Θέατρο

Μπήκαμε σε πρόβα της “Αγγέλας” του ΚΘΒΕ

Λίγες ώρες πριν την μεγάλη πρεμιέρα της παράστασης στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών, οι συντελεστές της μιλάνε στην Parallaxi

Γιώργος Σταυρακίδης
μπήκαμε-σε-πρόβα-της-αγγέλας-του-κθβ-950056
Γιώργος Σταυρακίδης

Εικόνες για την Parallaxi: Δήμητρα Κυπριώτη

Με κύριο χαρακτηριστικό του την αφαίρεση, σκηνοθετεί την «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου ο Δημήτρης Μπίτος, στη νέα παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος στο Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών. Το σπουδαίο κείμενο που γράφτηκε το 1957 στη Μόσχα, τον καιρό που ο συγγραφέας του ζούσε εκεί μαζί με τη γυναίκα του Άλκη Ζέη, παραμένει μέχρι σήμερα ένα έργο που επιθυμούν πολλοί σκηνοθέτες να ανεβάσουν και έχει δώσει κατά καιρούς εξαιρετικές μεταφορές του, συχνά μάλιστα και διαφορετικές μεταξύ τους.

Μία τέτοια, είναι και η καινούρια του εκδοχή που κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 18 του Δεκέμβρη, σε έναν αγαπημένο χώρο – αυτόν του μικρού και ατμοσφαιρικού θεάτρου της Μονής Λαζαριστών – που υπόσχεται σύγχρονα νοήματα, ανάσες που ταιριάζουν, φωνές που ενώνονται και μοιάζουν με χορό αρχαίου δράματος, ένα εξαιρετικό σκηνικό (που μόνο όταν το δείτε από κοντά θα καταλάβετε, ρεμπέτικα τραγούδια του ’40 από μουσικούς επί σκηνής που συνθέτουν ένα κοινωνικό και ανθρώπινο αποτέλεσμα που διαπραγματεύεται ζητήματα του σήμερα και του χθες. Ζητήματα που μοιάζουν να μην αλλάζουν στο πέρασμα των χρόνων, όσο κι αν αλλάζουν συμπεριφορές, ρούχα και λέξεις.

Η «Αγγέλα» παρουσιάζει με ρεαλισμό την μετεμφυλιακή Ελλάδα, που μαστίζεται από την ανεργία και τη διαφθορά, μέσα από την πιο ευάλωτη κοινωνική ομάδα: αυτή των γυναικών της επαρχίας που εργάζονται ως υπηρέτριες στα αστικά σπίτια, σε συνθήκες απόλυτης εκμετάλλευσης, χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα. Η καταπίεση τους, με τη συνενοχή των αρχών, δημιουργεί ένα σκηνικό συγκάλυψης και τρόμου.

Στις ταράτσες των πλούσιων αυτών σπιτιών, η φωνή των γυναικών αρθρώνεται μέσα από ενοχές, ελπίδες και απωθημένα. Μια φωνή υποταγής, μια φωνή αντίστασης ή μια κραυγή απελπισίας.

Η διαρκής ελπίδα τους, είναι να έρθει η επόμενη Κυριακή για να ζήσουν λίγες ώρες ελευθερίας, αυτές της άδειας τους για ένα εξάωρο την εβδομάδα. Γυναίκες που μέσα σε λίγες ώρες προσπαθούν να νιώσουν ζωντανές. Να κάνουν όσα δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν όλες τις άλλες της εβδομάδας. Να ζήσουν…

Αυτό ίσως είναι και το μυστικό της διάρκειας και της διαχρονικότητας αυτού του κειμένου του Σεβαστίκογλου, που σε κάθε εποχή μοιάζει τόσο σύγχρονο, σκιαγραφώντας την ανάγκη των ανθρώπων για ελευθερία.

Βρεθήκαμε σε μία από τις τελευταίες πρόβες του ΚΘΒΕ και λίγο πριν την προετοιμασία των ηθοποιών, μιλήσαμε μαζί τους για όλο αυτό που ετοίμασαν και θα έχουμε τη χαρά να «φιλοξενούμε» στην πόλη για το επόμενο διάστημα.

«Το μισό διάστημα των προβών δουλέψαμε στο να γίνουμε μία δυνατή ομάδα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε χωρίς να μιλάμε κι αυτό τώρα το φυλάμε πολύ δυνατά ώστε να μπορέσουμε όλο αυτό να το μεταφέρουμε στην παράσταση μας. Έτσι κι αλλιώς, σκεφτείτε ότι είμαστε οκτώ ηθοποιοί και δύο μουσικοί συνέχεια πάνω στη σκηνή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, είμαστε κάπως σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Νομίζω πως το πιο σημαντικό από όλα στην παράσταση μας, όποιος ξέρει την Αγγέλα, είναι ότι καταφέρνει να ξεπεράσει αυτόν τον σκόπελο της ρεαλιστικής απεικόνισης της εποχής του ’50 και συνομιλεί με αυτό που συμβαίνει τώρα.» αναφέρει η γνωστή ηθοποιός Ιωάννα Παγιατάκη που ενώ υποδύεται στην παράσταση την Αγγέλα, στην ουσία δεν υπάρχουν χαρακτήρες πάνω στη σκηνή, «Σε αυτή την παράσταση δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές. Στην παράσταση, είμαι η Αγγέλα, ένα κορίτσι που νομίζω είναι γεμάτο φως και χαρά. Αυτό το κορίτσι, βρίσκει τη δύναμη μέσα σε όλο αυτό να αρθρώσει λόγο, να πει όχι, να πει σ’ αγαπώ, να αντισταθεί, να ονειρευτεί σε μια πολύ δύσκολη εποχή αλλά δυστυχώς και πολύ κοντά στη δικιά μας. Μπορεί σε εκείνη την εποχή να μιλούσαμε για υπηρέτριες, όμως σήμερα πολλές γυναίκες που είναι ευάλωτες οικονομικά, μαθαίνουμε ότι έχουν γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Τον τελευταίο χρόνο είχαμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις εκμετάλλευσης γυναικών και παιδιών. Κάπου διάβασα για δεκάδες γυναικόπαιδα που έχουν χαθεί στα σύνορα της Ουκρανίας με την Πολωνία με τον φόβο σωματεμπορίας… Είναι έκπληξη αυτή η παράσταση έτσι όπως παρουσιάζεται. Θα δει ένας νέος άνθρωπος πόσο δεν έχουμε αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων τελικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η «Αγγέλα» επειδή αντιστέκεται και εκεί είναι το μυστικό. Να αντισταθούμε, να μιλήσουμε και να βρούμε τον δρόμο που ενώνει τις φωνές.»

Ποιες είναι όμως οι υπόλοιπες ηρωίδες του Σεβαστίκογλου; Η Θεοδώρα Έλλη Αθανασοπούλου ήρθε για πρώτη φορά να δουλέψει στο Κρατικό και κάνει την Φανή:  «Ενώ στην παράσταση δεν ξεχωρίζουμε, η κάθε μία πρεσβεύει ένα διαφορετικό όνειρο. Της Φανής όλο το όνειρο, είναι να παντρευτεί, να κάνει παιδί και το δικό της σπιτικό. Επίσης, έχει την ελπίδα ότι θα παντρευτεί κι έναν άντρα που είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτήν ώστε να αφήσει το ξένο νοικοκυριό και θα πάει στο δικό της.»

Από την άλλη, η Ελένη Μιχαηλίδου, υποδύεται την Άννα και αναφέρει «Είμαι μία από τις υπηρέτριες, στο έργο βέβαια όπως και θα δείτε, δεν υπάρχουν ηλικίες αν και η Άννα είναι η πιο μεγάλη στο έργο. Όλοι οι ρόλοι πάσχουν κατά κάποιο τρόπο σε αυτό το έργο. Επειδή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης είμαστε όλοι στην παράσταση και παρακολουθούμε, είναι εύκολο να ακουμπήσεις κάθε έναν από τους χαρακτήρες που έφτιαξε ο συγγραφές και να βρεις προσωπικά σου βιώματα. Κάτι που πιστεύω θα νιώσουν και οι θεατές. Συγκινούμαι με πάρα πολλά σημεία του έργου και μάλιστα με πολλά που δεν είναι στον ρόλο της Άννας. Με συγκινεί ας πούμε πολύ η μορφή της Γεωργίας αλλά και όλοι οι ρόλοι που ενώ έχουν κάτι φανερό, είναι ταυτόχρονα και κάτι κρυφό κι αυτός είναι λόγος που ο σκηνοθέτης το έχει προσεγγίσει με την αφαίρεση.  Έτσι φαίνονται και οι υποπτυχές του κάθε χαρακτήρα.», ενώ η Ζωή Ευθυμίου, που μόλις τελείωσε τη σχολή και είναι η πρώτη της συμμετοχή σε παράσταση, λέει πως «Το έργο ενώ το ήξερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να μπω μέσα του περισσότερο και να το καταλάβω καλύτερα. Ο Δημήτρης (Μπίτος) λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αυτόν που θέλει να δουλεύουμε ομαδικά και ήταν χαρά για μένα να το βρίσκω αυτό στην πρώτη μου δουλειά. Πρέπει να σου ομολογήσω πως νιώθω λίγο αγχωμένη για την πρεμιέρα, αλλά ξέρω πως δεν θα το περάσω μόνη μου, έχω την ομάδα μου και ξέρω πως ό, τι και να γίνει πάνω στη σκηνή θα υπάρχει κάποιος να τον σώσει.»

Λίγα λόγια για το έργο

Μία νεαρή υπηρέτρια που εργάζεται σε ένα πλούσιο σπίτι της Αθήνας, αυτοκτονεί. Η Αγγέλα έρχεται από την επαρχία και παίρνει τη θέση της. Γνωρίζεται με τον αδελφό της άτυχης κοπέλας και τον ερωτεύεται. Εκείνος προσπαθεί να ανακαλύψει ποιος ευθύνεται για τον θάνατο της αδελφής του. Σύντομα όμως συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση πολύ πιο σκοτεινή απ’ όσο υποψιαζόταν.

«Έχει πολλούς ωραίους συμβολισμούς, έχει να κάνει και με το σκηνικό το ίδιο, έχει να κάνει και με τους ηθοποιούς που και τα ρούχα τους και το βάψιμο τους παραπέμπουν κάπου αλλού αλλά έχουν να κάνουν απόλυτα με τη ροή του έργου. Έχει να κάνει με το πόσο ανέλπιδο και σκοτεινό είναι το μέλλον αυτών των ανθρώπων, των χαρακτήρων που έχει φτιάξει ο Σεβαστίκογλου, τη δεκαετία του ’50, ξεριζωμένες και χωρίς οικογένεια που πηγαίνουν στην Αθήνα απλά να δουλεύουν εφτά ημέρες την εβδομάδα για να πάρουν άδεια τις Κυριακές από τις 4 το μεσημέρι μέχρι τις 10 το βράδυ. Αυτές οι ώρες είναι οι ώρες της ζωής τους. Σκεφτείτε ότι υπήρχαν τότε γυναίκες που έζησαν έτσι όλη τη ζωή τους. Ήταν ένας θεσμός τότε, που παίρνανε τα πλούσια σπίτια παιδιά που δεν είχαν οικογένεια, τις ψυχοκόρες ή τους ψυχογιούς, για να δουλεύουν στα σπίτια τους.» αναφέρει ο γνωστός ηθοποιός του Κρατικού Γιάννης Καραμφίλης που στην παράσταση έχει, κυρίως, ρόλο μουσικού και μας το εξηγεί λέγοντας «Εγώ έχω θεωρητικά διπλό ρόλο, καθώς εμφανίζομαι ως ηθοποιός στο τέλος της παράστασης ενώ στην υπόλοιπη είμαι ένας από τους δύο μουσικούς επί σκηνής. Ο Δημήτρης ο Μπίτος είχε αποφασίσει ότι επειδή αυτή η παράσταση είναι τόσο «κουνημένη», να βάλει τη ρεμπέτικη μουσική για να γειώνει την παράσταση, να την επαναφέρει σε αυτό που πραγματικά είναι. Τα τραγούδια τα διαλέξαμε μαζί με τον Δημήτρη και τα ψάξαμε πολύ καιρό μουσικά και στιχουργικά.»

«Όταν υπάρχουν 10 άνθρωποι πάνω στη σκηνή που προσεγγίζουν την αλήθεια τους δεν μπορεί και οι θεατές να μη δουν με τη δική τους αλήθεια τις καταστάσεις. Σε όλο αυτό βοηθάει και ο χώρος που νιώθεις την ανάσα του θεατή δίπλα σου. Εγώ θεωρώ ότι αν καταφέρουμε να ανασάνει ο θεατής όπως ανασάνουμε εμείς πάνω στη σκηνή, θα έχουμε κερδίσει όλο το πράγμα. Βγαίνει από τα στενά όρια ενός θεατρικού κειμένου και πάει σε κάτι πιο πανανθρώπινο, ακριβώς επειδή λειτουργούμε συνεχώς σαν ομάδα αναφέρθηκε ο θεατής να μπεις σε αυτό το παραμύθι θα περάσει υπέροχα.» λέει στη συζήτηση μας ο εξαιρετικός Ιορδάνης Αϊβάζογλου που υποδύεται τον  Στράτο στην «Αγγέλα», περιγράφοντας μας μάλιστα την ξεχωριστή διαδικασία των προβών τους, «Η πρώτη μορφή της πρόβας ήταν πάρα πολύ χρήσιμη για όλους μας, ώστε να βρούμε μεταξύ μας τις θερμοκρασίες μας, να βρούμε τις ανάσες μας, να βρούμε την επικοινωνία μας, να βρούμε την αλήθεια μας. Να πούμε επίσης ότι υπάρχει ένα εξαιρετικό σκηνικό πού βρίσκεται πολύ κοντά σε όλο αυτό το μοτίβο της δουλειάς που είχαμε ρίξει εργαστηριακά στις πρώτες πρόβες. Για μένα λίγο είναι ένα παραμύθι πού ή κλείνεις τα μάτια και σε παρασύρει, ή άμα κάτσεις από έξω για να το κρίνεις και να το κριτικάρεις δεν θα γευτείς ποτέ όλη αυτή την ουσία της κατάστασης αυτής.»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΙΤΟΣ

Ο Δημήτρης Μπίτος έχει σκηνοθετήσει ξανά την «Αγγέλα» πριν 12 χρόνια κι αυτό, όπως λέει, ήταν το δύσκολο στοίχημα με τον εαυτό του, ώστε να μην επαναληφθεί.

Πώς νιώθετε για αυτή τη συνεργασία;

Είναι η πρώτη φορά που καλούμε να κάνω κάτι εδώ στο Κρατικό και επειδή ξέρω προσωπικά τη νέα διοίκηση χαίρομαι πολύ που είμαι εδώ. Την Αγγέλα εγώ την έχω ξανακάνει, είναι ένα στοίχημα ώστε να το κάνω ξανά αλλά εντελώς διαφορετικό αυτή τη φορά. Είναι σαν να είναι μία συνέχεια της προηγούμενης παράστασης, μία εξέλιξη ας πούμε. Να πούμε ότι δεν είναι η κλασική Αγγέλα που ξέρουν όλοι. Πρόκειται για μία δική μου μάτια πάνω σε αυτό το κείμενο, και δεν είναι η Αγγέλα που ξέρουν οι παλαιότεροι αλλά και αυτή που εγώ είχα ξανακάνει.

Σας δυσκόλεψε το γεγονός πως η «Αγγέλα» έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στο παρελθόν από πολλούς σκηνοθέτες;

Δεν με δυσκόλεψε καθόλου αυτό. Το μόνο που με δυσκόλεψε ήταν η προσπάθειά μου να μην κάνω την ίδια Αγγέλα που είχα κάνει παλιότερα. Δεν ήθελα να επαναλάβω τον εαυτό μου και αυτό νομίζω το πέτυχα 100%.

Είναι ένα κείμενο που μπορεί να σταθεί σήμερα;

Σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι αυτό το κείμενο αφορά το σήμερα. Καταρχάς είναι ένα πολιτικό κείμενο και ιδιαίτερα γειωμένο στην Ελλάδα, είναι ελληνικό κείμενο. Θίγει πολλά ζητήματα που έχουμε δει και σήμερα και πολλά που τα σκεπάζουμε. Κάποιος που θα δει την παράσταση δύσκολο να σκεφτεί ότι αυτό το κείμενο γράφτηκε το 1957. Και αυτό ήταν ακόμα ένα στοίχημα για μας. Αυτό που ήθελα να φανεί πιο έντονα μέσα από τη σκηνοθεσία μου είναι η κραυγή της κατώτερης τάξης, η ανάγκη για καλύτερη ζωή και ο έρωτας.

Για ποιον λόγο σκεφτήκατε να προσθέσετε ρεμπέτικα τραγούδια στην παράσταση;

Επειδή σε αυτή την παράσταση υπάρχει πολύ αφαίρεση και καλώς υπάρχει αφαίρεση, δηλαδή οι χαρακτήρες λειτουργούν σαν μέλη ενός χορού αρχαίου δράματος, δηλαδή μέσα από το σχήμα δεν υπάρχει Αγγέλα, Νερά, Φανή  κλπ αλλά είναι όλοι μαζί μία φωνή, μία διαμαρτυρία η μία εξέγερση ας πούμε της κατώτερης τάξης και της πολιτικής καταπίεσης, Τα ρεμπέτικα τραγούδια που έχουμε εντάξει πάνω στη σκηνή καταφέρνουν να μειώσουν την παράσταση και να τη μεταφέρει στην τότε εποχή, γιατί μιλάμε για ρεμπέτικα του ‘30, του ’40, του ’50 της Ελλάδας του τότε. Της Ελλάδας της ανάτασης και της Ελλάδας της καταπίεσης. Η μουσική λοιπόν λειτουργεί ως προέκταση της παράστασης. Γίνεται ένας οδηγός που αντισταθμίζει την εικόνα με τον λόγο.

Ποια η άποψη σας για τους ηθοποιούς σας;

Οι ηθοποιοί που έχω νιώθω πως είναι οι καλύτεροι που υπάρχουν. Νιώθω πολύ τυχερός, μάλιστα τους περισσότερους δεν τους γνώριζα, είχαμε μία άψογη συνεργασία. Γίναμε μια ομάδα και αυτό είναι βασικό ζήτημα της σκηνοθεσίας μου.

Πληροφορίες Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη) Πρεμιέρα: Κυριακή 18 Δεκεμβρίου, στις 21.00

Διάρκεια παράστασης: 1 ώρα και 40 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Ώρες παραστάσεων Τετάρτη: 19:00 Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 18:00 & 21:00 Κυριακή: 19:00

Συντελεστές Δραματουργική επεξεργασία- Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπίτος Σκηνικά- Κοστούμια: Νέλλη Σφακιανάκη Φωτισμοί: Νύσος Βασιλόπουλος Βοηθός Σκηνοθέτη: Λέλα Μεντεκίδου Βοηθός Σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Χριστίνα Θαλασσά Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη

Παίζουν οι ηθοποιοί: Θεοδώρα – Έλλη Αθανασοπούλου (Φανή, Κυρία Παπά), Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Στράτος), Μελίνα Αποστολίδου (Γεωργία), Νικόλας Δροσόπουλος (Λάμπρος), Ζωή Ευθυμίου (Νέρα), Γιάννης Καραμφίλης (Εϊβαλάδες), Ελένη Μιχαηλίδου (Άννα), Ιωάννα Παγιατάκη (Αγγέλα), Θοδωρής Πολυζώνης (Μένιος, Γκαρσόνι)

Μουσικοί επί σκηνής: Γιάννης Καραμφίλης (Μπουζούκι, φωνή), Νάντια Παυλίδου (Κιθάρα, φωνή)

*Φωτογραφίες πορτρέτων αρχικής φωτογραφίας: That long black cloud

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα