Νικηφόρος Παπανδρέου: Σε εποχές κρίσης η τέχνη γίνεται περισσότερο αναγκαία
O φιλόλογος, θεατρολόγος, ομ.καθηγητής του Τμήματος Θεάτρου του Α.Π.Θ., ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» σε μια κουβέντα de profudis
Συνέντευξη: Ιωάννα-Μαρκέλλα Χαλκιά
Πορτρέτο: Γιάννης Βανίδης
Φωτογραφίες: Από το αρχείο του Νικηφόρου Παπανδρέου.
Φιλόλογος, θεατρολόγος, ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., ιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης»· ένας σπουδαίος άνθρωπος του θεάτρου που συνδυάζει αρμονικά θεωρία και πράξη. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και έπειτα θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Paris III SorbonneNouvelle, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Υπήρξε εντεταλμένος διδάσκων στο θεατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου Paris X Nanterre από το 1971 έως το 1976, έτος όπου επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη για να αναλάβει Διευθυντής της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ. Από τον επόμενο χρόνο ξεκινά να διδάσκει θεατρολογία στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και από το 1992 συνεχίζει τοακαδημαϊκό του έργο στο νεοσύστατο τότε Τμήμα Θεάτρου.
Το καλοκαίρι του 1979 ιδρύει την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης», η οποία –παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε τα τελευταία χρόνια, καθώς από το 2012 έμεινε «άστεγη», αφήνοντας το θέατρο «Αμαλία»– αποτέλεσε σημαντική συνεισφορά στη σύγχρονη πολιτισμική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θεατρική ζωή και παιδεία της χώρας μας.
Σκηνοθέτησε περισσότερες από 15 παραστάσεις στην Πειραματική Σκηνή και διετέλεσε εκδότης-επιμελητής του περιοδικού «Θεατρικά Τετράδια» που αριθμεί 57 τεύχη. Επιπλέον έχει δημοσιεύσει τα βιβλία O Ίψεν στην Ελλάδα και Περί θεάτρου, πλήθος θεατρολογικών μελετών σε περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων και έχει μεταφράσει αρκετά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας.
-Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο ολόκληρη η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες καταστάσεις και εξακολουθεί να ζει σε μια διαφορετική πραγματικότητα λόγω της πανδημίας. Ο Ερνστ Φίσερ στο βιβλίο του «Η αναγκαιότητα της τέχνης» ισχυρίζεται πως: «Όσο δε σβήνει η ίδια η ανθρωπότητα, δεν θα σβήσει η τέχνη». Ποιες είναι οι σκέψεις σας για την αναγκαιότητα της τέχνης στην «μετα-πανδημική» κοινωνία;
― Η τέχνη είναι παιδί της πενίας και της απορίας, κάνουμε τέχνη επειδή έχουμε ελλείμματα και αναπάντητα ερωτήματα, αν δεν μας έλειπε τίποτα, αν ήμασταν πλήρεις, η τέχνη θα έσβηνε, δεν θα την χρειαζόμασταν. Επομένως σε εποχές κρίσης η τέχνη δεν περισσεύει, μάλλον γίνεται περισσότερο αναγκαία.
Όταν, στην εποχή της οικονομικής κρίσης,καταργήθηκαν οι θεατρικές επιχορηγήσεις (2011), υπονομεύοντας έτσι την πρωτοφανή θεατρική άνθηση εκείνων των χρόνων, σκεπτόμουν ότι η κατάργηση αυτή ήταν μια απαράδεκτη σπατάλη, η οικονομία που έγινε ήταν ελάχιστη μπροστά στην τεράστια ζημιά που θα επέφερε σε επίπεδο άυλου πνευματικού πλούτου. Το θέατρο, τόπος πνευματικής ζύμωσης, συναισθηματικής εγρήγορσης και δημοκρατικής έκφρασης, είναι είδος πρώτης ανάγκης.
Στα χρόνια της πανδημίας η αναγκαστική αντικατάστασή του από διαδικτυακές μεταδόσεις δεν κάλυψε βέβαια το κενό, επειδή το θέατρο ζει μέσα στη στιγμή, βασίζεται στην παρουσία και την ανταλλαγή, ενσωματώνει το τυχαίο μιας μοναδικής κάθε φορά συνάντησης ηθοποιών και θεατών – αυτά χωρίς να υποτιμώ τη σημασία που είχε η διαδικτυακή μετάδοση κάποιων σπουδαίων ξένων παραστάσεων σε επίπεδο ενημέρωσης. Κατά τα άλλα, δεν έχω αμφιβολία ότι στην «μετα-πανδημική» κοινωνία, έπειτα από την απομόνωση και τη μοναξιά, θα ξαναβρεί τη θέση της αυτή η τέχνη της συλλογικότητας, που παράγεται και καταναλώνεται ομαδικά, σε μια εποχή όπου θα έχουμε τόσο ανάγκη να ξαναβρούμε τους άλλους.
-Πως μπήκε το θέατρο στη ζωή σας; Ποια είναι η πρώτη θεατρική παράσταση που θυμάστε και τί εντύπωση σας άφησε;
― Η πρώτη παράσταση που θυμάμαι ήταν στο Εθνικό, μόλις είχα τελειώσει το Δημοτικό. Ήταν το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας» του Ξενόπουλου, με την Κυβέλη. Στο τέλος του έργου, έκλαιγα αδιάκοπα με λυγμούς για το θάνατο της Κοντέσας. Η αδελφή μου προσπαθούσε να με ησυχάσει: «Δες την, είναι ζωντανή, υποκλίνεται, ο κόσμος τη χειροκροτάει», αλλά εγώ ήμουν απαρηγόρητος: Ναι, η κυρία ήταν ζωντανή, το έβλεπα, αλλά η καημένη η Κοντέσα είχε για τα καλά πεθάνει! Σαν να ανακάλυψα ξαφνικά το βαθύτερο μυστικό του θεάτρου. Αλλά την εμπειρία που με σημάδεψε για πάντα την είχα αργότερα, εκεί γύρω στα δεκάξι, παρακολουθώντας, σχεδόν απανωτά, δύο παραστάσεις του Κουν στο Θέατρο Τέχνης: τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ και την «Αυλή των θαυμάτων» του Καμπανέλλη. Τα ίδια τα σπουδαία έργα, αλλά κυρίως το ποιητικό σύμπαν που σκιρτούσε στο υπόγειο του «Ορφέα», με συγκλόνισαν, ένιωσα ξαφνικά ότι μέσα σ’ αυτόν τον μαγικό κόσμο θα ήθελα να περάσω τη ζωή μου.
-Στο βιβλίο σας «Περί Θεάτρου» μας υπενθυμίζετε τον ορισμό του Ισπανού δραματουργού LopedeVega,πως: «Το θέατρο είναι τρία σανίδια, δύο πρόσωπα, ένα πάθος» και αναστοχάζεστε το «ψωμένιο θεατράκι του Βίλνο» που μας καλεί να θυμόμαστε η ArianeMnouchkine. Τί σημαίνει για εσάςη τέχνη του θεάτρου;
― Σκέπτομαι μια διατύπωση του μεγάλου ποιητή Αραγκόν για την τέχνη γενικά: mentirvrai, δηλαδή το ειλικρινώς ψεύδεσθαι. Με ψεύτικες, επινοημένες ιστορίες, με ψεύτικα αντικείμενα και μπογιατισμένα πρόσωπα, διηγούμαστε την αλήθεια της ζωής, με έναν κόσμο κατασκευασμένο, πλαστό, δίνουμε ζωή στο αυθεντικό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών σας στο Παρίσι συναντήσατε κορυφαίους ανθρώπους του θεάτρου, όπως ο ΑντουάνΒιτέζ και ο ΜπερνάρΝτορτ. Ποιες στιγμές ξεχωρίζετε από τη ζωή σας στο Παρίσι και ποιες συναντήσεις με ανθρώπους εκεί πιστεύετε πως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την σημαντική πορεία σας στο θέατρο;
― Από τα έντεκα χρόνια που έζησα στο Παρίσι, τα επτά ήταν τα χρόνια της δικτατορίας. Επομένως με σημάδεψαν κυρίως οι άνθρωποι με τους οποίους μοιραζόμασταν τις ίδιες αγωνίες και τους ίδιους αγώνες, τα ίδια (ίσως ουτοπικά) όνειρα. Από την άποψη αυτή, δηλαδή της καθαρότητας οραμάτων, αντιπάλων και συντρόφων, επρόκειτο ίσως για τα καλύτερά μας χρόνια. Αλλά επειδή με ρωτάτε για το θέατρο, πράγματι οι δύο άνθρωποι που αναφέρετεμέτρησαν πολύ για τη διαμόρφωσή μου: ο σκηνοθέτης ΑντουάνΒιτέζ για τα ζητήματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, σ’ εκείνον άλλωστε χρωστάω και το προκλητικό σλόγκαν που καθόρισε τη διαδρομή της Πειραματικής Σκηνής: «Ελιτίστικο θέατρο για όλους!», και ο δάσκαλός μου στο Πανεπιστήμιο, ο ΜπερνάρΝτορτ, που με μύησε, μεταξύ άλλων, στη νεωτερική σκέψη του Μπρεχτ, που με βοήθησε να καταλάβω την κοινωνική ευθύνη των θεατρίνων και του θεάτρου.
-Το καλοκαίρι του 1979 ιδρύεται, στο πλαίσιο της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας «Τέχνη», με δική σας πρωτοβουλία, η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» και παρουσιάζει την πρώτη της παράσταση με το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ. Σήμερα έχοντας παρουσιάσει, μέσα σε 40 χρόνια, περισσότερα από 130 έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου, ποια θεωρείτε πως είναι η σημαντικότερη συνεισφορά της στο ελληνικό θέατρο, και ειδικότερα στη θεατρική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης; Ποιες θεατρικές στιγμές ξεχωρίζετε και ποιες είναι οι σκέψεις σας για το μέλλον;
― Τρεις ερωτήσεις μαζί, όλες δύσκολες. Για το τι κόμισε η Πειραματική Σκηνή στη θεατρική ζωή της Θεσσαλονίκης δεν είμαι αρμόδιος να μιλήσω. Κρατώ την ελπίδα ότι την έκανε πλουσιότερη – και σε επίπεδο ποιοτικού ρεπερτορίου, και σε επίπεδο σκηνικών μορφών, και σε επίπεδο ανάδειξης νέων καλλιτεχνών. Αυτά όμως θα τα αποτιμήσουν κάποτε οι θεατρολόγοι της δικής σας γενιάς.
Στιγμές σ’ αυτή τη διαδρομή δεν μπορώ να ξεχωρίσω, θα χώριζα απλώς αυτές τις τέσσερις δεκαετίες σε τρεις περιόδους: τα δύσκολα και συναρπαστικά χρόνια της αρχής (1979-1985), την εγκατάσταση στο θέατρο «Αμαλία» και τη γόνιμη εικοσιπενταετία που ακολούθησε (1986-2012) και, τέλος, την άστεγη πλην αρκούντως παραγωγική οκταετία νομαδικού βίου που ξεκίνησε το 2012, χάρη και στη συμπαράσταση του Δήμου Θεσσαλονίκης, όταν αξιοποιήσαμε νέους για μας χώρους: παλιός σιδηροδρομικός σταθμός, Βίλα Καπαντζή του ΜΙΕΤ, δημοτικό θέατρο «Άνετον», δημοτικό θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη», Θέατρο «Τ».
Επιμέρους στιγμές δεν μπορώ και δεν θέλω να ξεχωρίσω, κάθε νέα παράσταση ήταν ένα πείραμα, ένας αγώνας, ένα στοίχημα, δεν είχαν όλες την ίδια επιτυχία φυσικά, αλλά στη μνήμη μου είναι πολύτιμη η ανάμνηση των ανθρώπων που τους έδωσαν ζωή, από τους οποίους θα μνημονεύσω, προς τιμήν όλων, μερικούς που δεν είναι πια κοντά μας: τον Χρήστο Αρνομάλλη, τον Νίκο Σεργιανόπουλο, τον Νίκο Χουρμουζιάδη, τη Μένη Κυριάκογλου.
Μου ζητάτε σκέψεις για το μέλλον. Όταν, πριν δύο χρόνια, ανεβάσαμε τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, ενώ τις ίδιες μέρες η Πειραματική Σκηνή έκλεινε αισίως τα 40, σκέφτηκα ότι ο κύκλος αυτός τώρα ολοκληρώνεται. Σκέψεις για το μέλλον κάνω, αλλά αφορούν γενικότερα τη θεατρική Θεσσαλονίκη: με απασχολεί η ισχνή θεατρική πολυφωνία στην πόλη. Είναι αναγκαίο, πλάι στο απαραίτητο ΚΘΒΕ, να αναπτυχθούν μικρότερες θεατρικές εστίες, να ακουστούν πιο νεανικές, πιο ανήσυχες θεατρικές φωνές. Το χρειάζεται η πόλη, είμαι βέβαιος ότι το χρειάζεται και το Κρατικό.
-Πιστεύετε πως η χώρα μας έχει ουσιαστική θεατρική παιδεία; Ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους ανθρώπους που θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο σήμερα;
― Θεατρική παιδεία υπήρχε πάντα, την εξέπεμπαν τα θέατρα με τα έργα που ανέβαζαν, οι εφημερίδες και τα περιοδικά με τις κριτικές τους στήλες, κάποιες ραδιοφωνικές εκπομπές (αξέχαστο «Θέατρο της Δευτέρας»), οι σοβαρές δραματικές σχολές, και βέβαια τα φιλολογικά τμήματα των Πανεπιστημίων. Αλλά συστηματική, δομημένη θεατρική παιδεία έχουμε από τότε που το θέατρο βρήκε τη δική του θέση στις πανεπιστημιακές σπουδές. Στην αρχή δειλά, με μερικά μαθήματα στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης (το 1977, όταν έδωσα το πρώτο μου μάθημα Θεατρολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, ήταν η πρώτη φορά που διδασκόταν μάθημα με αυτόν τον τίτλο σε ελληνικό Πανεπιστήμιο) και κατόπιν (από το 1991) με αυτοτελείς πανεπιστημιακές μονάδες: τα Τμήματα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας, της Πάτρας και του Ναυπλίου, και το Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ.
Όχι για να επαινέσω το σπίτι μου, θα σας πω ότι θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τη φυσιογνωμία και τη διαδρομή του τελευταίου. Εννοώ τον μικτό του χαρακτήρα: το Τμήμα Θεάτρου καλλιεργεί παράλληλα και ισότιμα την επιστήμη και την τέχνη του θεάτρου, γεγονός που το καθιστά ξεχωριστό όχι μόνο στον ελληνικό αλλά και στον ευρωπαϊκό πανεπιστημιακό χάρτη. Πάνε χρόνια που έχω βγει στη σύνταξη, αλλά στη θεατρική ζωή του τόπου διαρκώς συναντώ δραματολόγους, κριτικούς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, φωτιστές, παραγωγούς, μεταφραστές, θεατροπαιδαγωγούς, που αποφοίτησαν από αυτό το Τμήμα. Όπως κι εσείς που με ρωτάτε, άλλωστε.
Οι νέοι που θέλουν ν’ ασχοληθούν με το θέατρο, να το σκεφτούν πρώτα τρεις φορές· αν και με την τέταρτη επιμείνουν, να μη τους σταματήσει τίποτα, ούτε καν η προοπτική της ανεργίας – μόνο αν αφιερωθούμε σ’ αυτό που ποθούμε μπορεί να κάνουμε κάτι σημαντικό.