ο-άκης-σακελλαρίου-ονειρεύεται-μία-θε-1323498

Θέατρο

Ο Άκης Σακελλαρίου ονειρεύεται μία Θεσσαλονίκη που οι καλλιτέχνες της δε θα φεύγουν

Μία μεγάλη συνέντευξη του ηθοποιού στην Parallaxi με αφορμή τον "Κύκλο των χαμένων ποιητών" που έρχεται στη Θεσσαλονίκη

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Είναι από τους καλλιτέχνες που ενεργά τα τελευταία χρόνια δείχνει τη διάθεση του να προσφέρει στη Θεσσαλονίκη την εμπειρία του και αυτό η πόλη, ήδη, του το αναγνωρίζει δίνοντας του την δυνατότητα να πραγματοποιήσει το όραμα του για μία πόλη – όπως λέει- που οι καλλιτέχνες του δεν θα χρειάζεται να φεύγουν.

Από τη θέση του Προέδρου του ΔΣ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης αλλά και το δικό του, καλλιτεχνικό εκτόπισμα, ο Άκης Σακελλαρίου εκτός από ένας σπουδαίος ηθοποιός είναι και ο άνθρωπος που θέλει δυναμικά να δώσει στην Θεσσαλονίκη όσα παραπάνω μπορεί.

Με την αφορμή της σπουδαίας παράστασης “Ο κύκλος των χαμένων ποιητών” σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ασπιώτη που επιστρέφει στο Αριστοτέλειο Θέατρο από τις 23 Μαΐου μέχρι τις 1 Ιουνίου, ο Άκης Σακελλαρίου μιλάει στην Parallaxi για τη συμμετοχή του αλλά και όσα θέλει να δει να γίνονται στη Θεσσαλονίκη το επόμενο διάστημα!

Η ποίηση, ο ρομαντισμός, η ομορφιά, ο έρωτας! –αυτά είναι που μας κρατάνε στη ζωή λέει ο Τζον Κήτινγκ στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών» και θα ήθελα να ξεκινήσουμε με το πώς νιώθετε εσείς αυτόν τον άνθρωπο;

Εμείς, ως καλλιτέχνες, είμαστε λίγο πιο κοντά σε αυτό που λέει ο Κήτινγκ. Το πρώτο κομμάτι της φράσης, είναι ότι η Ιατρική, η Νομική και όλες οι οικονομικές επιστήμες, βοηθάνε να προχωράς τη ζωή. Αλλά όλα αυτά με το θέμα της ποίησης, του ρομαντισμού, του θεάτρου, είναι αυτά που σε κρατάνε στη ζωή. Είναι αυτό που αν δεν υπήρχε, η ζωή μας θα ήταν σχεδόν χωρίς κανένα παραπάνω νόημα από αυτό του πρώτου επιπέδου. Οπότε εμείς σαν ηθοποιοί ή σαν καλλιτέχνες, νιώθουμε πραγματικά πολύ τυχεροί, γιατί κάνουμε ένα από τα πιο ωραία επαγγέλματα, με την έννοια ότι, εφόσον βγάλουμε στην άκρη τις δυσκολίες της καθημερινότητας και της επιβίωσης, μπορούμε να κάνουμε ένα επάγγελμα που σου δίνει την δυνατότητα να περπατάς λίγο πάνω από το έδαφος, σαν να φεύγεις

Νιώθετε ότι από αυτό δίνετε έστω λίγο και στο κοινό;

Θα σας πω ένα φοβερό συμβάν που έγινε πέρυσι, κάτι μοναδικό. Στην τελευταία σκηνή του έργου, όπως είναι γνωστό, τα παιδιά λένε “Οh Captain! My Captain!”. Κάποιος από το κοινό μου είπε ότι άκουσε δύο πιτσιρίκια δίπλα του να ψιθυρίζουν και αυτά “Οh Captain! My Captain!”. Την επόμενη μέρα, μετά το τέλος της υπόκλισης, είπα στο κοινό: «Αν θελήσει να σηκωθεί κάποιος από εσάς και να πει κι αυτός “Οh Captain! My Captain!”, θα είναι μεγάλη μας χαρά για να σας βάλουμε και εσάς στην όλη δράση». Και τις τελευταίες παραστάσεις, με αποκορύφωμα την τελευταία, δεν σταματούσε το κοινό. Ήταν από τις στιγμές που βιώνει και το κοινό και οι καλλιτέχνες στη σκηνή, ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ήταν συγκλονιστικό και δεν σταματούσαν. Άκουγες “Οh Captain! My Captain!” ξανά και ξανά. Ήταν πάρα πολύ όμορφο. Για τέτοιες στιγμές ναι, αξίζει η δουλειά που κάνουμε, αξίζουν οι θυσίες και γι’ αυτό λέω ότι είμαστε πολύ τυχεροί που ζούμε τέτοιες στιγμές.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τον Τζον Κήτινγκ;

Ήταν αντισυμβατικός άνθρωπος, ο οποίος μέσα από την όλη σύμβαση της εποχής εκείνης —τέλη δεκαετίας του ’60, Αμερική, συντηρητισμός— επέστρεψε στο σχολείο που είχε φοιτήσει και μέσα από τη διάθεσή του να φέρει κάτι νέο, προχώρησε σε μια ρηξικέλευθη μέθοδο διδασκαλίας. Νομίζω ότι μιλάει σε κάθε μαθητή με διαφορετικό τρόπο. Εμφυσεί το κομμάτι της διερεύνησης του ταξιδιού της τέχνης μέσα στον καθένα ξεχωριστά. Άλλος ανταποκρίνεται με πιο τολμηρό τρόπο, άλλος πιο τρυφερά μέσα από την ποίηση, άλλος μέσα από τη διάθεση να αγαπήσει και να ζήσει μέσα από έναν θεατρικό ρόλο, άλλος μέσα από σωματική έκφραση…

Το έργο διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’60 και μέχρι και σήμερα τελικά παλεύουμε με τα καλούπια παλαιών γενεών, με μια σκληρότητα που δεν καταφέρνουμε να εξαλείψουμε. Και νιώθω ότι είναι πολύ επίκαιρο αυτό το έργο και θα είναι πάντα το ίδιο τρυφερό και θα εμπνέει

Συμφωνώ απόλυτα. Αυτός είναι και ο στόχος μας. Ο στόχος αυτής της παράστασης είναι να εμπνεύσει, ειδικά τους νέους, που τώρα είναι σε αυτή τη φάση των Πανελληνίων. Το άθλιο αυτό σύστημα των Πανελληνίων, που πέρασαν γενιές και γενιές Ελλήνων. Νομίζω ότι λειτουργεί καθαρτικά. Υπάρχει μια κάθαρση και στα παιδιά που έρχονται να το δουν αλλά και στους μεγάλους. Μιλάει διαχρονικά σε όλες τις ηλικίες.

Νιώθετε ότι δεν δίνουμε τη σημασία που χρειάζονται τα νέα παιδιά; Ότι από εκεί ίσως να πηγάζει και μια οργή που έχουν οι νεότερες γενιές;

Είναι η γενιά της κρίσης και η γενιά του lockdown. Σίγουρα δεν είναι μια γενιά που μεγάλωσε μέσα σε εμφύλιους, αλλά προσπαθούν να βρουν τα πατήματά τους τα παιδιά.

Πώς ήταν τα δικά σας παιδικά και εφηβικά χρόνια;

Ήταν αρκετά ξέγνοιαστα. Μεγάλωσα σε μια πόλη που τότε ήταν ακόμα πιο γήινη και τρυφερή, τη Θεσσαλονίκη. Είχα την αμέριστη συμπαράσταση των γονιών μου για να κάνω αυτό που ήθελα βαθιά μέσα μου, αρκεί να τελειώσω και τη Νομική. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που μεγάλωσα σε αυτή την πόλη. Ήταν μια Θεσσαλονίκη διαφορετική από τη σημερινή. Όχι τόσο γιγαντωμένη όσο η Αθήνα, αλλά με πολλές ζυμώσεις από καλλιτεχνικά ρεύματα, κυρίως στη μουσική. Ρεύματα μουσικής που τροφοδότησαν τις επόμενες δεκαετίες και μας έκαναν, εμάς τους πιτσιρικάδες, να νιώθουμε ότι ανήκουμε σε έναν κόσμο που αλλάζει και φέρνει κάτι καινούριο. Νομίζω ότι σε αυτό το κομμάτι έχουμε διαφοροποιηθεί αρκετά ως Θεσσαλονικείς. Επίσης, νιώθω κάτι να αρχίζει τώρα στην πόλη. Βλέπω θέατρα, μικρές ομάδες να κάνουν πράγματα.

Το κλειδί βέβαια είναι να μπορούμε να τους κρατήσουμε ή έστω, να έχουν καλλιτεχνικούς λόγους να επιστρέφουν όποτε επιθυμούν ή χρειάζεται

Ναι, αυτό είναι και ένα από τα δικά μου τα όνειρα, όχι να επιστρέψω γιατί δεν έχω φύγει ποτέ. Απλά να μπορέσω μέσα από κάποιες θέσεις και της εμπειρίας μου, να μπορέσω να συνεισφέρω και εγώ και να καταλάβει το καλλιτεχνικό δυναμικό στη Θεσσαλονίκη ότι πέρα από τη διάθεσή τους, να τους δοθεί και ένα πρακτικό βήμα για να μπορέσουν να μείνουν επάνω. Αυτό είναι τρομερά σημαντικό. Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι όσοι κατεβαίνουν κάτω; Πολλά παιδιά χάνονται και είναι τόσο κρίμα, ταλέντα απίστευτα που χάνονται στην πορεία. Πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν δουλειές επάνω. Ευτυχώς γίνονται ήδη κάποια θέατρα, αλλά πρέπει να γίνουν σίγουρα και κάποιες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές δουλειές – κάτι που ξεκίνησε πριν από κάποια χρόνια και το οποίο πάγωσε. Τώρα και με την, ας το πούμε, θέση του Συμβούλου στα οπτικοακουστικά στην Περιφέρεια αλλά και κυρίως με τη θέση μου στο φεστιβάλ Κινηματογράφου, θέλω όσο μπορώ και εγώ να βοηθήσω να κρατηθεί στην πόλη αυτό το δυναμικό.

Υπάρχει κάτι πιο συγκεκριμένο που σκέφτεστε ότι θα μπορούσε να γίνει;

Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να γυριστούν κάποια σήριαλ στη Θεσσαλονίκη, όπως γυρίζονται σε διάφορες περιφέρειες της υπόλοιπης Ελλάδας, και πέρα από την προβολή που θα έχει η ίδια η πόλη της Θεσσαλονίκης και την αυτογνωσία που θα μπορ΄σει να αποκτήσει ο κάθε δημότης της για το τι ακριβώς είναι αυτή η πόλη, θα δώσει και δουλειά σε πολλούς ανθρώπους.

Ήταν εύκολα τα δικά σας πρώτα χρόνια ως ηθοποιός;

Ήμουν τυχερός. Διότι ακολούθησα ένα δικό μου όνειρο, στο οποίο είχα συμπαραστάτες τους γονείς μου. Ξέρετε, εφόσον εκπλήρωσα το δικό τους όνειρο και ήμουν στη Νομική, μου είπαν, εντάξει τώρα μπορείς να πας και να συνεχίσεις τη σπουδές σου έξω. Οπότε έφυγα κυνηγώντας κι εγώ ένα όνειρο και είχα την σοφία να μην μείνω στην Αμερική, αλλά να επιστρέψω έγκαιρα πίσω.

Γιατί το λέτε σοφία;

Γιατί το να μείνεις στην Αμερική και να προσπαθήσεις να κάνεις πράγματα εκεί, είναι μια ουτοπία την οποία δυστυχώς, λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν μπορείς να την εκπληρώσεις. Και το έβλεπα από τη σχολή που πήγαινα. Το έβλεπα ότι υπάρχουν άπειρα ταλέντα με τη γλώσσα την αγγλική που εγώ θα έπρεπε να σπαταλήσω μια ζωή, για να προσπαθώ να καταφέρω πράγματα τα οποία δεν θα τα καταφέρω μάλλον ποτέ.

Όταν επιστρέφετε, πώς βρίσκετε τα πράγματα;

Επιστρέφω μέσα από την συνεργασία μου με τον Θόδωρο τον Τερζόπουλο, όπου πέρα από μια δουλειά που κατά κάποιο τρόπο στο τέλος κατέληξε να είναι μια τομή στα θεατρικά δρώμενα, ήταν και μία αφοσίωση που υπήρχε για σχεδόν μια δεκαετία σε μια τέτοια ομάδα που με κράτησε μακριά από, ας το πούμε, δελεαστικές άλλες προτάσεις. Και με αυτή την έννοια κάπως θωρακίστηκε το υλικό το οποίο είχα μέσα μου και κρατήθηκε σε γενικές γραμμές κάπως πιο ανεπηρέαστο. Οπότε αυτό πρέπει να το καταθέσω για τον Θόδωρο και την ομάδα τότε που είχαμε κάνει το «Άττις».

Είχατε ποτέ στο μυαλό σας το ότι αν τα πράγματα δεν σας βγουν όπως τα ονειρευόσασταν, είχατε την εναλλακτική της Νομικής;

Όχι ποτέ.

Ήταν γιατί δεν θέλατε την Νομική ή γιατί ήσασταν σίγουρος ότι αυτό που θέλετε είναι το θέατρο;

Δεν ξέρω. Πάντα λέω σε όλους, και σε εικοσάρηδες που έρχονται και ζητούν τη γνώμη μου, ότι αν κάτι σε καίει τόσο πολύ, θα κάνεις πράγματα που δεν θα το καταλάβεις πώς έγιναν. Εγώ ήμουν τυχερός γιατί ξεκίνησε όπως ξεκίνησε αυτή η φλόγα και κατά κάποιο τρόπο κρατήθηκε.

Υπάρχει αυτή η φλόγα ακόμα, είναι έτσι τόσο έντονη;

Αισθάνομαι ότι από εδώ και πέρα θέλω να κάνω πράγματα τα οποία να είναι λίγο πιο ξεκούραστα, ώστε και να την κρατάνε αναμμένη. Δεν μπορώ ξαφνικά να κάνω κάτι άλλο. Μετά την δεύτερη «σφαλιάρα» που έφαγα με το τροχαίο που ακόμα ταλαιπωρούμαι – γιατί η πρώτη ήταν με μια ιστορία με τα πνευμόνια μου, είπα εντάξει, πόσα καμπανάκια να πρέπει να χτυπήσουν;

Ποιες είναι τώρα οι προτεραιότητες του Άκη;

Είναι δύο, τρεις ρόλοι ακόμα που θέλω να παίξω και σιγά σιγά να ασχοληθώ με άλλα και νομίζω ότι ήταν “μάνα εξ ουρανού” η θέση του Προέδρου στο Φεστιβάλ γιατί είναι κάτι το οποίο μου επιτρέπει να κάνω αυτά που θέλω, αλλά συγχρόνως είναι και κάτι το οποίο αγαπώ πολύ και μάλιστα, στην πόλη που αγαπάω. Οπότε ξαφνικά έχω και έναν άλλο είδους στόχο, πέρα από το καθαρά καλλιτεχνικό.

Σε ανθρώπινο επίπεδο τι έχει αλλάξει πλέον στον Άκη με όλα αυτά που έχουν γίνει;

Σε ανθρώπινο επίπεδο έχω μάλλον ιεραρχήσει τα πράγματα και πλέον λέω «όχι πολλές εντάσεις, όχι πολύ στρες, όχι πολύ άγχος και ας απολαύσουν κάποια πράγματα πιο μαλακά πια».

Υπάρχουν σχέδια για το επόμενο διάστημα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου;

Δεν είναι βέβαια τι θέλω εγώ, είναι το τι έχουμε συμφωνήσει και μετά «αγκαλιάζουμε» εμείς του διοικητικού συμβουλίου της ενέργειες του Ορέστη Ανδρεαδάκη, του Καλλιτεχνικού διευθυντή και της Ελίζ Ζαλαντό, Γενικής Διευθυντρίας, αλλά και όλης της ομάδας, η οποία λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια πολύ επιτυχημένα και προσπαθούμε να συνεργαστούμε επικουρικά, όσο αφορά το δημιουργικό κομμάτι και συγχρόνως να τους παρέχουμε και μια βοήθεια ώστε να κάνουν και αυτοί απρόσκοπτα το έργο τους. Από εκεί και πέρα θέλουμε να δοκιμάσουμε να ανοιχτεί το Φεστιβάλ πιο πολύ στους δημότες και στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Ετοιμαζόμαστε να κάνουμε και ένα μνημόνιο με το Δήμο Θεσσαλονίκης αλλά και το Υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης για αυτόν τον σκοπό, και όπως υπάρχουν σε διάφορα άλλα φεστιβάλ της Ευρώπης, θέλουμε να γίνει κομμάτι της καθημερινότητας της πόλης το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Και αυτό είναι κάτι το οποίο είμαστε στα σκαριά. Εκκρεμεί μία συνάντηση με την Αντιδημαρχία Πολιτισμού και τον Δήμαρχο ώστε να δούμε πως μπορούμε αυτή την σύμπραξη να την διοχετεύσουμε στην αγάπη και το αγκάλιασμα από τους δημότες της Θεσσαλονίκης. Πρέπει να το δούμε κάπως και επικοινωνιακά πώς μπορεί να γίνει κάτι, αλλά και σε όλα τα επίπεδα. Έχει μια εξωστρέφεια το Φεστιβάλ, την οποία καλό είναι να την βοηθήσουμε να ενισχυθεί.

Επιστρέφω στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», ποιο νόημα του έργου θα θέλατε να κρατήσουν οι θεατές;

Το “Carpe diem” ή αλλιώς «άδραξε τη μέρα» που είναι κάτι που πρέπει να έχει τη δικιά του αξία κάθε μέρα. Από την άλλη μεριά, σε θέματα της προσωπικής μου πορείας σε αυτό το «άδραξε τη μέρα» θα πρόσθετα και το «με κάποια πρόληψη» και αφουγκράσου το σώμα σου. Γιατί όταν ήμουν σε κόμμα πριν τέσσερα χρόνια, από κεκτημένη ταχύτητα δεν κατάλαβα νωρίτερα το μου γίνεται. Ούτε πήγε το μυαλό μου σε κάτι αρνητικό.

Πώς είναι να παίζετε με τόσα νέα παιδιά στη σκηνή;

Είναι η χαρά του ηθοποιού αυτή! Δεν υπάρχει πιο ωραίο και πιο ζωντανό από αυτό. Πρέπει να πω και πως θαυμάζω αυτή την ομοιογένεια που έχουν και που είναι σαν να είναι μία καρδιά όλοι μαζί!

Είναι διαφορετικοί οι κώδικες;

Όχι, δεν είναι διαφορετικοί επειδή ο Ασπιώτης είναι πολύ καλός ενορχηστρωτής της θεατρικής πράξης και οφείλουμε πάρα πολλά στην δική του διεύθυνση. Από εκεί και πέρα, θαυμάζω τον Τάσο Χαλκιά και γενικά, είναι μία πολύ ωραία συγκυρία.

*Ο “Κύκλος των χαμένων ποιητών” στο Αριστοτέλειο Θέατρο | Από 23 Μαϊου έως 1 Ιουνίου | Ημέρες: Παρασκευή: 21:00, Σάββατο: 18:00 & 21:00, Κυριακή: 18:00 | Μετάφραση: Νικολέτα Κοτσαηλίδου | Σκηνοθεσία – δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης | Μουσική: Μαρίζα Ρίζου | Σκηνικά: Αρετή Μουστάκα | Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη 

Παίζουν: Άκης Σακελλαρίου, Τάσος Χαλκιάς, Γεράσιμος Σκαφίδας, Θοδωρής Θεοδωρακόπουλος, Νικόλας Παπαϊωάννου, Θησέας Παπαπαναγιώτου, Στέφανος Παπατρέχας, Ζαχαρίας Γουέλα, Πάνος Κλάδης, Τάσος Τυρογαλάς, Αλέξανδρος Τωμαδάκης, Βιβή Φωτοπούλου

Προπώληση: more.com και στο ταμείο του θεάτρου Αριστοτέλειον

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα