Ο εγκέφαλος του θεατή και ο εγκέφαλος του Αϊνστάιν

Μία κριτική για τη θεατρική παράσταση Incognito (2014) στο θέατρο «Τ»

Σάββας Πατσαλίδης
ο-εγκέφαλος-του-θεατή-και-ο-εγκέφαλος-τ-1261260
Σάββας Πατσαλίδης

Τον Βρετανό δραματικό συγγραφέα Nick Payne πρωτογνωρίσαμε με το έργο του Constellations (Αστερισμοί), το οποίο έκανε πρεμιέρα στο Royal Court το 2012 και ένα χρόνο αργότερα στα Χανιά παρακαλώ, στο θέατρο Κυδωνία, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Βιρβιδάκη. Τώρα γνωρίζουμε το Incognito (2014) σε πανελλήνια πρώτη, πάλι εκτός Αθηνών, στο θέατρο «Τ», ένα έργο-πείραμα που συνεχίζει και περιπλέκει ακόμη πιο πολύ τις ερευνητικές διαδρομές και απορίες του συγγραφέα.

Συμπόρευση εγκεφάλων

Πρωταγωνιστής του δράματος ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Από τη μια ο «κλεμμένος» εγκέφαλος του Αϊνστάϊν και, από την άλλη, ο εγκέφαλος του θεατή, που καλείται μέσα σε ενενήντα περίπου λεπτά να καταλάβει πώς σκέφτεται ο δραματικός νους του συγγραφέα που αξιοποιεί το μυστήριο του εγκεφάλου του ιδιοφυούς Άινστάϊν . Με δυο λόγια, το μπαλάκι αξιολόγησης αυτού του πνευματώδους πίνγκ πονγκ καταλήγει στον θεατή-ερμηνευτή (ή παρερμηνευτή). Είναι το δικό του IQ τεστ.

Ο συγγραφέας θέλει τον θεατή όσο γίνεται μαζί του και κοντά του, συνοδοιπόρο καθώς διατρέχει τα δύσβατα μονοπάτια αυτού του απαιτητικού ταξιδιού γνώσης και αυτογνωσίας. Θέλει να τον κάνει να αισθανθεί το μέγεθος του προβλήματος. Γι’ αυτό και δεν κάνει εκπτώσεις. Σαν να μας λέει πως για κάθε βήμα εμπρός πρέπει να το παλέψουμε, πράγμα που προϋποθέτει το 100% της προσοχής μας. Εδώ ενδέχεται κάποιος να πει, «μα αυτό δεν γίνεται πάντοτε, σε όλα τα έργα;» Όχι. Σε πολλές παραστάσεις ο θεατής έχει την πολυτέλεια να χαλαρώσει λιγάκι, να ξεχαστεί , να αφεθεί, χωρίς να χάσει την επαφή του με τη σκηνή. Εδώ δεν έχει αυτή την πολυτέλεια. Πνευματικά πρέπει να είναι σε πλήρη επαγρύπνηση και ετοιμότητα, διαφορετικά χάνει το νήμα της σκέψης του συγγραφέα.

Πρόκειται για μια απαιτητική και συνάμα πολύ γοητευτική πρόκληση, της οποίας τα πνευματικά θέλγητρα ο συγγραφέας τα αναπτύσσει εκκινώντας από το οικείο δεδομένο, που λέει ότι όλοι έχουμε εγκέφαλο, και από κει προχωρά προς μια terra incognita που θέτει επιτακτικά και το βασικό ερώτημα: ξέρουμε τι είναι αυτό το πράγμα, πέρα από το πόσο περίπου ζυγίζει και τι μορφή έχει; Είμαστε σε θέση να περιγράψουμε τις λειτουργίες του; Περιγράφονται; Κι αν περιγράφονται εκλογικεύονται ταυτόχρονα; Τι σίγουρα στοιχεία διαθέτουμε ώστε να συμπεράνουμε, μεταξύ άλλων, ότι ο εγκέφαλος είναι η τράπεζα των συναισθημάτων μας, του ορθολογισμού και του παραλογισμού μας, της μνήμης και της προσωπικότητάς μας; Υπάρχει κάποια απάντηση που να μας εγγυάται τη σωστή απάντηση;

Ιδού λοιπόν το ζητούμενο: από πού να πιαστεί ο θεατής (αλλά και ο μελετητής) όταν μπροστά του ορθώνεται πελώριο ένα πεδίο ανεξερεύνητο; Ενδεικτικός και ο τίτλος του έργου, incognito: άγνωστος ή απαρατήρητος ή μασκαρεμένος (επισκέπτης). Ζούμε μαζί του αλλά μας είναι ξένος.

Ο Payne, με δεξιοτεχνικές κινήσεις, μας εμπλέκει σε ένα πνευματικό παζλ που μας καλεί να κινηθούμε με τον ίδιο βηματισμό που διαμορφώνεται το σύμπλεγμα των σχέσεων που προκύπτουν μέσα από τις συνεχείς εναλλαγές τόπων και χρόνων. Μέσα στα αδιευκρίνιστα όρια αυτού του συμπλέγματος μπαινοβγαίνουν πρόσωπα που μονολογούν, διαλέγονται, δρουν, φωνάζουν , ερωτεύονται, προχωρούν και επιστρέφουν, άτομα-φαντάσματα εαυτών που καταθέτουν ημιτελείς φράσεις ή επιτελούν επίσης ημιτελείς πράξεις, ημιτελείς αφηγήσεις, καταθέτουν ανολοκλήρωτα συναισθήματα, ανεπίδοτες υποσχέσεις. Αστερισμοί, μετέωρα πνευματικά θραύσματα που σε καμιά στιγμή δεν γειώνονται σε σημείο να διασφαλιστεί η υλικότητά τους και μέσα από αυτή η ερμηνεία τους. Όλα βρίσκονται σε μια κατάσταση μόνιμης φυγής, ένα θεατρικό μιράζ.

Στο διά ταύτα

Δεν ξέρω εάν στο ταμείο του θεάτρου «Τ» η επιλογή του εν λόγω έργου θα αποδειχτεί σταυρόλεξο για λίγους ή για πολλούς λύτες , αλλά, ανεξάρτητα από αυτό, στον δικό μου εγκέφαλο είναι μια εξαιρετική επιλογή- πρόκληση η οποία, για να εκτιμηθεί στον βαθμό που της αξίζει, απαιτεί μια άλλη συνθήκη θέασης. Όλα λειτουργούν με διαρκή flash back και flash forward, χωρίς γέφυρες ή προειδοποιητικά σινιάλα ή χωρικούς και χρονικούς προσδιορισμούς. Δεν υπάρχει σασπένς, με την κλασική έννοια (του τύπου: ποιος το έκανε ή τι θα γίνει μετά;). Ούτε μαθηματικά ρυθμισμένες κορυφώσεις ή αποκλιμακώσεις. Δεν υπάρχει επαρκής χρόνος για συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Εδώ πιο πολύ λειτουργεί η λογική ενός ασταμάτητου steam of consciousness σε μια μεταμοντέρνα θραυσματική εκδοχή, όπου πολλά και ετερόκλητα στοιχεία εισβάλλουν από παντού στο ίδιο κάδρο, συντελούν και αμέσως μετά εξαφανίζονται για να επανακάμψουν πάλι απροειδοποίητα. Καλό είναι ο θεατής να προσέξει τις τρεις βασικές ιστορίες γύρω από τις οποίες πλέκονται και μπερδεύονται όλα τα επεισόδια-δορυφόροι. Είναι ένας καλός μπούσουλας.

Πρώτη ιστορία

Βασίζεται σε πραγματικό γεγονός. Το 1955 ο Thomas Harvey, καθηγητής παθολογίας στο Παν/μιο του Πρίνστον καλείται να κάνει αυτοψία στο σώμα του Άινστάιν. Όμως, δεν είναι αυτό η είδηση. Είναι αλλού. Στο ότι θα κλέψει τον εγκέφαλο του Άινστάιν, με σκοπό να μελετήσει τι είναι αυτό που τον έκανε να διαφέρει από τους άλλους ανθρώπους. Όμως, το γεγονός ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να προχωρήσει σε αυτή την έρευνα, θα τον αναγκάσει να ζητήσει την άδεια από τον γιο του Άινσταϊν, Hans Albert. Το 1997 τον πλησιάζει ο δημοσιογράφος Michael, και μαζί ταξιδεύουν μέχρι την Καλιφόρνια για να συναντήσουν την εγγονή του Άινστάιν, Evelyn, έχοντας μαζί τους, σε μια γυάλα, κομμάτια από τον «εγκέφαλο του Άινστάιν. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η δεύτερη ιστορία.

Δεύτερη ιστορία

Η ιστορία αυτή, σε ένα βαθμό βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα το 1953, είναι και το συναισθηματικό κέντρο του έργου. Αφορά τον 27χρονο Χένρι που απώλεσε τη μνήμη του μετά από εγχείρηση για τη θεραπεία της επιληψίας. Μετεγχειρητικά η μνήμη του διαρκεί μόνο κάποια ελάχιστα δεύτερα. Με άλλα λόγια, ζει μονίμως σε παρόντα χρόνο. Δεν θυμάται τίποτα. Δεν έχει εικόνα του προβλήματός του. Όλα είναι σαν να του συμβαίνουν για πρώτη φορά. Και αυτό στενοχωρεί πιο πολύ από όλους τη γυναίκα του Μάργκαρετ, η οποία, κάθε φορά που τον συναντά, του ζητά να παίξει στο πιάνο, αυτό που κάποτε, σε καλύτερες εποχές, αποτελούσε την ψυχαγωγία τους. Και αυτός φυσικά δεν θυμάται. Όπως δεν θυμάται ποια είναι αυτή, γι’ αυτό και της συστήνεται σε κάθε συνάντηση. Στο τέλος απογοητευμένη τον εγκαταλείπει. Θα περάσουν τριάντα χρόνια και αυτός θα την περιμένει ακόμη για να πάνε τον μήνα του μέλιτος που της υποσχέθηκε. Ποιος είναι τελικά ο Χένρι; Πώς συνδέεται η μνήμη και το εγκεφαλικό τραύμα;

Τρίτη (μυθ)ιστορία

Σε αυτήν την (μυθ)ιστορία πρωταγωνιστεί και η «κυνική» φιγούρα γης Μάρθας, μια σύγχρονη, διαζευγμένη μετά από 21 χρόνια γάμου, νευροψυχολόγος που προσπαθεί να καταλάβει τον δικό της εγκέφαλο την ίδια στιγμή που μελετά και θεραπεύει άλλους. Δεν πιστεύει απόλυτα ότι ο εγκέφαλος είναι η αποκλειστική κινητήριος δύναμη των ανθρωπίνων πράξεων. Μετά τον χωρισμό της συνάπτει ερωτική σχέση με τη νεότερη, δικηγόρο στο επάγγελμα, Πατρίσια, όμως ξεχνά να της πει ότι ήταν κάποτε παντρεμένη, και ότι έχει ένα γιο, ενήλικα πλέον. Το ότι δεν αναφέρεται στο παρελθόν της υπογραμμίζει τη γενικότερη αστάθεια και ρευστότητα που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα όλων των προσώπων του έργου.

Όλα όσα συμβαίνουν στις τρεις αυτές ιστορίες, παρόντα και παρελθόντα, μας συστήνονται μέσα από τις δράσεις τεσσάρων δραματικών προσώπων, ντυμένων περίπου με τα ίδια παλ χρώματα. Τέσσερα άτομα σε ένα επιτελεστικό ντελίριο 20 ρόλων που μοιάζει με δίκτυο αλληλένδετων νευρώνων που εκδηλώνονται σε ένα χώρο με ελάχιστα αντικείμενα (γνώριμο το στυλ του συγγραφέα: λίγος κόσμος σε ένα χώρο με ελάχιστα αντικείμενα—θυμίζω τους «Αστερισμούς»).

Η δομή του έργου

Προς διευκόλυνση του θεατή, ο συγγραφέας χωρίζει το έργο του σε τρεις πράξεις, καθεμιά από τις οποίες φέρει και ένα διακριτό τίτλο: η πρώτη τιτλοφορείται Encoding, η δεύτερη Storing, και η τρίτη Retrieving. Από όλο το έργο με δυσκόλεψε πιο πολύ το πρώτο εικοσάλεπτο, όπου τα δρώμενα είναι πολύ φορτωμένα με πληροφορίες και οι εναλλαγές πολύ γρήγορες , γεγονός που περιορίζει τον χρόνο κατανόησης και εγκλιματισμού του θεατή. Αυτό το κομμάτι είναι και το πρώτο μεγάλο τεστ προσοχής του κοινού. Εάν το ξεπεράσει τα πράγματα γίνονται κάπως πιο βατά, ποτέ όμως εύκολα. Και δεν θα μπορούσαν να είναι εύκολα αν αναλογιστεί κανείς ότι βασική έγνοια του συγγραφέα από μόνη της θέτει και τον βαθμό δυσκολίας: πώς οι μνήμες και ο τρόπος που λειτουργεί ο εγκέφαλος ορίζουν και την έννοια της εαυτότητας.

Τελικά τι είναι ο εαυτός; Έχει κάτι αποκλειστικά δικό του, κάτι εγγενές ή είναι ένα άθροισμα από σκέψεις, μνήμες κ.λπ.; Και από τη στιγμή που παύουν να υπάρχουν αυτές οι μνήμες, τι γινόμαστε τελικά; Πού καταλήγει το Εγώ;

Προς επίρρωση όλων αυτών ο συγγραφέας επιλέγει τη συγκεκριμένη δομή για το έργο του, σαν μια δοκιμασία και του δικού μας εγκεφάλου, της ταχύτητας πρόσληψης, ή αδυναμίας πρόσληψης, των σκηνικών ερεθισμάτων. Μια ελάχιστη ρωγμή στην προσοχή μας και γινόμαστε «Χένρι», δηλαδή χάνουμε τον ιστό της εξέλιξης των ιστοριών, την επαφή μας με τα δρώμενα και ζούμε μόνο τη στιγμή, τον παροντικό χρόνο της επιτέλεσης. Ιδιοφυής σύλληψη.

Σκηνοθεσία

Η Γλυκερία Καλαϊτζή που πήρε και το ρίσκο της επιλογής του έργου, μας παρέδωσε μια θεατρικά ρέουσα μετάφραση, προσεκτικά σκηνοθετημένη. Μερίμνησε ώστε τα συστατικά μέρη του σκηνικού παζλ, και κυρίως τα στενά και ξαφνικά περάσματα από τη μια κατάσταση στην άλλη, να είναι όσο γίνεται πιο εύληπτα, ευανάγνωστα. Απαιτητική διαδικασία, εάν σκεφτούμε ότι στην ουσία σκηνοθετεί 20 διαφορετικά Εγώ, διαφορετικά ταμπεραμέντα και διαφορετικές προσωπικότητες. Χωρίς εντυπωσιασμούς και περιττές κινήσεις και φλυαρίες, βρήκε επιτελεστικούς αρμούς, ευεργετικές λύσεις στις τοπικότητες και χρονικότητες των δρωμένων και στις αστραπιαίες μεταμορφώσεις των δραματικών προσώπων και μας παρέδωσε ένα σκηνικό γεγονός επικίνδυνων ισορροπιών που αξίζει να δει κανείς. Μια ξεχωριστή δουλειά. Από τις πιο απαιτητικές που έχει κάνει.

Ερμηνείες

Οι συνεχείς χωροχρονικές μετατοπίσεις προσώπων και δράσεων όταν φτάσουν στο σημείο να φαντάζουν «εύκολες» στην πλατεία σημαίνει ότι έγινε δουλειά στα παρασκήνια. Και αυτό εισπράξαμε. Ήταν μεγάλο το βάρος, η ευθύνη και η πρόκληση για τα δύο νεότερα μέλη του καστ, τον Γρηγόρη Φρέσκο και ιδιαίτερα τη νεοφώτιστη Άννα Μαρία Μπογιατζόγλου, που κλήθηκαν να υποστηρίξουν τόσο ανόμοιους και δύσκολους ρόλους, κάτι που απαιτεί ετοιμότητα, ευμεταβλητότητα, κινησιολογική και εκφραστική άνεση και ευπροσάρμοστους χειρονομιακούς και σωματικούς κώδικες. Στο μέτρο των δυνατοτήτων τους και της ελάχιστης επαγγελματικής εμπειρίας τους άφησαν υποσχέσεις.

Ο Γρηγόρης Φρέσκος, στον ρόλο του Χένρι, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, ώστε να είναι εκεί που τον ήθελε η κάθε μεταμόρφωσή του, από τον ερωτευμένο, στον ρομαντικό, στον ευαίσθητο, στον ασθενή κ.λπ. Επέδειξε καλά, «ετοιμοπόλεμα» αντανακλαστικά. Ήταν βέβαια και στιγμές που η ταχύτητα των εναλλαγών προσωπείων και διαθέσεων τον οδηγούσε σε μια σχετική επιτελεστική αμηχανία και αβεβαιότητα, αποτέλεσμα θαρρώ της έλλειψης επαρκούς σκηνικής εμπειρίας, όμως όλα είναι θέμα χρόνου και συνεχούς προσπάθειας. Όσο για την Άννα Μαρία Μπογιατζόγλου, τη «γυναίκα» του, και αυτή πίστεψε σε αυτό που κλήθηκε να υπερασπιστεί και το έκανε με ενθουσιασμό και το είδαμε. Από την άλλη, και στην περίπτωσή της ήταν στιγμές όπου, στην προσπάθειά της να είναι πάντα στη σωστή θέση και με το σωστό επιτελεστικό φορτίο, πρόδιδε πιο πολύ την Άννα Μαρία που προσπαθούσε να υποδυθεί τον χαρακτήρα παρά τον χαρακτήρα (τη Μάργκαρετ) που παίζει. Όμως, το ξαναλέω, ας μην ξεχνάμε για τι έργο μιλάμε και τι δυσκολίες έχει, ιδίως για νέα παιδιά. Οπότε με αυτό κατά νου, δεν μπορώ παρά να τα συγχαρώ που σήκωσαν αυτό το βάρος και δεν λύγισαν.

Η Σοφία Βούλγαρη και ο Αλέξανδρος Νικολαϊδης, το πιο έμπειρο δίδυμο, κινήθηκαν με μεγαλύτερη άνεση και σιγουριά ανάμεσα στις επιτελεστικές συμπληγάδες και παγίδες του έργου. Είχαν την απαιτούμενη ετοιμότητα στις μετακινήσεις/μεταμορφώσεις τους από τον ένα ρόλο στον άλλο, από τη μία ψυχική διάθεση στην άλλη, είχαν μια καλή σκηνική χημεία μεταξύ τους όπως και καλή αίσθηση χώρου και χρόνου που τους βοήθησε να κρατήσουν το τέμπο του έργου, τις ποικίλες θερμοκρασίες του, και παράλληλα να κάνουν ορατούς τους εσωτερικούς τους δαίμονες (κυρίως η «Μάρθα») .

Ο χώρος και φωτισμός

Το σκηνικό της Ε. Κιρκινέ λιτό και δηλωτικό της κεντρικής ιδέας του έργου. Δυο τραπέζια και ένα πιάνο, τοποθετημένα μέσα σε μια κυκλική κατασκευή, ενώ ως φόντο στο βάθος επίσης ένας κύκλος-εγκέφαλος που αναβοσβήνει (όπως τυχαία έρχονται και φεύγουν—αναβοσβήνουν– οι σκέψεις και οι μνήμες). Ακριβώς στη μέση του εγκεφάλου ένα μικρό διαχωριστικό άνοιγμα που θα μπορούσε να το ερμηνεύσει κανείς και σαν μικρό παράθυρο που βγάζει στον έξω κόσμο, αλλά και ως διατάραξη/ρήξη του εγκεφάλου.

Οι μετακινήσεις από τον έναν απροσδιόριστο χώρο δράσης στον άλλο, όπως και από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη, υποδηλώνονται μόνο με τις γρήγορες εναλλαγές της εύστοχης φωτιστικής παρτιτούρας του Αρμάντο Μέμα, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση του ρυθμού και της ατμόσφαιρας.

Γενικό συμπέρασμα:

Το έργο δεν δίνει, όπως είπαμε, καμιά απάντηση στα θέματα που θέτει. Μας παρουσιάζει άτομα με διαφορετικές αντιλήψεις και εμπειρίες, θέλοντας να προκαλέσει μια γενικότερη συζήτηση γύρω από το ερώτημα: Τελικά ποιοι είμαστε; Αυτό που είμαστε το διαμορφώνουν οι μνήμες, οι λειτουργίες του μυαλού, του εγκεφάλου;

Οι σκηνές του είναι έτσι διαρθρωμένες που μοιάζουν με hit and run. Πριν προλάβεις να τις αποκωδικοποιήσεις ανακρούουν πρύμναν. Μια σκόπιμη επιλογή του συγγραφέα ώστε να υπογραμμίσει το δυσεπίλυτο του θέματος που τον απασχολεί και να μοιραστεί μαζί μας την αδυναμία του να απαντήσει. Μας θέλει θεατές-απορούντες συνοδοιπόρους. Κάτι που η παράσταση το πέτυχε. Σημαντική πνευματική τροφή σε μια εποχή fast food delivery. Αξίζει να αφιερώσετε μια-δυο ώρες από τη ζωή σας για να δείτε αυτή την παράσταση.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα