιστα, μέσα από τη δική τους δυναμική, τη δική τους ιστορία.

Ελέγχω αυτή την επιλογή της σκηνοθεσίας γιατί όπως είπα υπήρχαν σημεία (ευτυχώς όχι πολλά) όπου η «σωματοποίηση» των νοημάτων φάνταζε εκβιαστική και ενίοτε κουραστική μέσα από την επαναληπτικότητά της.

Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από επί μέρους ενστάσεις, σε μια εποχή κυριαρχίας των εικονικών σωμάτων, χαίρομαι να βλέπω παραστάσεις που εμπιστεύονται το σώμα-ύλη, επαναφέροντάς το εκεί που πρέπει να είναι: στο κέντρο της σκηνής.

Συμπέρασμα

Όλοι κουβαλάμε μέσα μας το παιδί που ήμασταν κάποτε. Και η «Αγγελική» είναι  αυτό ακριβώς: ένα θεατρικό δρώμενο  back to the future.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα