Οιδίπους επί… ματαίω
"Ο Οιδίποδας δεν χάθηκε στον Κολωνό αλλά στη μετακόμισή του από τη σελίδα στο σανίδι"
Οιδίπους επί Κολωνώ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα (παραγωγή: εταιρεία Λυκόφως). Μια παράσταση η οποία όταν έκανε πρεμιέρα στην Επίδαυρο πολλοί έσπευσαν να την επαινέσουν με διθυραμβικά σχόλια, καταθέτοντας έτσι, μεταξύ άλλων, και τον δικό τους βροντερό αντίλογο στις παραστάσεις που μόλις είχαν προηγηθεί και είχαν διχάσει (Σφήκες και Μήδεια).
«Επιτέλους» μια σωστή τραγωδία, «ευτυχώς δικαίωση των τραγικών», «μάθημα προς αδαείς νεωτεριστές», «θρίαμβος του κλασικού θεάτρου», «έτσι παίζεται η τραγωδία», «αυτή είναι τραγωδία», «μπράβο!». Και άλλα διάφορα.
Σεβαστά όλα αυτά. Στο κάτω-κάτω, όλοι έχουμε άποψη και προφανώς όλοι έχουμε το δικαίωμα να την καταθέσουμε. Οπότε, δικαιούμαι να διερωτηθώ κι εγώ με τη σειρά μου: ο «σεβασμός», η λέξη πασπαρτού σε κάθε απόπειρα διασκευής ή «πειράγματος» ενός κλασσικού (κυρίως) έργου, υποδηλώνει αυτομάτως και δικαίωσή του; Ή μήπως η όποια δικαίωση πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στο ίδιο το κείμενο της παράστασης, είτε «πειραγμένο» είτε όχι;
Επιμένω στη λέξη «κείμενο» για να μην τη μπερδεύουμε με τη λέξη «έργο». Άλλο το ένα άλλο το άλλο. Το έργο αναφέρεται στο αρχικό δημιούργημα που κυκλοφορεί στις βιβλιοθήκες και στα βιβλιοπωλεία, το κείμενο είναι το «θνησιγενές» παράγωγο της σκηνοθετικής ανάγνωσης του έργου, και αυτό μας αφορά (όπως αφορά και την αγορά) και με βάση αυτό κρίνουμε, κατακρίνουμε, συγκρίνουμε, εγκρίνουμε κ.λπ. . Στο διά ταύτα, λοιπόν.
Παρατήρηση πρώτη: το πάσχον σώμα
Καταρχάς ποιο είναι το διακύβευμα στον Οιδίποδα επί Κολωνώ; Το σώμα. Ένα σώμα που έρχεται κατευθείαν από τον χώρο του μη επιθυμητού, ένα σώμα-μίασμα που κανείς δεν θέλει να φιλοξενήσει ή να πλησιάσει πλην του Θησέα. Ένα σώμα που ουδέποτε ανήκε εξ ολοκλήρου κάπου, ένα σώμα σε κατάσταση μόνιμης φυγής, σώμα εξ ανάγκης και όχι επιλογής νομαδικό, με βεβαρημένο παρελθόν αλλά και άγνωστο μέλλον, ένας περιπλανώμενος ίσκιος σώματος στα πρόθυρα της εξαφάνισης, ένας ίσκιος που κουβαλά τις ίδιες φιλοσοφικές ανησυχίες του δημιουργού του, του ενενηντάχρονου πλέον Σοφοκλή. Το «μετά» πώς να’ ναι άραγε, φαίνεται να διερωτώνται και οι δύο, δημιουργός και δημιούργημα; Πώς προετοιμάζεται κανείς να αντιμετωπίσει αυτό τον άγνωστο τόπο; Τι αφήνει πίσω του και τι κουβαλά μαζί του;
Με όρους βιοπολιτικής, ο Οιδίποδας πρωταγωνιστεί σε μια επιτελεστική πράξη, στην οποία ανακαλύπτει τον πραγματικό του εαυτό μέσα από την εξαφάνιση όλων των “άλλων” εαυτών που η μοίρα και η κοινωνία της εποχής κατασκεύασαν γι’ αυτόν. Έφτασε η ώρα για να ζήσει στο δικό του σώμα. Θα τα καταφέρει;.
Παρατήρηση δεύτερη: η σκηνοθεσία
Εκατό λεπτά διήρκεσε η περιπέτεια του τυφλού και εξόριστου ικέτη Οιδίποδα στο ιερό άλσος των Ευμενίδων, στον Αθηναϊκό δήμο του Ιππίου Κολωνού. Τόσο χρειάστηκε η σκηνοθεσία του Σκεύα στην πρώτη του, εάν δεν κάνω λάθος, αναμέτρηση με την αρχαία τραγωδία, εκατό λεπτά για να αντιμετωπίσει το υπό κατάρρευση σώμα του σοφόκλειου ήρωα και να μεταμορφώσει την άβυσσο της ψυχής του και όλα τα διλήμματα που την κατατρύχουν σε επικοινωνιακό και «φωτεινό» θέαμα.
Δεν μπορώ να γνωρίζω τις προθέσεις του, εκείνο που γνωρίζω είναι ότι δεν κατάλαβα σε τι αποσκοπούσε αυτή η παράσταση που μας παρέδωσε, τι είχε κατά νου να προτείνει; Δεν κατάλαβα ποιος ήταν ο πυλώνας επάνω στον οποίο χτίστηκε η περιπέτεια του νομάδα-ήρωα. Και δεν κατάλαβα γιατί απλούστατα δεν με βοήθησε η σκηνοθεσία να καταλάβω, μια σκηνοθεσία αβέβαιη για τον εαυτό της και τις επιλογές της. Αμήχανη, χωρίς φαντασία, χωρίς μέγεθος, χωρίς έρμα, δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα γόνιμο υπέδαφος για να ριζώσει και να μεγαλώσει σιγά σιγά το επίπονο οδοιπορικό του ήρωα, από στίχο σε στίχο, από στάσιμο σε στάσιμο, από πάθημα σε πάθημα, όπως μεγαλώνει ένα δέντρο και βγάζει κλαριά και φύλλα. Άφησε τα συστατικά στοιχεία του δράματος να στραφταλίζουν γύρω από τα προσωπικά αδιέξοδα του Οιδίποδα χωρίς κάποιους συνδετικούς κρίκους, αναγκαίους για να αποκτήσει ρυθμό, πυκνότητα και λόγο ύπαρξης το όλον.
Έτσι, μέσα σε αυτή την ανερμάτιστη δραματική τοπογραφία δεν φάνηκε, κατά τη γνώμη μου, το διακύβευμα του τραγικού αγώνα, δεν απέκτησε σκηνική καθαρότητα όλη αυτή η βασανιστική και κλιμακούμενη αναμέτρηση ανάμεσα στη σάρκα (το ορατό κείμενο) και το πνεύμα (το αόρατο «υπο-κείμενο»), αυτό το εσωτερικό ηφαίστειο που ετοιμάζεται να αποβάλει από μέσα του όλη τη λάβα που σιγοκαίει και το αναστατώνει για να λυτρωθεί και να πορευθεί προς την έξοδο.
Παρατήρηση τρίτη: ο πρωταγωνιστής
Εν πρώτοις αυτό που ξέρουμε όλοι: Ο Δημήτρης Καταλειφός είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός. Ένας ηθοποιός με δοκιμασμένα εργαλεία υποκριτικής, ένας ηθοποιός που αγαπά το σανίδι και το σανίδι του το ανταποδίδει. Ένας ηθοποιός-πρωταγωνιστής.
Σε αυτή την, εξ όσων γνωρίζω, πρώτη του επαφή με έναν ρόλο κλασικής τραγωδίας, κατέφυγε, σε συνεργασία φαντάζομαι με τον σκηνοθέτη, σε μια ερμηνευτική γραμμή που εμένα τουλάχιστο ομολογώ πως με ξένισε. Ενδεχομένως κάποιος να αντιτείνει πως εδώ κάνει κάτι άλλο, θέατρο άλλου ύφους και άλλης αισθητικής κοπής, άρα επιβάλλεται και μια διαφοροποιημένη επιτελεστική ποιητική. Σε ένα βαθμό συμφωνώ ως γενική διατύπωση, όμως σε ένα πιο μεγάλο βαθμό δεν συμφωνώ, γιατί αναφέρομαι ειδικά σε ένα ρόλο, αυτόν του Οιδίποδα στον Κολωνό, η εσωτερικότητα του οποίου εκτιμώ πως ταιριάζει απόλυτα στο υποκριτικό ύφος του Δημήτρη Καταλειφού, το ύφος εκείνο των πολλών και ευμετάβλητων τόνων και ημιτονίων που τον ανέδειξαν σε μέγα ηθοποιό, ηθοποιό ικανό να εξορύξει πολύτιμα μέταλλα μέσα από τα σπλάχνα των έργων.
Στην περίπτωση, λοιπόν, του Οιδίποδα αυτό το ανεκτίμητο επιτελεστικό οπλοστάσιο δεν μπήκε σε λειτουργία. Αντίθετα, κυριάρχησε το στυλιζαρισμένο, το στομφώδες, εξωστρεφές παίξιμο, το οποίο, σε συνδυασμό με τους υψηλούς τόνους και τις πολύ συχνές εκρήξεις θυμού, δεν βοήθησαν ώστε να αντιληφθούμε τις πολυσημαίνουσες πτυχώσεις του εσωτερικού αγώνα που δίνει ο Οιδίποδας στο τελευταίο (και σοφότερο) σκαλί της ζωής του, για να απαλλαγεί από ό,τι πλασματικό κουβαλά μέσα του προκειμένου να φτάσει στη γύμνια του Εγώ του και έτσι να πορευθεί χωρίς βασανιστικά βαρίδια προς τον θάνατο, το τελευταίο στάδιο της κάθαρσης αλλά και της ψυχικής του ανάστασης.
Παρατήρηση τέταρτη: λοιποί συντελεστές
Ο Θησέας του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη, που εμφανίζεται ως από μηχανής θεός για να σώσει μια ανθρώπινη ζωή, έπαιξε λες και δεν τον αφορούσαν αυτά που συνέβαιναν Μπήκε με το ατσαλάκωτο κουστουμάκι του, στάθηκε απέναντι στον Οιδίποδα ατάραχος, είπε με τρόπο παγερό τα λόγια που χρεώθηκε να πει, και αποχώρησε για να επιστρέψει ξανά για μια από τα ίδια. Ένας βασιλιάς ανεξήγητα πολύ cool σε μια κρίσιμη γι’ αυτόν στιγμή, καθώς η απόφασή του να φιλοξενήσει τον Οιδίποδα δεν είναι παίξε γέλασε. Έχει τεράστια σημασία τόσο για τον ίδιο όσο και για τους πολίτες των Αθηνών. Όπως δόθηκε δεν νομίζω ότι κατάλαβε κανείς τη σημασία της σκηνικής του παρέμβασης.
Ομοίως και ο Κρέοντας του Χρήστου Σαπουντζή. Μας συστήθηκε με ένα άνευρο, αδιάφορο και μπλαζέ παίξιμο. Εμφανίστηκε στη σκηνή ως η εξουσία που ζητά τη βοήθεια του Οιδίποδα για να σωθεί η πόλη των Θηβών, είπε στα γρήγορα ό,τι ήταν να πει και αποχώρησε, αφήνοντάς μας με την απορία γιατί εμφανίστηκε τελικά, σε τι άλλαξε στο ύφος του δράματος (ως το αντίπαλο δέος).
Και ο Πολυνείκης (του Μάξιμου Μουμούρη), στην ίδια άχρωμη ερμηνευτική γραμμή. Σε καμιά στιγμή δεν αισθάνεσαι την υποβόσκουσα ένταση που επικρατεί ανάμεσα στον πατέρα και το γιο. Μια συνάντηση που ενώ θα ΄πρεπε να κουβαλά τα μύρια όσα πάθη και κρίματα, φάνταζε σαν ένα τετ α τετ δυο γνωστών που τώρα τα λένε και στη συνέχεια τσακώνονται.
Λίγο πιο πάνω υποκριτικά η Ισμήνη (της Αλεξάνδρας Αϊδίνη) και κατάτι ακόμη πιο πάνω η Αντιγόνη (της Αγγελικής Παπαθεμελή). Έπαιξαν τον πόνο της απώλειας με πιο καθαρά και λιγότερο στομφώδη μέσα. Οι πιο ανθρώπινες παρουσίες σε ένα απάνθρωπο δράμα.
Παρατήρηση πέμπτη: ο χορός
Και αφήνω τελευταίο τον Χορό, σε διδασκαλία Damiano Ottavio Bigi . Αν και στελεχωμένος από νέα και ταλαντούχα παιδιά (Γιώργος Νούσης, Νίκος Νίκας, Γιώργος Φριντζήλας, Νίκος Δερτιλής, Γιώργος Μπούτσικας, Πάνος Αποστολόπουλος, Αντώνης Αντωνιάδης, Πάρις Παρασκευάδης), πέτυχε το ακατόρθωτο: να είναι επάνω στη σκηνή στον ρόλο μιας μόνιμης απούσας παρουσίας. Χωρίς έμπνευση, χωρίς λύσεις στην κινησιολογία, αμήχανος, έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν μέρος του δράματος. Απλώς προέκυψε. Πετούσε τις ατάκες του ως σύνολο ή κατά μόνας και μετά καθόταν στα αυγά του μέχρι την επόμενη αδιάφορη είσοδό του στα δρώμενα. Δυσκολεύομαι να θυμηθώ μια άλλη τόσο άστοχη και ανέμπνευστη αντιμετώπιση του Χορού.
Το σκηνικό που πρότεινε η Λίλη Πεζανού πολύ φτωχό και σε έμπνευση και σε συνδηλώσεις. Σαν να μην υπήρχε στη σκηνή. Σε καμιά στιγμή δεν συντέλεσε με τα δρώμενα. Όσο για τη μουσική της Σίμης Τσιλαλή, ίδια εντύπωση. Δεν κατάλαβα τη συνδρομή της στα δρώμενα, τον «διάλογό» της με όσα συμβαίνουν στη σκηνή. Ξένο σώμα.
Συμπέρασμα: Η σκηνοθεσία, ενώ είχε στη διάθεσή της μια διανομή με αξιόλογους συνεργάτες, δεν κατάφερε να καλλιεργήσει την εσωτερική και δια-δραστική χημεία, ώστε η συνύπαρξή τους να οδηγήσει σε μια συμπαγή και αποκαλυπτική εικόνα που να συμπυκνώνει τη στιγμή εκείνη κατά την οποία ο κεντρικός ήρωας ετοιμάζεται να αρχίσει μια νέα ζωή κάπου αλλού, σε μια terra incognita, δηλαδή σε έναν τόπο μυστήριο και μυστηρίων, έναν τόπο ο οποίος εκ των πραγμάτων προκαλεί και φόβο και δέος, αγωνία και ταπεινοφροσύνη.
Παρατήρηση έκτη: η λαϊκή και δημοσιογραφική ετυμηγορία
Πέρα από το τι άποψη μπορεί να έχω εγώ ή ο οποιοσδήποτε άλλος κριτικός, εκείνο που μετράει τελικά (για τους ηθοποιούς και την παραγωγή) είναι η υποδοχή της παράστασης. Που σημαίνει ότι τον τελικό λόγο τον έχει το κοινό με το χειροκρότημά του. Και η ετυμηγορία του τόσο στην κατάμεστη Επίδαυρο όσο και στο κατάμεστο θέατρο Δάσους κατέγραψε θερμή αποδοχή, χωρίς βέβαια τούτη η αποδοχή να σημαίνει ότι η παράσταση θα γράψει και ιστορία. Σίγουρα θα γράψει στο ταμείο. Άλλο το ένα άλλο το άλλο.
Είναι όμως και ένα άλλο κοινό που καταθέτει τη δική του ετυμηγορία και διαμορφώνει το ρεύμα, πολλές φορές πριν δει καν την παράσταση,. Αναφέρομαι στην ολοένα και πιο έντονη παρουσία της δημοσιογραφικής είδησης (ρεπορτάζ) που εμφανίζεται και με τη μορφή κριτικής, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες και πολλές φορές περίεργες ή απατηλές εντυπώσεις γύρω από την ποιότητα μιας παράστασης.
Πάρτε για παράδειγμα, τη μέχρι τώρα δημοσιογραφική διαδρομή/κάλυψη του Οιδίποδα επί Κολωνώ. Η εικόνα που έχει δημιουργηθεί δίνει την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με την παράσταση της δεκαετίας και βάλε. Ανεξέλεγκτος ενθουσιασμός! Ανεξέλεγκτα εγκώμια! Υπερβολή στην υπερβολή. Θα μου πείτε βέβαια ότι ο καθένας από μας αντιμετωπίζει την έννοια της ποιότητας με τον δικό του τρόπο. Συμφωνώ απόλυτα. Ένα ρεπορτάζ, όμως, που προβάλλει υποτίθεται την (αντικειμενική) είδηση είθισται να απέχει από απόλυτα υποκειμενικές κρίσεις ή τουλάχιστο ή όποια κρίση να γίνεται με μέτρο και τεκμηριωμένα και όχι αντιγράφοντας τα Δελτία Τύπου ή καταθέτοντας ευπώλητες και ασαφείς εντυπώσεις. Αυτό δεν βοηθά ούτε το θέατρο ούτε την παράσταση ούτε το γούστο και τα κριτήρια του κοινού. Βοηθά αποκλειστικά και μόνο το ταμείο και τους παραγωγούς.
Παρατήρηση έβδομη: περί οικουμενικότητας
Εάν θεωρούμε ότι η τραγωδία εξακολουθεί να είναι μια οικουμενική έκφραση βασικών συστατικών της ανθρώπινης ζωής, και εάν θεωρούμε ότι αυτή η παράσταση τα εκφράζει (όπως άφησε να εννοηθεί το θερμότατο χειροκρότημα της υποδοχής της και τα υμνολόγια του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ), σκέφτομαι: θα μπορούσε άραγε να φιλοξενηθεί έστω και σε ένα διεθνές φεστιβάλ, να μοιραστεί δηλαδή τις αγωνίες της και τις θέσεις της με ένα ξένο κοινό ή μήπως είναι μια παράσταση αποκλειστικά εσωτερικής κατανάλωσης; Ας μας προβληματίσει.
Παρατήρηση όγδοη: Να ακουστεί ο λόγος του ποιητή
Και ένα τελευταίο, καραμέλα στο στόμα των θαυμαστών της παράστασης. Προσμετράται στα πολύ υπέρ το γεγονός ότι ακούστηκε ο λόγος του ποιητή. Και αντιλέγω: Εάν είναι μόνο γι’ αυτό, γιατί να πάω στο θέατρο; Δεν κάθομαι σπίτι μου να διαβάσω το κείμενο και να αποφύγω όλη αυτή την ταλαιπωρία;
Στο θέατρο πηγαίνουμε για να ζήσουμε τη μοναδική ποικιλότητα των εκφραστικών του κωδίκων, τον τρόπο που συντελούν ως σύνολο, που συνυπάρχουν, που συμπράττουν με στόχο τη μεταμόρφωση του λόγου (μεταξύ άλλων) σε δράση, σε εικόνα, σε θέαμα.
Πηγαίνουμε για να δούμε πώς ο λόγος του ποιητή δραπετεύει από την σελίδα και αποκτά ζωή, σκηνικούς χυμούς και παροντικότητα μέσα από τις λειτουργίες των «μετα-ποιητών» του.
Πηγαίνουμε για να δούμε μία-μία τις λέξεις να απελευθερώνονται από το σώμα του ηθοποιού και να αποκτούν δικό τους σώμα που μας (προ(σ)καλεί να το θαυμάσουμε, όχι ως δουλικό μεταφορέα ιδεών άλλων αλλά ως δρώσα δύναμη εδώ και τώρα.
Πηγαίνουμε για να απολαύσουμε τον λόγο του ποιητή με τρόπο που ενδεχομένως ο ίδιος ο ποιητής να μη φαντάστηκε ποτέ.
Πηγαίνουμε για να δούμε πώς ζωντανεύουν οι λέξεις και πώς πεθαίνουν.
Στον Οιδίποδα επί Κολωνώ ακούσαμε με καθαρότητα τις λέξεις, αλλά δεν είδαμε τα συμπτώματά τους, το αποτύπωμα της ακουστικής τους απόδοσης επάνω στα πάσχοντα και δρώντα σώματα.
Για λόγους σύγκρισης και αυτό. Το αμέσως επόμενο βράδυ είδα τους Πέρσες σε σκηνοθεσία Σάββα Στρούμπου, ένα επίσης «λογοκεντρικό» και στατικό στην επιφάνειά του έργο. Εκεί λοιπόν δεν άκουγες μόνο τα ηχοχρώματα των λέξεων. Τις παρακολουθούσες να γράφουν κυριολεκτικά τη δύναμή τους επάνω στα σώματα και να πυροδοτούν δράσεις και αντιδράσεις.
Παρατήρηση ένατη
Ο Οιδίποδας δεν χάθηκε στον Κολωνό αλλά στη μετακόμισή του από τη σελίδα στο σανίδι.