μπήκαμε-στους-ληστές-του-ακύλλα-καρ-1123228

Θέατρο

Μπήκαμε στους “Ληστές” του Ακύλλα Καραζήση, λίγο πριν την πρεμιέρα στο Βασιλικό Θέατρο

Όλα όσα είδαμε, φωτογραφίσαμε και συζητήσαμε σε μία από τις τελευταίες πρόβες της νέας παραγωγής του Κρατικού που έχει απόψε πρεμιέρα!

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Το πρώτο ώριμο έργο του μεγάλου γερμανού δραματικού συγγραφέα και ποιητή Φρήντριχ Σίλλερ, το δράμα “Οι ληστές” (Die Rauber, 1783), φέρνει στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου ο Ακύλλας Καραζήσης με μία εμπνευσμένη σκηνοθεσία από τον ίδιο και μία τολμηρή μεταφορά, τόσο όσο η διακήρυξη ελευθερίας εναντίον της τυραννικής και διεφθαρμένης ηθικά κοινωνίας που διαπραγματεύεται το έργο.

Οι «Ληστές» δημοσιεύτηκαν το 1781 και παρουσιάσθηκαν πρώτη φορά το 1782 στο Μάνχαϊμ, με μεγάλη επιτυχία, προκαλώντας μάλιστα σκάνδαλο στην εποχή του, λόγω του τρόπου που μεταφέρει το θέμα του το κείμενο. Πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα έργα του γερμανικού λογοτεχνικού κινήματος «Θύελλα και Ορμή». Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη σύγκρουση δύο αδελφών «της καλής κοινωνίας», του χαρισματικού Καρλ και του μικρότερου αδερφού του που συνωμοτεί για να αφαιρέσει τον τίτλο και την κληρονομιά από τον πρωτότοκο. Το κεντρικό μοτίβο είναι η σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθήματος και κεντρικό θέμα η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας.

Το έργο, μέσα από τις πολιτικές αναφορές του, μας προκαλεί να αναμετρηθούμε με τους προβληματισμούς του σε κάθε εποχή, καθώς τα θέματα που θίγει, όπως, η σύγκρουση της λογικής με το συναίσθημα, η ασυμμετρία ισχύος μέσα στην κοινωνία, η σχέση του νόμου με την ελευθερία, ισχύουν πάντα.

Ο Φρήντριχ Σίλλερ αντλεί στοιχεία από τον ώριμο κλασικισμό, ενσωματώνοντας το κίνημα του ρομαντισμού σε ένα έργο που διακηρύσσει την ελευθερία ενάντια στην τυραννία και που κινείται διαλεκτικά μεταξύ ατομισμού και κοινωνίας, ρεαλισμού και μεταφυσικής, ηθικής και αλαζονείας, ιδεαλισμού και μηδενισμού, ιδιοφυίας και εγκλήματος, τάξης και επανάστασης, προσωπικής ελευθερίας και νόμου.


Φωτογραφίες για την Parallaxi: Ευθύμης Βλάχος

Το έργο είχε ισχυρό αντίκτυπο πάνω του: «Όταν ήμουν δέκα χρονών, είδα μια παράσταση των Ληστών του Σίλλερ στη Μόσχα με τον Μοτσάλοφ και μπορώ να σας πω ότι η τεράστια εντύπωση που μου έκανε τότε άσκησε γόνιμη επιρροή στο πνευματικό μου σύμπαν», θα αναφέρει στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» ο Ντοστογιέφσκι  για όταν παρακολούθησε την παράσταση αυτού του έργου στη Μόσχα, μόλις δέκα χρονών τότε.

«Αποσκευή» του από τα 15 χρόνια που έζησε και έκανε θέατρο στη Γερμανία, ο Ακύλλας Καραζήσης φέρνει στη Θεσσαλονίκη και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τη δική του πρόταση, από έναν από τους αγαπημένους του συγγραφείς, με ένα έργο ωστόσο που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό σήμερα στην Ελλάδα.

Η επιβλητική αισθητική της παράστασης, η ατμόσφαιρα της σκηνής, το απόκοσμο της εποχής του έργου, γίνονται εύκολα κατανοητά γρήγορα. Μπαίνοντας σε μία από τις τελευταίες πρόβες του θιάσου, λίγο πριν την πρεμιέρα της Πέμπτης, η συνύπαρξη με μία ομάδα ανθρώπων που οδεύει προς έναν στόχο, ειδικά μίας τόσο σημαντικής μεταφοράς, μου έδειξε το μονοπάτι μίας αποκάλυψης, μίας δουλειάς που αξίζει να παρουσιάσει το Κρατικό, ο εξαιρετικός (από τη Θεσσαλονίκη) Καραζήσης, η σημαντική μουσικός Λόλα Τότσιου που έγραψε μία εξαιρετική μουσική ειδικά για την παράσταση και αξίζει να δουν οι θεατές της θεατρικής Θεσσαλονίκης.

Η παράσταση κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα του τότε και του τώρα. Τον χρόνο του έργου, τον χρόνο του τότε και τον χρόνο του σήμερα, τον χρόνο δηλαδή των ηθοποιών και των θεατών. Το Θέατρο είναι έτσι κι αλλιώς ένας σύνθετος και (ακόμη) γοητευτικός αναχρονισμός.

Το δάσος που επιβάλλεται πάνω στη σκηνή, ο «πολιτισμός», η πόλη, η «αγριότητα» του ανθρώπου, το μέσα και το έξω, το τώρα, το πριν και το μετά, αόριστα. Εκτός από τον πλούτο των στοχασμών του Διαφωτισμού, που υπάρχει έντονα στο κείμενο του Σίλλερ, διακρίνει εύκολα κάποιος τις αναφορές με το σήμερα: Την παθολογική πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων, και τη μελαγχολία της Επανάστασης.

Λίγα λόγια για το έργο

Ο Φραντς Μορ, ο μικρότερος γιος του Μαξιμίλιαν Μορ, είναι ένας αδίστακτος ευγενής που επιθυμεί να καταχραστεί τα δικαιώματα του μεγαλύτερου αδελφού του, Καρλ, συκοφαντώντας τον στον πατέρα τους, με πλαστά στοιχεία και ανυπόστατες κατηγορίες. Ο χαρισματικός Καρ, ο αγαπημένος γιος του γέρου Μορ, με την ελεύθερη φύση και την επαναστατική του ιδιοσυγκρασία, πληροφορείται από τον αδελφό του ότι ο πατέρας του τον αποδιώχνει. Απελπισμένος από την εξέλιξη αυτή συγκεντρώνει μια ομάδα ληστών και αποφασίζει να ζήσει εκτός νόμου στο δάσος. Μέχρι που μαθαίνει την προδοσία του αδελφού του και αποφασίζει να πάρει εκδίκηση.

Ο Ακύλλας Καραζήσης, σε ένα υστερόγραφο που γράφει για την παράσταση, αναφέρει χαρακτηριστικά:

Αναχρονισμός:

1.Το ακούσιο ή εκούσιο λάθος σε χρονολόγηση , χρονικό εντοπισμό γεγονότος.

2.Η σκόπιμη παρουσίαση ή απόδοση γεγονότων με χρησιμοποίηση πολιτισμικών στοιχείων διαφορετικής, κυρίως μεταγενέστερης εποχής.

3.Η εμμονή σε απαρχαιωμένες αντιλήψεις. (από το Λεξικό Μπαμπινιώτη)

«Δε χρειάζεται να σου πω ότι το θέατρο ζει από́ τον αναχρονισμό.»

Müller (γράμμα στον D. Gotschef)

Στην πρόβα που βρεθήκαμε, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη – ηθοποιό, την Λόλα Τότσιου που ήταν εκεί για τις τελευταίες «πινελιές» της μουσικής της και την σπουδαία ηθοποιό του Κρατικού, την Έφη Σταμούλη, που μετά από μία αγαπημένη κωμωδία τα δύο προηγούμενα χρόνια, επιστρέφει στους μεγάλους και τολμηρούς ρόλους, όπως εδώ που υποδύεται τον Μαξιμίλιαν φον Μορ, τον πατέρα της οικογένειας.

Ακύλλας Καραζήσης: «Tο θέατρο είναι το μέρος όπου το πιο βαρετό πράγμα είναι να παίζει ένας ηλικιωμένος άντρας, έναν ηλικιωμένο άντρα»

« Το έργο ήταν δική μου επιλογή να το φέρω στο Κρατικό Θέατρο. Είναι ένα άγνωστο έργο στην Ελλάδα και δεν το λέω από την άποψη της πρωτοτυπίας, αλλά από την άποψη του ότι είναι ένα υλικό το οποίο ενώ είναι κλασσικό, είναι άπαιχτο και νομίζω ότι έχει πολύ «ψωμί». Υπάρχουν έργα όπως εκείνα του Μπύχνερ που έχουν κάτι ατελείωτο. Οι «Ληστές» είναι πρωτόλειο του Σίλερ. Έτσι κι αλλιώς, ο Κλάιστ, ο Σίλερ και ο Μπύχνερ είναι οι αγαπημένοι μου, όσο κι αν ακούγεται μπανάλ κάτι τέτοιο. Είναι συγγραφείς που με εμπνέουν. Με εμπνέει πάρα πολύ αυτή η εποχή. Πριν και λίγο μετά από τη Γαλλική Επανάσταση. Δηλαδή, αν είχα μία χρονομηχανή, θα διάλεγα να πάω σε εκείνη την εποχή. Μου αρέσει μέχρι και τι φορούσαν τότε. Είναι η εποχή του Διαφωτισμού. Η εποχή που ξυπνάει η ανθρωπότητα. Μου αρέσει πολύ, ίσως επειδή καλύπτονται όλα από την αχλή της Γαλλικής Επανάστασης, πριν και μετά. Κι αυτό με συγκινεί πολύ.

Για μένα η ομάδα αυτή είναι εξαιρετική. Είναι με ηθοποιούς που επέλεξα εγώ. Συναντήθηκα με το ντόπιο δυναμικό και επέλεξα τους συνεργάτες μου. Άλλωστε αρκετούς τους ξέρω από παλιά. Με κάποιους γνωριζόμαστε και καλύτερα, η Έφη Σταμούλη είναι φίλη μου, αλλά με έναν τρόπο ήξερα αρκετούς από πριν.

Επειδή είμαι εναντίον την «εκπαίδευσης», αν άκουγα πως η παράσταση θα πρέπει να έχει κάποια νοήματα, θα έφευγα τρέχοντας. Δεν πιστεύω εγώ ότι η λογοτεχνία έχει νοήματα. Όπως και το θέατρο, είναι μία χρονομηχανή που με μεταφέρει σε έναν άλλον χρόνο. Μεταφέρομαι στο πίσω. Σε ένα χρόνο παρελθόντα που στην ουσία είναι ένας χρόνος άχρονος. Είναι ο χρόνος των παιδικών παιχνιδιών το παρελθόν και η μυθοπλασία. Δεν έχει εποχή. Εποχή του, μπορεί να είναι η δικιά μου, που το διαβάζω. Θα μου έρθουν σίγουρα συνειρμοί τότε, όπως συνειρμοί θα έρθουν και στους θεατές. Οι δικοί τους συνειρμοί. Το θέμα είναι να μην «καπελώσω» εγώ τον θεατή. Φυσικά θα του δώσω τη δική μου οπτική, αυτή της ανάγνωσης αλλά αυτή η οπτική του σκηνοθέτη ή της παράστασης που φτιάξαμε όλοι μαζί πρέπει να γίνει μία κάψουλα που ταξιδεύει τον κάθε θεατή εκεί που θα διάβαζε ένα βιβλίο μόνος του. Σε αυτό δηλαδή, που μπορεί να ξεχάσει ότι έχει σώμα. Αλλά αυτό μπορεί να ισχύει λίγο πολύ ακόμα και σε αυτούς που μπορεί να μη διαβάζουν αλλά να «τριπάρουν» με άλλον τρόπο, όπως ας πούμε βλέποντας μία ταινία. Κι όταν βλέπεις μία ταινία, ξεχνάς το εγώ σου με έναν τρόπο κι αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον. Η κοινή εμπειρία μέσα στο μισοσκόταδο των πολλών ανθρώπων που βλέπουν κάτι και ταξιδεύουν, είναι μαγικό. Εγώ δεν πιστεύω πολύ ούτε τις κριτικές ούτε κανένα θεατρικό exit poll. Πιστεύω στην εμπειρία της σιωπής επί δύο ώρες μέσα σε ένα θέατρο.

Στο πέρασμα των χρόνων, έχει αλλάξει η οπτική μου. Ήμουν πιο ασυνείδητα χωμένος στη μυθοπλασία και στο μίσος εναντίον της πραγματικότητας όταν ήμουν 25 ετών, ενώ τώρα που είμαι 65 είναι πιο αρθρωμένη η σχέση μου με την μυθοπλασία. Πραγματικότητα θα έλεγα πως είναι μόνο ο χρόνος. Είναι αυτό που λέει πως εγώ είμαι τώρα εδώ. Αυτό δε γίνεται να το ξεχάσω, θα πω ψέμα. Εκτός αν είχαμε τον άγριο πολιτισμό των μαγισσών του Μεσαίωνα ή των Ινδιάνων που γίνονται κογιοτ, χωρίς να το κοροϊδεύω καθόλου. Που μπορεί το σώμα να είναι κάπου, κι αυτοί να θεωρούν πως βρίσκονται στη Νέα Υόρκη. Σε αυτή την οικογένεια ωστόσο ανήκει και η μυθοπλασία.

Σε αυτή την παράσταση χαίρομαι που δεν παίζω. Τον μόνο ρόλο που θα μπορούσα να κάνω, είναι αυτός του πατέρα που όμως ήθελα και τον παίζει η Έφη Σταμούλη. Πιστεύω ότι το θέατρο είναι το μέρος όπου το πιο βαρετό πράγμα είναι να παίζει ένας ηλικιωμένος άντρας, έναν ηλικιωμένο άντρα. Πέρυσι ας πούμε, έκανα τον «Παγοπώλη» και τον έκανε η Έλενα Τοπαλίδου. Θεωρούσα πολύ βαρετό ο παγοπώλης να είναι άντρας. Που τον έκανε μία γυναίκα χωρίς να δηλώνει αν είναι γυναίκα ή άντρας, όπως και τώρα η Έφη και έτσι ανοίγει κάτι. Δεν μπορώ να εκφράσω τι, αλλά ανοίγει κάτι. Όπως παίζανε την εποχή του Σαίξπηρ, για οποιουσδήποτε λόγους, όλοι άντρες όλους τους ρόλους, δε καταλαβαίνω γιατί σήμερα να έχουμε αυτό το ένα προς ένα».

 Λόλα Τότσιου: «Στην πραγματικότητα, εκείνο που χρειάστηκε ήταν να αισθανθώ την ατμόσφαιρα»

«Με τον Ακύλλα γνωριζόμαστε από 10 χρονών και μέσα στα χρόνια παραμείναμε καλοί φίλοι. Οπότε αυτή η συνεργασία μας κύλησε αβίαστα. Μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που προσεγγίζει το έργο του Σίλλερ, ένα βαθιά πολιτικό έργο όπως είναι. Πραγματεύεται βασικά θέματα, όπως το θέμα της προδοσίας αδερφού προς αδερφό που το συναντάμε από Παλαιά Διαθήκη, σε όλους τους μύθους και μέχρι σήμερα και μάλλον και αύριο. Σαφέστατα θίγει και το θέμα του έρωτα, αλλά δεν είναι το κύριο σημείο, ενώ πραγματεύεται και το πολιτικό θέμα.

Στην παράσταση, θα υπάρχει ζωντανή μουσική με ένα πολύ ιδιαίτερο συνδυασμό, αυτόν του τσέλου και της τρομπέτας που έχει το κάθε ένα το δικό του ηχόχρωμα. Το γεγονός ότι δεν θα υπήρχε πιάνο, με ζόρισε κάπως στην αρχή επειδή εγώ είμαι πιανίστα, αλλά ήξερα πως δε θα ταίριαζε πιάνο σε αυτό το έργο. Από την άλλη, με απελευθέρωσε πάρα πολύ ότι δεν υπήρχε… Ακούγεται ίσως περίεργο, αλλά έτσι έγινε. Επίσης, υπάρχει το κρουστό που το θέλω πάντα, γιατί είναι ένα πολύ δυνατό και ρυθμικό στοιχείο. Παίζουμε λοιπόν με αυτά τα τρία πράγματα και κάπως και με τις φωνές των ηθοποιών.

Στην πραγματικότητα, εκείνο που χρειάστηκε ήταν να αισθανθώ την ατμόσφαιρα της κάθε σκηνής όπου θα έμπαινε μουσική και να την γράψω. Ήμουν λοιπόν σε πάρα πολλές πρόβες παρούσα τόσο για να γράψω, όσο και για να γίνομαι κι εγώ κομμάτι αυτού που συμβαίνει. Κάποια πράγματα γράφτηκαν μάλιστα και πιο πριν. Είχα διαβάσει το βιβλίο, είχαμε συζητήσει με τον Ακύλλα και άρχισα ήδη να φαντάζομαι την ατμόσφαιρα από το πώς προσέγγιζε το έργο. Ξέρετε, με ατμόσφαιρες κινούμαστε».

Έφη Σταμούλη: «Δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να ανεβάζει κάποιος κλασσικά κείμενα αν δεν ήθελε να συνομιλήσει με την εποχή του»

«Δε με απασχόλησε καθόλου ότι σε αυτή την παράσταση θα έπρεπε να κάνω τον πατέρα. Δεν ήταν αυτό το ζητούμενο καθόλου. Αυτό αντιμετωπίστηκε από εμένα, αλλά κυρίως και από τον Ακύλλα σαν να είναι κάτι αυτονόητο. Ομολογώ ότι αν μπεις σε μία τέτοια συνθήκη χωρίς να το σκεφτείς, είτε είσαι ηθοποιός είτε και ο θεατής, δεν θα σε απασχολήσει καθόλου. Ο ρόλος μου είναι, στη δική μας εκδοχή, με μία πολύ σύγχρονη ματιά. Άλλωστε δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να ανεβάζει κάποιος κλασσικά κείμενα αν δεν ήθελε να συνομιλήσει με την εποχή του και δεν είχε κάτι να πει. Στη δικιά μας σκηνική εκδοχή, αυτός είναι ένας πατέρας με αυστηρές ηθικές αρχές, διανοούμενος της εποχής, ο οποίος έχει μια ολοφάνερη αδυναμία στον πρωτότοκο γιο του και αδικεί αρκετά φανερά τον δεύτερο του. Αυτό πυροδοτεί την ιστορία. Ο πρωτότοκος γιος είναι ένα ρηξικέλευθο πνεύμα, λείπει πολλά χρόνια και ο πατέρας μένει με τον δεύτερο γιο, ο οποίος αποφασίζει πως ήρθε η στιγμή να εκδικηθεί για όλα αυτά που έχει τραβήξει, ετοιμάζοντας μία πλεκτάνη και πείθει τον πατέρα να τον αποκηρύξει. Την ίδια στιγμή ο πρωτότοκος γιος έχει στείλει ένα γράμμα στον πατέρα του που του ζητά συγχώρεση, αλλά μαθαίνοντας πως ο πατέρας του τον έχει αποκηρύξει, αποφασίζει να συγκροτήσει μία συμμορία ληστών και να πάρει εκδίκηση για οποιαδήποτε κοινωνική αδικία υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Κι έτσι όλα αρχίζουν στην ιστορία.

Δεν υπάρχουν καθόλου αναφορές στη σημερινή κοινωνική συνθήκη. Συνειρμοί ναι, θα γίνουν, αλλά δεν γίνεται καμία προσπάθεια από την παράσταση για κάτι τέτοιο. Απλώς, η ανάγκη για επανάσταση, η ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη, η ανάγκη για να είμαστε όλοι ίσοι, είναι πράγματα που αποζητούμε μέχρι σήμερα. Έτσι, όταν γράφτηκε έκανε πολύ μεγάλο σκάνδαλο και δεν μπορεί να πάψει να είναι επίκαιρο, επειδή ο άνθρωπος δε θα πάψει ποτέ να έχει τέτοια ζητούμενο. Το θέμα είναι γιατί οι επαναστάσεις καταλήγουν με τον τρόπο που καταλήγουν. Αυτό είναι ένα θέμα. Αυτό που εγώ βρίσκω πολύ ενδιαφέρον στον προβληματισμό του έργου, είναι γιατί στραβώνει αυτό το πράγμα. Γιατί και πώς. Ξεκινάει με πολύ υψηλά ιδεώδη, πολύ αληθινές ανάγκες κι αυτό κάπου στη μέση χάνεται και το αποτέλεσμα είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, αλλά ελπίζω πως δε θα πάψει ποτέ ο άνθρωπος να ελπίζει. Αν σταματήσει η ανάγκη της επανάστασης, αν οι νέοι σταματήσουν να έχουν αυτή τη βεβαιότητα ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, ε τότε χαθήκαμε οριστικά. Κι αν δεν αλλάζει από τη μία στην άλλη, σιγά σιγά κάτι γίνεται. Κι αν το φέρουμε όλο αυτό στο σήμερα, πριν λίγες μέρες έγινε μία πολύ μεγάλη αλλαγή στη χώρα με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια. Πολύ σημαντική αλλαγή που πριν από πέντε χρόνια μας φαινόταν απίστευτο να γίνει. Άρα, παρόλο που στραβώνει το πράγμα, προφανώς κάτι αλλάζει.

Ο Ακύλλας έχει έναν πολύ δικό του τρόπο να δουλεύει και αυτός είναι εξαιρετικά απελευθερωτικός για τον ηθοποιό. Έχει έναν δικό του τρόπο να αφηγείται ιστορίες. Τον ξέρω πάρα πολλά χρόνια, αν και είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε και πραγματικά είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό».

“Οι ληστές”, παίχτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Εθνικό Θέατρο, κατά την περίοδο του 1867 – 1870, ενώ σε αυτές τις πρώτες μεταφορές του σε ελληνικές σκηνές, όπως και πιο πρόσφατα, το 1983 που ανέβηκε πάλι από το Εθνικό, υπήρξαν έντονες συζητήσεις που πυροδοτήθηκαν από το θέμα του έργου.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας | Σκηνοθεσία: Ακύλλας Καραζήσης | Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά |  Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη |  Μουσική σύνθεση: Λόλα Τότσιου | Επιμέλεια Ομαδικής Κίνησης: Ηλέκτρα Καρτάνου |  Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη |  Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάρα Τσικάρα | Βοηθός Σκηνογράφου & Ενδυματολόγου: Σόνια Καϊτατζή | Βοηθός Σκηνογράφου: Σοφία Θεοδωράκη | Οργάνωση Παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη  | *Βοηθός σκηνοθέτη στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Άννα Ρίζου |Βοηθός ενδυματολόγου/ σκηνογράφου στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Μαρία Ωρολογά

Παίζουν οι ηθοποιοί: Χαρά Γιώτα, Κωστής Καπελλίδης, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Γιάννης Σύριος: Ληστές: (Σβάιτσερ, Ρόλλερ, Σούφτερλε, Γκριμ) | Χρίστος Νταρακτσής: Μόριτς  | Φωτεινή Τιμοθέου: Σπήγκελμπεργκ | Έφη Σταμούλη: Μαξιμίλιαν φον Μορ | Γιάννης Τσεμπερλίδης: Φραντς φον Μορ | Γιώργος Κολοβός: Καρλ φον Μορ | Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου: Αμάλια | Μάρα Τσικάρα: Χέρμαν | Ηλέκτρα Καρτάνου: Aφηγήτρια |Περιπλανώμενη | Λωξάνδρα Λούκας: Το παιδί (Μαργαρίτα)

Μουσικοί επί σκηνής: Αλίκη Μάρδα (βιολοντσέλο), Κατερίνα Ταντανόζη (τρομπέτα)

*Πληροφορίες: Βασιλικό Θέατρο (Πλατεία Λευκού Πύργου) | Πρεμιέρα: Πέμπτη 22  Φεβρουαρίου 2024, στις 21.00 | Ωρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19.00, Πέμπτη- Παρασκευή: 21.00, Σάββατο: 18.00 & 21.00, Κυριακή: 19.00 | Προπώληση: ntng.gr |more.com | 11876 |Πληροφορίες- κρατήσεις στο Τ. 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα