Βιβλίο

Η Μαρίνα Καραγάτση ανοίγει καρδιά και αναμνήσεις στην Parallaxi

Η κόρη του Μ. Καραγάτση υπογράφει «Το Ευχαριστημένο» που ανεβαίνει στο Θέατρο Αυλαία.

Εμμανουέλα Τσαλίκη
η-μαρίνα-καραγάτση-ανοίγει-καρδιά-και-421463
Εμμανουέλα Τσαλίκη

Εικόνες: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος | Συνέντευξη στην Εμμανουέλα Τσαλίκη

«Το Ευχαριστημένο», η παράσταση του Θεάτρου Πορεία που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση και έχει την σκηνοθετική σφραγίδα του Δημήτρη Τάρλοου, φτάνει επιτέλους και στην πόλη μας, για δύο παραστάσεις, 1 και 2 Απριλίου, στο θέατρο Αυλαία.

Μέσα από αυτήν την παράσταση, μεταφερόμαστε στο σπίτι της οικογένειας Καραγάτση, μία ανοιξιάτικη μέρα του 1950.

Οι μονόλογοι που θα ακούσουμε και θα ζήσουμε στην παράσταση, είναι τα ίδια γεγονότα, από διαφορετική σκοπιά κάθε φορά: Από την σκοπιά του μεγάλου συγγραφέα, Μ. Καραγάτση, από την μεριά της γιαγιάς Μίνας από την Άνδρο, από την ματιά της Λασκαρώς και από τα μάτια της μικρής Μαρίνας.

Η Μαρίνα Καραγάτση, μίλησε στην Parallaxi για την παράσταση, αλλά φυσικά και για το βιβλίο, αλλά και την ίδια της την ζωή. Μας μεταφέρει για λίγο στο σπίτι μίας σπουδαίας οικογένειας, από τις πιο σημαντικές στην Ελλάδα.

***

Έχετε πει μία πολύ ωραία φράση για το βιβλίο σας, ότι είναι ”docufiction”, δηλαδή ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία μαζί. Πώς δουλέψατε το κομμάτι της έρευνας για το βιβλίο; 

«Ήτανε μεγάλη έρευνα. Για το πρώτο μέρος (του Καραγάτση), έπιασα τα πιο αυτοβιογραφικά του κομμάτια και σημείωνα φρασούλες που να αναδύεται το άρωμα της δικιάς του έκφρασης. Μετά όμως, την μεγάλη έρευνα, την έκανα για το δεύτερο κομμάτι, της Λασκαρώς. Δεν είχα κανένα στοιχείο. Ήταν ό,τι θυμόμουνα από τα λόγια της, μιας γυναίκας που με μεγάλωσε 20 χρόνια στο σπίτι. Αντριώτισσα που μιλάει τα αντριώτικα τα χωριάτικα, τα λαϊκά.

Στο τρίτο μου κομμάτι της γιαγιάς Μίνας, που είναι το ανδριώτικο, εκεί έκανα μία πολύ μεγάλη έρευνα, διότι είχα πάρα πολλά γράμματα, από πολύ παλιά και σημείωσα αυτόν τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης της γιαγιάς, να ”μπερδεύει” τα καθαρευουσιάνικα με τα ντόπια ανδριώτικα. Αυτή η ανάμειξη είχε ένα ενδιαφέρον».

Ποιο ήταν όμως το πρόσωπο που έδωσε στην Μαρίνα Καραγάτση την αρχική έμπνευση για «Το Ευχαριστημένο»; 

«Με είχε απασχολήσει από πολύ μικρή η ίδια η Λασκαρώ, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο και έμαθα ότι είχε δύο παιδιά, στην Άνδρο. Δύο αγοράκια που ήταν λίγο μεγαλύτερα από μένα και όταν αργότερα μάλιστα έμαθα ότι αυτά τα παιδάκια έμεναν με τον μπαμπά τους, ο οποίος ήταν τυφλός, αυτό με τρόμαξε πάρα πολύ. Πώς δυο παιδάκια ζουν με έναν τυφλό πατέρα;»

Μόλις τελείωσε η Κατοχή το ’44, το καλοκαίρι του ’46 πήγε για πρώτη φορά στην Άνδρο. […] Όταν έφτασε στο χωριό της Λασκαρώς, μετά από προτροπή φιλικής οικογένειας, πήγε στο σπίτι της, όπου έμεναν τα παιδιά της με τον τυφλό πατέρα τους.

«Όταν κατεβήκαμε και μπήκαμε στο σπίτι, κατάλαβα τι σημαίνει να μην υπάρχει γυναίκα μες το σπίτι. Ένα σπίτι σε εγκατάλειψη, σαν παλιά αποθήκη. Σε μια γωνιά καθόταν ο άντρας της και σε μια άλλη γωνιά, δυο τρομαγμένα αγοράκια, που με κοιτούσαν με κάτι μάτια φοβισμένα. Και είπα να φύγω. Δεν θέλω να το δω. Αλλά μου ‘μεινε αυτή η εικόνα. Και από τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι κάποια πράγματα πρέπει να γράψω γι’αυτήν.

Αλλά δεν είχα καταλάβει ακριβώς τι είχε συμβεί, γιατί είχε φύγει η Λασκαρώ; Και άρχισα σιγά σιγά να την ρωτώ και να παίρνω από δω και από κει μικροπληροφορίες, δεν ήθελε να μου πει και πολλά.

Αλλά σιγά – σιγά “έδεσε” αυτή η ιστορία, όσο μπορούσε, και στα 20 δοκίμασα να γράψω πρώτη φορά την ιστορία της Λασκαρώς, ένα μικρό διήγημα. Το ‘δειξα στον πατέρα μου και είπε “ναι μεν έχει ενδιαφέρον, αλλά είναι τσαπατσούλικο. Θα ‘πρεπε να είσαι πιο προσεκτική, αλλά εσύ παίρνεις φόρα”.

Αυτό ήτανε το αποτέλεσμα, να πάρω εγώ το διήγημα και ύστερα από λίγο καιρό το κατέστρεψα. Και περάσανε 50 χρόνια, μέχρι που στα 70 μου πήρα πια την απόφαση να ξαναξεκινήσω στην αρχή μόνο για τη Λασκαρώ.

Άρχισα να γράφω ένα μονόλογο για εκείνη, αλλά και ‘κει ξαφνικά όπως στο ”Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα” (σ.σ. Θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλλο), άρχισαν να μπαίνουνε και άλλα πρόσωπα. Το σπίτι μου, η οικογένειά μου, η ίδια η Λασκαρώ. Μετά παρουσιάστηκε ο μπαμπάς μου, μετά η μαμά μου, η γιαγιά μου, ο παππούς μου… Και είδα ότι δεν μπορούσε να είναι ένας μονόλογος, έπρεπε αυτό το πράγμα να το “σπάσω”».

«Άρχισα λοιπόν πάλι και είπα να κάνω την ίδια μέρα, δηλαδή μία Ανοιξιάτικη μέρα του 1950, να βάλω τι λέει ο Καραγάτσης, τι αισθάνεται, τι του συμβαίνει εκείνη την ημέρα… Μετά τα ίδια ακριβώς γεγονότα, να τα πει η Λασκαρώ με την Μαρίνα. Πώς αισθάνονται την ίδια μέρα και μετά τι συμβαίνει με την γιαγιά Μίνα την Ανδριώτισσα. Έτσι κάπως στήθηκε αυτό το πράγμα.

Επειδή δεν έχω και πείρα λογοτεχνική, ψάχνοντας και με μεγάλο αγώνα κατάφερα να βρω μια φόρμα, ώστε να “σπάσει” αυτό το πράγμα και να αποκτήσει μια λογοτεχνική φόρμα.

Και έμεινε μόνο το φινάλε. Όλοι οι άνθρωποι ξέρουμε πώς ήταν το 1950. Μετά όμως τι απόγιναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Πώς πέρασε η ζωή τους, πώς φτάσανε στο 2006 που εγώ γράφω αυτό το πράγμα; Πώς ήταν το τέλος τους. Βέβαια ξέρω ότι όλοι έχουν πεθάνει. Αλλά τι μεσολάβησε από το 1950 μέχρι το 2006;

Και εκεί σκέφτηκα, μετά από μεγάλες ανησυχίες ότι δεν θα βρω ένα τέλος, ότι θα είναι το “αυλιδάκι” αυτό, ο δικός μου παράδεισος στην Άνδρο, αν τους βάλω όλους τους πεθαμένους συμφιλιωμένους πια. Όλα αυτά τα πράγματα που τα θεωρούσαμε τόσο τραγικά, εν ζωή, τώρα που περνάν τα χρόνια βλέπεις ότι έτσι “μια κωμωδία είναι η ζωή”, όπως έλεγε και ο Καραγάτσης, “μια μεγάλη παρεξήγηση”.

Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου «Το Ευχαριστημένο»;

«Έτσι με φώναζε η Λασκαρώ, όταν με κρατούσε αγκαλιά μωρό. Ίσως ήμουν ένα χαμογελαστό μωρό. Και επειδή είναι διφορούμενος ο τίτλος, αν ήμουν ευχαριστημένο ή δεν ήμουν ευχαριστημένο, επειδή σίγουρα πέρασα και δύσκολα, θεώρησα ότι είναι κατάλληλος τίτλος, να εκφράζει και ένα χαρούμενο μωρό αλλά και ένα πολύ στενοχωρημένο μωρό».

Όμως, το να γίνει ένα τόσο προσωπικό βιβλίο θεατρική παράσταση, σίγουρα κρύβει και τις παγίδες του. Φοβηθήκατε μήπως τα όσα γράψατε, δεν αποδοθούν επακριβώς επάνω στο θεατρικό σανίδι;

«Το βιβλίο έχει πάρα πολλά πρόσωπα, δηλαδή είναι αδύνατον (σ.σ. Να υπάρξουν όλα επάνω στο σανίδι). Λυπάμαι γιατί πήγανε χαράμι ιστορίες σπαρταριστές από το βιβλίο, αλλά δεν ήταν δυνατόν να υπάρξουν όλα. Έπρεπε να γίνει ένα έργο με 5 πρόσωπα, ενώ ακολουθούσε κανείς την ροή του βιβλίου θα ήταν 50 τα πρόσωπα. Νομίζω πως ότι μπορούσε να γίνει καλύτερο σαν θεατρική δομή και απόδοση, έγινε. Εγώ είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη με τον τρόπο που διασκευάστηκε (σ.σ. Από την Έρι Κύργια) και που σκηνοθετήθηκε το βιβλίο».

Πώς θα περιγράφατε με μία λέξη κάθε χαρακτήρα του βιβλίου; 

«Δύσκολο… Τον πατέρα μου θα τον περιέγραφα ως έναν άνθρωπο σίγουρα με πολύ “ευαίσθητο” νευρικό σύστημα, με ένα πάθος για τη δουλειά του, που μαζί είναι και η διέξοδός του και μαζί με ένα εγωκεντρισμό και αυταρχισμό, που έκανε πολύ πιο δύσκολη τη ζωή των γύρω του.

Η μητέρα μου, είχε ένα μεγάλο θαυμασμό για εκείνον. Τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε και δεν έπαψε ποτέ να τον θαυμάζει και να είναι ερωτευμένη μαζί του. Εκείνη όμως μου στάθηκε πάρα πολύ, ήταν μια μάνα που μου στάθηκε και ίσως να της κάλυψα και κάποια μοναξιά που αισθανόταν. Γιατί ο πατέρας μου πολλές φορές ήταν απών, ακόμη και μεσ’ το σπίτι απών.

Η Λασκαρώ ήτανε τυφλά αφοσιωμένη στην οικογένεια. Ό,τι λέγαμε εμείς, ό,τι πιστεύαμε, για εκείνη ήτανε θέσφατο. Δεν τόλμησε ποτέ να μας αμφισβητήσει. Και όταν μεγάλωσα, της το ‘πα μια φορά, ότι δεν χρειάζεται να λέει “μπράβο” σε όσα κάνουμε και λέμε. «Ό,τι και να πείτε, εγώ σας πιστεύω τυφλά. Εσείς είστε η οικογένειά μου».

Αυτό ήταν και το αφοπλιστικό που με έκανε να σπαράζω. Δεν με αμφισβήτησε ποτέ. Με πίστεψε τυφλά. Δηλαδή, με λάτρεψε, χωρίς ποτέ να μου πει έστω ότι έχω το τάδε ελάττωμα. Και η μάνα μου μού είπε έχεις ελάττωμα και ο πατέρας μου μού το είπε και η γιαγιά μου. Η Λασκαρώ ποτέ.

Η γιαγιά ήτανε μια παλιά αρχόντισσα, που ήτανε σοφή και ήτανε το συμφιλιωτικό στοιχείο [στην οικογένειά μας]. Οπότεδήποτε γινόταν ένας καυγάς στο σπίτι – και γινόντουσαν φοβεροί καυγάδες – μετά ο πατέρας μου δεν έπαιρνε την μαμά του, έπαιρνε την πεθερά του. Και έλεγε “μητέρα ελάτε, γιατί αυτό δεν είναι σπίτι, είναι τρελοκομείο, ελάτε να μας συμφιλιώσετε”. Και έπαιρνε το τραμ η γιαγιά Μίνα και ερχότανε και έλεγε στην μάνα μου τα γνωστά, ότι “έτσι είναι όλοι οι άντρες, να κάνεις υπομονή, και έναν άλλον άντρα να είχες τα ίδια και χειρότερα θα ήταν”».

Ήταν δύσκολο και επίπονο να ανατρέξετε ξανά στο παρελθόν, για χάρη του βιβλίου σας;

«Όχι, ίσα – ίσα, νομίζω ότι ξεκαθάρισαν πολλά πράγματα και τα είδα πιο ανάλαφρα. Δηλαδή, ο τρόπος που τα έβλεπα στα 15 και στα 18, τότε που νόμιζα ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι είμαι ένα μηδενικό, είδα σιγά – σιγά ότι αυτά ήταν όλα μέσ’ το μυαλό μου. Γράφοντας το βιβλίο, ξεκαθάρισαν πολλά πράγματα, που πραγματικά μου δώσανε μια ανάσα και με έκαναν να πιστέψω περισσότερο στον εαυτό μου και στην ζωή».

Ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνηση από τον πατέρα σας;

«Κρατάω την μεγάλη του ειλικρίνεια, την εντιμότητά του, την αφοσίωσή του στην τέχνη, χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση ως προς το τι πίστευε. Ακόμη και αν ένας πρώτος φίλος του, τού έδειχνε ένα λογοτεχνικό έργο που δεν το ενέκρινε, θα του έλεγε καθαρά ότι “με συγχωρείς αυτό είναι απαράδεκτο”».

Ποιο βιβλίο του είναι το πιο αγαπημένο σας;

«Εγώ αγαπώ τον Γιούγκερμαν. Είναι πολύ νεανικό και έχει ελπίδα. Μετά γίνονται πιο “σκληρά” τα βιβλία του».

Η παράσταση σκηνοθετείται από τον γιο σας, τον Δημήτρη Τάρλοου. Ποια ήταν τα δύσκολα αλλά και τα εύκολα κομμάτια της συνεργασίας σας μαζί του;

«Ο Δημήτρης δεν θέλει να ανακατεύομαι πολύ πολύ στη δουλειά του. Τώρα ειδικά με «Το Ευχαριστημένο», αναγκαστικά, στο τέλος της διασκευής όταν έγινε το “πρώτο χέρι”, το πήρα και το “έβαλα χέρι” και ‘γω.

Όταν αρχίσαν τις πρόβες, επειδή κάνουνε αυτοσχεδιασμό όπου οι ηθοποιοί ψάχνουν να βρουν αν έχουν αντίστοιχα πράγματα στην δικιά τους προσωπική ζωή, λέγοντας πράγματα πολύ προσωπικά, σαν μια ψυχανάλυση, εκεί φυσικά δεν θα μπορούσα να είμαι εγώ παρούσα. Εγώ είδα πια την γενική πρόβα, έκανα μερικές παρατηρήσεις, αλλά το έργο είχε ήδη στηθεί».

Τι θα θέλατε να νιώθει ο θεατής μετά το κλείσιμο της παράστασης;

«Αυτό που εγώ αισθάνθηκα. Ότι σε όλες τις οικογένειες υπάρχουν προβλήματα, αλλά σε όλες τις οικογένειες υπάρχει και αγάπη. Αν μπορεί κανείς ψύχραιμα να αντιμετωπίσει τα πράγματα, να τα δει από μία απόσταση, και μάλιστα όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο εύκολο γίνεται και αυτό, θα δει ότι ουσιαστικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αγαπούσαν ο ένας τον άλλον.

Αυτό που φοβήθηκα εγώ στα νιάτα μου, ότι μπορεί να μείνω μόνη και να μην μ’αγαπούν, ήτανε μια φαντασίωση. Υπήρχε μεγάλη αγάπη, την οποία την αισθάνομαι και τώρα που δεν υπάρχουν και τους έχω πεθυμήσει όλους και θα ήθελα να τους ξαναδώ».

Ποια είναι τα συγγραφικά σας σχέδια, αλλά και η πορεία της παράστασης;

«Δεν έχω σχέδια, εγώ είμαι πια μια μεγάλη γυναίκα. Τα σχέδια μου είναι να πάει καλά ο Δημήτρης στο θέατρό του, και να πάνε καλά και τα εγγόνια μου τα οποία υπεραγαπώ.

Μετά τη Θεσσαλονίκη ακολουθούν τα Γιάννενα, η Πάτρα, η Ερμούπολη της Σύρου και τον Αύγουστο η πατρίδα μου η Άνδρος».

*Θέατρο Αυλαία, «Το Ευχαριστημένο»: Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα 1 Απριλίου στις 21:30 και Τρίτη 2 Απριλίου στις 21:30. Για πληροφορίες και προπώληση εισιτηρίων πατήστε ΕΔΩ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα