νικορέστης-χανιωτάκης-το-μίνιμαλ-στ-1258072

Θέατρο

Νικορέστης Χανιωτάκης: «Το μίνιμαλ στο θέατρο πρέπει να είναι επιλογή, όχι ανάγκη»

Μιλώντας στην Parallaxi, ο σημαντικός σκηνοθέτης της «Λαπωνίας» εξηγεί πώς είναι να έχεις όνειρο σου το θέατρο από μικρός και να ερωτεύεσαι έργα

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Είναι από τους σκηνοθέτες της νέας γενιάς που ξεχωρίζουν για τις επιλογές του να ανεβάζει πάντα έργα με κέντρο τον άνθρωπο, αλλά και για το πόσο παραγωγικός είναι παρουσιάζοντας παράλληλα κάθε σεζόν αρκετές παραστάσεις.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, σπουδάζοντας ψυχολογία και δουλεύοντας ως αθλητικογράφος κατέληξε στο θέατρο και αυτό δεν έχει όρια γι’ αυτόν, καθώς μπορεί να παίζει ως ηθοποιός αλλά και να σκηνοθετεί έργα που ερωτεύεται, όπως χαρακτηριστικά λέει. Κάπως έτσι έγινε και με την «Λαπωνία» των Μαρκ Αντζελέτ και Κριστίνα Κλεμέντε που έκανε πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη τις μέρες των γιορτών και αποτέλεσε μία από τις πιο ωραίες προτάσεις των Χριστουγέννων στην πόλη.

Σε αυτό το «ταξίδι» μαζί του, οι Μελέτης Ηλίας, Βίβιαν Κοντομάρη, Βάσω Λασκαράκη, Σπύρος Τσεκούρας στο Κινηματοθέατρο Κολοσσαίον και με αφορμή την παράσταση, μιλάμε μαζί του για όλη αυτή την ενδιαφέρουσα πορεία του.

Στις «υποσημειώσεις» της συνέντευξης, θα ήθελα να αναφέρω και το πόσο εξαιρετικός συνομιλητής είναι ο Νικορέστης Χανιωτάκης!

Είστε ικανοποιημένος από αυτό που έχετε καταφέρει μέχρι τώρα;

Είμαι ικανοποιημένος που μπορώ να κάνω το όνειρά μου πραγματικότητα. Νιώθω ευλογημένος και τυχερός άνθρωπος. Και οφείλω πολλά ευχαριστώ και μεγάλα ευχαριστώ στους ανθρώπους που μου άνοιξαν την αγκαλιά τους, που με εμπιστεύτηκαν χωρίς να με γνωρίζουν. Γιατί εγώ όταν ξεκίνησα να εργάζομαι σε αυτό το χώρο και να ασκώ αυτή την τέχνη, ξεκίνησα από το μηδέν. Δεν γνώριζα κανέναν. Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σύνδεση με το χώρο του θεάτρου ή με την τέχνη, ήταν απλώς άνθρωποι που αγαπούσαν την τέχνη ως θεατές ή ως αναγνώστες. Δεν ήταν δημιουργοί. Οπότε, υπήρχαν άνθρωποι που χωρίς να με γνωρίζουν, με εμπιστεύτηκαν και τους οφείλω πολλά πράγματα.

Άρα είναι ένας χώρος ανοιχτός σε νέα παιδιά;

Βεβαίως, μα το βλέπουμε ότι κάθε χρόνο συναντάμε νέα πρόσωπα, ανθρώπους που κάνουν το ξεκίνημά τους. Αλίμονο, είναι κάτι που ανανεώνεται συνεχώς. Η τέχνη φέρνει νέους ανθρώπους και γίνεται μια μίξη των πιο παλιών, των πιο έμπειρων καλλιτεχνών με τους νέους. Και οι παλιοί αγκαλιάζουν τους νέους. Αυτή είναι η μοίρα της τέχνης και η ομορφιά της.

Ωστόσο, είμαστε μια χώρα που μιλάμε συχνά για ιερά τέρατα, μιλάμε για ανθρώπους παλαιότερων γενεών που πέρασαν και δεν μπορούν να αντικατασταθούν. Θεωρούμε ότι κάθε πιο καινούργια γενιά είναι υποδεέστερη της προηγούμενης. Το νιώθουν αυτό τα νέα παιδιά, οι επόμενες γενιές ή η δική σας γενιά;

Νομίζω ότι είναι μια μιζέρια της νοοτροπίας μας, να θεωρούμε ότι η επόμενη γενιά είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Έτσι μεγαλώσαμε όλοι, όμως έχει πολύ μαύρο αυτή η σκέψη. Εγώ θα πω ότι κάθε γενιά είναι ξεχωριστή, κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός. Όταν λέμε ότι είναι αναντικατάστατος, είναι ναι, αλλά με την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι ίδιος κανείς με τον προηγούμενο, ούτε όμως με τον επόμενο. Δεν σημαίνει ότι είναι καλύτερος ο προηγούμενος επειδή είναι αναντικατάστατος. Αναντικατάστατος θα είναι και ο επόμενος. Όλοι είμαστε ξεχωριστές προσωπικότητες και μπορούμε να προσφέρουμε κάτι διαφορετικό. Μιλώντας για το χώρο της τέχνης, προσφέρουμε κάτι διαφορετικό, δεν είμαστε ίδιοι. Κανείς ηθοποιός δεν μπορεί να παίξει το ίδιο με έναν άλλο ηθοποιό. Κανένας σκηνοθέτης δεν θα σκηνοθετήσει ένα έργο με τον ίδιο τρόπο. Διαφορετικοί είναι και οι θεατές, όλοι είναι διαφορετικοί. Και αυτό είναι και κάτι το μαγικό, γιατί θέλουμε να συναντάμε ανθρώπους που δεν είναι ίδιοι με εμάς. Όποιος περιμένει και θέλει να συναστρέφεται με ανθρώπους που έχουν ακριβώς ίδιες απόψεις με τις δικές του, αυτό είναι ναρκισιστικό, είναι βαρετό και μάταιο. Έχει μία ματαιοδοξία που για μένα είναι ανούσια. Οπότε, μιλώντας για τον χώρο το δικό μας, ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και μπορεί να προσφέρει κάτι ξεχωριστό. Είναι όπως μια ομάδα μπάσκετ. Στην ομάδα μπάσκετ, ένας παίχτης δίνει καλές πάσες, ο άλλος παίχτης σκοράρει, ο άλλος παίχτης παίζει καλύτερη άμυνα, ο άλλος παίχτης παίρνει rebound, ο άλλος παίχτης θα έρθει από τον πάγκο και θα προσφέρει με το παίξιμο του. Κάθε άνθρωπος έχει έναν άλλο ρόλο και βοηθάει σε κάτι άλλο.

Και επειδή μιλάμε και με όρους αθλητικούς, θα ήθελα να πάμε σε αυτό το εντυπωσιακό για μένα παρελθόν σας, όπου ξεβολευτήκατε θα έλεγα κάποια στιγμή αφήνοντας μια δουλειά σε μια εφημερίδα με σταθερό, καλό μισθό, για να σπουδάσετε θέατρο.

Ναι η αλήθεια είναι ότι με το πέρας των χρόνων έχω αντιληφθεί ότι κάπως η ζωή σε δοκιμάζει. Δηλαδή σου λέει ότι αν θες να διεκδικήσεις κάτι που αγαπάς πολύ, ίσως πρέπει να θυσιάσεις κάτι άλλο που αγαπάς επίσης και που είναι σημαντικό για σένα. Εγώ λοιπόν επέλεξα στη ζωή μου να το κάνω αρκετές φορές αυτό. Άφησα τη δημοσιογραφία που την αγαπούσα πολύ, που είχα ένα καλό μισθό σε μια πολύ καλή εφημερίδα τότε, για να ασχοληθώ με το θέατρο και να ρισκάρω να ξεκινήσω πάλι από το μηδέν. Μετά άφησα το θέατρο και παραστάσεις που είχα και θα πηγαίνανε και άλλο χρόνο, για να πάω στο εξωτερικό, να κάνω το μεταπτυχιακό μου στην σκηνοθεσία, να χαλάσω πάλι ό, τι χρήματα είχα στην άκρη, να γυρίσω στην Αθήνα και πάλι από το μηδέν. Αφήνω στρωμένα πράγματα, μ’ αρέσει να ρισκάρω, μ’ αρέσει να τολμάω, μ’ αρέσει να ζω τη ζωή και να μην πηγαίνω μόνο με την ασφάλεια μου. Το λέω και στους ηθοποιούς πολλές φορές, όταν τους σκηνοθετώ, ότι αφήστε λίγο την ασφάλεια σας. Διώξτε λίγο το δίχτυ ασφαλείας από κάτω και πάρτε ρίσκα. Τολμήστε να παίξετε σε μη ασφαλείς περιοχές. Μόνο όταν ανακαλύπτουμε μια άγνωστη περιοχή μας και κάτι διαφορετικό, θα μπορέσουμε να επεκτείνουμε τα όρια μας και θα ανακαλύψουμε τα προσωπικά μας όρια, μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε. Γιατί αυτό δεν το γνωρίζουμε όταν πηγαίνουμε συνεχώς σε ασφαλείς δρόμους μιλώντας πάντα καλλιτεχνικά και μιλώντας πάντα για εσωτερικά θέματα.

Ακόμα και το να φας τα μούτρα σου που λέει ο λόγος κάποια στιγμή;

Ακριβώς. Δε πειράζει αν κάνεις και μία αποτυχία. Εμένα οι μόνο επιτυχίες με τρομάζουν, γιατί σημαίνει ότι κάνω πράγματα που θέλει ο κόσμος. Εγώ όμως δεν θέλω να κάνω πράγματα που θέλει ο κόσμος, θέλω να κάνω πράγματα που θέλω εγώ. Και όταν κάνεις πράγματα που θέλεις εσύ, που εκφράζουν εσένα, δεν θα αρέσουν σε όλους.

Κι όταν κάνουμε πράγματα που αγαπάμε, τα κάνουμε και καλύτερα

Αυτό έχει σημασία. Όταν το κάνεις γιατί το αγαπάς εσύ προσωπικά, τότε θα το φροντίσεις, θα το πονέσεις, θα το περιφρουρήσεις, θα το αγκαλιάσεις και φυσικά θα θες να το μοιραστείς με άλλους ανθρώπους αυτό που κάνεις. Αν το κάνεις μόνο για λόγους ναρκισσιστικούς, που υπάρχει στην τέχνη ο  ναρκισσισμός, αλίμονο, όλοι μας τον έχουμε, αλλά αν αυτό επικρατεί ή αν επικρατεί η ανάγκη για δόξα, για επιτυχία οικονομική μόνο και πράγματα που για μένα είναι τελευταία σημασίας, τότε λίγο λοξοδρομείς από το παιδικό σου όνειρο. Και για μένα το παιδικό όνειρο είναι ιερό. Όταν κολλάω σε κάτι στη ζωή μου και βρίσκομαι σε ένα διέξοδο, στο να πάρω μια απόφαση, με βοηθάει πάρα πολύ να σκεφτώ πώς ξεκίνησα, γιατί ξεκίνησα, ποιος ήταν ο στόχος μου όταν ξεκινούσα και η ανάγκη μου. Αυτό πάντα μου δίνει την σωστή απάντηση.

Οπότε το παιδικό όνειρο σας αφού ήταν το θέατρο, πώς προέκυψε η ψυχολογία και η δημοσιογραφία στη ζωή σας;

Η ψυχολογία για μένα ήταν κομβικές σπουδές. Επηρέασαν στη ζωή μου έτσι και αλλιώς. Με βοήθησαν και τώρα στη δουλειά μου. Οι σπουδές μου στην ψυχολογία με έχουν καθορίσει στο να μπορώ να σκηνοθετώ και να παίζω με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η δημοσιογραφία επίσης ήταν ένας μεγάλος μου έρωτας, σε συνδυασμό με τον αθλητισμό γιατί εγώ έκανα αθλητικογραφία. Το θέατρο όμως ήταν κάτι που είχα συνδεθεί και επειδή πήγαινα από μικρός με τη μητέρα μου που αγαπάει πολύ το θέατρο και με πήγαινε σε παραστάσεις, το είχα ερωτευτεί. Μου άρεσε πάντα να παίζω και αυτός είναι ένας τρόπος να παραμείνω παιδί. Οπότε ναι, ήταν ένα όνειρο σίγουρα, ήταν ένας έρωτας παιδικός που κάποια στιγμή το παραδέχτηκα μέσα μου και τόλμησα να το κάνω.

Έχουν θέση σήμερα στον τρόπο που κάνετε θέατρο τόσο η ψυχολογία όσο και η δημοσιογραφία;

Όσο περνάει ο καιρός, νομίζω το αντιλαμβάνομαι ακόμα περισσότερο πόσο με έχει βοηθήσει το καθένα. Η δημοσιογραφία με έχει βοηθήσει πολύ στη διαχείριση του άγχους. Η δημοσιογραφία για μένα ήταν και είναι πολύ πιο αγχώδης περιοχή. Έχει χρονικές απαιτήσεις άμεσες. Έχει ανταγωνισμό τεράστιο. Ειδικά τώρα με το ίντερνετ, όποιος βγάλει πρώτος την είδηση κερδίζει τις εντυπώσεις. Ενώ όταν ήμασταν στην εφημερίδα είχαμε λίγο περισσότερο χρόνο να το κάνουμε. Περιμέναμε μέχρι το επόμενο πρωί. Τώρα τρέχουν οι εξελίξεις πολύ πιο γρήγορα. Επίσης η εγκυρότητα είναι ένα σημαντικό ζήτημα. Δεν έχει καμία σχέση με το θέατρο η δημοσιογραφία, έχει πιο πολύ άγχος, μακράν. Ακόμα και όταν έπαιξα στην Επίδαυρο, είχα λιγότερο άγχος από την εφημερίδα. Οπότε, με βοήθησε να διαχειρίζομαι το άγχος μου, να είμαι ψύχραιμος, να παίρνω ψύχραιμες αποφάσεις και να μην ταράζομαι μπροστά στη δυσκολία. Δούλεψα για πολύ καιρό στην εφημερίδα και μάλιστα όταν ήμουν σε ηλικία 19 ετών. Θυμάμαι όταν πήγα μια αποστολή στο εξωτερικό στη Γερμανία, πρώτη μου αποστολή, μόνος μου, μες στα χιόνια, να μπορέσω να βρω κάποιον να του πάρω μια συνέντευξη. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά επί ώρες για να το καταφέρω αυτό. Δεν ήξερα τι θα γίνει, αν θα καταφέρω καν να φτάσω στον προορισμό μου. Από την άλλη, η ψυχολογία με βοηθάει πάρα πολύ στη διαχείριση των διαφορετικών προσωπικοτήτων. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, δεν μπορώ να εφαρμόζω τη μία τακτική με όλους. Όταν έχω έναν θίασο με ποικίλες προσωπικότητες, τόσο μιλώντας για τους ηθοποιούς όσο και για τους υπόλοιπους συντελεστές, πρέπει να μπορώ να τους διαβάζω, να τους αγκαλιάζω όλους για αυτό που είναι και να προσπαθώ να βγάλω το καλύτερο εαυτό τους. Αυτό ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ να κάνω η σπουδή μου στην ψυχολογία, γιατί κατάλαβα ότι κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Ξέρετε όταν κάνουμε ψυχοθεραπεία, ο θεραπευτής μας δεν μας αντιμετωπίζει το ίδιο με κάθε άλλον θεραπευόμενο. Μας αντιμετωπίζει ως αυτό που είμαστε. Το ίδιο συμβαίνει και στο θέατρο για μένα. Επίσης και στην ανάλυση των ρόλων. Πώς σκάβουμε την ψυχή ενός χαρακτήρα, πώς βλέπουμε τα κίνητρα του, πώς βλέπουμε τι τον έχει οδηγήσει σε μια δράση, σε μια πράξη. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία αυτά που έχω σπουδάσει, νομίζω. Ξέρετε, είμαστε αυτά που έχουμε επιλέξει, είμαστε και οι άνθρωποι που έχουμε συναντήσει με έναν τρόπο. Οι συναντήσεις μου με ανθρώπους στους άλλους χώρους που εργάστηκα με καθόρισαν, όπως και φυσικά οι άνθρωποι που έχω συναντήσει στον χώρο που εργάζομαι τώρα, εννοείται.

Η σκηνοθεσία ήρθε ομαλά, ήταν ως μια συνέχεια σε όσα κάνατε;

Εξαιρετικά ομαλά. Ήμουνα σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα. Ξαφνικά μου είπανε να σκηνοθετήσω εγώ την επόμενη παράστασή τους γιατί θα ήταν κωμωδία και θεωρούσαν ότι εγώ είμαι ο πιο τσαχπινογαργαλιάρης, να το πούμε έτσι γιατί είμαι λίγο κωμικός. Το έκανα και στην πράξη κατάλαβα τι όμορφο που είναι. Δεν ήταν παιδικό μου όνειρο η σκηνοθεσία. Η Υποκριτική ήτανε. Η σκηνοθεσία ήρθε αφού το δοκίμασα. Ήταν ένα φαγητό δηλαδή που το δοκίμασα και μ’ άρεσε. Και μετά αφού τελείωσα το Θέατρο Τέχνης και εργάστηκα ως ηθοποιός, μετά από τέσσερα χρόνια αποφάσισα να σπουδάσω σκηνοθεσία θεάτρου στο Λονδίνο, γιατί μ’ αρέσει να μην τα κάνω όλα μόνο ενστικτωδώς. Θέλω και να τα σπουδάζω, θέλω να αφοσιώνομαι ένα διάστημα.

Και γνωρίζω ότι βάζετε και πρόγραμμα πολύ συχνά, ισχύει;

Ναι, είμαι πολύ οργανωτικός. Είμαι πολύ του προγράμματος, μ’ αρέσει αυτό. Αφήνομαι στη στιγμή, αν κάτι με γοητεύσει. Δεν κλείνω δηλαδή τα μάτια μου και τα αυτιά μου στο απρόοπτο. Όμως, μ’ αρέσει να προγραμματίζω και να βάζω στόχους, ακόμα και μακροπρόθεσμους.

Στη «Λαπωνία» τι σας κέρδισε?

Η «Λαπωνία» είναι ένα πολύ τρυφερό έργο. Πολύ ανθρώπινο. Εγώ βάζω πάντα τον άνθρωπο στο κέντρο του ενδιαφέροντός μου και οτιδήποτε έχει να κάνει με ανθρώπινη επαφή και με μια παιδικότητα. Αυτό το έργο έχει μια παιδικότητα. Βλέπουμε τέσσερις ήρωες, τέσσερις γονείς οι οποίοι είναι πιο παιδιά από τα παιδιά τους. Τα παιδιά είναι στον πάνω όροφο, δεν τα βλέπουμε ποτέ και αυτοί κάτω είναι πιο παιδιά. Αυτό εμένα με συγκινεί πάντα στα έργα. Να έχω να κάνω δηλαδή με χαρακτήρες που έχουν μια παιδικότητα και μια τρυφερότητα. Κι όλο αυτό που διαχειρίζονται το αν υπάρχει Άη Βασίλης ή όχι, ακούγεται απλοϊκό αλλά έχει και κάτι το τρυφερό. Αυτά τα υλικά είναι που με συγκίνησαν, η τρυφερότητα και η παιδικότητα. Και φυσικά από εκεί πέρα το ότι έχει χιούμορ, είναι μια ιδιαίτερη ιστορία, μια συνάντηση στη Λαπωνία, κοντά στο χωριό του Άγιου Βασίλη. Κάτι λοιπόν που δεν είναι βαρύγδουπο, δεν είναι ένα κλασικό έργο που θέλει μια άλλη διαχείριση και να πρέπει να βρεις διαφορετικούς τρόπους να το παρουσιάσεις, είναι και η καινούργια ιστορία που παίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είναι ένα Ισπανικό έργο, οι Ισπανοί έχουν μια πολύ ιδιαίτερη και άμεση γραφή, το ξέρουμε και από πολλά άλλα έργα τους. Ακόμα, συνεργάζομαι για πρώτη φορά με κάποιους ηθοποιούς που ήθελα να συνεργαστώ, όπως είναι ο Μελέτης Ηλίας, η Βάσω Λασκαράκη και ο Σπύρος Τσεκούρας. Με την Βίβιαν Κοντομάρη είχα ξαναδουλέψει. Ήθελα να δουλέψω μαζί τους και κάναμε μια πολύ ωραία παρέα.

Και όχι μόνο κάνατε παρέα, αλλά επιλέξατε να ξεκινήσετε από τη Θεσσαλονίκη

Ναι. Ήθελα πολύ να το κάνω αυτό. Αγαπώ πολύ τη Θεσσαλονίκη, είναι σαν δεύτερη πόλη μου. Σίγουρα θα μπορούσα να ζήσω εδώ,  ή μπορεί σε μια άλλη ζωή να έχω ζήσει ήδη. Από την άλλη, είναι εντυπωσιακό αυτό που γίνεται στη Θεσσαλονίκη, να πω την αλήθεια. Σχεδόν όλες μου οι παραστάσεις, 9 στις 10 δηλαδή, είναι πάντα γεμάτες με κόσμο. Συνεχώς ερχόμαστε και ξαναερχόμαστε. Όπως τελευταία με τη «Βότκα Μολότοφ» που ήρθαμε για δύο παραστάσεις και παίξαμε 30. Και παλαιότερα με τη «Γίδα», με τη «Μήδεια» του Μπόστ, με τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», με τις «Μάγισσες του Σάλεμ». Τι να πρωτοθυμηθώ, είναι μοναδικές οι στιγμές που έχω ζήσει στη Θεσσαλονίκη και τώρα ήδη, οι πρώτες παραστάσεις ήταν sold out στη «Λαπωνία». Αυτό με συγκινεί πάρα πολύ. Έχω μια σύνδεση με τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης.

Πώς αντιλαμβάνεστε την αγάπη του κοινού;

Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να βλέπεις ότι κάτι που αγαπάς και είναι το όνειρο σου, το αγκαλιάζουν και άλλοι άνθρωποι και σου λένε ότι κάτι προσφέρεις, ότι μπορείς να δώσεις κάτι στην κοινωνία, στον άνθρωπο δίπλα σου να νιώσει συναισθήματα επειδή εσύ αισθάνθηκες κάτι. Είναι ευλογία. Νιώθεις ότι έχει ένα σκοπό η ζωή σου ίσως. Δεν νιώθω κάτι σπουδαίο, καθόλου. Δεν νιώθω ότι είμαι κάποιος ξεχωριστός ή θα μείνω στην ιστορία ή κάτι τέτοιο. Δεν έχω καμία τέτοια αυταπάτη. Ίσα-ίσα πιστεύω ότι όλοι εδώ είμαστε ένα χωριό, είμαστε όλοι ίσοι μέσα από τη διαφορετικότητά μας και παίρνω πολλά πράγματα από τους θεατές. Σε αυτούς οφείλω πολλά. Είναι η ανατροφοδότησή μου. Είτε μου λένε κάτι όμορφο, είτε κάτι άσχημο, είτε κάτι που τους αρέσει, είτε όχι. Αλλά σίγουρα είναι ευλογία το να σε ακολουθούν σε αυτά που κάνεις. Νιώθω πολύ τυχερός άνθρωπος.

Είναι έννοια σας, επειδή είπατε λίγο νωρίτερα ότι δεν σας ενδιαφέρει, να αφήσετε όμως κάτι, ένα λιθαράκι σε αυτό που λέγεται ελληνικό θέατρο;

Κοιτάξτε να δείτε, κάποια στιγμή φεύγουμε όλοι και αυτό που μένει πίσω μας είναι το έργο μας και οι άνθρωποι μας, η αγάπη που αφήνουμε και τα συναισθήματα. Οπότε, θέλω να μείνει κάτι πίσω, δεν θα πω ψέματα. Αλλά όχι για να λένε τι σπουδαίος ήταν ή τι υπέροχος ήταν, αλλά προτιμώ να μιλάνε για τις παραστάσεις και για αυτά που αισθάνθηκαν και ας μην θυμούνται το όνομα του σκηνοθέτη. Το «παιδί» μου έχει σημασία. Όπως το πραγματικό παιδί μου έχει σημασία, έτσι και το καλλιτεχνικό παιδί μου έχει σημασία. Ας θυμούνται την παράσταση, ας θυμούνται την τηλεοπτική σειρά, την ταινία, ό, τι έχω κάνει ας πούμε. Την ερμηνεία μου, ίσως αν τη θυμούνται, κάτι να τους έχει αφήσει στην καρδιά τους και να μην θυμούνται το όνομά μου ή το πρόσωπό μου. Δεν έχω τέτοιες βλέψεις.

Αυτή την περίοδο παίζει η «Γίδα» στο ΚΘΒΕ και εγώ την έχω μάθει από εσένα σε μία εξαιρετική μεταφορά. Έχεις ποτέ περιέργεια να δεις πώς ανεβαίνουν πριν ή μετά από σένα, έργα που έχεις παρουσιάσει;

Πριν από εμένα, δεν έχω καμία περιέργεια, καθόλου. Σχεδόν πάντα δεν έχω δει τα έργα που σκηνοθετώ. Είναι ελάχιστες οι φορές, δύο φορές νομίζω έχω δει πριν έργα που έχω σκηνοθετήσει. Μετά αφού τα ανεβάσω, ναι έχω περιέργεια να τα δω. Μετά έχω πιο πολύ περιέργεια. Γιατί αφού το έχω κάνει και έχω ασχοληθεί μαζί τους, λέω για να δω πώς το έχει κάνει και κάποιος άλλος. Όχι για να δω αν το έχει κάνει καλύτερα ή χειρότερα, εγώ δεν πιστεύω σ’ αυτά. Εγώ θέλω να δω την οπτική του, από περιέργεια. Μετά δεν λέω το έκανα εγώ καλύτερα ή αυτός. Λέω, τι ωραίο που το σκέφτηκε, δεν το είχα σκεφτεί εγώ αυτό. Δεν μου έχει συμβεί πολλές φορές όμως να δω και έργα που κάνω. Ίσως επειδή, όπως είπατε, τα κάνω και εγώ και είναι πρόσφατα. Ευτυχώς πάνε και καλά, οπότε ίσως αργούν να τα κάνουν. Δηλαδή, την «Γίδα» έμαθα τώρα τι κάνουν στο ΚΘΒΕ και είπα ωραία. Εγώ αγαπώ πολύ τα έργα που κάνω, οπότε αφού τα αγαπώ πολύ, θέλω και να τα κάνουν. Δεν έχω τον εγωισμό να πω δεν πρέπει να το κάνει άλλος επειδή το έκανα εγώ. Εγώ τα λατρεύω τα έργα μου, οπότε θέλω να τα κάνουν.

Πώς είναι τα θεατρικά πράγματα στην Ελλάδα σήμερα και κυρίως σε θέμα αισθητικής;

Εγώ πιστεύω ότι έχουμε καλλιτέχνες με σπουδαία αισθητική στη χώρα μας. Ίσως να υπάρχει στο DNA μας κάτι. Πιστεύω ότι υπάρχει όμως σε ό, τι κοιτάμε γύρω μας, γιατί έχουμε ανθρώπους που μας έχουν δώσει σπουδαία ερεθίσματα. Δηλαδή ανέκαθεν είχαμε σπουδαίους ποιητές, για παράδειγμα. Σπουδαίους ζωγράφους, σπουδαίους καλλιτέχνες, σπουδαίους δασκάλους. Αυτό έχει μείνει σε αυτό το τόπο. Και όποιος μελετάει και συναντά αυτό το παρελθόν, το οποίο υπάρχει και στο παρόν, γιατί το έργο τους έχει μείνει στο παρόν, επηρεάζεται και μπορούμε να οδηγηθούμε σε κάτι σπουδαίο αισθητικά. Εγώ πιστεύω σε αυτή τη σύνδεση, παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος. Υπάρχει μια δυσκολία όμως, ότι κάποια πράγματα τα κάνουμε «τσάτρα-πάτρα». Τα κάνουμε με μια ταχύτητα, με μια βιασύνη και δεν έχουμε και οικονομική υποστήριξη όσο θα έπρεπε και αυτό έχει σημασία. Η οικονομική βοήθεια έχει σημασία για να μπορείς να πετύχεις αυτό που απαιτεί το έργο. Το μίνιμαλ πρέπει να είναι επιλογή, όχι ανάγκη. Όταν συμβαίνει, εκεί υπάρχει μια δυσκολία και χάνουμε σε αισθητική σε κάποια πράγματα γιατί βλέπουμε πολλές ατέλειες σε ένα σκηνικό, σε μια ηχητική ή φωτιστική εγκατάσταση, που είναι κομμάτι της αισθητικής μιας παράστασης. Όταν λοιπόν τα φώτα δεν τα περιποιούμαστε, όταν τα σκηνικά και τα κοστούμια δεν τα περιποιούμαστε, ελλείψει budget ή ελλείψει φροντίδας ή ελλείψει χρόνου, ε αυτό ζημιώνει την αισθητική. Αυτό είναι που λίγο, ας πούμε, με πληγώνει. Όμως, τους ανθρώπους που καλλιτεχνίζουν γύρω μας, εγώ τους θαυμάζω πάρα πολύ. Δηλαδή, υπάρχει ταλέντο. Νιώθω πολύ μικρός απέναντι σε άλλους ανθρώπους που δημιουργούν στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως ως προς το τι ιδέες έχουν, τι αισθητική, τι ατμόσφαιρες φτιάχνουν, τι συγκίνηση προκαλούν με μία εικόνα, είναι εντυπωσιακό. Φυσικά ζούμε σε μια κοινωνία με άπειρα συναισθήματα, στην εποχή της ταχύτητας πια. Η προηγούμενη ήταν η εποχή της εικόνας, τώρα είμαστε σε αυτό το μεταίχμιο εικόνας και ταχύτητας και κάποια πράγματα έτσι σίγουρα ευτελίζονται.

Πώς είναι να λένε «Ο Χανιωτάκης κάνει πολλές παραστάσεις σε μία σεζόν» υπονοώντας πολλές φορές πως δεν θα έπρεπε.

Όταν μου το λένε αυτό, λέω «γιατί;, είμαι κάτι το ξεχωριστό που θα έπρεπε να εργάζομαι για δύο μήνες και μετά να κάθομαι;». Δεν εργάζομαι κανονικά όπως όλοι οι άνθρωποι; Η δουλειά μου είναι αυτή. Η τέχνη μου είναι αυτή. Γιατί να κάνω μια παράσταση δηλαδή και μετά να πηγαίνω διακοπές; Δεν είμαι αυτής της νοοτροπίας.

Ίσως να εννοούν πως θα έπρεπε να αφοσιωθείτε μόνο σε ένα έργο τη φορά;

Ναι, αλλά αυτό το λένε άνθρωποι που κάθονται σε μια καρέκλα, μόνοι τους στο σπίτι τους και λένε ότι ο Χανιωτάκης κάνει πολλά. Δεν ξέρουν εγώ πώς κάνω τις παραστάσεις μου. Εγώ για να φτιάξω μια παράσταση, για να τη δομήσω και να την οργανώσω δουλεύω χρόνια πριν, όχι απλώς ένα δύο μήνες. Τώρα που μιλάμε έχω οργανώσει ήδη τι θα κάνω την επόμενη σεζόν και έχω ήδη κλεισμένα πράγματα, οργανωμένα και ξεκινάω πρόβες σε λίγο καιρό για τον Οκτώβρη. Δεν τα κάνω όλα μαζί όπως πολλοί νομίζουν. Καταρχάς είναι προσωπική μου επιλογή, δεν κάνω κακό σε κανέναν. Και δεύτερον, δεν έχει σημασία αν το έκανα παράλληλα με μια άλλη παράσταση. Αν τους αρέσει αυτό που κάνω ή δεν τους αρέσει, αν πέρασαν καλά ή δεν πέρασαν, αυτό έχει σημασία. Και στο κάτω-κάτω, δεν είμαι ο μόνος και είναι και πολύ ωραίο αυτό. Ξέρετε πόσοι ηθοποιοί παίζουν Δευτερότριτα, Κυριακή κάνουν παιδικό και κάνουν και ταινία; Και είναι και όμορφο αυτό, γιατί αλίμονο, τέχνη κάνουμε! Ασφαλώς και ακούω κάθε άποψη, την επεξεργάζομαι, αναζητώ αν έχουν δίκιο. Δεν κλείνω ποτέ τα αυτιά και τα μάτια σε οποιαδήποτε κριτική μου γίνεται. Την ακούω, αλλά από εκεί και πέρα κάνω αυτό που αγαπώ. Εγώ τα έργα που κάνω τα ερωτεύομαι, δεν τα κάνω γιατί πρέπει ή για τα χρήματα. Ποτέ δεν έχω λειτουργήσει έτσι. Ξέρετε, όταν ερωτεύεσαι ένα έργο ή έναν άνθρωπο, αυτό συμβαίνει αυθόρμητα, δεν το ελέγχεις. Ανυπομονείς λοιπόν να το ζήσεις όλο αυτό. Γιατί να κρατηθείς;

Τι αγαπάτε πιο πολύ στη διαδικασία του θεάτρου;

Να συναντώ νέους ανθρώπους και δεν εννοώ ηλικιακά, αλλά ανθρώπους που πριν δεν γνώριζα. Αυτές οι συναντήσεις είναι για μένα οι πιο συναρπαστικές. Γιατί είμαστε σε ένα ομαδικό σπορ. Με συναρπάζουν επίσης τα νέα κείμενα, να γνωρίζω νέους συγγραφείς. Με συναρπάζει η επαφή με το κοινό που επίσης είναι διαφορετικό κάθε μέρα. Είμαι ένας άνθρωπος που θέλω να ανανεώνομαι. Επίσης, με συναρπάζει η διαδικασία της πρόβας, της δοκιμής, του πειράματος, του απρόοπτου. Γελάω πολύ, περνάω καλά, είμαι σαν σε πενταήμερη συνέχεια. Είναι μία αέναη εκδρομή η τέχνη που δε ξέρεις πού θα σε οδηγήσει. Κι αυτό είναι το γοητευτικό.

Έχω την αίσθηση πως τα τελευταία χρόνια μετακινείται το θέατρο από τον έρωτα που για χρόνια ήταν ένα ελκυστικό στοιχείο, σε πιο εσωτερικές καταστάσεις του ανθρώπου. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Μα το θέατρο ακολουθεί την εποχή. Κι ορθώς το κάνει. Το θέατρο είναι πολιτική τέχνη από τη φύση του. Κι εννοώ πως αφορά τον πολίτη. Ακόμα και μία φαρσοκωμωδία να κάνει κάποιος, το θέατρο παραμένει πολιτικό. Εγώ δεν θα έκανα το ίδιο μία παράσταση ή δεν θα έπαιζα το ίδιο έναν ρόλο πριν από δύο χρόνια. Θα το έκανα διαφορετικά. Μαθαίνω αυτά που γίνονται στη Συρία ή αυτά που γίνονται δίπλα μας όπως μια δολοφονία ή μια παιδική κακοποίηση και με σοκάρει, με αηδιάζει και με προβληματίζει και από την άλλη ήρωες της διπλανής πόρτας που σώζουν ζωές, όλα αυτά με επηρεάζουν βαθιά και αλλάζω. Κάθε εποχή είναι ξεχωριστή, αλλά εγώ δεν πιστεύω στην μόδα. Η μόδα είναι για τους παραγωγούς, για αυτούς που σκέφτονται τι αρέσει στο κοινό.

Γιατί δεν βλέπουμε πιο συχνά τον Νικορέστη ως ηθοποιό;

Κάθε χρόνο εγώ, κάπου παίζω. Πολλές φορές κάτι συμβαίνει σε ηθοποιούς μου και τους καλύπτω.

Ωστόσο γιατί δεν είστε πρώτη επιλογή σας;

Απαπα, είναι απαράβατος κανόνας για μένα ότι δεν σκηνοθετώ τον εαυτό μου. Ξέρω πως θα μπορούσα να το κάνω και να παίζω συνέχεια αλλά θέλω να με σκηνοθετούν άλλοι άνθρωποι. Να υπηρετώ το δικό τους όραμα. Ευτυχώς είχα την ευλογία και την τύχη να με σκηνοθετήσουν πολλοί σπουδαίοι άνθρωποι μέχρι τώρα. Δε γίνεται βέβαια συχνά, επειδή μου λένε «δε σε σκεφτήκαμε επειδή σκηνοθετείς περισσότερο». Τώρα για παράδειγμα, κάνω τηλεόραση, παίζω στον «Άγιο Παΐσιο», πέρυσι ήμουν στους «Παγιδευμένους». Επίσης, τώρα παίζω σε μία ταινία. Στο θέατρο πάντα έχω προτάσεις, και φέτος είχα, αλλά αν βρω χρόνο θα το κάνω. Θα ήθελα όμως να έχω περισσότερες προτάσεις για να παίζω είναι η αλήθεια. Η υποκριτική είναι ο παιδικός μου έρωτας άλλωστε.

Να επιστρέψω στην «Λαπωνία» και να σας ρωτήσω το βασικό ερώτημα της παράστασης, «υπάρχει Άη Βασίλης τελικά»;

Εγώ θα σας απαντήσω όπως είχε απαντήσει ο Μπρεχτ με τον οποίο έχουμε και ίδια μέρα γενέθλια, στο έργο του «Γαλιλαίος» όπου όταν τον ρωτάει ο μαθητής του αν «υπάρχει θεός», του απαντάει ο Γαλιλαίος «Ή μέσα μας ή πουθενά». Το ίδιο θα πω εγώ για τον Άγιο Βασίλη. Είναι ή μέσα μας, ή πουθενά. Και εννοώ πως αυτό που πρεσβεύει ο Άγιος Βασίλης στην παιδική μας ζωή αλλά ίσως και στην ενήλικη, είναι η αγάπη. Δεν είναι ανάγκη να είναι ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά που μπαίνει από την καμινάδα. Η ουσία είναι άλλη και τον έχουμε μέσα μας ή όχι

*«Λαπωνία» | Κολοσσαίον (Λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας 150, Θεσσαλονίκη) | Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης | Μετάφραση – Διασκευή : Μαρία Χατζηεμμανουήλ | Παίζουν: Μελέτης Ηλίας, Βίβιαν Κοντομάρη, Βάσω Λασκαράκη, Σπύρος Τσεκούρας | Πρωτότυπη μουσική : Γιάννης Μαθές | Τηλέφωνο: 2310 834996 – 2310 230013/ Διάρκεια: 90 λεπτά / Εισιτήρια-τιμές εισιτηρίων: προπώληση από 15€ -25€ /Προπώληση: ταμείο θεάτρου Κολοσσαίον-Ταμείο θεάτρου Αυλαία- more.com

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα