Μπήκαμε στις πρόβες του νέου έργου του Γιώργου Βέλτσου για το Κρατικό Θέατρο
Μία παράσταση για τον άνθρωπο, τη μνήμη του, τον θάνατο και την αθανασία - Όσα είπαν οι συντελεστές στην Parallaxi
Το νέο έργο του Γιώργου Βέλτσου για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, διαπραγματεύεται τον άνθρωπο, τη μνήμη του, τον θάνατο και την αθανασία. Το «Προσδοκώ», όπως αναφέρεται, είναι ένας επικήδειος για το θέατρο, όπως το ξέρουμε μέχρι τώρα αλλά και για την Ιστορία. Πρόκειται για ένα παιγνίδι ανταγωνισμού και επικράτησης ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς.
Με τρεις παρεμβάσεις της Ευγενίας Βάγια και σε σκηνοθεσία της εξαιρετικής Σοφίας Καρακάντζα θα παρουσιαστεί στο Φουαγιέ του Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών το «Προσδοκώ» με μουσική του, επίσης σπουδαίου, Δημήτρη Καμαρωτού που όλο το διάστημα των προβών, στάθηκε δίπλα στους ηθοποιούς, καθοδηγώντας τους και «χτίζοντας» μέρα τη μέρα την μουσική δραματουργία της παράστασης.
Φωτογραφίες για την Parallaxi: Ευθύμης Βλάχος
Σε μία από τις τελευταίες πρόβες των συντελεστών και, δυστυχώς, νωρίτερα από την άφιξη του Γιώργου Βέλτσου στη Θεσσαλονίκη, άνοιξαν οι συντελεστές τις πόρτες του φουαγιέ και μας υποδέχτηκαν για να μιλήσουμε για το ιδιαίτερο και τολμηρό, θα έλεγα, θέαμα που ετοιμάζουν, να νιώσουμε λίγη από αυτή την πορεία του κειμένου, όπως επιθυμεί ο συγγραφέας να γίνει και με τους θεατές και να φωτογραφίσουμε στιγμές από την διαδικασία των προβών, από ηθοποιούς που λίγο πολύ γνωρίζουμε από προηγούμενες δουλειές, με σημαντικούς ερμηνευτές που έχουμε απολαύσει παλιότερα σε άλλες παραγωγές του Κρατικού αλλά και νεότερους που κάπου έχουμε δει (και έχουμε ξεχωρίσει) για το ταλέντο τους.
Σε αυτό που πρόλαβα να δω σε μία από τις απογευματινές τους πρόβες στο υπέροχο Φουαγιέ της ΕΜΣ που μας έχει συνηθίσει σε πειραματικές ή αλλιώς, ιδιαίτερες θεατρικές δουλειές τα τελευταία χρόνια, ήταν ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ να συναντηθούν νοηματικά, να ενώσουν τις ερμηνευτικές τους ικανότητες και να ευθυγραμμιστούν σε μία γραμμή οράματος και ονείρου.
«Οι νεκροί καταλαμβάνουν πολύ χώρο και οι ζωντανοί εκδικούνται συρρικνώνοντας τις ιστορικές μνήμες σε ξέφτια από παλιές ρεκλάμες και απόηχους συνθημάτων. Οι μνημειώδεις φιγούρες της μεταπολίτευσης, αποκαθηλώνονται και αποσυνδέονται από την ουσία της πράξης τους. Ο θρήνος αναδύεται από τον κλαυσίγελο, το πολιτικό αποκτά καινούργιο νόημα καθώς συνδέεται με την καθημερινή αίσθηση της απώλειας, που συνεχώς γιγαντώνεται. Σε αυτόν τον αγώνα ανάμεσα στα ξέφτια της μνήμης και τον θρήνο πάνω από το κενό, που δημιουργεί η απώλεια, ποιος θα βγει νικητής;» αναφέρει το δελτίο τύπου της παράστασης.
Σοφία Καρακάντζα: «Βγαίνουμε από τη ζώνη ασφαλείας μας»
«Ήταν μία μεγάλη πρόκληση, διότι πρόκειται για ένα πολυκείμενο το οποίο ακριβώς επειδή δεν υπάρχει μία γραμμική νοηματική εξέλιξη του, δεν υπάρχει πλοκή αλλά είναι ένα παιχνίδι νοημάτων, που θέλει αποκρυπτογράφηση. Επίσης ήθελε να δω πώς αυτό το διαχειρίζεται κάποιος σκηνικά. Αυτό που προσπαθούμε λοιπόν να αναδείξουμε είναι το κείμενο. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Ξέρετε προσπαθεί κανείς να αφουγκραστεί με όσο περισσότερη επιμονή μπορεί αυτό που σχηματίζεται σαν ένα άυλο υλικό μέσα από το κείμενο, έτσι όπως αρχίζει να διαμορφώνεται. Εμείς λοιπόν ακολουθούμε τη ροή της σκηνικής πράξης μέρα με τη μέρα. Και αυτό αναπτύσσεται και σιγά-σιγά εγκαθίσταται μέσα στους ηθοποιούς, οι οποίοι δεν έχουν έναν ρόλο, είναι αφηγητές ενός συνειρμικού κειμένου.
Μέσα σε αυτό το κείμενο, εγώ ουσιαστικά έπρεπε να ανακαλύψω τον Βέλτσο. Και σαν προσωπικότητα ενός ανθρώπου, με τρομερό και υπονομευτικό χιούμορ που με την πρώτη ματιά μπορεί να μην το δει κανείς σε αυτά που γράφει. Εδώ λοιπόν έχουμε ένα κείμενο βαθειά συγκινητικό που μέσα από ρωγμές ανακαλύπτεις και το χιούμορ. Με τη συζητήσεις μας αντιλήφθηκα περισσότερο τη σκέψη του, τον τρόπο του, τη διάθεση του απέναντι στα πράγματα. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος εξακολουθεί να έχει μεγάλη περιέργεια και όρεξη να είναι παρών. Και αυτό είναι για μένα εξαιρετικό.
Οι ηθοποιοί μου ήταν ένα δώρο. Είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά είναι όλοι ένας και ένας. Είναι άνθρωποι που έχουν ήδη πορεία αλλά έχουμε και νεότερους ηθοποιούς με ήδη έναν τρόπο παρουσίας στα πράγματα. Είμαστε κι εμείς ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας, όπως πάντα είναι ένας θίασος. Ήταν όλοι εξαιρετικά διαθέσιμοι από την αρχή και δεν ήταν μία εύκολη διαδικασία, γιατί βγαίνουμε, από αυτό που λένε, τη ζώνη ασφαλείας μας. Όλοι μας. Αλλά αυτή είναι και η περιπέτεια της τέχνης. Γιατί όταν είσαι τόσο πολύ ασφαλής, στο τέλος κουράζεσαι και εσύ από τον εαυτό σου. Είναι μία περιέργεια και για μένα αυτή η ιστορία»
Δημήτρης Καμαρωτός: «Μια παρτιτούρα μουσικής, που μόνο για τους ηθοποιούς δεν είναι με νότες»
«Θαυμάζω τη δουλειά του Γιώργου Βέλτσου αλλά πολλές φορές, για να έρθουν τα κείμενα στη σκηνή πρέπει να τα δει κανείς με μία ιδιαίτερη διαδρομή. Στην πραγματικότητα είναι ένα κείμενο που αυτό το ίδιο είναι η θεατρική πράξη. Αλλά το πώς γίνεται αυτό, θέλει μία πολύ μεγάλη διαδρομή. Για να δημιουργήσω τη μουσική, έπρεπε να πατήσω δραματουργικά πάνω στο κείμενο. Σε αυτό, από μία παράσταση αρχαίας τραγωδίας μέχρι οποιοδήποτε άλλο κείμενο, εγώ πατάω στον λόγο σαν ένα κομμάτι μουσικής. Εδώ, αυτό πήγε ακόμα περισσότερο. Ξεκινάμε με ένα κομμάτι που είναι όλο το έργο του Βέλτσου, σαν μια παρτιτούρα μουσικής, που μόνο για τους ηθοποιούς δεν είναι με νότες. Είναι με άλλα μέσα. Έχουμε λοιπόν μία πολύ σύνθετη παρτιτούρα που ο μόνος ρόλος που έχει είναι να κάνει το κείμενο να περνάει μπροστά μας σαν να χορεύει. Δηλαδή, να είναι με έναν τρόπο διαφορετικά παρουσιασμένο σε εμάς από όταν το διαβάσαμε.
Από τους λόγους που δέχτηκα να κάνω αυτή την παράσταση, είναι σίγουρα ο Γιώργος Βέλτσος. Χρόνια και οι δύο ψάχναμε ευκαιρία να συνεργαστούμε ξανά. Μάλιστα και κάποια τραγούδια που έχω γράψει για την παράσταση είναι σε στίχους του.
Είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα από ένα τυπικό θεατρικό ή και λογοτεχνικό κείμενο, διότι δεν είναι κάτι που πρέπει εγώ να αντιληφθώ και να αποκρυπτογραφήσω. Αυτό που προσπαθώ είναι με μέσο πρώτα τους ηθοποιούς και μετά εμένα, να φτάσει αυτό το κείμενο στους θεατές. Οπότε εγώ απλώς αντιλαμβάνομαι το κείμενο και το περνάω με τρόπους τεχνικούς ώστε να γίνει αυτό το ένας όλοι. Είναι κάπως τεχνικά σαν χορός αλλά δεν είναι χορός. Δεν έχει τέτοια δομή το έργο.
Ο κάθε άνθρωπος και ο κάθε θεατής θα έχει άλλους συνειρμούς όταν το δει. Είναι πολύ απλοϊκό να πει κάποιος πως αυτό το έργο μιλάει για τον θάνατο ή για κάποιο άλλο θέμα. Δε μιλάει όμως ποτέ μόνο για αυτό».
Δημήτρης Ναζίρης: «Τριμμένος λόγο σε ψίχουλα, που μερικές φορές μας προκαλεί από δέος μέχρι αδυναμία να ανοίξουμε το στόμα μας»
«Πρόκειται για μία παράσταση θεατρική αλλά με ιδιαιτερότητες, γιατί άλλωστε όλοι μας έχουμε ιδιαιτερότητες, από τον κύριο δημιουργό μέχρι και τον τελευταίο. Όλοι μας έχουμε τον δικό μας τρόπο να ερμηνεύουμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Ξεκινώντας από τον Βέλτσο φυσικά, το εγχείρημα γίνεται από δαιμονικό μέχρι ανυπέρβλητο. Πρόκειται για ένα κείμενο που παραμένει και αυτή τη στιγμή, μία πολύ ψηλή κορφή. Η δυσκολίες που είχαμε είναι δυσκολίες προσέγγισης ενός τρόπου έκφρασης που ξεκινάει από το ίδιο το κείμενο στην διαμόρφωση του, περνάει στη σκηνοθεσία του αποτελέσματος, μαζί με κίνηση, μουσική και αυτόν τον ατίθασο, τριμμένο λόγο σε ψίχουλα, που μερικές φορές μας προκαλεί από δέος μέχρι αδυναμία να ανοίξουμε το στόμα μας.
Στο πέρασμα του χρόνου πάντα ανακαλύπτεις καινούργια νοήματα σε ένα κείμενο. Μάλιστα ακόμα και στην τελευταία παράσταση θα υπάρχουν πράγματα που θα τα δεις αλλιώς. Εγώ προσωπικά έχω την διαστροφή να βρίσκω και λύσεις ή απαντήσεις ή τακτοποιήσεις νοημάτων ακόμα και πολύ καιρό μετά την παράσταση. Είμαι σίγουρος ότι όταν κάποτε τελειώσει αυτή η παράσταση, είτε μετά από ένα μήνα είτε μετά από ένα χρόνο, αν περάσω από νεκροταφείο θα νιώσω πολλά πράγματα.
Θέλω πολύ να πιστεύω πως θα το δουν και άλλοι με άλλη ματιά και διάθεση από τη δική μου. Ο θεατής άλλωστε εισπράττει αυτά που του δίνεις αλλά μέσα από ένα φίλτρο δικό του. Επομένως φαντάζομαι ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που θα κλαίνε, άνθρωποι που θα δυσανασχετήσουν, άνθρωποι που θα θυμώσουν, αλλά έτσι είναι το θέατρο, είναι ζωντανή δημιουργία μία παράσταση».
Ελένη Θυμιοπούλου: «Στην ουσία είμαστε όλοι αφηγητές»
«Έχουμε ένα καινούριο έργο του Γιώργου Βέλτσου με τρεις παρεμβάσεις μέσα της Ευγενίας Βάγια, το οποίο όταν πρωτοδιαβάσαμε, πάθαμε ένα σοκ, ως το πόσο αυτό μπορεί να παρασταθεί θεατρικά. Όμως νομίζω πως επίτηδες είναι έτσι φτιαγμένο, με την έννοια ότι κάπως ο Βέλτσος θέλει να παίζει με το μυαλό μας. Σαν να μας βάζει όλα αυτά τα εμπόδια για να στήσουμε κάτι από την αρχή. Εδώ θα δούμε την ιστορία δύο μίμων όπου κατά τη ρωμαϊκή εποχή αναλάμβαναν τη πορεία προς το νεκροταφείο για τους νεκρούς με αναπαράσταση κάποιων γεγονότων της ζωής αυτών των νεκρών. Αυτό λοιπόν, είναι ένα ιστορικό γεγονός όχι πολύ γνωστό.
Αυτοί οι δύο μίμοι λοιπόν, βρίσκονται στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών και κάνουν αυτή την πορεία ασχολούμενοι με κάποια πρόσωπα της μεταπολίτευσης. Έρχονται σε επαφή και με κάποια άλλα θεατρικά πρόσωπα, αλλά στην παράσταση δεν τα συναντάμε. Γιατί δε θέλουμε να δώσουμε αυτό. Θέλουμε να είναι κάτι άλλο, ώστε να συμπορευτούμε με το πνεύμα του συγγραφέα. Στην ουσία είμαστε όλοι αφηγητές. Σαν να είμαστε όλοι μίμοι και μεταφέρουμε τα λόγια τους κι αυτά που συνέβησαν εκείνη την ημέρα. Είναι σαν μια αφήγηση.
Ήταν μία πολύ δύσκολη διαδικασία για εμάς, ωστόσο μου άρεσε, που με τη βοήθεια του κ. Καμαρωτού, που κάνει και τη μουσική δραματουργία του έργου, δουλέψαμε αυτή τη μορφή της αφήγησης. Φέρουμε εμείς τον λόγο κάποιων άλλων και δεν είμαστε εμείς που τα λέμε».
Μαρία Καραμήτρη: «Ο θεατής δεν θα βρει το νόημα μέσα στο έργο, αλλά θα το κατασκευάσει στο νου του»
«Πρόκειται για ένα κείμενο που αποκλίνει από τους κλασικούς θεατρικούς κώδικες όσον αφορά την αφηγηματική του διάρθρωση. Δεν χτίζει πάνω σε μία γραμμική ακολουθία, ο θεατής μας καλείται να απομακρυνθεί από τις κλασικές του συνήθειες. Δεν αναγκάζεται να αναμετρηθεί με ένα κυρίαρχο νοητικό υπόβαθρο αλλά αντιθέτως να το εγκαταλείψει. Μία παράσταση που η πρόσληψη της γίνεται χωρίς τη συνειδητοποίηση μιας ορθολογικής διαδικασίας, αλλά προκύπτει μέσα από μία συγκινησιακή απόκριση.
Η αφηγηματική αρχιτεκτονική του Δημήτρη Καμαρωτού και η λιτή σκηνοθεσία της Σοφίας Καρακάντζα θα κατασκευάσουν ένα δίκτυο κωδικών σε ένα μη συνειδητό επίπεδο, ενήλικο, δηλαδή για αναστοχασμό, όπου ο θεατής κατά την πρόσληψη του δεν θα βρει το νόημα μέσα στο έργο, αλλά θα το κατασκευάσει στο νου του».
Αίγλη Κατσίκη: «Είμαστε ο καθένας από εμάς ένα όργανο μίας ορχήστρας»
«Είναι ένα διαφορετικό concept από τα άλλα που έχω συμμετάσχει. Βασικό στοιχείο μας εδώ, είναι το κείμενο. Δεν υπάρχουν ρόλοι, δεν υπάρχουν καθαρές θεατρικές συνθήκες. Περισσότερο έχουμε μία αφήγηση η οποία είναι και λίγο αποσπασματική και ίσως και πιο ρεαλιστική όπως θα την έλεγα, η οποία οδηγεί την παράσταση.
Δεν δυσκολεύει ωστόσο η συνθήκη χωρίς έναν συγκεκριμένο ρόλο, γιατί έχεις να κάνεις με αφηγηματικό θέατρο και απλά, είναι κάτι άλλο. Δεν τίθεται θέμα πιο εύκολου ή πιο δύσκολου σε αυτή την περίπτωση. Είναι μία άλλη λειτουργία. Είναι ο ήχος σου στην αφήγηση, είναι ο κοινός ήχος σου μαζί με την ομάδα. Σε μεγάλο βαθμό εδώ, λειτουργούμε ως όργανα. Είμαστε ο καθένας από εμάς ένα όργανο μίας ορχήστρας».
Γιάννης Τομάζος: «Ζούμε μία καθημερινότητα με τόσο μεγάλη ασφυξία όπου το παρελθόν μας το βλέπουμε πια πολύ επιλεκτικά»
«Το «Προσδοκώ» είναι πολύ ιδιαίτερο, αρχικά γιατί το έχει γράψει ένα συγγραφέας που είναι εν ζωή και η ιστορία του ακολουθεί πρόσωπα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό κείμενο και μέσα από αυτό μας δίνει το πόσο ρευστά είναι όλα τα πράγματα που βιώνουμε. Και πώς έρχεται ο θάνατος, πώς ένας άνθρωπος μπορεί να συμφιλιωθεί με τον ίδιο το θάνατο και με μία μνήμη που σιγά-σιγά φτάνει στα όρια της λήθης. Γιατί δεν ξέρω απόλυτα τι θυμόμαστε και τι θέλουμε να θυμόμαστε. Εγώ νιώθω από το κείμενο του κυρίου Βέλτσου που έχει ζήσει τόσα πολλά πράγματα, πως υπάρχουν θραύσματα της μνήμης του, θετικά και αρνητικά. Και νομίζω άλλωστε πως αυτοί είναι οι καιροί μας, όπου ζούμε μία καθημερινότητα με τόσο μεγάλη ασφυξία όπου το παρελθόν μας το βλέπουμε πια πολύ επιλεκτικά.
Το πιο δύσκολο για μένα, ήταν να βρω τη σύνδεση με το κείμενο και με το υπόλοιπο σύνολο. Μετά είναι που θα έρθει και η σύνδεση με το κοινό. Έτσι κι αλλιώς το θέατρο είναι το απόλυτα ομαδικό σπορ. Και αυτό είναι το μαγικό του. Αυτό που θα πάρει κάποιος θεατής, αν πάρει κάτι, θα είναι από το σύνολο που θα δημιουργήσει. Αλλά το ωραίο για μένα είναι ότι είναι μία παράσταση η οποία δεν σου λέει τι θέλει να καταλάβεις, αλλά θέλει να νιώσεις. Θέλει να πας και να συναντηθείς. Υπάρχουν σημεία που για κάποιους μπορεί να είναι απίστευτα συγκινητικά και για άλλους να είναι κωμικά. Όπως είναι πολύ διαφορετική η οπτική η δική μου πάνω στο κείμενο από την οπτική των άλλων ηθοποιών»
Θεοδώρα Λούκας: «Ο θεατής μπορεί να συναντηθεί όπου και όσο ο ίδιος θέλει»
«Είναι μία εξαιρετική συνεργασία από όλους. Το έργο κυλάει ως μία όπερα λόγου από τον κύριο Καμαρωτό. Μάλιστα δεν νομίζω να μπορούσε να υπάρχει κάποιος που να είναι πιο ακριβής και πιο δημιουργικός μέσα σε αυτό το πλαίσιο, από τον κύριο Καμαρωτό. Είμαστε πραγματικά στα καλύτερα χέρια που θα μπορούσαμε να είμαστε. Φυσικά και με τη σκηνοθεσία της κυρίας Καρακάντζα.
Αυτό που εγώ προσδοκώ να πάρει ο θεατής είναι να μπει σε ένα σύμπαν και να αφεθεί σε αυτό, στη μουσική αυτού του σύμπαντος, και να επηρεαστεί από αυτό για ό, τι του κάνει. Όπως όλα τα σπουδαία έργα έτσι και αυτό, περισσότερο θέτει τα ερωτήματα παρά δίνει τις απαντήσεις. Ο θεατής μπορεί να συναντηθεί όπου και όσο ο ίδιος θέλει».
Συντελεστές: Σκηνοθεσία: Σοφία Καρακάντζα, Σκηνικά – Κοστούμια: Ράνια Εμμανουηλίδου, Μουσική κειμένου – Πρωτότυπη μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός, Χορογραφία – Κίνηση: Μέλπω Βασιλικού, Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτις: Ευανθία Σωφρονίδου, Β’ βοηθός σκηνοθέτη: Μαρκέλλα Καραπιπέρη, Οργάνωση Παραγωγής: Ειρήνη Χατζηκυριακίδου, Φωτογραφίες: Mike Rafail (That Long Black Cloud)
* Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου (στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης): Λουίζα Μαρία Χαραλάμπους
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Χορός Μίμων – Ελένη Θυμιοπούλου, Μαρία Καραμήτρη, Αίγλη Κατσίκη, Εύη Κουταλιανού, Θεοδώρα Λούκας, Δημήτρης Ναζίρης, Γιάννης Τομάζος, Γιάννης Χαρίσης
Ώρες παραστάσεων Τετάρτη: 19.00 Πέμπτη – Παρασκευή: 21.00 Σάββατο: 18.00 & 21.00 Κυριακή: 19.00
Πληροφορίες Φουαγιέ Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών Πρεμιέρα: Σάββατο 17 Φεβρουαρίου, 21:00
Προπώληση: ntng.gr | more.com | 2117700000 Πληροφορίες- κρατήσεις στο Τ. 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ